Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Στην σκιά ενός ξεχασμένου θρύλου: Σεργκέι Παρατζάνωφ

Γραπτή συνέντευξη του Σεργκέι Παρατζάνωφ στον Παντελή Καρακάση («Το Τέταρτο», 1988)

Μιλώντας μὲ τὸν Ἀντρέι Ταρκόφσκυ τὸ Μάιο τοῦ ’83 στὶς Κάννες γιὰ τὴν αἰώνια μελαγχολία καὶ τὴν μεγάλη πίκρα τῶν δημιουργῶν – του Ἀϊζενστάιν, τοῦ Ντοβζένκο, τοῦ Ὀκλοπκώφ, τοῦ Παρατζάνωφ, τοῦ Ταρκόφσκυ – μοῦ ὁμολόγησε τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Παρατζάνωφ: «Ξέρεις ποιό εναι τὸ συναρπαστικὸ μὲ τν Σεργκιόζα; Ὁ συμβίβαστος χαρακτήρας του. σα σκεφτεῖ τπραγματοποιε· δν χάνονται στν πορεία, χει μιὰ ψυχικὴ σορροπία παιδιο. Εναι σίγουρος γιὰ τὸ ποῦ βαδίζει καὶ γιὰ τὸ ποῦ θὰ τν βγάλει ὁ δρόμος ποὺ κολουθε. Κανες δν τὸ πέτυχε στν πατρίδα μου ατό».

Ἀρχὲς τοῦ 1984 ἔφθασε ἡ εἴδηση πὼς ὁ Σεργκέι Παρατζάνωφ τελικὰ εἶναι ἐλεύθερος στὴν Τυφλίδα καὶ ἕτοιμος νὰ σκηνοθετήσει ὕστερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια περιπετειῶν, οἱ ὁποῖες τὸν κράτησαν μακριὰ ἀπὸ τὰ στούντιο καὶ τὴν κάμερα.
Ἀπόδειξη ἡ τρίτη του ταινία, «Τὸ ὀχυρὸ τοῦ Σουράμι», ποὺ προβάλλεται ἀπὸ ,πέρυσι στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, παράλληλα μὲ τὶς δύο προηγούμενες του ταινίες «Στὶς σκιὲς τῶν λησμονημένων προγόνων» (1965) καὶ «Τὸ Χρῶμα τοῦ ροδιοῦ» ἢ «Σαγιὰτ Νόβα» (1969 - 1973).
Ἡ σημασία τοῦ ἔργου τοῦ Παρατζάνωφ δύσκολα ἀποδεικνύεται μέσα ἀπὸ μία βιογραφικὴ ἀνασκόπιση, τυπικὴ τοῦ κινηματογραφικοῦ πανθέου. Γεγονὸς ἀποτελεῖ πάντως πὼς ὁ Παρατζάνωφ εἶναι ἄνθρωπος τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσες νὰ τοποθετήσεις σὲ κανένα περίβλημα. Δὲν ἤθελε νὰ εἶναι μαριονέττα κανενὸς καὶ πάντα μιλοῦσε μὲ ἀνοιχτὰ χαρτιά. Προπάντων γιὰ θέματα πολιτικά. Εἶναι γνωστὸ πὼς λίγο καιρὸ πρὶν τὴ σύλληψή του μίλησε σκληρὰ καὶ ἀσυμβίβαστα σὲ κομματικὸ συνέδριο στὸ Μίνκ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο σὲ πολιτιστικὰ ζητήματα. Οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι τῆς μοσχοβίτικης κινηματογραφίας – σήμερα ἡ «περεστρόικα» τοὺς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἐξουσία – δὲν ἦταν συνηθισμένοι σὲ ἀνάλογο λεξιλόγιο. Τὸ «σκάνδαλο» εἶχε φυσικὰ δυσάρεστα ἐπακόλουθα. Καταδικάστηκε σὲ πέντε χρόνια φυλάκιση.

