Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Τι μας αποκαλύπτουν οι τελευταίες ομιλίες του κ. Αλ. Τσίπρα

Αποτέλεσμα εικόνας για τσιπρασ
Του Λευτέρη Ριζά

Τις τελευταίες ημέρες ο πρωθυπουργός μας κ. Αλ. Τσίπρας εκφώνησε τρεις σημαντικές ομιλίες: δύο στον ΟΗΕ [μίλησε βέβαια και στους ομογενείς αλλά αυτή δεν την λογαριάζουμε, όπως και αυτή με τον Κλίντον] και μια στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέχεια θα σταθούμε πρώτα σε αυτήν, την τελευταία και μετά σε αυτές στον ΟΗΕ.
Είπε, μιλώντας στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ:
«Βρισκόμαστε σήμερα εδώ μετά από μια δύσκολη αλλά νικηφόρα εκλογική μάχη. Δεν πετάμε στα σύννεφα αλλά δικαιούμαστε να είμαστε χαρούμενοι και να αισθανόμαστε δικαιωμένοι από τη λαϊκή ετυμηγορία.
Διότι ο ελληνικός λαός δικαίωσε με τη κρίση και το σκληρό και έντιμο αγώνα που δώσαμε για να υπερασπιστούμε το δίκιο του τη περίοδο της διαπραγμάτευσης αλλά και τη δύσκολη επιλογή να προχωρήσουμε σε έναν συμβιβασμό, σε μια συμφωνία με τους εταίρους μας».
Ο κ. Τσίπρας διαρκώς επαναλαμβάνει τις λέξη «μάχη», «αγώνα» για να περιγράψει, δικαιολογήσει, νομιμοποιήσει τις ενέργειες του στο διάστημα από τον σχηματισμό της «για πρώτη φορά αριστερής κυβέρνησης» μέχρι τώρα και να συσπειρώσει γύρω από τον ίδιο και την κυβέρνηση του, ελληνικό λαό. Προσέξτε: δεν λέω και γύρω από το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αυτό στην πραγματικότητα το έχει καταργήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΚΕ του, η Πολιτική Γραμματεία του, οι οργανώσεις του και τα μέλη τους δεν παίζουν πια κανένα ρόλο. Ο ρόλος τους ήτανε να τον φέρουν στην εξουσία. Μόλις τον έφεραν δεν είχαν τίποτα άλλο να προσφέρουν και να κάνουν. Προπαντός δεν έπαιξαν απολύτως κανένα ρόλο στις πολιτικές ενέργειες του. Αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει πρώτα – πρώτα τα ίδια τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν να παίζουν το ρόλο της «γλάστρας» και του απλού παλαμοκρούστη των όποιων λόγων, πολιτικών και αποφάσεων του κ. Τσίπρα και της παρέας του.

Αρκεί η λαϊκή ετυμηγορία για να αισθάνεται μια κυβέρνηση δικαιωμένη; Καλύτερα και ακριβέστερα διατυπωμένο: η λαϊκή ετυμηγορία μας λέει κάθε φορά να μια κυβέρνηση έπραξε ορθά και προς το συμφέρον του λαού και του τόπου; Πόσες φορές π.χ. η λαϊκή ετυμηγορία δεν δικαίωσε τις κυβερνήσεις π.χ. του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ.; Δεν αναφέρω την ΕΡΕ μια και τότε η βία και νοθεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση της πολυπόθητης λαϊκής ετυμηγορίας. Αλλά μετά τη «μεταπολίτευση» δεν παρουσιάστηκαν τέτοια φαινόμενα. Μπορούμε να πούμε ότι ο λαός αποφάσισε με ελευθερία για το ποιο κόμμα ήθελε να τον κυβερνήσει. Συνεπώς και ο λαός έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την πορεία του τόπου τα τελευταία 40 χρόνια, γιατί ψήφιζε – και μάλιστα μεγαλύτερα ποσοστό και συμμετοχή στις εκλογές από ότι στις τελευταίες – όλες αυτές τις κυβερνήσεις του «παλιού και χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος». Δεν διώξαμε τον παλιό λαό και φέραμε καινούριο, έτσι που η πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία να προέρχεται αποκλειστικά από τον «νέο», λευκό και άμωμο λαό.
