Το κρύο της Τραπεζούντας
Η καινούργια ταινία του Μουσταφά Καρά, Το κρύο της Τραπεζούντας (2015), είναι η ιστορία ενός χρυσοθήρα της Ανατολής. Ο Μεχμέτ είναι ένας πάμφτωχος αγρότης φαμελίτης στα βουνά του Πόντου, που ζει σε ένα σπίτι από λαμαρίνες και ξύλα, χωρίς ηλεκτρισμό, κάπου στην ενδοχώρα της Τραπεζούντας. Αν όμως οι χρυσοθήρες της Δύσης δοξάστηκαν ως οι τυχοδιώκτες, που με οδηγό την απληστία τους, έχτισαν την πιο σύγχρονη χώρα του καπιταλισμού, ο Μεχμέτ ζει για λίγο ακόμα στη χώρα της πίστης και του ανατολίτικου παραμυθιού: ελπίζει πάντα ότι θα έρθει η μέρα που ο καλός Θεός θα του χαρίσει τα πλούτη και την ευτυχία.
Ο Μουσταφά Καρά, βέβαια, προτιμάει τις εικόνες του ρεαλισμού, ή έστω ενός μαγικού ρεαλισμού, για να ντύσει τον ήρωά του. Στα ψηλά βουνά του Πόντου μοιάζει τίποτα να μην έχει αλλάξει από την αρχή του εικοστού αιώνα, απ’ όταν οι τελευταίοι Έλληνες άφησαν τον τόπο τους. Χωρίς ηλεκτρισμό άλλωστε, όλη η ζωή κυλάει σε ρυθμούς παραδοσιακούς, προβιομηχανικούς. Το μόνο σημάδι σύγχρονου πολιτισμού είναι το φορτηγό, που στην καρότσα του ο Μεχμέτ και οι γιοί του θα κάνουν το ταξίδι ως το κοντινό κεφαλοχώρι, και τα μεγάφωνα στο υπαίθριο πανηγύρι όπου γίνονται οι ταυρομαχίες.
Ο Μεχμέτ, λοιπόν, σκάβει στις απότομες σπηλιές των ψηλών βουνών του ψάχνοντας τη φλέβα που θα τον βγάλει από τη μιζέρια της φτώχειας του. Ζει σε μια αρχέγονη αγροικία με τη γυναίκα του, τα δυο μικρά παιδιά τους και τη γριά μάνα του. Απομονωμένοι λόγω της αμείλικτης φτώχειας τους. Το χτισμένο με πέτρες, ξύλα και λαμαρίνες καλύβι τους, οι λίγες κατσίκες, η αγελάδα, ο ταύρος και οι κότες τους είναι η μόνη τους περιουσία. Γύρω τους, το βουνό τους δίνει τις λίγες ακόμα προμήθειες, τα ξύλα, λίγα φρούτα, το χορτάρι για τα ζώα τους, για να βγάλουν τον χειμώνα. Γιατί όλη τους η ζωή είναι η καθημερινή σκληρή εργασία για προμήθειες, ώσπου να τους αποκλείσουν τα χιόνια. Και η αγωνία τους για τα χρέη στον έμπορο-μπακάλη του χωριού. Ο Μεχμέτ όμως «κυνηγάει ουράνια τόξα», όπως του λέει η γυναίκα του. Αντί να δουλεύει μεροκάματο στο κοντινό ορυχείο, χάνεται στο βουνό και σκάβει για να βρει μια φλέβα με ασήμι ή χαλκό, που θα του εξασφαλίσει καλή αμοιβή. Όταν η γυναίκα του απελπίζεται, ο Μεχμέτ αποφασίζει να πάει τον ταύρο τους στις ετήσιες παραδοσιακές ταυρομαχίες, όπου το έπαθλο θα τους ξεχρεώσει και θα πάνε τον μικρό τους γιο, που πάσχει από σύνδρομο Ντάουν, στον γιατρό.
