Η μεταστροφή στο νεοφιλελευθερισμό, η αριστερή διαφθορά, οι προϋποθέσεις επανόδου σε πορεία ανάπτυξης, η ληστεία των τραπεζών από τους ξένους επενδυτές, καθώς επίσης οι απειλητικές επιστολές των ισλαμιστών στη Σουηδία
.
Λαμβάνοντας πολλά μηνύματα, θεωρήσαμε σκόπιμο να συγκεντρώσουμε ορισμένα θέματα, επιχειρώντας να δώσουμε κάποιες απαντήσεις – επιφυλασσόμενοι φυσικά για τυχόν λάθη ή παραλείψεις μας, αφού κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει την αλήθεια. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
(α) Αρκετοί έχουν εντυπωσιασθεί από την απότομη «μεταστροφή» της κάποτε αριστερής κυβέρνησης προς το νεοφιλελευθερισμό, μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου – διαπιστώνοντας πολύ σωστά πως εφαρμόζονται μέτρα, τα οποία θα ήταν αδύνατον ποτέ να επιβάλλει σε μία οποιαδήποτε κοινωνία ένα φιλελεύθερο, δεξιό κόμμα. Η ερμηνεία όμως του γεγονότος είναι ουσιαστικά πολύ απλή.
Με ένα παράδειγμα, όταν κάποιος αναγκασθεί να αλλάξει τη θρησκεία του, μετατρέπεται κυριολεκτικά σε «γενίτσαρο» – σε κάποιον δηλαδή που είναι πολύ πιο φανατικός από αυτόν που τον έχει προσηλυτίσει,ειδικά εάν (εκ)βιάσθηκε για να αποδεχθεί το νέο θρήσκευμα.
Σε κάθε περίπτωση, η αριστερά έχει υποστεί γενικότερα ένα πολύ μεγάλο πλήγμα, αφού έχει χάσει εντελώς την εικόνα της εντιμότητας, της ηθικής, της αξιοπρέπειας, της φροντίδας των αδυνάμων κλπ. – με αποτέλεσμα να υποχωρούν όλα τα αντίστοιχα κινήματα στην Ευρώπη, όπως στην Ισπανία, καθώς επίσης στον υπόλοιπο πλανήτη.
Όσο και αν προσπαθεί τώρα να παραπλανήσει τους Πολίτες, ανακοινώνοντας διωγμούς των πλουσίων, φοροδιαφυγή των καστανάδων, διαφθορά του δημοσίου κοκ., δεν αλλάζουν τα γεγονότα – ενώ δεν είναι καθόλου σωστή η δημιουργία μισθοφορικού κομματικού στρατού, όπως οι άλλες παρατάξεις στο παρελθόν.
Ακόμη χειρότερα, μέσα από τα χιλιάδες ψέματα, την παρουσίαση του μαύρου ως άσπρο, καθώς επίσης την προπαγάνδα που επιλέγει για να αποκρύψει την αλήθεια, έχει γίνει παράδειγμα προς αποφυγή – δολοφονώντας τις προσπάθειες εκατομμυρίων οπαδών της, οι οποίοι αγωνίζονταν για πολλές δεκαετίες με στόχο ένα δικαιότερο σύστημα διακυβέρνησης. Ιδίως όμως την ελπίδα των Ελλήνων, θεωρώντας πως η δολοφονία της ελπίδας είναι ένα από τα επαχθέστερα εγκλήματα εις βάρος ενός λαού.
(β) Όσον αφορά την αριστερή διαφθορά που λέγεται πως ανθίζει ξανά, όπου στήνονται «μαγαζιά» παροχής εξυπηρετήσεων σε οικονομικά ισχυρούς, ενώ φυγαδεύονται τα συγκεκριμένα κυβερνητικά έσοδα στο εξωτερικό, θεωρούμε πως θα ήταν αυτονόητο, εάν παρ’ ελπίδα ισχύει – αφού όλα δείχνουν πως δεν θα αντέξει για πολύ η κυβέρνηση, όταν δρομολογεί τόσο άδικους νόμους, χωρίς καμία προοπτική.
Επομένως εύλογα ορισμένα μέλη της φροντίζουν ίσως για τη μελλοντική τους επιβίωση, όταν δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να νέμονται τα οφέλη της εξουσίας – αν και δεν πιστεύουμε πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
(γ) Στο θέμα τώρα της ανάπτυξης, χωρίς την οποία δεν καταπολεμάται η ανεργία, είναι αδύνατον να ακολουθήσει μετά από μία μεγάλη ύφεση, εάν το κράτος δεν μειώσει τους φόρους, σε συνδυασμό με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων – γεγονός που σημαίνει ότι, θα προκαλούνταν εν πρώτοις ελλείμματα στον προϋπολογισμό του.