Αυτός λοιπόν ο ίδιος λαός πρέπει να ήταν είτε μαζικά οπορτουνιστής ή ηλίθιος όταν ψήφιζε στο παρελθόν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ – μάλιστα κατ΄ επανάληψη – και βεβαίως δεν έδειχνε εμπιστοσύνη στην «ανανεωτική» αριστερά, έχοντας την καταδικάσει να φυτοζωεί στο πολιτικό περιθώριο του 3-4%. Ή ας πάρουμε παράδειγμα τον λαό της Πορτογαλίας που ως φαίνεται εμπιστεύτηκε και πάλι – έστω με μικρότερα ποσοστά – την κεντροδεξιά κυβέρνηση.
Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε σε δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις άλλων χωρών και λαών. Που ψηφίζουν και στηρίζουν κατ ‘ επανάληψη κυβερνήσεις που στρέφονται ενάντια στα πραγματικά του συμφέροντα. Αλλά ακόμα χειρότερα να θυμηθούμε ότι ο γερμανικός λαός στήριξε με φανατισμό μάλιστα και ακολούθησε μέχρι τέλους τη ναζιστική κυβέρνηση του. Τώρα δε η κ. Μέρκελ έχει κερδίσει τις εκλογές, με σημαντικά ποσοστά και λαϊκή υποστήριξη, εδώ και μερικά χρόνια. Τα ίδια συμβαίνουν και στη Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αγγλία και φυσικά τις ΗΠΑ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η νίκη στις εκλογές αποτελεί και την πιο τρανή απόδειξη ότι ο νικητής έχει κάνει το καλύτερο για τον λαό του; Όχι βέβαια. Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα στη σχέση λαού/ λαϊκών συμφερόντων και εκφραστών / εκπροσώπων κάθε φορά του λαού. 
Συνεπώς δεν πατάει σε πολύ γερό έδαφος – αλλά ούτε στην πραγματικότητα – αυτό που ισχυρίστηκε ο κ. Τσίπρας στην Κ.Ο. και που μάλλον το πιστεύει και η ίδια, ότι δηλαδή «ο ελληνικός λαός δικαίωσε με τη κρίση» του τον σκληρό αγώνα κλπ κλπ. Πρώτα-πρώτα υπάρχει στη μέση και η τεράστια αποχή. Ως φαίνεται όλοι αυτοί που δεν θέλησαν να ψηφίσουν κάποιο από τα κόμματα που πήραν μέρος στις εκλογές, γιατί απλούστατα δεν τα εμπιστευόντουσαν, δεν υπάρχουν, είναι αόρατοι κι έτσι δεν ασχολείται με αυτούς ο κ. Τσίπρας. Λέξη γι αυτό το πρωτόφαντο φαινόμενο για τις ελληνικές εκλογές. Αλλά πέρα από αυτό η πλειοψηφία του λαού – των εκλογέων -, αυτών που τελικά ψήφισαν δεν φαίνεται ότι ενέκρινε τα υπό την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ ΑΝΕΛ έγιναν. Διότι και λιγότερες ψήφους κέρδισαν σε σχέση με τις εκλογές Ιανουαρίου αλλά και γιατί το άθροισμα των ποσοστων ΣΥΡΙΖΑ/ ΑΝΕΛ ανέρχεται στο 39,15% που εξακολουθεί να είναι μικρότερο από το υπόλοιπο 60,85% που ως φαίνεται δεν εκτίμησε όπως νομίζει ο κ. Τσίπρας τις μάχες και τους αγώνες που έδωσε.
Ένας άνθρωπος πραγματικά – όχι πλασματικά – αριστερός και ένα ανάλογο κόμμα και Κ.Ο. δεν θα φερόντουσαν με τέτοιο κομπασμό. Αντίθετα από αυτό θα ξεκινούσαν, δηλαδή από την αύξηση του αριθμού των πολιτών που δεν πήγαν να ψηφίσουν, από τη μείωση αυτών που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ [και ΑΝΕΛ, δηλαδή την κυβέρνηση], θα προσπαθούσαν αυτό να αναλύσουν και καταλάβουν και έπειτα θα προχωρούσαν στην χάραξη των νέων καθηκόντων. Να γράψω εδώ πώς ακριβώς σε ακόμα πιο δύσκολες στιγμές, επαναστάτες ηγέτες, όπως π.χ. ο Λένιν, δεν πετάγανε στα σύννεφα ούτε ωραιοποιούσανε τις καταστάσεις, θα ήτανε προσβολή στη μνήμη τους. 