Μὲ τὸ «Χρῶμα τοῦ ροδιοῦ» ἔκανε τὴν πρώτη ἀρμένικη ταινία καὶ μὲ τὶς «Σκιὲς τῶν λησμονημένων προγόνων» μία οὐκρανική. Γι’ αὐτὸ τὸν κατηγόρησαν πὼς εἶναι ἐθνικιστής. Μὲ κανέναν τρόπο δὲν ἀκολούθησε τὴν ἀρχὴ τοῦ «σοσιαλιστικοῦ ρεαλισμοῦ». Παραμένει πιστὸς στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀϊζενστάιν, ὁ ὁποῖος σ’ ἕνα γράμμα του πρὸς τὸν Κουλέσωφ ἔλεγε: «Δὲν εἶναι τὸ ἀντικείμενο στὴν ἱστορία, οὔτε τὸ ἀντικείμενο στὴν εἰκόνα ποὺ γεννοῦν τὸ χρῶμα, παρὰ μόνο ἡ μουσικὴ τῶν ἀντικειμένων καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς μυστικῆς, λυρικῆς καὶ δραματικῆς ἀντήχησης τῆς ἱστορίας». Ἀκριβῶς τοῦτο νιώθεις μέσα στὸ ἔργο τοῦ Παρατζάνωφ.
Ἂν κάτι σημαντικὸ ὑπάρχει σήμερα στὴν τέχνη τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 στὸ Κίεβο, δὲν εἶναι παρὰ ὁ κινηματογράφος του. Στὰ «Στούντιο Ντοβζένκο» τοῦ Κιέβου, ὅπου ὁ Παρατζάνωφ δούλεψε τότε καὶ δημιούργησε «σχολὴ» μὲ τὶς «Σκιές» ὑπάρχει σήμερα τὸ πορτραῖτο του δίπλα σ’ αὐτὸ τοῦ Ντοβζένκο, ποὺ τὸν θεωρεῖ πάντα ὡς δάσκαλό του. Συνεχιστὴς κι ἐμπνευσμένος προπάντων ἀπὸ τὴν «Γῆ» τοῦ Ντοβζένκο – μιὰ ταινία μὲ ἀρχαϊκὴ αἴσθηση ζωικῆς δύναμης, βασισμένη στὶς ἐθνικὲς ρίζες τῆς Οὐκρανίας – ὁ Παρατζάνωφ ἀπέφυγε τὴν ἐξπρεσσιονιστικὴ φόρμα του. Τὸ καλλιτεχνικὸ ταμπεραμέντο του διέφερε ριζικά, ἡ σχέση του μὲ τὸ δάσκαλο βρισκόταν στὸ πρόσωπο παρὰ στὴν κινηματογραφικὴ διαθήκη του.
Ὁ Γιούρι Γιακούτοβιτς, γραφίστας στὸ Κίεβο, φανέρωσε στὸν Παρατζάνωφ τὸ βουνίσιο λαὸ τῶν Χουτσούλων. Εἶχε ταξιδέψει καὶ ζωγραφίσει τὸν τρόπο ζωῆς τους, τὶς ἐνδυμασίες τους, τὴ φύση. Ὁ Παρατζάνωφ συμβολικὰ ἐπέστρεφε στὴν παιδική του ἡλικία στὰ βουνὰ τῆς Γεωργίας.
Τὸ διήγημα τοῦ Οὐκρανοῦ συγγραφέα Κοζιουμπίσκυ, μὲ τὸν ἴδιο τίτλο τῆς ταινίας, ἦταν ἡ ἀπαρχὴ γιὰ τὸ σενάριο, ὅμως ὁ Παρατζάνωφ κινηματογράφησε ὅ,τι ἔνιωσε καὶ εἶδε ὁ ἴδιος στοὺς Χουτσούλους ζώντας μαζί τους. Ἡ πραγματικότητα, τὰ ἐθνογραφικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ φολκλορικὰ στοιχεῖα παρέμειναν σὲ δεύτερο πλάνο. Χρησιμοποιώντας καθαρὰ πλαστικὰ κινηματογραφικὰ μέσα ὁ Παρατζάνωφ ἐπεδίωξε νὰ ἐκφράσει τὴν εὐαισθησία του γιὰ τὸ μύθο, τὸ παραμύθι καὶ τὰ δομικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ «εἶναι» καὶ νὰ τὴ μεταδώσει μὲ λυρισμὸ στὸ θεατή.
Πῶς ξεκίνησε ἡ ταινία γιὰ τὸν «Σαγιὰτ Νόβα», τὸν Ἀρμένιο ποιητὴ Ἀρουθὶν Σαγιαντίν (1712 -1795), ποὺ ἔζησε στὸ παλάτι τοῦ Γεωργιανοῦ βασιλιᾶ Ἡρακλῆ πρὶν γίνει καλόγερος χριστιανὸς καὶ τὰ ἴχνη του χαθοῦν καθὼς περιφερόταν στὴν ἐπικράτεια ὡς «Ἀσοὺγκ», τραγουδοποιός, στὸν Καύκασο; Παραμένει ἄγνωστο πῶς ὁ Παρατζάνωφ ἦρθε σ’ ἐπαφὴ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ποιητῆ. Σίγουρο εἶναι πὼς ἡ κατανόησή του γιὰ τὴν οὐσία τοῦ ἐθνικοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι προσδιορίσθηκε ἀπὸ τὸ φαινόμενο τῆς ὁμαδικῆς ψυχῆς τοῦ δικοῦ του λαοῦ. Τοῦ ἀρμενικοῦ λαοῦ ποὺ διατήρησε τὴ σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ μοίρα του, τὴν αἰώνια παράδοση τῆς θρησκείας καὶ τῆς ζωῆς του, τὸ πάτριο χῶμα, τὴ φύση καὶ τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ του.