Εάν όμως το συγκεκριμένο κράτος είναι χρεωμένο και δεν είναι οι Η.Π.Α., δεν μπορεί να υιοθετήσει μία τέτοια πολιτική – αφού τα ελλείμματα αυξάνουν τα χρέη, ενώ τα επιτόκια δανεισμού του είναι πολύ υψηλά, επειδή αποτελεί μεγάλο ρίσκο για τις χρηματαγορές.
Εάν είχε βέβαια δικό του εθνικό νόμισμα, θα μπορούσε να αυξήσει τη ρευστότητα εκδίδοντας νέα χρήματα– κάτι που όμως θα υποτιμούσε το νόμισμα του, θα δημιουργούσε πληθωρισμό, θα αύξανε τα επιτόκια δανεισμού του από τις ξένες αγορές, το εξωτερικό χρέος του σε όρους εθνικού νομίσματος κοκ.
Εάν τώρα το κράτος είναι υπερχρεωμένο, τότε ο μοναδικός τρόπος για να εξυγιανθεί είναι η ονομαστική διαγραφή μέρους του χρέους του το δυνατόν γρηγορότερα – αφού, όσο πιο πολύ καθυστερεί, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι. Η ενέργεια αυτή δεν έχει σχέση με τον αν δικαιούται ή μη τη διαγραφή ή με το εάν το χρέος είναι επαχθές ή όχι – αλλά με το ότι είναι αναγκαία, για να μην χάσουν όλα τους τα χρήματα οι δανειστές του ή για να μην «κατασχεθεί» η ιδιωτική και η δημόσια περιουσία του, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.
Επειδή όμως οι δανειστές δεν συμφωνούν ποτέ με τη διαγραφή των απαιτήσεων τους, η μοναδική δυνατότητα μιας λογικής κυβέρνησης που θέλει να προστατεύσει το κράτος και τους Πολίτες της, είναι η στάση πληρωμών – έτσι ώστε να υποχρεωθούν οι πιστωτές να διαπραγματευθούν μαζί της, φοβούμενοι πως διαφορετικά θα χάσουν όλα τους τα χρήματα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η σωστή χρονική στιγμή ήταν το 2010, όταν οι οφειλές της ήταν κυρίως απέναντι στις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες – το αργότερο πριν υπογραφεί το PSI, επειδή το 90% των χρεών της ήταν σε ελληνικό Δίκαιο και χωρίς εμπράγματες εγγυήσεις.
Η αιτία είναι το ότι, θα μπορούσε να απειλήσει τους δανειστές της με τη μετατροπή του χρέους σε δραχμές, επιστρέφοντας στο εθνικό νόμισμα – οπότε θα έχαναν πάνω από το 70% των χρημάτων τους, λόγω της μελλοντικής υποτίμησης της δραχμής. Επομένως θα συμφωνούσαν στη διαγραφή του 50%, χωρίς να υποχρεωθεί η Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.
(δ) Περαιτέρω, ορισμένες απορίες είχαν σχέση με το γεγονός ότι, μία τράπεζα αύξησε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά 1,34 δις €, πουλώντας τη μετοχή της με μόλις 0,003 €, όταν ένα χρόνο πριν η τιμή ήταν 1,70 € – έχοντας εκτιμηθεί από τους επενδυτές που λήστεψαν τόσο το Δημόσιο, όσο και τους μικρομετόχους της, μόλις στα 18 εκ. €, όσο ένα οικόπεδο δηλαδή στην Αθήνα. Επιχειρώντας να το εξηγήσουμε με ένα παράδειγμα, τα εξής:
Υποθετικά η τράπεζα είχε 1.000 μετοχές, τιμής 1.000 € εκάστη και ανήκε κατά 100% στο δημόσιο – οπότε κόστιζε 1.000.000 €. Εάν η τράπεζα αυτή εκτιμούταν πως αξίζει μόνο 18.000 €, τότε η μετοχή της θα διαμορφωνόταν εσωτερικά στα 18.000/1.000 = 18 € αντί των 1.000 €.
Εάν τώρα ένας επενδυτής τοποθετούσε 1.000.000 € στην αύξηση κεφαλαίου της, απαγορεύοντας στον άλλο να συμμετέχει, θα εκδίδονταν 55.555 νέες μετοχές, τιμής 17,85 € (1.000.000/56.000), οπότε η τράπεζα θα διέθετε συνολικά 55.555 + 1.000 = 56.000 μετοχές. Από αυτές, το δημόσιο θα παρέμενε στις αρχικές χίλιες, έχοντας χάσει 982.150 € (αφού θα κόστιζαν πλέον 17.850 €), ενώ ο επενδυτής θα είχε τις 55.000 καινούργιες – οπότε η συμμετοχή του δημοσίου θα μειωνόταν στο 1,78% περίπου, ενώ του επενδυτή θα εκτοξευόταν στα 98,22%.
