[Καί μοῦ μπῆκε ἡ ἰδέα, καί κάνω ἕνα σχέδιο, τό ἰταλικό ἀεροπλάνο νά χτυπιέται ἀπό τό ἑλληνικό…][1]
Μνήμη Γιώργου Λάμπρου
«…Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐκεῖ, ἦρθε ἡ περίοδος πού ἀνοῖξαν τά σχολεῖα, Σεπτέβριος πιά, καί πῆγα σχολεῖο, ἰταλικά, ἰταλικά· δέν εἶχε τώρα… γιατί τά ἰταλικά τ᾿ ἄρχισα ἀπό τή Σύμη ἐγώ, πῆγα Δευτέρα, ξανά Δευτέρα στά ἰταλικά καί Τρίτη κι ἦρθα ἐδῶ,[2] ἔπρεπ᾿ ᾿ά πάω Τετάρτη· κι ἔφευγα ἀπό τόν Ἅϊ Γιώργη πάντα μέ τά πόδια, εἶναι περίπου τρία χιλιόμετρα μέχρι τά Τριάντα, καί συνέχιζα νά πηγαίνω ἐκειπέρα.
Στίς ἀρχές ἤτανε καλά, γιατί μᾶς δίνανε καί τρώγαμε κιόλα, τό μεσημέρι μᾶς δίνανε φαΐ, εἴχαμε πάρει καί πιάτα μαζί μας καί μᾶς δίνανε… καλά ἤτανε στήν ἀρχή· ἔ, συνέβησα πάρα πολλά, ἐκείνη τήν ἐποχή, ἔεε, εἴχαμ᾿ ἕνα δάσκαλο, ὁ δάσκαλός μου δηλαδή τῆς τετάρτης τάξης, αὐτός ἤτανε, ἤτανε μουσικός καί μᾶς μάθαινε τραγούδια, θυμᾶμαι ἕνα – δυό … ἕνα τραγούδι πού λεγότανε «Λά μπάρκα τόρνα σόλα»,[3] ἡ βάρκα γυρνάει μόνη της, δηλαδή πνίγηκε ὁ βαρκάρης καί γύρισε ἡ βάρκα…, καί κάτι ἄλλα τραγούδια, καί εἶχε φύγει μέ ἄδεια αὐτός, καί μᾶς φέρνανε ἕνα δάσκαλο τῆς πέμπτης πού τόν κοροϊδεύαμε ᾿μεῖς «μπαλλόν», μπαλλόν στά ἰταλικά εἶναι τό μπαλλόνι… ἕνας χοντρός, καί τό καταλάβαινε αὐτός, τό ἤξερε, πού τόν κοροϊδεύαμε, γιατί καί στή τάξη τόν κοροϊδεύανε…
Ἔρχεται λοιπό αὐτός… ἐν τῷ μεταξύ πιά εἶναι χίλια ἐννιακόσια σαράντα, εἶναι στό σαράντα, μαίνεται ὁ πόλεμος στήν Ἀλβανία, ἔρχεται αὐτός, λέει «τί μάθημα ἔχετε σήμερα;», ἔ, λέει κάποιος ἐκειπέρα, «Ντιζένιο, σινιόρ μαέστρο», ντιζένιο θά πῇ αὐτό… ἰχνογραφία… Ὡραῖα, «κάντε», λέει, «ὅ,τι νομίζει ὁ καθένας», «κάντε», λέει, «κάτι ἀπό τό ἀλβανικό μέτωπο, ἀπό τόν πόλεμο τῆς Ἀλβανίας», τί νά κάνουμε ἀπό τόν πόλεμο τῆς Ἀλβανίας, οὔτε ταινίες εἴχαμε δεῖ ἐμεῖς οὔτε τίποτα, τό μόνο πού ἐγώ εἶχα μιά ἰδέα, εἶχα δεῖ ἕνα – δυό φορές ἰταλικά περιοδικά πού στό ἐξώφυλλό τους, τό Κορριέρε ντελλά Σέρα νά ποῦμε, ξέρω ᾿γώ, τό Ὄτζι, τό Ὄγκι, τό Σήμερα, εἶχε, εἶχε νά ποῦμε μάχες ἀπό τό μέτωπο, καί εἶχε καί ἀεροπλάνα, ἕνα ἰταλικό ἀεροπλάνο, μέ τά ἰταλικά σήματα, χτυποῦσε ἕνα ἑλληνικό μέ τά δυό φτερά· μέ τά δυό φτερά καί μέ τό σῆμα τό… πρώτη φορά εἶχα δεῖ τό ἑλληνικό σῆμα τῆς Ἀεροπορίας, τό στρογγυλό, μέ τά αὐτά… ναί. Καί μοῦ μπῆκε ἡ ἰδέα ἐμένα, αὐτή ἡ ἰδέα, καί κάνω ἕνα σχέδιο, τό ἰταλικό ἀεροπλάνο νά χτυπιέται ἀπό τό ἑλληνικό… χμ! Ἀλλά ἐγώ δέν τό πῆρα, δέν τό πῆρα, δέν τό εἶπα ἀπό- δέν τό ᾿κανα ἀπό πατριωτισμό νά ποῦμε, γιατί τέτοιες ἰδέες δέν εἴχαμε καί πολλές, ἐκείνη τήν ἐποχή, ᾿ντάξει, ξέραμε ὅτι ἤμαστο διαφορετικοί ἀπ᾿ αὐτούς, ἀλλά δέν εἴχαμε τέτοιο πάθος ἄς ὑποθέσουμε…