Υποστηρίζοντας ο κ. Τσίπρας στην Κ.Ο του ότι ο ελληνικός λαός δικαίωσε τον σκληρό και έντιμο αγώνα που έδωσαν για τα δίκια του και την δύσκολη επιλογή να προχωρήσουνε σε συμβιβασμό και τη συμφωνία, δείχνει έναν απέραντο κυνισμό και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Γιατί αυτός ο λαός και όχι κάποιος άλλος θα υποχρεωθεί από σήμερα και για μερικά ακόμα χρόνια να κάνει «το σκατό παξιμάδι» που λέγανε οι παλιοί, για να πληρωθούν και τα λάθη τακτικής στην διαπραγμάτευση.
Ο Λένιν στην περίπτωση της συμφωνίας του Μπρέστ-Λιτόφσκ – αναφέρομαι σε αυτό γιατί κάποιοι «πανέξυπνοι» συριζαίοι συγκρίνανε την υποχώρηση του Λένιν τότε με τη σημερινή του ΣΥΡΙΖΑ – όχι μια και δύο, αλλά πολλές φορές χαρακτήρισε ΗΤΤΑ της επανάστασης την υποχώρηση στο Μπρεστ Λιτόφσκ. Και ομολόγησε ότι επειδή είχανε πάρει τα μυαλά τους αέρα την περίοδο των διαπραγματεύσεων, προκάλεσαν μεγάλη ζημιά στη Ρωσία, τον ρωσικό λαό και την επανάσταση. Εδώ ο κ. Τσίπρας και η παρέα του δεν τολμάνε να χαρακτηρίσουν ως ήττα τους τη συμφωνία ούτε και να παραδεχτούνε πώς η διαπραγματευτική τους τακτική στοίχισε πάρα πολλά ευρώ στον ελληνικό λαό. Δισεκατομμύρια χάθηκαν. Κι αν ακόμα από άγνοια όλων αυτών ή από απέχθεια στους Γεωργιάδηδες και Βορίδηδες ο ελληνικός λαός αναγκάστηκε θέλοντας και μη να ρίξει την ψήφο του στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό σημαίνει ότι εγκρίνανε ή αναγνωρίσανε τον «σκληρό» αγώνα της χαζοχαρούμενης παρέας;
Ο Λένιν δεν αποκαλούσε εταίρους αυτούς με τους οποίους αναγκάστηκε να υπογράψει τη συμφωνία, αλλά ιμπεριαλιστές λύκους, καθάρματα κλπ. Αν η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπογράψει τη συμφωνία της, δηλαδή το Μνημόνιο 3, κάτω από καθεστώς άμεσων εκβιασμών κλπ κλπ όπως πολλές φορές έχουν ομολογήσει τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός όσο και οι υπουργοί Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος όσο και το «δεξί» χέρι της κυβέρνησης κ. Π. Καμμένος, τότε τι σόϊ εταίροι είναι; Και πως θα πορευθούμε στο μέλλον μαζί τους ή μάλλον πώς θα ξεμπερδέψουμε από αυτούς; Γιατί εδώ δεν έχουμε μια ήττα του στυλ «απώλεια» εδαφών – αν και αυτή μας έρχεται – αλλά μια άμεση επέμβαση στο πως θα κανονίσουμε τη ζωή μας. Αυτό δηλαδή οι ιμπεριαλιστές λύκοι δεν το ζήτησαν από τους μπολσεβίκους και τον Λένιν. Αργότερα βέβαια προσπάθησαν με τη στρατιωτική τους επέμβαση. Παρόλα αυτά η υπογραφή της συμφωνίας ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο – γιατί μια αισχρή συμφωνία που αποτελούσε βαριά ήττα της επανάστασης – για τον σταδιακό εκφυλισμό της, που τελικά οδήγησε στην κατάρρευση της. 