Ὑπάρχει μεγάλη ὁμοιότητα μεταξὺ τῆς εἰκόνας τοῦ ποιητῆ καὶ τῆς μοίρας καθὼς καὶ τῶν μυστικῶν τῆς ψυχῆς τοῦ Παρατζάνωφ. Κρυφὰ πέρασε μιὰ αὐτοβιογραφικὴ νότα στὴν ταινία. Τὰ βιογραφικὰ μοτίβα καὶ τῶν δύο παρουσιάζουν ὁμοιότητες. Ὁ Ἀρουθὶν Σαγιαντὶν ἔζησε ὡς Ἀρμένιος στὴ Γεωργία καὶ ἔγραψε τὰ ποιήματά του στὴ γεωργιανή, ἀρμενικὴ καὶ περσικὴ γλώσσα. Ὁ Παρατζάνωφ ζεῖ στὴν Τυφλίδα καὶ γράφει στὴν οὐκρανική, ρωσική, γερμανικὴ καὶ γαλλικὴ γλώσσα. Μήπως πρόκειται γιὰ τὸ «alter ego» τοῦ σκηνοθέτη; Στὸ «Χρῶμα τοῦ ροδιοῦ» θριάμβευσε ἡ γεμάτη σύμβολο πλαστικὴ κίνηση. Ὁ ζωγραφικὸς κανόνας στὸ δέσιμο τῆς εἰκόνας δὲν θρυμμάτισε τὸ ἔργο. Ὁ ρυθμός του τὸ ἑνοποιεῖ. Οἱ δραματικὲς μεταφορὲς καὶ τὰ σύμβολα δημιούργησαν μιὰ κινηματογραφικὴ ποίηση, ἡ ὁποία εἶναι περίπλοκη, ἐσωτερικὴ καὶ μυστηριώδης. Σκηνὲς ὅπως ἡ ἀρχικὴ «Κλεῖστε τὰ βιβλία στὴν καρδιά», ὅπου οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἁπλώνουν δεκάδες βρεγμένα βιβλία καὶ χειρόγραφα στὸ προαύλιο νὰ στεγνώσουν κι ὁ ἀέρας τὰ ξεφυλλίζει, ἐνῶ τὸ νερὸ κυλάει ἀπὸ τοὺς τοίχους, ὅπως τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πληγή, ὁ ποιητής, παιδάκι ἀνάμεσα στὰ χαλιὰ καὶ ἡ ὡραία Σόφικο Τσιαουρέλι στὸ παλάτι, ὑποδύονται τὸν ποιητὴ καὶ τὴν πριγκίπισσα μούσα ἐνῶ, ταυτόχρονα, καὶ μέσα ἀπὸ τὸ μετακινούμενο καθρέφτη, οἱ δύο ὄψεις γίνονται μία καὶ ὁ ἔρωτάς τους μετουσιώνεται σὲ ἀδιαίρετο σύμβολο, ἀποτελοῦν ἕνα μοναδικὸ κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ κινηματογράφου.
Ὁ Παρατζάνωφ μιλάει μὲ ἀρχέτυπα. Στὸ ρόλο τοῦ «Σαγιὰτ Νόβα» ἔχει τέσσερις ἠθοποιοὺς ποὺ διαφέρουν ριζικά. Θέλει νὰ δηλώσει τὴν αἰωνιότητα, τὸ ὑπερπροσωπικὸ στοιχεῖο τοῦ ποιητῆ, τὴν ἀρχέτυπη ὕπαρξή του. Τὸ ἴδιο παρατηροῦμε καὶ στὸ ρόλο τοῦ πρίγκιπα Ζουρὰμπ στὴ νέα του ταινία «Τὸ ὀχυρό του Σουράμι». Τὸ πρόσωπο καὶ ἡ προσωπικότητα, εἶναι γι’ αὐτὸν ἡ μάσκα, τὸ κοστούμι, τὸ ἔμβλημα. Λατρεύει τὴ μάσκα γιατὶ εἶναι ὀμορφότερη ἀπὸ τὸ ζωντανὸ πρόσωπο καὶ τὴ λατρεύει ὅπως τὰ κοχύλια, τὶς πολύτιμες πέτρες, τ’ ἀνατολίτικα χαλιά. Τὸ μυστικὸ τῆς ὀμορφιᾶς τους στηρίζεται στὸ ἄψυχο, τὸ μαρμάρινο ὕφος τους. Ὅπως τὴ ζωγραφιὰ τὴν περνοῦμε στὴν ὄμορφη κορνίζα, ἔτσι αὐτὸς περνᾶ τὴ μάσκα-κορνίζα σὲ διάφορα πρόσωπα. Καὶ εἶναι μάσκες ξεχωριστὲς γιὰ τὴ νιότη, τὸν ἔρωτα, τὴ θηλυκότητα, τὸ θάνατο... Μιὰ προέκταση τοῦ ἰαπωνικοῦ Καμπούκι. Αὐτὰ τὰ πολλὰ πρόσωπα, οἱ πολλὲς μάσκες ἀποτελοῦν ἱερογλυφικὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τὸν ὁποῖο δὲν τὸν αἰσθάνεται συνδεδεμένο μὲ κανένα συγκεκριμένο σῶμα, ρόλο, μάσκα.

