Νίκος Καρβούνης*
Η Επανάσταση του 1821 χρωστά την οργάνωσή της στη Φιλική Εταιρεία.
Γι’ αυτή την Εταιρεία εγράφτηκαν αρκετά, χωρίς ακόμα να έχει ολοκληρωθεί συστηματικά η μελέτη της ιστορίας της και του έργου της. Και έτσι, εκτός από το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας» του Ιωάννου Φιλήμονος, τυπωμένο στο Ναύπλιο το 1834 και από το βιβλίο του Τάκη Κανδηλώρου «Η Φιλική Εταιρεία» τυπωμένο στην Αθήνα το 1926, λίγα και σκόρπια και συμπτωματικά είνε τα εφόδια που απομένουν γι’ αυτή τη μελέτη:
Τα απομνημονεύματα του Νικ. Υψηλάντη, κάποια δημοσιεύματα κατά της Εταιρείας και κάποιες απαντήσεις Φιλικών, στις πρώτες εφημερίδες που βγήκαν μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Όσο για τον ιστορικό τον Παπαρρηγόπουλο, αυτός στο σχετικό κεφάλαιο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» εβασίστηκε για τα ιστορικά δεδομένα στις πληροφορίες του Ιωάννου Φιλήμονος. Μια ενδιαφέρουσα συμβολή για τη μελέτη των πρώτων ενεργειών της Εταιρείας στην Οδησσό και στην νότιο Ρωσσία γενικά, καθώς και στις δυο ηγεμονίες – τη Μολδαυία και τη Βλαχία – που βρίσκονταν τότες κάτω από ηγεμόνες Φαναριώτες και όπου ζούσανε χιλιάδες Έλληνες έμποροι, επαγγελματίες και υπάλληλοι της Φαναριώτικης διοίκησης, θάτανε το μασωνικό αρχείο του Βουκουρεστίου, όπου σώζονται μερικά χαρτιά μασωνικών στοών της Βεσσαραβίας και της Οδησσού, που μέλη τους ήτανε οι πρώτοι Φιλικοί.
Όσα στοιχεία υπάρχουνε για την ώρα είνε ωστόσο αρκετά για να φτάσει κανείς σ’ ένα συμπέρασμα σχετικά με το ρόλο που έπαιξε η Φιλική Εταιρεία στον ελληνικό επαναστατικό ξεσηκωμό και για να αναζητήσει τις αιτίες της ίδρυσής της. Βγήκε από το μυαλό τριών νέων εμπόρων που είχανε ζητήσει καταφύγιο στην Οδησσό για να μπορέσουνε να εργάζονται πιο ελεύθερα και άνετα. Οι δυο ήταν Ηπειρώτες – ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, από τα Γιάννενα. Ο τρίτος ήταν Μοραΐτης – ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από την Ανδρίτσαινα. Ο Σκουφάς ήταν ένας φλογερός ουτοπιστής και οι φίλοι του τον επείραζαν για τους οραματισμούς του, που τους κατάστρωνε σε σχέδια για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι τρεις μαζύ ξενυχτούσαν και εσχεδίαζαν το μηχανισμό μιας μυστικής εταιρείας που θα κατηχούσε συνωμοτικά τους «ομογενείς και θα οργάνωνε το ξεσήκωμα για το πέταγμα του Τούρκικου ζυγού.
Για τη μυστική οργάνωση της Εταιρείας πήρανε σαν υπόδειγμα την οργάνωση της μασωνίας. Θάτανε λάθος, ωστόσο να πιστευθεί ότι η Φιλική Εταιρεία ήτανε παρακλάδι του μασωνισμού, όπως ασφαλώς ήτανε παρακλάδι η Εταιρεία των καρμπονάρων, που έδρασε στην Ιταλία. Πολλοί από τα πρώτα μέλη της Φιλικής ήτανε μασώνοι όπως ασφαλώς ήτανε και οι ιδρυτές της. Από το μασωνισμό πήρανε μονάχα το σύστημα και εχρησιμοποίησαν τις στοές που ελειτουργούσανε στη νότιο Ρωσσία και την Εφτάνησο σαν καταφύγια, όπου μπορούσανε «υπό τον πέπλον της σιγής και της εχεμυθείας» να συνεννοούνται ελεύθερα μεταξύ τους – κάποτε και να κρύβουνε τα έγγραφα τους, όπως έγινε στη Ζάκυνθο, όπου ο Κόντε Ρώμας εφύλαξε την αλληλογραφία των Φιλικών του νησιού με τους αγωνιστές του Μωρηά όταν ο Άγγλος έπαρχος διατάχτηκε να σταματήσει κάθε συνωμοτική κατά της Τουρκίας κίνηση. Ο Ρώμας, σεβάσμιος της στοάς, διέταξε τον Άγγλο διοικητή που είχε κατώτερο βαθμό, να μην ενδιαφερθεί για τα χαρτιά της στοάς και ο Άγγλος μασώνος υπάκουσε.
