μετάφραση-επιμέλεια: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
Στην ψηφιακή εποχή χρειαζόμαστε νέο αλφαβητισμό, δηλαδή νέες μεθόδους εκπαίδευσης, μόρφωσης και επιμόρφωσης. Το «σκανάρισμα» σε οθόνη αντί για την ανάγνωση έντυπου υλικού προκαλεί ριζικές κοινωνιολογικές αλλαγές.
Κοιτάξτε γύρω σας όποτε βγαίνετε έξω. Το iPad είναι η νέα πιπίλα για μωρά και νήπια. Τα παιδιά του Δημοτικού διαβάζουν ιστορίες σε τάμπλετ. Τα μεγαλύτερα δεν διαβάζουν καθόλου, μόνο καμπουριάζουν κολλημένα σε videogames. Οι γονείς τους και γενικότερα οι ενήλικες διατρέχουν σε οθόνη τις ειδήσεις ή το πέλαγος των μέιλ τους. Εν αγνοία μας τελείται μια αόρατη πολυεπίπεδη μετάλλαξη που μας αφορά όλους: Το νευρωνικό κύκλωμα που θεμελιώνει την εγκεφαλική ικανότητα της ανάγνωσης αλλάζει υπόγεια και αστραπιαία. Οι αλλαγές επιδρούν σε όλους, απ’ το παιδάκι έως τον ειδικευμένο εγγράμματο ενήλικα.
Όπως δείχνουν έρευνες στις νευροεπιστήμες, πριν από 6.000 χρόνια η γραφή και η ανάγνωση (αλφαβητισμός) επέβαλαν τη δημιουργία νέου κυκλώματος στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτό το κύκλωμα εξελίχθηκε και ανέπτυξε νέες ικανότητες. Έτσι, απ’ την απλή αποκωδικοποίηση του πόσες κατσίκες έχει το κοπάδι, φτάσαμε στον σημερινό αναγνωστικό εγκέφαλο υψηλών και περίπλοκων δυνατοτήτων. Η έρευνά μου αποτυπώνει πώς ο σύγχρονος αναγνωστικός εγκέφαλος μας καθιστά ικανούς για την ανάπτυξη ορισμένων πολύ σημαντικών διανοητικών και συναισθηματικών διεργασιών. Εσωτερικευμένη γνώση, αναλογική συλλογιστική, συμπερασματολογία, κριτική ανάλυση και σύνθεση, πολλαπλή αντίληψη από διαφορετικές οπτικές, αλλά και ενσυναίσθηση και διορατικότητα.
Πρόσφατες έρευνες που δημοσιεύονται παγκοσμίως προειδοποιούν ότι κάθε μία απ’ τις προαναφερόμενες βασικές ικανότητες των διεργασιών της «βαθιάς ανάγνωσης»[1] μάλλον κινδυνεύουν σοβαρά καθώς μετακινούμαστε προς πρακτικές ψηφιακής ανάγνωσης.
Ένας παλιός κανόνας των νευροεπιστημών παραμένει αναλλοίωτος: Ή χρησιμοποιείς το μυαλό σου ή το χάνεις.
Εδώ δεν έχουμε μια δυαδική αντιπαράθεση ανάμεσα στην έντυπη και την ψηφιακή ανάγνωση και την τεχνολογία. Όπως έγραψε η καθηγήτρια του ΜΙΤ, Σέρι Τερκλ (SherryTurkle), ως κοινωνία δεν κάνουμε λάθος που καινοτομούμε, όμως προκύπτει πρόβλημα όταν παραβλέπουμε ή αγνοούμε τα όσα διακόπτουμε ή ελαττώνουμε ενόσω καινοτομούμε. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ανάμεσα στις έντυπες και ψηφιακές κουλτούρες, η κοινωνία οφείλει να δει καταπρόσωπο τι μειώνεται στο εξειδικευμένο αναγνωστικό κύκλωμα του εγγράμματου ενήλικα, τι εγκεφαλικά κυκλώματα δεν αναπτύσσουν τα παιδιά μας και τι μπορούμε να κάνουμε.
