του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 150
Σε ποιανής το σώμα; Το ντοκιμαντέρ του Ζαχαρία Μαυροειδή για το έθιμο του «Δεκαπέντε», αυτές και αυτούς που κατά παράδοση δεκαπεντίζουν, μένουν, δηλαδή, όλες τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου, στη έρημη πλέον μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο νότιο άκρο της Θηρασιάς, «για να της κάνουν παρέα», τελώντας λειτουργίες και παρακλήσεις καθημερινά και ετοιμάζοντας τη μονή για το πανηγύρι της Παναγίας, δεν δίνει καθαρή απάντηση. Είναι το σώμα της Παναγίας που καλούνται να κηδεύσουν οι προσκυνήτριες και οι προσκυνητές; Είναι το γερασμένο σώμα των γυναικών που πρωταγωνιστούν; Είναι το «ερημωμένο σώμα της πάλαι ποτέ αγροτικής Θηρασιάς», όπως γράφουν οι συντελεστές του έργου; Είναι το σώμα της παράδοσης; Είναι το σώμα της Ελλάδας, μήπως; Ή όλα αυτά μαζί;
Η ταινία έτσι κι αλλιώς έχει τρία σημεία θέασης. Το πρώτο είναι η στημένη κάμερα, με τα πρόσωπα που περνούν και μιλούν άλλοτε μπροστά στον φακό κι άλλοτε –συνηθέστερα– αθέατα απ’ αυτόν. Αυτό το πρώτο σημείο θέασης έχει να κάνει με τον σκηνοθέτη και τους δημιουργούς της ταινίας, τη φωτογραφία της Ζωής Μαντά, τον ήχο του Κώστα Φυλακτίδη και το μοντάζ της Σμαρώς Παπαευαγγέλου. Η δεύτερη είναι η ματιά μας, και του θεατή μαζί, πάνω σε αυτό που λέμε παράδοση –κάποιοι τη λένε «φθίνουσα»– ή την ελληνική κοινωνία, αν προτιμάτε. Και το τρίτο σημείο ή επίπεδο, απ’ όπου μπορεί κανείς να δει τα πράγματα, είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες, είναι η ίδια η πραγματικότητα, να το πω αλλιώς, η λαϊκή πραγματικότητα, το σώμα του ελληνικού λαού, ή ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό. Τίποτα δεν είναι σαφές και άμεσα προσβάσιμο σε μια «αντικειμενική» αντίληψη. Όλα αυτά δημιουργούν περισσότερα ερωτηματικά από κείνα που λύνουν.
Η ματιά των Ελλήνων κινηματογραφιστών πάνω στη λαϊκή παράδοση –που για τη νέα ελληνική κοινωνία είναι αυτό το ίδιο το σώμα της ιστορικής ταυτότητάς της– είναι τουλάχιστον ελλειμματική, για να μην πω συμπλεγματική: η φουστανέλα γίνεται το έμβλημα του κινηματογραφικού κιτς, ο λαϊκός τύπος κρατά τον ρόλο του κλόουν και του (επαρχιώτη) διασκεδαστή, η παράδοση έχει θέση μόνο ως γραφικότητα ή ως σκοτεινή πρόληψη που πρέπει να αποβλαχέψει, κατά τη σύγχρονη αργκό, κ.λπ. Ως συνέπεια αυτής της ματιάς, ο μέγας δεξιοτέχνης του κλαρίνου Γιάννης Βασιλόπουλος, φερ’ ειπείν, εμφανίζεται στο παλιό μας σινεμά, σε ταινία φουστανέλας, ντουμπλαρισμένος (!) με μπελκάντο από οπερέτα· και ο επίσης μέγας Βαμβακάρης, στη μοναδική του κινηματογραφική εμφάνιση, ακούγεται μόνο (συγκλονιστικός) να παίζει σε κάποια γωνιά του εξοχικού κέντρου που βρίσκονται οι πρωταγωνιστές. Τον βλέπουμε παρεπιμπτόντως. Η κάμερα δεν του χάρισε ούτε ένα πλάνο!