Η ιστορία της ταινίας του Καρά είναι αρχέγονη και απλή, σαν την καθημερινότητα των ηρώων της. Η δραματουργία της στηρίζεται στην απλότητα των αισθημάτων και στις αλλαγές του καιρού, που στα βουνά είναι συχνές. Η βροχή, που πέφτει σχεδόν πάντα, είτε ως καταιγίδα, είτε ως ψιλόβροχο, το βαρύ χιόνι, τα σύννεφα που τυλίγουν με τον γνόφο τους τις πλαγιές, δίνουν στην ταινία έναν λυρικό τόνο, που τη γλυτώνει από τον στεγνό ρεαλισμό που τον έχουμε δει σε άλλες πρόσφατες τουρκικές ταινίες. [ ]
Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι Kalandar Soğuğu, που θα πει, το κρύο του Γενάρη. Kalandar είναι οι ρωμαϊκές καλένδες, η πρωτοχρονιά, που στην περιοχή της Τραπεζούντας γιορτάζεται ακόμα και σήμερα κατά το γρηγοριανό ημερολόγιο, στις 14 Ιανουαρίου, με κάλαντα και μεταμφίεση των παιδιών, που ντύνονται με τα ρούχα των γιαγιάδων και γυρνούν στα σπίτια τραγουδώντας –παρόμοια έθιμα μεταμφίεσης μέσα στον Γενάρη σώζονται σε μέρη και της Μακεδονίας. Οι νοικοκύρηδες τους δίνουν για τον κόπο τους γλυκά, ξηρούς καρπούς και άλλα φιλέματα. Δείτε τώρα και μια αξιοσημείωτη για μας τους Έλληνες λεπτομέρεια: Η ταινία είναι γυρισμένη ,απ’ ό,τι καταλαβαίνω, κοντά στην περιοχή του Κουστούλ Μαναστιρί, όπως το λένε οι Τούρκοι, της μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, στο σημερινό χωριό Σιμσιρλί, στην ενδοχώρα της Τραπεζούντας, προς τη Σάντα του Πόντου. Τα μετέωρα ερείπια του αρχαίου μοναστηριού φαίνονται κάποια στιγμή, όταν ο μεγάλος γιος φτάνει ως εκεί για να μαζέψει σαλιγγάρια. Η γιαγιά του λέει τότε πως εκεί δεν θα πρέπει να πλησιάζει, γιατί κατοικεί το τζίνι, το πνεύμα. Γιατί εδώ ζούσαν κάποτε Έλληνες καλόγηροι, λέει, που έφυγαν μετά τον πόλεμο. «Το πόλεμο τον κέρδισαν οι Τούρκοι;» ρωτάει ο μικρός και η γραία απαντά, «Μάλλον. Έτσι μου φαίνεται». Και για να συμπληρώσω αυτήν τη μικρή παραδρομή, η ιστορική αυτή μονή, που σήμερα έχει ξαναχτιστεί στην Ημαθεία, μαζί με την Παναγία Σουμελά και τη Μονή Βαζελώνος, ήταν τα προπύργια του ελληνισμού στην ορεινή ενδοχώρα της Τραπεζούντας. Η Μονή Περιστερεώτα, μάλιστα, μέχρι το 1923 χρηματοδοτούσε τα σχολεία σε όλα τα χωριά της περιοχής. Κάτι από όλα αυτά μοιάζει να θυμάται η γιαγιά…
Suburra: Υπόγεια πόλη
Σε τελείως διαφορετικό κλίμα ο Στέφανο Σολίμα, μετά την εμβληματική του ταινία για τη Μαφία, τα Γόμορα (2008), μας μεταφέρει στην παραλυσία της αιώνιας πόλης, της Ρώμης.
Εδώ, η «κανονική» ζωή της κυριάρχης τάξης της πόλης, που κινείται γύρω από τον πάπα και την κυβέρνηση, βυθίζεται σε ένα όργιο –ακόμα και κυριολεκτικά– διαφθοράς, διαπλοκής, φόνων, εκβιασμών, πρωτοφανούς αγριότητας. Αυτή είναι η Σουμπούρα, η περιτοιχισμένη πόλη των αριστοκρατών και των αλητών συνάμα. Γιατί η συνοικία της παλιάς Ρώμης Subbura, από το λατινικό sub-urbe, η υποπόλη, η πόλη μέσα στην πόλη, η «υπόγεια» πόλη, είναι ακριβώς αυτό: Η αρχαία πόλη όπου κάποτε είχαν τα παλάτια τους οι Βοργίες και τώρα ζουν στις παράγκες τους οι κατσίβελοι, όπως έλεγε ο Σεφέρης, περιγράφοντας τα ερείπια των παλατιών της Νέας Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης. Σουμπούρα ακόμα λένε στη Ρώμη την παραγκούπολη.