Από το μασωνισμό η Φιλική Εταιρεία πήρε το σύστημα της διαδοχής – προοδευτικής μύησης στα μυστικά της. Είχε εφτά βαθμούς: τους Βλάμηδες ή Αδελφοποιούς, τους Συστημένους, τους Ιερείς, τους Ποιμένες, τους Αρχιποιμένες, τους Αφιερωμένους, τους Αρχηγούς των Αφιερωμένων. Βλάμηδες και συστημένοι γίνονταν άνθρωποι έμπιστοι, βέβαια, και με χαρακτήρα, αλλά που δεν είχαν μόρφωση και δεν μπορούσαν να κατηχήσουν άλλους. Οι συστημένοι ήτανε, σα να λέμε, οι «συμπαθούντες». Βοηθούσαν οικονομικά, εφιλοξενούσαν άλλα μέλη της Εταιρείας, που είχαν ανώτερους βαθμούς και τα διευκολύνανε στις κινήσεις τους, αλλά δεν εγνώριζαν πολλά πράγματα για την Εταιρεία και το σκοπό της. Είχαν ωστόσο και αυτοί τους όρκους των και τα μυστικά σημεία για την αναγνώρισή τους. Ο πρώτος πραγματικά ουσιαστικός βαθμός ήταν ο βαθμός του Ιερέως. Αυτούς τους εδιάλεγαν με πολλή προσοχή κι’ αφού εξέταζαν λεπτομεριακά τον χαρακτήρα τους και την ιδιωτική τους ζωή. Αυτοί θα ήτανε και τα περισσότερα μέλη της Εταιρείας. Αυτούς τους όρκιζαν να δουλέψουν και με θυσία της ζωής τους ακόμα «δια την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών». Αυτοί είχανε το δικαίωμα να κατηχούνε βλάμηδες και Συστημένους, ακόμα και Ιερείς. Σ’ αυτούς η Εταιρεία εμπιστευότανε το κρυπτογραφικό αλφάβητό της, τα μυστικά συνθήματα και την συνθηματική φρασεολογία για την αλληλογραφία τους, το «Μετωνυμικόν» – ένα παράξενο λεξικό, όπου «δέντρα» εσήμαινε τουφέκια, «κοπάδι» εσήμαινε στόλος, «οινοπόται» εσήμαινε Φαναριώτες, «συμπέθεροι» εσήμαινε Αρβανίτες. Οι άλλοι ανώτεροι τέσσερες βαθμοί ήτανε διοικητικοί – τους έδιναν στα στελέχη της Εταιρείας που παρακολουθούσαν την εξωτερική κατάσταση στην Ευρώπη, την εσωτερική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εφρόντιζαν για τα οικονομικά μέσα της Εταιρείας, για τον επιτήδειο προσεταιρισμό μεγαλουσιάνων της Εκκλησίας και της πολιτικής (στις Φαναριώτικες αυλές της Μολδοβλαχίας) και γενικά διεύθυναν το έργο της Εταιρείας από το 1814, όταν επρωτοϊδρύθηκε έως το 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μπήκε στις Ηγεμονίες από τη Βεσσαραβία και αρχίνησε φανερά την επαναστατική δράση του.
***
Δεν πρόκειται να ιστορήσουμε εδώ τη δράση της Φιλικής Εταιρείας μέσα στα εφτά ή οχτώ χρόνια της ύπαρξής της. Σκοπός μας είναι να ιδούμε την ιστορική αφετηρία της μέσα στο προεπαναστατικό ξετύλιγμα της Ρωμηοσύνης και τι επρόσφερε στην επανάσταση.