Γνωρίζουμε από τις έρευνες ότι το αναγνωστικό κύκλωμα δεν περνάει στον άνθρωπο μέσω γενετικού κώδικα όπως η όραση ή η ομιλία, αλλά απαιτείται το κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθεί, καθώς είναι επίκτητη δεξιότητα. Επιπλέον, προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του εκάστοτε περιβάλλοντος είτε είναι τα διάφορα συστήματα γραφής, είτε είναι τα χαρακτηριστικά των μέσων γραφής που χρησιμοποιούνται. Αν το κυρίαρχο μέσο προωθεί πολύ γρήγορες διαδικασίες, ταυτόχρονες εργασίες (multitasking), κατάλληλες για τεράστιο όγκο πληροφοριών, όπως ο σύγχρονος ψηφιακός κόσμος ως μέσον ανάγνωσης, ο αναγνωστικός εγκέφαλος μεταλλάσσεται υποχρεωτικά.
Όπως γράφει η ψυχολόγος Πατρίσια Γκρίνφιλντ (Patricia Greenfield) απ’ το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αυτές οι πρακτικές έχουν σαν αποτέλεσμα να κατανέμεται λιγότερη προσοχή και χρόνος σε διεργασίες ανάγνωσης που απαιτούν βαθύτερη και μακρόχρονη αφοσίωση, όπου εκδηλώνεται η συμπερασματολογία, η κριτική ανάλυση και η ενσυναίσθηση, χαρακτηριστικά απαραίτητα στη μάθηση ανεξαρτήτως ηλικίας.
Οι αρνητικές επιδράσεις της ανάγνωσης σε οθόνη εμφανίζονται ήδη απ’ τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Αυτό τονίζουν όλο και περισσότερες μελέτες ψυχολόγων και επιστημόνων των ανθρωπιστικών ειδικοτήτων.
Ο καθηγητής λογοτεχνίας Μαρκ Έντμουντσον (Mark Edmundson) αναφέρει πόσο πολλοί φοιτητές αποφεύγουν συστηματικά την ανάγνωση κειμένων της κλασικής λογοτεχνίας του 19ου και του 20ού αιώνα, γιατί δεν διαθέτουν πλέον την υπομονή να διαβάσουν πολυσέλιδα, πυκνά, δυσνόητα κατά τη γνώμη τους, πιο δύσκολα έργα. Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η γνωσιακή ανυπομονησία των φοιτητών, όσο το τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά. Δηλαδή η πιθανή ανικανότητα μεγάλου αριθμού φοιτητών να διαβάσουν με ένα επίπεδο κριτικής ανάλυσης τέτοιο, που να μπορούν να κατανοήσουν την περιπλοκότητα σκέψεων και επιχειρημάτων που υπάρχουν στα πιο απαιτητικά κείμενα, είτε της λογοτεχνίας είτε της επιστήμης, μα και στα νομικά συμβόλαια και τις πολιτικές αναλύσεις που επίτηδες γράφονται με περίπλοκο τρόπο, ώστε να μπερδέψουν τους ψηφοφόρους.
Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η χρήση της ψηφιακής οθόνης φέρνει κατάπτωση στην αναγνωστική κατανόηση σε παιδιά λυκείου και φοιτητές. Η ψυχολόγος Αν Μάντζεν (Anne Mangen) και η ομάδα της μελέτησαν το πώς κατανοούν μαθητές λυκείου το ίδιο κείμενο από διαφορετικό αναγνωστικό μέσον. Οι ερευνητές έθεσαν στους έφηβους ερωτήσεις σχετικά μ’ ένα διήγημα που είχαν διαλέξει οι ίδιοι και ήταν μια ερωτική ιστορία γεμάτη λαγνεία. Οι μισοί νέοι διάβασαν το κείμενο σε Kindle και οι άλλοι μισοί τυπωμένο στο χαρτί. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι διάβασαν το έντυπο κείμενο το κατανόησαν καλύτερα συγκριτικά με όσους χρησιμοποίησαν οθόνη. Ειδικότερα, επέδειξαν ικανότητα περιγραφής των σκηνών με λεπτομέρειες και κατάφεραν να αποδώσουν την πλοκή με χρονολογική σειρά.