Η τράπεζα δε θα κόστιζε ξανά 1.000.000 € (νούμερα κατά προσέγγιση). Επειδή όμως δεν συμμετείχε μόνο ο επενδυτής αλλά, επίσης, το ΤΧΣ, η ιδιοκτησία της ουσιαστικά μοιράστηκε μεταξύ τους – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως ανήκει εν μέρει στο δημόσιο, όπως υπερηφανεύεται η κυβέρνηση, αφού το ΤΧΣ υπήχθη στο Υπερταμείο μαζί με το ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο θα πουλήσει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία σε ξένους.
(ε) Τέλος, σε σχέση με το θέμα της Σουηδίας, οι πρόσφατες ειδήσεις αναφορικά με τις απειλές που δέχονται ορισμένοι κάτοικοι της από τους ισλαμιστές (πηγή), επιβεβαιώνουν πως κάτι συμβαίνει στη σιωπηλή χώρα του Βορά. Αυτό που μας ενδιαφέρει βέβαια εμάς είναι η πιθανή χρησιμοποίηση της Σουηδίας ως πειραματόζωο, για τη δημιουργία πολυπολιτισμικών κρατών χωρίς σύνορα (άρθρο), τα οποία θα μπορούσαν να ελεγχθούν πολύ καλύτερα από την παγκόσμια ελίτ – ή που θα κυβερνούταν δικτατορικά, με τη βοήθεια του πανικού και της ξενοφοβίας.
Πολύ περισσότερο αφού στην Ελλάδα εισέρχονται πάρα πολλοί μετανάστες, οι οποίοι θα παραμείνουν, εάν κλείσουν τα σύνορα τους οι άλλες χώρες – με το ενδεχόμενο να αποικηθεί τελικά η πατρίδα μας, χάνοντας εντελώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Με δεδομένο δε το ότι, οι λαοί που μετοικούν δεν έχουν καμία διάθεση αφομοίωσης τους, ίσως δεν είναι τόσο ακίνδυνα αυτά που συμβαίνουν, όσο ακούγονται – οπότε εύλογα είμαστε προσεκτικοί.
Η μετοίκηση πάντως 1.000.000 μεταναστών ή ακόμη περισσότερων, σε ένα κράτος των 10 εκ., είναι πιο επικίνδυνη από μία στρατιωτική εισβολή – όπου, αφενός μεν γνωρίζει και βλέπει κανείς τον εχθρό, έχοντας τη δυνατότητα να αμυνθεί, αφετέρου οι δυνάμεις κατοχής είναι πολύ πιο μικρές, ενώ δεν έχουν την πρόθεση να εγκατασταθούν στη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι είμαστε εναντίον των ξένων – αντίθετα, κατανοούμε πλήρως τα προβλήματα τους, τα οποία όμως δεν είμαστε δυστυχώς σε θέση να επιλύσουμε, ειδικά όταν βρισκόμαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε πως η κυβέρνηση εκβιάστηκε να αποδεχθεί το τρίτο μνημόνιο, από την ΕΚΤ (άρθρο) και από το σκιώδη καγκελάριο της Γερμανίας, σε μυστική συνεργασία με τον τότε υπουργό οικονομικών της χώρας μας, ο οποίος υπέγραψε τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου – επικυρώνοντας δυστυχώς με την ψηφοφορία των άλλων κομμάτων, καθώς επίσης με τις εκλογές και τα δύο προηγούμενα.
Εν τούτοις, όταν διαπράττει κανείς ένα λάθος οφείλει να το παραδέχεται – σε καμία περίπτωση να προσπαθεί να το συγκαλύψει, αφού έτσι αναγκάζεται να κάνει πολύ περισσότερα, παρασέρνοντας έναν ολόκληρο λαό στο γκρεμό. Ευχόμαστε και ελπίζουμε λοιπόν να το κατανοήσει, αλλάζοντας πορεία – εάν υποθέσουμε πως υπάρχει ακόμη αυτή η δυνατότητα, αφού είναι πλέον υποχρεωμένη να εφαρμόσει αυτά που η ίδια υπέγραψε ή να παραιτηθεί.
Καλώς ή κακώς, πρώτα διαπραγματεύεται κανείς και μετά υπογράφει – σε καμία περίπτωση το αντίθετο, όπως προσπαθεί μάταια να μας πείσει, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση της. Σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερα να πληρώσει η κυβέρνηση για τα λάθη της, με θάρρος και με εντιμότητα, αντί να επιβαρυνθούν οι Έλληνες, η πατρίδα μας και όλες οι επόμενες γενιές.
ΠΗΓΗ:http://www.analyst.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.