Δεν είνε τυχαίο το ότι την πρώτη ιδέα της Φιλικής Εταιρείας είχαν οι έμποροι και ότι έμποροι και πλοίαρχοι – Εφτανήσιοι προπάντων που ταξίδευαν με Ιονική σημαία στο Δούναβη και στη Μαύρη Θάλασσα – ήτανε τα πρώτα μέλη της. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα άρχιζε να διαμορφώνεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μια τάξη αστική από εμπόρους και καραβοκύρηδες. Το εμπόριο της Αυτοκρατορίας το ενεργούσαν Έλληνες και στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Στη Βιέννη, που ήταν εκείνη την εποχή το εισαγωγικό κέντρο για την Τουρκία, ιδρύθηκε μια αρκετά πολυάριθμη ελληνική παροικία. Στις ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαυίας οι Έλληνες άποικοι είχανε θέση προνομιούχο, κάτου από τη σκέπη των Φαναριωτών ηγεμόνων που είχανε την οικονομική εκμετάλλευση του τόπου. Στην Πόλη οι Συντεχνίες – τα εσνάφια – ξεχώριζαν πια από την ολιγαρχική αριστοκρατία των Φαναριωτών, που τα είχανε πάντα καλά με τον Τούρκο δυνάστη, αφού απ’ αυτόν εξαγόραζαν τις μεγάλες θέσεις τους στην Αυτοκρατορία – Μεγάλοι Δραγωμάνοι της Πυλης ή της Αρμάδας, ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, προμηθευτές και δανειστές του Σουλτανικού Σαραγιού – και αυτές οι Συντεχνίες ήτανε που ενίσχυαν οικονομικά τις Σχολές και που πλέρωναν τις υποτροφίες των μαθητών. Από το άλλο το μέρος, η γαλλική επανάσταση και ο αποκλεισμός που έκαμε η Αγγλία στη Μεσόγειο κατά του Ναπολέοντος, έκαμαν ν’ αναπτυχθεί η ελληνική ναυτιλία. Τόσο οι έμποροι, όσο και οι καραβοκύρηδες και οι διανοούμενοι της εποχής εκείνης, ήτανε φυσικό να επηρεαστούν από τη γαλλική επανάσταση, που είχε φλογίσει και το Ρήγα Φερραίο. Έτσι η Φιλική Εταιρεία, όπως παρατηρεί ο Φιλήμων στο ιστορικό δοκίμιό του, «πηγάζει από την μέσην τάξιν των Ελλήνων», που εσχηματιζότανε τότες και που ένοιωθε ότι η απαλλαγή από το ζυγό της τούρκικης δουλείας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και για την επικράτησή της.
Για να πραγματοποιηθεί όμως ο ξεσηκωμός ήταν απαραίτητο να υπάρχει μια βάση μαζική. Ήταν αυτή ο λαός των αγροτών και των θαλασσινών. Αν το ιερατείο, οι Φαναριώτες, οι προεστοί και οι έμποροι και οι συντεχνίες μέσα στις πολιτείες μπορούσανε να ξαγοράζουνε τη θέση τους και τα κέρδη τους, ή τουλάχιστο κάποιαν ασφάλεια από το ξένο δυνάστη, ο λαός που έπρεπε να ζήσει δουλεύοντας τη γη, περνούσε ζωή αληθινά μαρτυρική. Η γη δεν του ανήκε. Οι καταχτητές την είχανε δική τους, εχτός από μερικά χτήματα που κατάφεραν να κρατήσουν οι κοτζαμπάσηδες, οικονομικά αλληλέγγυοι για τούτο με τους Τούρκους και για τούτο όμοια μισητοί από το λαό, όπως μαρτυράνε και τα δημοτικά τραγούδια. Για να σπείρει ο Ρωμιός αγρότης έπρεπε να πάρει το σπόρο από τον Τούρκο φεουδάρχη. Αν έκανε εκατό κιλά – ας πούμε – σοδειά, απ’ αυτά μόνο τα 26 του απόμεναν για να ζήσει με την οικογένειά του και για ν’ αντικρύσει τα φοβερά δοσίματα προς το Τούρκικο το Δοβλέτι και τους ντόπιους πασάδες, αγάδες και απαχήδες. Και ήταν αληθινά τρομαχτικά αυτά τα δοσίματα. Πρώτ’ απ’ όλα το ΧΑΡΑΤΣΙ – ο κεφαλικός φόρος του κάθε ραγιά, που πληρώνοντάς τον αποχτούσε το δικαίωμα να έχει το κεφάλι του για ένα χρόνο. Έπειτα η ΔΕΚΑΤΗ σε κάθε παραγωγή. Έπειτα τα τελωνιακά δοσίματα που τα εκανόνιζαν οι ντόπιοι διοικητές όπως τους άρεσε. Έπειτα ο φόρος στα μαγκάνια των μεταξωτών και στους αργαλειούς. Ο φόρος για τη συντήρηση και το διόρθωμα των κάστρων. Ο φόρος για τους πολέμους που έκανε η Αυτοκρατορία. Ο φόρος στ’ αλεύρια και στα βοβυβάλια. Ο φόρος για τη σημαία, δηλαδή για τη στρατιωτική φύλαξη της επαρχίας. Ο φόρος για την ασφάλεια των δερβενιών. Η εξαγορά της αδείας για την επισκευή των εκκλησιών. Τα χίλιων λογιών πρόστιμα (τζερεμέδες) που τα βάζαν οι ντόπιοι διοικητές όταν θέλανε να μαζέψουν χρήματα. Αλλά επλήρωνε και στους κοτζαμπάσηδες ο φτωχός λαός, όπως μαρτυράει ο Ιωάννης Φιλήμων:
«Μήτε αναφέρονται – γράφει στο δοκίμιό του – τα άλλα βάρη των Ελλήνων, υποκειμένων εις το να χορταίνουν την απληστία των αγάδων και καθενός εν γένει Τούρκου, να υποφέρωσι ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΙΑΙΡΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΕΣΤΩΤΩΝ και να βαστάζωσι την σημαντικήν δαπάνην της εκκλησίας, σπαραττομένης από τους Τούρκους ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΑΣ και από διαφόρους άλλους».
