Από τον Γιώργο Φλώρο
Στις αρχαίες τραγωδίες, οι συγγραφείς ιστορούν τα πάθη, τα σφάλματα, τα βάσανα και την τιμωρία του ήρωα τους, κάποιου θνητού που επέλεγε να παραβεί τους νόμους των θεών ή να σταθεί απέναντι σε κάποια ανώτερη δύναμη, επίγεια ή επουράνια. Η τραγωδία κλείνει με την σκληρή μοίρα του ήρωα· τιμωρία για τις πράξεις του και κάθαρση για τον ίδιο, την πόλη, τον θεατή. Υπάρχουν όμως (και δεν θα μπορούσαν να λείψουν σε ένα τόπο τόσο αιματοβαμμένο όσο ο δικός μας) και οι πραγματικές τραγωδίες της ιστορίας. Αληθινά γεγονότα, ζωές μικρών ανθρώπων που γίνονται πρωταγωνιστές χωρίς να το θέλουν, ιστορίες που δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν (από πλευράς διήγησης) από τις αρχαίες ενώ συχνά είναι ακόμα σκληρότερες, με την έννοια ότι οι ήρωες δεν πληρώνουν για κάποια ύβρη που διέπραξαν με την βούληση τους. Στις πραγματικές αυτές τραγωδίες, οι ήρωες απλά βρίσκονται πιασμένοι στα γρανάζια της ιστορίας, συχνά χωρίς να το θέλουν και, παίζοντας τον μικρό τους ρόλο, συνθλίβονται απ’ αυτά.
Το 1822, μετά καταστροφή στην μάχη του Πέτα, ο δρόμος για την ανακατάληψη της Δυτικής Ελλάδας από τους Οθωμανούς είναι ανοιχτός.
Ο Οθωμανικός στρατός βαδίζει νότια καταστρέφοντας και καίγοντας τα πάντα στο πέρασμα του· χωριά και αγροικίες ερημώνονται και όσοι κάτοικοι γλυτώνουν παίρνουν τα βουνά για να κρυφτούν. Πρώτος στόχος είναι το Μεσολόγγι· η πόλη πρέπει να καταληφθεί ώστε ο στρατός να περάσει στην βάση της επανάστασης, την Πελοπόννησο. Οι λίγες απέλπιδες απόπειρες αντίστασης αποτυγχάνουν και τα ελληνικά σώματα σκορπίζονται ενώ πανικόβλητοι, χιλιάδες άμαχοι προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στο νησί Κάλαμος όπου όμως διώχνονται με την βία από τον Άγγλο αρμοστή. Στις 25 Οκτωβρίου του 1822, ο Οθωμανικός στρατός φτάνει έξω από τα (υποτυπώδη) τείχη της πόλης και η πολιορκία ξεκινά.
Παρά την σαφή ανωτερότητα σε αριθμούς και σε οπλισμό των επιτιθέμενων, οι πρώτες προσπάθειες να πέσει η πόλη αποτυγχάνουν. Στο στρατόπεδο των Οθωμανών επικρατεί διχογνωμία για την συνέχεια των επιχειρήσεων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πόλη θα πρέπει να καταληφθεί με την βία, με βομβαρδισμό και επίθεση στα τείχη. Η αντίθετη γνώμη εκφράζεται από τον στρατηγό Ομέρ Βρυώνη. Αυτός προτιμά να πολιορκήσει την πόλη και να διαπραγματευθεί την παράδοση της· χρειάζεται το Μεσολόγγι άθικτο για να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις περεταίρω επιχειρήσεις και είναι πεπεισμένος ότι οι πολιορκημένοι θα συνθηκολογήσουν.
Για καλή τύχη των πολιορκημένων, επικρατεί η γνώμη του Ομέρ Βρυώνη. Η εξέλιξη αυτή εμψυχώνει τους Έλληνες, καθώς την πόλη υπερασπίζονται ελάχιστοι (λιγότεροι από 400) ένοπλοι και τα εφόδια τελειώνουν. Δέχονται λοιπόν να αρχίσουν δήθεν συνομιλίες για παράδοση με πραγματικό σκοπό να κερδίσουν χρόνο έως έρθουν ενισχύσεις. Πράγματι, στις 8 Νοεμβρίου ελληνικά πλοία λύνουν τον θαλάσσιο αποκλεισμό και αποβιβάζουν στην πόλη στρατό, τρόφιμα και πολεμοφόδια. Την ημέρα που είχε δήθεν συμφωνηθεί η παράδοση της πόλης, αντί για τους προεστούς που θα υπέγραφαν την συνθηκολόγηση οι Οθωμανοί στρατηγοί βλέπουν να καταφθάνει ένας αγγελιοφόρος με ένα απλό σημείωμα: “αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε”
Οι λυσσασμένες επιθέσεις των επόμενων ημερών αποκρούονται και η κατάσταση για τους πολιορκητές αρχίζει να δυσκολεύει: ο χειμώνας είναι σκληρός, αρρώστιες και έλλειψη εφοδίων ταλαιπωρούν τους στρατιώτες και τσακίζουν το ηθικό τους. Οι Οθωμανοί στρατηγοί αντιλαμβάνονται ότι η υπόθεση τραβάει σε μάκρος και πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνει, όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Αποφασίζουν λοιπόν να επιτεθούν άλλη μια φορά· αυτή την φορά όμως θα το κάνουν το βράδυ των Χριστουγέννων, όταν οι Χριστιανοί υπερασπιστές θα γιορτάζουν και οι άμυνες τους θα είναι πιο χαλαρές.