Η νυχτερινή κυρίως πόλη του Σολίμα είναι σκοτεινή, αλλά λουσμένη στα φώτα της χλιδής: όπως το παλάτι του Βατικανού, όπου ο πάπας Βενέδικτος προσεύχεται και εμπιστεύεται στον διάκο του ότι θα παραιτηθεί, όπως η βουλή που συνεδριάζει και όπου η κυβέρνηση επίσης είναι υπό παραίτηση –είμαστε στον Νοέμβρη του 2011–, όπως το κλαμπ όπου γίνεται ένα χωρίς τέλος και όρια πάρτι, όπως ονειρεύεται η μαφία την Όστια, την παραλία της Ρώμης, γεμάτη με καζίνα, ένα Λας Βέγκας στην καρδιά της αιώνιας Ρώμης, που είναι πια η ίδια έρημος αισθημάτων και ανθρωπιάς.
Η ταινία, που δεν φτάνει στο επίτευγμα της Γόμορα, έχει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές. Χαρτογραφεί εύστοχα όλη τη δολιχοδρομία της «ανάπτυξης» στον σύγχρονο καπιταλισμό. Το Βατικανό, η βουλή, η μαφία διασυνδέονται και ποδηγετούν αυτή την «ανάπτυξη» των καζίνων, των πορνείων, της «διασκέδασης» γενικά. Η κρίση κάνει απλώς πιο ξέφρενο αυτό τον χορό και πιο σφιχτούς τους δεσμούς των πρωταγωνιστών του. Σας θυμίζει μήπως κάτι;
Ο Σολίμα προσπαθεί να δώσει μια κάποια λύση στην ιστορία του, μια κάθαρση σ’ αυτό το αιματοβαμμένο δράμα, απονέμοντας κάποια δικαιοσύνη. Δώρον άδωρον. Η πόλη συνεχίζει να βυθίζεται στη βροχή που πέφτει ασταμάτητα και στα νερά του Τίβερη που ξεχυλίζουν από τα φρεάτια των δρόμων. Η δίωρη αυτή ταινία είναι ένας φαντασμαγορικός χάρτης του κακού, από το οποίο δεν γλυτώνει τελικά κανείς! Ίσως αυτή να είναι και η αξία της. Το σενάριο και η δραματουργία είναι καλά δεμένα, πλην όμως μοιάζει να μην έχουν στόχο. Ο Σολίμα κάνει ασκήσεις ύφους και στυλ και χάνει την ευκαιρία να απογειώσει την ταινία του. Οι ηθοποιοί, φιλότιμοι όλοι τους: ο Πιερφραντσέσκο Φαβίνο είναι ο βουλευτής Μαλγκράντι, ο Κλαούντιο Αμεντόλα, ο Σαμουράι της σικελικής Μαφίας, ο Αλεσάντρο Μπόργκι, ο Νούμερο 8 της ντόπιας μαφίας, η Γκρέτα Σκαράνα, η εκδικήτρια φίλη του Βιόλα, ο Έλιο Τζερμάνο, ο Σεμπαστιάνο, ο εκδικητής επίσης ιδιοκτήτης του κλαμπ, η Τζούλια Ελέ(κ)τρα Γκοριέτι, ο όμορφη πόρνη Σαμπρίνα, ο Αντάμο Ντιονίζι, ο αρχηγός της τσιγγάνικης μαφίας Μανφρέντι Ανακλέτι κ.ά. Όλα αυτά τα πρόσωπα δίνουν ένα πανόραμα της παρανομίας. Μέχρις εκεί. Ίσως και γι’ αυτό μόνο να αξίζει τελικά τον κόπο.
ΠΗΓΗ: http://ardin-rixi.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.