Τα έξοδα της εκκλησίας ήταν αληθινά βαρειά για το λαό. Όπως ο καινούργιος πασάς, μπαίνοντας στο βιλαέτι του έτρωγε κι’ έπινε πλουσιοπάροχα σε κάθε σταθμό, όσο να φτάσει στην πρωτεύουσα του βιλαετιού κι’ έπαιρνε και χρήματα για τον κόπο του μασήματος – το δόσιμο αυτό ελεγότανε «ντις κιρασί» δηλ. νοίκι των δοντιών – έτσι και ο μητροπολίτης έβγαινε ταχτικά περιοδεία στην επαρχία του για να μαζέψει τα «εμβατίκιά» του – σιτάρι, λάδι, κρασί, μέλι, ξυλοκάρβουνα, γρόσια. Για τούτο σιγά-σιγά τα πιο ζωντανά στοιχεία του λαού παίρνανε τα βουνά και εδημιούργησαν έτσι την κλεφτουργιά, που βρισκόταν σε αδιάκοπο πόλεμο με την Οθωμανική κυριαρχία. Όσοι μένανε στους κάμπους, αναγκάζονταν να «πολιτεύονται» του Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες. Οι κλέφτες αποχτούσανε τη συνείδηση της ανάγκης της ελευθερίας «για να ξαναγίνει το Ρωμέικο» για να ξαναγίνει ο αγρότης ελεύθερος κύριος της γης που θα καλλιεργούσε για να τον θρέψει. Στη συνείδηση, ωστόσο των γραμματισμένων της προεπαναστατικής εποχής, που ανήκανε στη «μέση τάξη των Ελλήνων» κατά την έκφραση του Φιλήμονος, από την οποία επήγασε η Φιλική Εταιρεία, η ανάγκη του αγώνα για το διώξιμο του Τούρκου, έπαιρνε μορφή καθαρά εθνική – απελευθερωτική. Και σε τούτο είχε βέβαια να κάμει πολύ και το παράδειγμα των ξένων χωρών. Οι σχολές που λειτουργούσαν πριν από την επανάσταση σε διάφορες πολιτείες της Τούρκικης Αυτοκρατορίας και στη Μολδοβλαχία εκαλλιεργούσαν το εθνικό αίσθημα. Παράλληλα είχε αρχίσει το υποδουλωμένο Γένος να συνηθίζει στην ιδέα μια ξενικής βοήθειας για την απελευθέρωσή του. Ο Μέγας Πέτρος, κυνηγώντας όνειρα καταχτητικά – ανάλογα προς την εποχή του – ξεσήκωσε την Πελοπόννησο και την Αιτωλία κατά το 1769. Η Μεγάλη Αικατερίνη ονειρεύτηκε ένα «ελληνικό κράτος» που θάτανε ένα τσαρικό προτεκτοράτο και θ’ απλωνόταν από το Δούναβη ίσαμε τη Μικρασία. Κατά το 1790 ο Λάμπρος Κατσώνης χτύπησε την τούρκικη αρμάδα. Ο Ρήγας Φερραίος ονειρευότανε μιαν ομοσπονδία ελευθερωμένων από το δυνάστη τους λαών της Βαλκανικής που θα περιλάβαινε και τους Τούρκους και ζητούσε να έρθει σε συνεννόηση με το Μεγάλο Ναπολέοντα για να βοηθήσει για την πραγματοποίησή της. Κατά το 1806 όταν οι Ρώσσοι κίνησαν πόλεμο κατά της Τουρκίας, ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Κωνσταντίνος Υψηλάντης εσυμμάχησε μαζί τους και ίδρυσε σώμα στρατιωτικό ελληνικό που επολέμησε μαζί με τα ρωσσικά στρατεύματα. Στη Θεσσαλία, δώδεκα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821, ο Θύμιος Βλαχάβας είχε δείξει τη δυνατότητα ενός αρματωμένου ξεσηκωμού κατά του δυνάστη και χωρίς την ξενική βοήθεια και υποκίνηση.