Ο δόκτωρ Ζιμίνγκ Λιου (Ziming Liu) έκανε μια σειρά μελετών στο Πανεπιστήμιο Σαν Χοσέ και διαπίστωσε ότι η νέα νόρμα της ανάγνωσης είναι το «οπτικό σκανάρισμα», όπου ο αναγνώστης σταμπάρει λέξεις καθώς διατρέχει ένα κείμενο. Όντως πολλοί εφαρμόζουν τη «διαγώνια» ανάγνωση, όπου επιλέγουν κείμενα διαβάζοντας την πρώτη γραμμή και ύστερα σταμπάρουν ξεκάρφωτες λέξεις που πιθανόν τους ενδιαφέρουν. Ωστόσο, όταν ο αναγνωστικός εγκέφαλος κάνει σκανάρισμα, μειώνεται ο χρόνος που κατανέμεται στις διεργασίες βαθύτερης ανάγνωσης και αυτό σημαίνει ότι μειώνεται ο χρόνος κατανόησης της περιπλοκότητας ενός έργου. Εντέλει, ο αναγνώστης που διαβάζει στα πεταχτά ένα κείμενο δεν έχει χρόνο να αναπτύξει συναισθήματα ή να συλλάβει την ομορφιά του.
Οι πανεπιστημιακοί και συγγραφείς Κάριν Λίταου (Karin Littau) και Άντριου Πάιπερ (Andrew Piper) σημειώνουν ακόμα μία διάσταση του θέματος: Τη σωματικότητα. Και αυτοί, όπως και η ομάδα Μάντζεν, δίνουν έμφαση στην αφή και την επαφή με το έντυπο κείμενο, όπου επιπλέον προσφέρεται ένα είδος «γεωμετρίας» των λέξεων και μια χωρική αυθυπαρξία του κειμένου. Όπως τονίζει ο Πάιπερ, τα ανθρώπινα όντα θέλουν να γνωρίζουν πού βρίσκονται στον χρόνο και στον χώρο και αυτό το δεδομένο τούς επιτρέπει να επιστρέψουν σε κάτι υπαρκτό και να μάθουν από την επανεξέτασή του – αυτό που αποκαλεί «τεχνολογία της επανάληψης». Η σημασία της επανάληψης και για τους νέους και για τους μεγαλύτερους αναγνώστες περιλαμβάνει τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο κείμενο, να το ελέγξουν και να αξιολογήσουν την προσωπική τους κατανόηση και συναισθηματική σύνδεση με ό,τι διάβασαν.
Οι αρνητικές επιδράσεις της ανάγνωσης σε οθόνη εμφανίζονται ήδη απ’ τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Αυτό τονίζουν όλο και περισσότερες μελέτες ψυχολόγων και επιστημόνων των ανθρωπιστικών ειδικοτήτων.
Οπότε το ερώτημα που τίθεται είναι τι γίνεται με την κατανόηση όταν τα νέα παιδιά «σκανάρουν» τα κείμενα σε οθόνη όπου δεν υπάρχει η αίσθηση του χρόνου και του χώρου, άρα δεν ενθαρρύνεται η δυνατότητα επανάληψης ή επαναθεώρησης. Οι ερευνητές των αμερικανικών ΜΜΕ Λίσα Κέρνσι (Lisa Guernsey) και Μάικλ Λεβίν (Michael Levine), η πανεπιστημιακή γλωσσολόγος Ναόμι Μπάρον (Naomi Baron) και η γνωσιακή νευρογλωσσολόγος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα, Ταμί Κατζίρ (Tami Katzir) ερεύνησαν τις επιδράσεις των διαφορετικών πληροφοριακών μέσων, ειδικά στους νέους. Η έρευνα της Κατζίρ διαπίστωσε τα αρνητικά αποτελέσματα της ανάγνωσης από οθόνη και συμπεραίνει ότι εμφανίζονται από τη Β’ Δημοτικού με επιπτώσεις όχι μόνο στην αντιληπτικότητα και κατανόηση, αλλά και στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης.
Δηλαδή στην ψηφιακή κουλτούρα πιθανόν να εμφανιστούν «παράπλευρες απώλειες», αφού κινδυνεύουν να χαθούν η κριτική ανάλυση, η ενσυναίσθηση και άλλες διεργασίες βαθιάς ανάγνωσης.