«Τα Μνημόνια δεν είναι «άθροισμα μέτρων» αλλά πολιτικό πρόγραμμα»[1][1]. Κι αυτό απόλυτα σωστό. Οι «εταίροι» μας λοιπόν με τα Μνημόνια προσπαθούν να επιβάλουν ένα «μοντέλο» κοινωνικο-οικονομικό, πολιτιστικό κλπ κλπ συμπληρωματικό παρακολούθημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών / ιμπεριαλιστικών κοινωνιών τους. Αυτό τους ενδιαφέρει πρώτα από όλα και όχι το χρώμα της κυβέρνησης που θα το υλοποιήσει. Από την στιγμή που ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ και ο πρόεδρος του, το υπέγραψαν, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, πέρασαν τη διαχωριστική γραμμή προς την πλευρά του καπιταλιστικού/ ιμπεριαλιστικού κόσμου. Τώρα μπορεί και να μιλάει «άνετα» μαζί τους και να φωτογραφίζεται οικογενειακώς και ό,τι άλλο σχετικό και ανάλαφρο θέλει. Αν, όμως, αν θελήσει ή τολμήσει να κάνει καμιά «εξυπνάδα» [ή «κουτσουκέλα»] τότε φίδι που τον έφαγε.
Ο πρωθυπουργός στη συνέχεια επανέλαβε ένα ισχυρισμό απαράδεκτά αποπροσανατολιστικό. Είπε δηλαδή ότι :
«Πάνω από όλα όμως το εκλογικό αποτέλεσμα έβαλε τέλος στα σχέδια παλιού και χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος για μια παρένθεση αριστερή στο καθεστώς της πολυετούς δικής του κυριαρχίας.
Η κυβέρνησή μας έχει πλέον καθαρή προοπτική τετραετίας και ισχυρή εντολή να τολμήσουμε τις μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος».
Το «παλιό και χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα» είναι απλούστατα το αστικό πολιτικό σύστημα. Και αυτό δεν διαταράχτηκε καθόλου. Δεν έχουμε κανενός είδους αλλαγή πολιτικού συστήματος. Αν κάτι τείνει να αλλάξει είναι το υπηρετικό προσωπικό του. Οι ηθοποιοί που θα ενσαρκώνουν τους ίδιους παλιούς ρόλους στο ίδιο πολιτικό και κοινωνικό δράμα ή κωμωδία. Τώρα αν ο κ. Τσίπρας και η παρέα του ή και το κόμμα τους – κατάλληλα βέβαια μεταλλαγμένο κι αυτό – ως μια νέα πολιτική «ελίτ» τελικά κερδίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο της συντήρησης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος σε βάρος παλιών πρωταγωνιστών, είναι κάτι που θα του δούμε. Αλλά που τελικά δεν πρόκειται να αλλάξει η «μοίρα» τούτου του λαού και της χώρας. Όσο για τις μεγάλες αλλαγές που επαγγέλλεται είναι ακριβώς αυτές για τις οποίες πασχίζουν οι «προστάτες-εταίροι» μας χρόνια τώρα. Πρόκειται για τον αστικό εκσυγχρονισμό που τελευταίος ιππότης του υπήρξε ο Κώστας Σημίτης. [2][2] Οι μεταρρυθμίσεις και μεγάλες αλλαγές συμπεριλαμβάνονται όλες στο «αριστερό» Μνημόνιο. Και το ίδιο το σύστημα ελπίζει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα τελικά θα τις καταφέρει. Δεν είναι τυχαίο το άρθρο του Στ. Ψυχάρη στο «Βήμα της Κυριακής» (4/10/15) «ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΚΑ ΚΑΙ ΑΧΟΡΤΑΓΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ» στο οποίο γράφει:
 «Ευτυχώς που νίκησε στις εκλογές η Αριστερά!... Όχι μόνο διότι κάποτε θα ερχόταν και η σειρά της, αλλά και διότι η κυβέρνηση Τσίπρα μπορεί να αξιοποιήσει την απειρία της περί το κυβερνάν και να λύσει δομικά προβλήματα της χώρας». Γιατί η «αριστερά» αυτού του τύπου, ακριβώς επειδή δεν έχει αναπτύξει ακόμα στενές σχέσεις με διάφορα συμφέροντα – «διαπλοκή» και «διαφθορά» - μπορεί να προχωρήσει στον απαραίτητο εκσυγχρονισμό, δηλαδή να «σφυρίξει» πιο ανεπηρέαστα στο μοίρασμα της λείας ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα – όπως π.χ. παραπονούνται πώς δεν γινότανε με τον παλιό και «διεφθαρμένο» πολιτικό κόσμο ακόμα και ο Τζ. Κέρυ !!! – και, σημαντικότατο, θα μπορέσει να ελέγξει τις λαϊκές, συνδικαλιστικές αντιδράσεις ως «αριστερή» κυβέρνηση «τους».