Ὁ Παρατζάνωφ καὶ ὁ Ταρκόφσκυ εἶναι σίγουρα οἱ μεγαλύτερες μορφὲς τοῦ σοβιετικοῦ κινηματογράφου σήμερα. Διαφέρουν καὶ μοιάζουν συνάμα. Εἶχαν στενὴ φιλία μεταξύ τους καὶ ἀλληλοσεβασμό. Μὲ τὴν ἴδια ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τὴν ἀνεξαρτησία τους ἀπὸ τὰ τρέχοντα γεγονότα καὶ τὴν ἄρνησή τους σὲ συμβιβασμοὺς κατόρθωσαν νὰ δημιουργήσουν ἕναν κινηματογράφο διεθνοῦς ἐμβέλειας.
Εἶχα τὴν τύχη νὰ γνωρίσω ἕνα στενὸ βοηθὸ καὶ φίλο τοῦ Παρατζάνωφ στὸ Δυτικὸ Βερολίνο, τὸν αὐτοεξόριστο ἐκεῖ Οὐκρανὸ Βίλεν Μπάρσκυ. Μαζὶ ἑτοιμάσαμε ἕνα ταξίδι στὴν Τυφλίδα πρὸς ἀναζήτηση τοῦ ἐλεύθερου πιὰ σκηνοθέτη. Ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἐποχὴ τῆς ἀνόδου στὴν ἐξουσία τοῦ Γκορμπατσὼφ καὶ ἡ κατάσταση ἀκόμη ἀσαφής. Τὸ ταξίδι σκόνταψε στὴ γραφειοκρατία τῶν πρεσβειῶν. Ἀργότερα καὶ ἐνῶ ὁ Παρατζάνωφ γύριζε τὸ «Ὀχυρὸ τοῦ Σουράμι» ὁ Βίλεν κατόρθωσε νὰ τὸν βρεῖ. Μετὰ ἀπὸ παράκλησή μου, στὴν ἐπιστροφή του ἔφερε μιὰ συνέντευξη μαζί του. Εἶναι ἀπαντήσεις σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς γραπτὲς ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ ἔστειλα. Σπάνια δίνει συνεντεύξεις, ἐνῶ εἶναι ἀνοιχτὸς γιὰ ἀτέλειωτες κουβέντες. Δέχτηκε γιὰ δύο λόγους, ὅπως ὁμολόγησε. Πρῶτα γιατὶ νιώθει μεγάλη συγγένεια μὲ τοὺς Ἕλληνες ὡς Ἀρμένιος καὶ δεύτερον γιατὶ εἶχε τὴν ἄνεση νὰ πεῖ ὅ,τι αὐτὸς ἤθελε χωρὶς ἀντιλογίες.