Κι ὅταν τήν εἶδε αὐτός «Κί ἔ Λάμπρου;» λέω «Ἴο σινιόρ μαέστρο», λέει «Κόζα ἴ φάττο», τί ἔκανες; «Ἔ», λέω, «ἔκανα τόν πόλεμο», κουνάει αὐτός τό κεφάλι του, λέει… ἐκείνη τή στιγμή χτυπάει τό κουδούνι γιά διάλειμμα, «ἐσύ», μοῦ λέει, «τού», μοῦ λέει, «ἰν γκινόκιο[4] ἰνντιέτρο ἀλλά πόρτα», πίσω ἀπό τήν πόρτα γονυπετής, δέ θά βγῇς ἔξω, πῆγα λοιπό, γονάτισα ἐγώ πίσω ἀπό τήν πόρτα, τοῦ λέω «μά σινιόρ μαέστρο ἴο βόλιο φάρε, ἀντάρε ἀ φάρε μίο μπιζόνιο», «θέλω ᾿ά πάω νά κάνω τήν ἀνάγκη μου», λέω, «ὄχι», μοῦ λέει, «θά κάτσῃς ἐκεῖ», «καλά», τοῦ λέω, «᾿ά κάτσω ἐκεῖ», φύγανε ὅλοι οἱ ἄλλοι, εἶχε μιά γλάστρα πίσω ἐκεῖ (γελάει), δίπλα, μιά γλάστρα, τή γέμισα… (γελάει) ξεχείλισε… ξεχείλισε ἡ γλάστρα… χυθήκανε κάτω … ἤρθανε λοιπό αὐτοί… τό τί ἔγινε!
Μέ πῆρε στό διευτυντή. Ὁ διευθυντής ἦταν ἕνας πάρα πολύ καλός ἄθρωπος… ἕνας σεβάσμιος ἄθρωπος, γεροντάκος, θά ᾿τανε, ὄχι, πολύ λέω, ὥς πενηνταπέντε χρονῶ, ἀλλά εἶχε ἔτσι ἄσπρα μαλλιά, ἕνας ψηλός, ὡραῖος, καί … «Τί ἔγινε; Τί ἔγινε;» ἔε, ᾿ντάξει, ἀφοῦ μοῦ λέει «βάϊ βία φιλιόλο,[5] λέει, στάϊ ἀττέν-το οὐν ἄλτρα βόλτα», νά ᾿σαι προσεχτικός ἄλλη φορά, τό μόνο πού μοῦ εἶπε δηλαδή, ναί, εἶναι κι αὐτό δηλαδή ἀπό τά… ἀπ᾿ αὐτά πού θυμᾶμαι…»
[1] Ἀπόσπασμα ἀπό ἀφήγηση τοῦ Συμιακοῦ Γιώργου Λάμπρου (1929 – 2012) γιά τά χρόνια τῆς ἰταλικῆς καί γερμανικῆς κατοχῆς στή Ρόδο. Ἡ καταγραφή ἔγινε ἀπό τόν Χρίστο Δάλκο
[2] Στή Ρόδο
[3] Πρόκειται γιά τό τραγούδι «E la barca tornò sola». Τό ἴδιο θέμα ἀπαντᾷ καί στό νεοελληνικό τραγούδι «Καί ἡ βάρκα γύρισε μόνη», πιθανόν κατά μίμηση τοῦ ἰταλικοῦ, ἀλλά καί στό ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα τοῦ Ἀντιπάτρου (7. 637) τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας: … νηῦς δὲ πρὸς αἰγιαλοὺς ἔδραμεν αὐτομάτη…, βλ. Τασούλα Καραγεωργίου, Ναυαγοῦ τάφος εἰμί, σ. 43
[4] Πρβλ. ἰταλ. ginocchio (= γόνατο), in ginocchiο (= στά γόνατα, γονυπετῶς)
[5] figli(u)olo: γιός, παιδί, μέ πιό στοργική ἀπόχρωση ἀπ᾿ ὅ,τι στήν λέξη figlio (= γιός)
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr/archives/205895
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.