Ο Γιάννης Γούναρης ήταν Έλληνας υπηρέτης και κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη. Η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά ζούσαν επίσης στην υπηρεσία του πασά στα Γιάννενα και ο Γούναρης ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί τον αφέντη του στην εκστρατεία του ενάντια στους ομοεθνείς του. Ήταν αυτή η ομηρία που μετέτρεψε τον Γούναρη από ένα απλό πιόνι σε ήρωα της τραγωδίας, στον άνθρωπο που θα έπαιρνε πάνω του όλες τις συμφορές, που θα γινόταν το λάδι στα γρανάζια της ιστορίας. Ο Γούναρης ακούει στην σκηνή του πασά το σχέδιο των Οθωμανών και, όπως κάθε πρωταγωνιστής τραγωδίας, βρίσκεται μπροστά σε ένα τρομερό δίλημμα: από την μία, να ειδοποιήσει τους πολιορκημένους για την επίθεση των Χριστουγέννων, με κίνδυνο να του κοστίσει αυτό την ζωή της οικογένειας του και την δική του. Από την άλλη, να μην κάνει τίποτα, να συνεχίσει την ζωή του, να προστατέψει τους δικούς του και η πόλη να χαθεί, μαζί με την Δυτική Ελλάδα και ίσως την νεογέννητη ακόμα επανάσταση.
Η ιστορία καταγράφει αριθμούς, τοποθεσίες, ημερομηνίες, πράξεις, συνέπειες και αποτελέσματα αλλά ποτέ σχεδόν συναισθήματα. Έτσι κανένας ιστορικός δεν μπόρεσε (ή δεν ήθελε) να περιγράψει τις τεράστιες εσωτερικές συγκρούσεις που πρέπει να ένοιωσε αυτός ο άνθρωπος μπροστά στο βάρος μιας τέτοιας επιλογής, καταστροφικής από κάθε άποψη για τον ίδιο. Κατέγραψαν όμως οι ιστορικοί ότι την παραμονή των Χριστουγέννων, ο γραμματέας του οπλαρχηγού Γιάννη Μακρή, καθώς επέστρεφε στο Μεσολόγγι, είδε κάποιον άγνωστο να του κουνάει το μαντήλι από την ακτή. Όταν τον πλησίασε, ο άγνωστος του συστήθηκε και του αποκάλυψε την ιδιότητα του, την ιστορία του και το φοβερό μυστικό που έμαθε. Τον εξόρκισε να τον πιστέψει και να μεταφέρει στους αρχηγούς των πολιορκημένων Ελλήνων το σχέδιο των εχθρών.
Το βράδυ των Χριστουγέννων, η πόλη έβαλε τα γιορτινά της. Οι εκκλησίες ήταν όλες ανοιχτές και φωταγωγημένες, οι ψαλμωδίες και οι κωδωνοκρουσίες έφταναν πέρα από τα τείχη, έως το στρατόπεδο του εχθρού. Παρόλα αυτά όμως, στην πόλη κανείς δεν γιόρταζε· αντί για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, οι στρατιώτες βρίσκονταν κρυμμένοι πίσω από τα τείχη, περιμένοντας με το όπλο στο χέρι. Η επίθεση εκδηλώνεται στις 3 τα ξημερώματα στην ανατολική πλευρά του τείχους, ακριβώς στο σημείο που είχε υποδείξει ο Γούναρης. Οι επίλεκτοι Αλβανοί καταδρομείς διασχίζουν την πεδιάδα μέσα σε νεκρική σιγή, στήνουν τις σκάλες στο τοίχος και πηδούν μέσα στην πόλη. Η μάχη κατέληξε σε μια τρομακτική σφαγή των επιτιθέμενων· το σχέδιο κατάληψης της πόλης αποτυγχάνει παταγωδώς.
Λίγες μέρες μετά την ήττα, οι Οθωμανοί λύνουν την πολιορκία καθώς το ηθικό του στρατεύματος έχει εξανεμιστεί, οι προμήθειες τελειώνουν και πληροφορίες έρχονται από παντού για Ελληνικά σώματα που καταφθάνουν για να τους χτυπήσουν από τα μετόπισθεν. Την νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ο Οθωμανικός στρατός αναχωρεί. Λίγοι θα φτάσουν στην Άρτα, αποδεκατισμένοι από τις Ελληνικές επιθέσεις αλλά και τα φουσκωμένα νερά του Αχελώου που προσπαθούν να διαβούν. Το Μεσολόγγι σώζεται και έτσι σώζεται και η επανάσταση. Αυτός όμως που θα πληρώσει το τίμημα θα είναι ο Γιάννης Γούναρης: ένας σκλάβος του πασά μαρτυρά την «προδοσία» του Έλληνα κυνηγού και ο Βρυώνης για εκδίκηση θα στραγγαλίσει την γυναίκα και τα παιδιά του. Ο Γούναρης, όταν μαθαίνει την μοίρα της οικογένειας του και αποτραβιέται στο αφιλόξενο φαράγγι της Κλεισούρας, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Μεσολόγγι. Εκεί θα ζήσει σαν ερημίτης, προσφέροντας ένα ποτήρι νερό στους περαστικούς και ζώντας από τις ελεημοσύνες τους μέχρι τον θάνατο του.
ΠΗΓΗ: http://www.nostimonimar.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.