Υπάρχουν, φυσικά, εξαιρέσεις, αλλά δεν είναι εδώ ο χώρος να τα πούμε αναλυτικά. Κυριότερη εξαίρεση το ντοκιμαντέρ. Από τις Γυναίκες που γνέθουν (1905), στην Αβδέλλα Γρεβενών, την πρώτη ελληνική ταινία των αδελφών Μίλτου και Γιαννάκη Μανάκη –που τους έχουν «υιοθετήσει» οι Σκοπιανοί, σε ακόμα μία λαθροχειρία τους– και τον Μακεδονικό γάμο (1960) του Τάκη Κανελλόπουλου, από τον Λάμπρο Λιαρόπουλο ή τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, μέχρι τον Κουσιαμπασάκο του Αχελώου (1997) ή τον Ρήγα του Πάρβα (2008), το ελληνικό ντοκιμαντέρ επιχειρεί μια πιο κοντινή και σίγουρα πιο σεβαστική ματιά πάνω σ’ αυτό που λέμε ελληνική πραγματικότητα ή, με άλλα λόγια, μπορούμε να το ονομάσουμε λαϊκή παράδοση.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ελληνικό ντοκιμαντέρ χτίζει παράλληλα μια ιδιαίτερη, ελληνική ματιά, την πιο σύγχρονη του ελληνικού κινηματογράφου, ακριβώς πλησιάζοντας σε κάτι παλιό, που μοιάζει να φθίνει, αλλά περιέργως δεν χάνεται, αν κρίνει κανείς από τα 104 χρόνια που μας χωρίζουν από τις Υφάντρες των Μανάκη. Στα χνάρια αυτού του ιδιαίτερου «μοντερνισμού» του ελληνικού ντοκιμαντέρ πατά ευτυχώς και ο Μαυροειδής με τους συνεργάτες του. Η εκτεταμένη χρήση του voice off –της ομιλίας εκτός κάδρου–, για να χρησιμοποιήσω ένα μόνο στοιχείο της σκηνοθεσίας του, τον απομακρύνει από μελοδραματισμούς ή γραφικότητες. Η ματιά του παραμένει σεβαστική, έστω και αν οι δεκαπεντίστριές του υπηρετούν μια ευαισθησία που σήμερα μοιάζει εξωπραγματική ή προχείρως χλευάζεται.
Μιλώντας για λαϊκή παράδοση, μιλάμε απλώς για ένα λαϊκό φολκλόρ; Ή μιλάμε για ό,τι επιβιώσε ως σήμερα από το καθαυτό σώμα του ελληνικού πολιτισμού, του ιδιαίτερου τρόπου –ήθους, καλύτερα– που συγκροτεί μια ξεχωριστή στάση απέναντι στη ζωή και στον θάνατο; Ξέρω πως πολλοί θα αναρωτηθούν: Μα όντως υπάρχει σήμερα αυτό το ξεχωριστό, αυτή η ιδιαιτερότητα –η ιδιοτροπία, αν θέλετε–, αυτό που τόσο παρεξηγημένα σήμερα ονομάζουμε «ελληνικότητα»; Οι δεκαπεντίστριες του Μαυροειδή, ζωντανές στο σώμα και στην ψυχή, υπάρχουν. Αυτό είναι σίγουρο. Και θα υπάρχουν. Αυτό είναι σιγουρότερο. Γιατί αλλιώς θα έχει χαθεί οποιαδήποτε δυνατότητά μας να μιλήσουμε, να κάνουμε τέχνη, να ζήσουμε στον σύγχρονο κόσμο. Η επιπολάζουσα σημερινή μας αφωνία το καταδείχνει. Όχι. Η ταινία του Μαυροειδή μας γέμισε αισιοδοξία. Τα σώματα των γυναικών –και των ανδρών– της Θηρασιάς υπάρχουν, είναι γερασμένα, αλλά υπάρχουν. Η Μάγδα, η Ειρήνη και οι άλλες γυναίκες, ο μικρός Ανάργυρος, ο παπάς, η παπαδιά και οι υπόλοιποι. Υπάρχουν και γοητεύουν. Όπως απεπιτήδευτα γοητεύει καθετί αληθινό και ζωντανό. Μπορεί απομακρυσμένες από την Ελλάδα του τουρισμού και της «ανάπτυξης» καθώς είναι, στο απώτερο άκρο της Θηρασιάς, να μη φαίνονται, αλλά υπάρχουν και ζεσταίνουν τον τόπο, κάνοντας κάτι ανόητο για τον τρέχοντα ωφελιμιστικό ναρκισισμό μας: κρατώντας συντροφιά στην Παναγιά και μαζί σ’ όσους για αιώνες πέρασαν απ’ εκεί. Ακόμα και στους αρχαίους Θηρασιώτες, που τα απομεινάρια των τοίχων τους βρίσκουν οι αρχαιολόγοι εκεί δίπλα. Υπάρχουν και μνημονεύουν ονόματα ζώντων και τεθνεώτων. Σώματα που ζουν. Κι ας πέθαναν· έμεινε η σκιά κι η ζέστη του φιλιού τους ακόμα στα χείλη. Τι ομορφιά!