ΤΕΤΑΡΤΟ: Ἂν καὶ Ἀρμένιος, ζήσατε στὴ Γεωργία. Ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη νιώθετε ὡς πατρίδα σας;

ΠΑΡΑΤΖΑΝΩΦ: Λὲν πὼς εἶμαι Γροῦζος. Σ’ ἕνα γαλλικὸ λεξικὸ αὐτὸ γράφουν γιὰ μένα. Οἱ πρόγονοί μου ἦταν ὁπλοφόροι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἀρμενίας στὸ 12ο αἰώνα. Τὸ τετράγωνο σῶμα μου μαρτυρεῖ τὴν ἰδιότητά τους. Τὴ γεωργιανὴ γλώσσα δὲν τὴ μιλῶ σωστά. Στὰ παιδικά μου χρόνια στὸ σπίτι μιλούσαμε γαλλικά. Σπάνια ρώσικα. Ὁ πατέρας μου σὲ καβγάδες ἔβριζε στὰ ἀρμένικα. Παιδὶ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα τί ἔλεγε, ἀλλὰ ἡ προφορά τους ἀκουγόταν γλυκά. Νιώθω Ἀρμένιος κι ἂς μὴν κατέχω τὴ γλώσσα μου.

– Τί θυμάστε ἀπὸ τὴν παιδική σας ἡλικία;