Έτσι η Φιλική Εταιρεία είχε έτοιμο το έδαφος για την οργάνωση ενός ξεσηκωμού – ετοιμασμένο από σύνθετους συντελεστές μέσα στο ιστορικό ξετύλιγμα των γεγονότων. Η αξία των ιδρυτών της βρίσκεται στο ότι πήρανε την απόφαση να πραγματοποιήσουνε την επανάσταση όταν οι κορυφαίοι διανοούμενοι του Γένους την εύρισκαν εξαιρετικά πρόωρη και για τούτο πάρα πολύ επικίνδυνη. Ο Κοραής επίστευε πως μόλις ύστερα από πενήντα χρόνια το Γένος θάταν ώριμο για να ζητήσει την ελευθερία του. Και ο Άνθιμος Γαζής, όταν κατά το 1816, ο Σέκερης, θέλοντας να τον κατηχήση στη Φιλική Εταιρεία, του μίλησε στην Οσησσό, όπου είχε φτάσει από τη Βιέννη, του αποκρίθηκε: «Σκουφά! Σεις είσθε νέοι. Και κάμετε καλά ν’ αφήσετε ημάς τους γέροντας δια ν’ ακολουθήσωμεν το στάδιον των φώτων. Ήκουσα τι, περί του οποίου με προβάλλετε. Αλλά δεν είμαι σύμφωνος, μολονότι, δεν είμαι και εναντίος».
Οι οργανωτές της Φιλικής, συνδεμένοι με το λαό, είχανε πιο σωστή την αντίληψη της πραγματικότητας. Ήξεραν ότι στην αυλή του Αλή πασά, στα Γιάννενα, είχαν αποχτήσει πείρα πολεμική οι Σουλιώτες οπλαρχηγοί, που θα μπορούσαν να οργανώσουνε στρατιωτικά το ξεσήκωμα του λαού, μαζύ με τους αρχηγούς των κλεφτών και με τους αρματωλούς της Ρούμελης και του Μωρηά. Η αστική τους υπόσταση τους έδωκε την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν επιτήδεια, κάνοντας τους μέλη της Εταιρείας τους Έλληνας, που ήτανε πρόξενοι της Ρωσσίας στην Ανατολή και να εκμεταλλευτούνε και τις φιλοδοξίες ακόμη των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας και του ανώτερου κλήρου και των προεστών, αφίνοντάς τους να πιστεύουν, ότι «αρχή» ανωτάτη της Εταιρείας μπορούσε νάναι ο Τσάρος Αλέξανδρος. Αξιοσημείωτο είνε ότι αυτούς τους τελευταίους τους έμπασαν στην Εταιρεία μόνο κατά τα τελευταία πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης χρόνια. Και όταν πια το ξεσήκωμα είχε οργανωθεί συστηματικά, οι οργανωτές της Εταιρείας κατάφεραν, μετά την άρνηση του Καποδίστρια, να δεχθεί την αρχηγία της Φιλικής ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στρατηγός του Τσάρου που εδυνάμωνε την υπόθεση, ότι η επανάσταση θα είχε την υποστήριξη της Ρωσσίας, παρ’ όλη την συμμετοχή της στην Ιερή Συμμαχία. Και αυτή η σκέψη έκανε αποφασιστικά τα πιο συντηρητικά στοιχεία – τους προεστούς και τον κλήρο.
Αν ο Υψηλάντης απότυχε, το λάθος δεν είνε της Φιλικής Εταιρείας. Αυτή ανταποκρίθηκε ίσως όχι πολύ συνειδητά, σε μιαν ανάγκη που η αίσθησή της ήτανε διάχυτη στη λαϊκή μάζα. Εφτά χρόνια εδούλεψε, κάτω από τρομερά δύσκολες συνθήκες για να συστηματοποιήσει τον αγώνα. Και όταν παράδοσε την αρχή στον Υψηλάντη και ο λόγος δόθηκε στα όπλα η Εταιρεία έπαψε να υπάρχει. Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή του ιστορικού ξετυλίγματος του ελληνικού λαού, καινούργιοι συντελεστές παίρνανε τη θέση των πιο παληών.
*25/3/1936
Ν. ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ
ΠΗΓΗ: seisaxthiablog
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.