Άρα το πρόβλημα δεν είναι μια απλή κόντρα έντυπης και ψηφιακής ανάγνωσης. Το ζήτημα είναι το πώς διαβάζουμε ανά κάθε αναγνωστικό μέσον και το πώς αλλάζει όχι μόνο το τι διαβάζουμε, αλλά και ο σκοπός του γιατί διαβάζουμε. Και το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους νέους.
Η υπόγεια ατροφία στην κριτική αναλυτική σκέψη και την ενσυναίσθηση επηρεάζει τους πάντες. Επηρεάζει την ικανότητά μας να πλοηγηθούμε μέσα σ’ έναν ανελέητο βομβαρδισμό πληροφόρησης. Και συντελεί στην παράδοση του ανθρώπου στα διαβόητα εργοστάσια κατασκευής πληροφοριών, όπου δεν προσφέρεται ούτε απαιτείται διείσδυση και ανάλυση από μέρους των αναγνωστών, άρα ο άνθρωπος γίνεται εύκολα έρμαιο στις ψεύτικες, στημένες ειδήσεις και τη δημαγωγία.
Ένας παλιός κανόνας των νευροεπιστημών παραμένει αναλλοίωτος: Ή χρησιμοποιείς το μυαλό σου ή το χάνεις. Είναι ένας ελπιδοφόρος κανόνας και επιστημονικό θέσφατο που όταν εφαρμόζεται στον αναγνωστικό εγκέφαλο υπονοεί κάτι σοβαρότερο: Το δικαίωμα της επιλογής.
Η ιστορία για τις αλλαγές στον αναγνωστικό εγκέφαλο μόλις αρχίζει να γράφεται. Κατέχουμε και την επιστημοσύνη και την τεχνολογία να αναγνωρίσουμε και να επανορθώσουμε τις ζημιές πριν παγιωθούν.
Αν εργαστούμε με στόχο να καταλάβουμε τι ακριβώς χάνουμε παράλληλα με τις εντυπωσιακές δυνατότητες που μας φέρνει ο ψηφιακός κόσμος, θα αισθανθούμε και επιφυλακτικότητα και ενθουσιασμό. Χρειάζεται να καλλιεργήσουμε ένα νέο είδος εγκεφάλου: έναν δι-εγγράμματο (bi-literal) αναγνωστικό εγκέφαλο, ικανό για βαθύτερες μορφές σκέψης και σε ψηφιακά και σε παραδοσιακά έντυπα μέσα.
Κρίνονται πολλά απ’ αυτό, όπως η ικανότητα των πολιτών σε μια ζωντανή δημοκρατία να διαθέτουν διαφορετικές οπτικές γωνίες γνώσης και να μπορούν να διακρίνουν την αλήθεια. Η ικανότητα των παιδιών μας και των εγγονιών μας να εκτιμήσουν και να δημιουργήσουν ομορφιά. Και η ικανότητα μέσα μας να πάμε πέρα απ’ τον ορυμαγδό πληροφορίας και να βρούμε τη γνώση και την παρεπόμενη σοφία – στοιχεία αναγκαία για μια καλύτερη κοινωνία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[1] Σύμφωνα με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, οι τεχνικές ανάγνωσης είναι: 1) Γνωριμία με το υπό μελέτη κείμενο – Survey, 2) Κατανόηση βασικών ιδεών του κειμένου, γρήγορη ανάγνωση – Skimming, 3) Αναζήτηση συγκεκριμένης πληροφορίας, ανιχνευτική ανάγνωση – Scanning, 4) Βαθιά κατανόηση, ανάγνωση για μελέτη – Study reading, 5) Κριτική κειμένου, κριτική ανάγνωση – Critical reading. Στο συγκεκριμένο άρθρο, η συγγραφέας ταυτίζει το skimming με το scanning.
Η Μαριάν Βολφ έχει γράψει τέσσερα βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, καθώς και περισσότερες από 150 μελέτες δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά. Είναι νευρογλωσσολόγος, ερευνήτρια, καθηγήτρια και διευθύντρια του Κέντρου Ανάγνωσης και Γλωσσολογικής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο Tufts, της Μασαχουσέτης. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Guardian, στις 25/8/2018.
ΠΗΓΗ:https://diastixo.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.