– Πὼς γεννήθηκα τὸ 1923 ἂν καὶ στὰ μητρῶα ἀρρένων εἶμαι γραμμένος τὸ 1924. Ὁ πατέρας μου τὴ χρονιὰ ποὺ γεννήθηκα ἔλειπε σὲ κάποιο ταξίδι καὶ ὥσπου νὰ γυρίσει καὶ νὰ δηλώσει τὴν ὕπαρξή μου πέρασε ἕνας χρόνος. Τρία ἀδέρφια ἤμασταν στὴν οἰκογένεια. Ἡ μητέρα μου ἀγαποῦσε πολὺ τὸν πατέρα μου, κι αὐτὸς ἀγαποῦσε πολὺ τὶς ὄμορφες γυναῖκες. Κάποτε ἦρθε πρῶτος σὲ διαγωνισμὸ ὀμορφιᾶς. Πέρασε μπρὸς ἀπὸ τὴν ἐπιτροπὴ καβαλάρης σ’ ἄσπρο ἄλογο γιατὶ ἦταν λίγο κοντός. Τραγουδοῦσε ἐξαίσια, ἔγινε ὅμως ἔμπορας. Ἀγόραζε ἀντίκες. Γέμιζε τὸ σπίτι μας μὲ παλιὰ κι ὄμορφα ἔπιπλα, πορσελάνες, πίνακες, χαλιά, κοσμήματα, ὅλα ἀπομεινάρια παλαιῶν πολιτισμῶν. Ὁ ἐνθουσιασμός μου γιὰ τὰ ἀπομεινάρια ἀποκαλύφτηκε στὴ σχολὴ σκηνοθεσίας. Ὁ δάσκαλός μου Ντοβζένκο συχνὰ μοῦ ἔλεγε: «Παρατζάνωφ, Παρατζάνωφ, ἀποθηκάριος θεάτρου θὰ καταντήσεις ὅπως πᾶς, τὸ πολὺ μαέστρος-τελετάρχης». Ἀγαποῦσα τὶς τελετὲς ποὺ σκάρωνα, τὰ γλέντια τὶς παρέες καὶ τὸ καρναβάλι. Ἤμουν τὸ ἐπίκεντρο μὲ τὰ παραμυθιάσματά μου. Στὸ σχολεῖο ἤμουν κακὸς μαθητής. Θὰ σοῦ πῶ τὸ λόγο. Συχνὰ ἡ ἀστυνομία μᾶς ἔκανε ἐπισκέψεις γιὰ νὰ πάρει τὶς πολύτιμες πέτρες καὶ τὰ χρυσὰ ρούβλια τοῦ πατέρα μου. Πρὶν ὅμως τὰ βροῦν ἐγὼ τά ’χα καταπιεῖ. Τὴν ἑπομένη μέρα φυσικὰ οἱ γονεῖς μου δὲν μ’ ἄφηναν νὰ πάω σχολεῖο ὥσπου νὰ τὰ ξαναβγάλω. Δύσκολη ὑπόθεση, φυσικά.

– Πῶς φτάσατε στὴν ἰδέα νὰ γίνετε σκηνοθέτης;

– Μὲ προόριζαν γιὰ τραγουδιστὴ στὴν ὄπερα. Ἔγραφα καὶ μουσική. Ὁ δάσκαλός μου μιὰ μέρα ἀντιλήφθηκε τὸ ταλέντο μου καὶ συμβούλεψε τὴ μητέρα μου νὰ μὲ στείλει στὴ Μόσχα γιὰ ἀνάλογες σπουδές. Ἡ μητέρα μου φοβόταν κάπως ἀλλὰ δέχτηκε. Τὸ 1946 μὲ μία πρόταση τοῦ ὑπουργείου Πολιτισμοῦ τῆς Γεωργίας βρέθηκα στὴ Μόσχα μαθητὴς τοῦ Σαφτσένκο καὶ τοῦ Ντοβζένκο, ὁ ὁποῖος ὅταν εἶδε τὴ διπλωματική μου ταινία μοῦ πρότεινε νὰ δουλέψω στὸ στούντιό του στὸ Κίεβο. Ἐκεῖ δούλεψα εἴκοσι χρόνια, ἐκεῖ παντρεύτηκα.