Σημ.: Το κείμενο είχε ετοιμαστεί την προηγούμενη εβδομάδα. Εν τω μεταξύ, η ταινία του Μαυροειδή δεν άντεξε στην αίθουσα· προς τούτοις, προέκυψε η νέα, οσκαρική, ταινία του Γιώργου Λάνθιμου. Του ευχόμαστε, καρδιακά, καλή επιτυχία. Στο «Στούντιο», 5 & 6 Φεβρουαρίου, θα παιχτούν όλες οι ταινίες του, μαζί και οι Άλπεις (2011) που μας άρεσε περισσότερο και θα μπορούσε να είναι ένας προθύστερος λανθιμικός αποχαιρετισμός στον πατέρα του Αντώνη Λάνθιμο, παλιά δόξα του ελληνικού μπάσκετ, που πέθανε αυτές τις μέρες.
Γυναίκα σε πόλεμο
Το ίδιο ζωντανή γυναίκα είναι και η εξίσου γερασμένη Χάλλα, η απεγνωσμένη ακτιβίστρια, η ηρωίδα του Μπένεκτιτ Έρλιγκσοναπό την Ισλανδία, στη νέα του ταινία Γυναίκα σε πόλεμο. Η Χαλντόρα Γκαϊρχαρδστοντίρ (τι όνομα!) υποδύεται τη Χάλλα μαζί και τη δίδυμη αδελφή της Άζα. Η Χάλλα, λοιπόν, οργανώνει μόνη της και εκτελεί σαμποτάζ στους πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος της πατρίδας της, ώστε να ακυρώσει την εξαγορά-επένδυση της ηλεκτρικής εταιρείας της Ισλανδίας από τους Κινέζους. Η αδελφή της Άζα, αντιθέτως, αναζητά την ειρήνη εσωτερικά, στη φυγή, στον βουδισμό. Η Χάλλα και η Άσα έχουν συμφωνήσει να υιοθετήσουν ένα κοριτσάκι. Η υιοθεσία έρχεται την ίδια ώρα με τη σύλληψη της Χάλλα. Τη Χάλλα τη βοηθά στο σαμποτάζ ένας «ξάδερφος», ένας άγνωστος συντοπίτης της, ένας χωρικός. Η Χάλλα θα γίνει το σύμβολο της τρομοκρατίας και του «κακού» στη Χώρα της. Και η Άζα, στο τέλος, παρότι είναι στον κόσμο της, θα θυσιαστεί για τη Χάλλα.
Όπως γράψαμε και για το ιαπωνικό φιλμ Κλέφτες καταστημάτων, έχουμε και εδώ μια ελπιδοφόρα επιβίωση ενός ανθρωπισμού που έχει καταπλακωθεί από τον κυνισμό της νεοεπιχήτικης «ορθότητας». Συνάμα –και συμπτωματικά και εδώ– μια ελπιδοφόρα επιστροφή στην παράδοση. Αυτήν τη φορά, στη μουσική πολυφωνική (!) παράδοση της Ισλανδίας. Με ένα άκουσμα που μοιάζει λίγο ηπειρώτικο και λίγο βαλκανικό και με παραδοσιακές φορεσιές, ο Έρλιγκσον βάζει ανάμεσα στη δράση της ηρωίδας του μια εξωπραγματική μπάντα που παίζει μουσική. Μόνο για τη μουσική της αξίζει κανείς να δει την ταινία. Έχει, ωστόσο, και άλλα πολλά χαρίσματα. Η Χάλλα δεν έχει καμία σχέση με τον γνωστό –δηλητηριασμένο από τη φιλαργυρία των ΜΚΟ– ακτιβισμό, ούτε, φυσικά, με τίποτα σταλινικούς «μπαχαλάκηδες». Είναι μια γυναίκα απλή, μεροκαματιάρισα, σαν την Ειρήνη του Μαυροειδή. Σηκώνει δικό της μπαϊράκι και κάνει μια ολοδική της επανάσταση. Αγαπάει τη γη της και τις ερημιές της στεπώδους νήσου της. Δεν θέλει άλλη «ανάπτυξη». Αυτό. Έχει πεισμώσει. Αυτό το πείσμα την ενώνει με τη μικρή της υιοθετημένη ορφανή κόρη από την Ουκρανία. Την ενώνει με όλους μας στο τέλος, που φεύγουμε από την ταινία γεμάτοι ευφροσύνη και χαρά για την απλότητα και την καλοσύνη των ανθρώπων. Λίγο είναι;
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/211222
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.