– Τί ἦταν τὸ πρῶτο σας φίλμ;

– Τίποτα τὸ σπουδαῖο.  Εἶχε τὸν τίλο «Ἀνδτριέστ». Δὲν τὸ κρύβω, ἔγραφα τότες ἄσχημα σενάρια. Τὸ ξεκίνημα ἦταν μία δύσκολη γέννα. Ἐπεξεργάστηκα ἕνα μολδαβικὸ παραμύθι, ἔτσι ἔγινε τὸ πρῶτο μολδαβικὸ φίλμ.   Ἀργότερα, ποιός νὰ τό ’ξερε, ὅλο πρωτιὲς μὲ περίμεναν. Ἡ ἑπόμενη δουλειά μου ἦταν τραγική. Τὸ στούντιο ποὺ γυρίζαμε πῆρε φωτιὰ καὶ ἡ μικρὴ πρωταγωνίστρια κάηκε. Οἱ συνέπειες; Ἔβαλαν τὸ σκηνοθέτη φυλακή...

– Ἡ πρώτη σας ταινία «Στὶς σκιὲς τῶν λησμονημένων προγόνων» γνώρισε παγκόσμια ἐπιτυχία. Τί σημασία εἶχε γιὰ ἐσᾶς τὸ γεγονός;

– Ἔτσι ἔγινε. Μοῦ χάρισε εἴκοσι τρία διεθνῆ βραβεῖα τὰ ὁποῖα ὅμως ποτὲ δὲν τὰ παρέλαβα αὐτοπροσώπως. Τότε οἱ Ἀρμένιοι ζήλεψαν αὐτὴ τὴ δόξα καὶ ἄρχισα γι’ αὐτοὺς τὸ «Χρῶμα τοῦ ροδιοῦ». Μὲ τοποθέτησαν ἀνάμεσα στοὺς καλύτερους σκηνοθέτες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ στὴν Ἀρμενία δὲν γράφτηκε οὔτε ἕνα ἄρθρο γιὰ τὴν ταινία. Φοβήθηκαν.Ὁ Σεργκέι Γιούτκεβίτς μοῦ ἔγραψε ὡστόσο πὼς εἶναι ἀριστούργημα ὅ,τι εἶχα κάνει. Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο τοῦ χρωστῶ ἕνα εὐχαριστῶ.

– Σήμερα τὸ ἔργο σας ἀναγνωρίστηκε. Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὴν ἀξία του;

– Μάλιστα. Ἐδῶ ποὺ κάθομαι, μοῦ ἀπονέμουν στεφάνια δόξας. Πάντα εἶχα τὸ φόβο μὴν προδώσω τὴν ἀρμένικη κουλτούρα. Ἡ ταινία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ σκληρὴ δραματουργία της, σύμφωνα μὲ τὶς εἰκόνες τοῦ μεσαίωνα, μὲ λεπτὴ ποίηση μέσα της. Μὲ τὸ φωτογράφο μου Σουρὲνς Σαμπατζιὰν καταφέραμε ἕνα ὕφος ἰδανικὸ ἀφοῦ μελετήσαμε τὶς ἀρμένικες Εἰκόνες στὰ μοναστήρια, λαϊκὲς μπαλάντες, τὴ Βίβλο.

– Γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα δὲν κάνατε ταινίες. Ἡ ἐπάνοδός σας μὲ τὸ «Ὀχυρὸ τοῦ Σουράμι» θεωρεῖται ἱστορικὸ γεγονός.

– Εἶναι ἀλήθεια. Γιὰ δεκαπέντε καὶ πλέον χρόνια δὲν δούλεψα στὸν κινηματογράφο. Ἕνα τέταρτο τῆς ζωῆς μου. Καὶ ἡ τέχνη μου ἀπαιτεῖ συνεχῆ πρακτική. Οὔτε κι ἐγὼ κατάλαβα γιατί δέχτηκα τὴν πρόταση. Ἴσως γιατὶ ὁ δραστήριος κομματικὸς γραμματέας τῆς Γεωργίας μοῦ τὸ ζήτησε θερμά. Δὲν ἦταν εὔκολη δουλειὰ ἂν φανταστεῖς πόσος φανατισμὸς καὶ προσήλωση ἀπαιτοῦνται ὅσο κι ἂν πολλοὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν αὐτό. Γιὰ μένα κάθε κομμάτι τῆς ταινίας σημαίνει καὶ μιὰ τραγωδία. Τραγωδία πρὸς τὸ ἄγνωστο.

– Ποιό εἶναι τὸ θέμα τῆς ταινίας σας;

– Εἶναι ἕνας μύθος. Γιὰ νὰ στεριώσει τὸ κάστρο τοῦ Σουράμι, χτίστηκε στὸ τεῖχος μέσα ὁ Ζουράμπ. Ἀπὸ τότες δακρίζουν οἱ πέτρες τοῦ Σουράμι. Κλαίει ὁ Ζουράμπ. Στὸ ρόλο δὲν ἔβαλα παιδάκι, ἀλλὰ ἕναν εἰκοσιτριάχρονο, διαφορετικὰ τὸ φὶλμ θὰ ἦταν τραγικό. Ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ κατηγόρησαν πὼς ἔκανα ἕνα περσο-αρμένικο ἔργο. Μοῦ ἐπιτέθηκαν καὶ γιὰ τὰ κοστούμια. Μοῦ λὲν ὅτι χρησιμοποίησα περσικὰ μοτίβα. Ἔτσι εἶναι. Οἱ Γεωργιανοὶ ζοῦσαν τὸν 19ο αἰώνα ὑπὸ τὸν περσικὸ ζυγό. Τὰ ξέχασαν αὐτά, τὶς θαυμάσιες στολὲς καὶ τὶς παλιὲς ἱστορίες καὶ κυκλοφοροῦν μὲ ἀμερικανικὰ τζήν.

– Ποιὰ εἶναι τὰ μελλοντικά σας σχέδια; Θὰ συνεχίσετε στὸν κινηματογράφο;

– Στ’ ἀλήθεια θέλω νὰ πάρω σύνταξη. Στὰ ἑξήντα μου πρέπει νὰ ξεκουραστῶ λίγο. Στὴ φυλακὴ ζωγράφισα 800 εἰκόνες πάνω σὲ ἐφημερίδες, ἔγραψα 100 μικρὰ διηγήματα καὶ κουράστηκα νὰ ἐργάζομαι, καταγανάκτησα νὰ πλένω ροῦχα μαζὶ μὲ τοὺς ἐγκληματίες, τοὺς κλέφτες καὶ ἄλλους συγκρατούμενους. Ἀλλὰ νὰ ποὺ ὅπου νά’ ναι φτάνει καὶ ἡ ἐπέτειος τοῦ Λέρμοντωφ καὶ πρέπει νὰ γυρίσω τὸ «Δαίμονά» του, ἀφοῦ ὁ Γερασίμωφ δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ τὸ κατάλληλο κλειδὶ νὰ πραγματοποιήσει τὸ ἴδιο σχέδιο.

– Τί ἔχετε νὰ πεῖτε σὲ ὅσους σᾶς κατηγοροῦν πὼς κάνετε ταινίες ἀκατανόητες γιὰ τὸ πλατὺ κοινό;

– Ἀπαντῶ μὲ τὶς λέξεις τοῦ Σαγιὰτ Νόβα:
«Στὸ τραγούδι μου δὲν βρίσκουν ὅλοι εἴσοδο. Στὸ ποτάμι μου ἂν θέλουν ἂς γελάσουν μέσα. Τὸ ἔργο μου νὰ ἐκτιμήσουν ὅλοι δὲν μποροῦν. Τὸ νόημα στὶς λέξεις μου νὰ πιάσουν».
  
(Τὴ μετάφραση ἀπὸ τὴ ρωσικὴ γλώσσα ἔκανε ἡ Ἑλένη Σταμάτη).
Μηνιαῖο πολιτιστικὸ περιοδικὸ «Τὸ Τέταρτο», τχ 33, Ἰανουάριος 1988.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.