Ο κ. Τσίπρας η παρέα του και όλοι οι περί τον ΣΥΡΙΖΑ παλιοί και νέοι σαλταδόροι στο σκάφος του Κράτους, διεκδικούν τώρα το μονοπώλιο αυτού του ρόλου. Δεν θέλουν να σκέφτονται ότι όλη αυτή η μελλοντικά επικερδής γι αυτούς επιχείρηση, θα κρατήσει λίγο. Ότι θα αποτελέσουν παρένθεση. Διεκδικούν καθεστώς μονιμότητας ή έστω με σύμβαση αορίστου.

Συμπληρώνει το όνειρο τους, αμέσως παρακάτω:
«Γνωρίζουμε καλά ότι οι σχεδιασμοί της ολιγαρχίας και του πολιτικού κατεστημένου θα είναι απέναντι στη προσπάθειά μας.
Τώρα όμως γνωρίζουν και εκείνοι καλά ότι όταν είναι δεδομένη η επιθυμία του λαού μας για να ξεμπερδεύουμε με το παλιό, κανείς δε μπορεί να μας σταματήσει.»
Ο πρωθυπουργός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επαναλαμβάνει, με δικά του λόγια, αυτά που έλεγε ο Κ. Σημίτης στο 7ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ :
« Η πολιτική και ιδίως η προοδευτική παράταξη, πρέπει να εξετάζει σε βάθος τις αιτίες της ελληνικής υστέρησης και να αναμετριόμαστε με αυτές, αν θέλουμε πραγματικά να προσφέρουμε στη χώρα.
Η πραγματικότητα είναι ότι, αν θέλουμε να προκόψει ο τόπος, πρέπει να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με δομές κοινωνικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, που προσδιορίζουν αρνητικά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη.
Το εύρος αυτών των κοινωνικών αντιπαραθέσεων είναι πολύ μεγαλύτερο απ' ότι εμείς όλοι, η ίδια η κοινωνία αντιλαμβάνεται, ή θέλει ν' αναγνωρίσει, απ' ότι οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, επιτρέπουν να γίνει δεκτό.»
Απομένει βέβαια να δούμε πως και τι θα καταφέρει ο κ. Τσίπρας, η παρέα του, ο ΣΥΡΙΖΑ και όλοι όσοι έχουν προσκολληθεί και όσοι θα τους ακολουθήσουν, στο κυβερνητικό / κρατικό σκάφος, να ελιχθεί και να επιτύχει για όλα αυτά που του απαιτούν εταίροι και «εταίρες». Ένα είναι βέβαιο: ότι και με την επιτυχία του εκσυγχρονισμού του συστήματος ξεζουμίσματος του λαού και του πλούτου της Ελλάδας, δεν πρόκειται να σταματήσουν οι κοινωνικοί αγώνες ούτε το «σύστημα» να ξεπεράσει τις βαθύτατες αντιφάσεις και αντιθέσεις του.
Δεν τελειώνουμε εδώ. Γιατί η ομιλία συνεχίζεται. Έτσι θα συνεχίσουμε κι εμείς, αύριο ή μεθαύριο.

(1) βλ. άρθρο στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ 6 Σεπτεμβρίου 2015, του Βασίλη Παπαστεργίου

(2) Εδώ να σημειώσω ότι ο αγαπητός φίλος Αχιλλέας Ομήρου αναφέρεται πολύ σωστά σε αυτό – άρα δεν χρειάζεται να γράψω τα ίδια – στο «Προεκλογικά και μετεκλογικά «συμμαζώματα», στο επί μέρους σχόλιο του της 26ηςΣεπτεμβρίου, αφιερωμένο στην ομιλία του κ. Τσίπρα στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο. 
===============
Στο 1ο μέρος ασχοληθήκαμε με την ομιλία του στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν τελειώσαμε με αυτήν. Θα συνεχίσουμε, επισημαίνοντας ότι στο μεταξύ ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε στο πανελλήνιο, διαβάζοντας τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Με την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων από μεριάς όχι μόνο του πρωθυπουργού αλλά και μιας σειράς υπουργών και υφυπουργών – όπως όμως και με τα όσα ελέχθησαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης – θα ασχοληθούμε σε άλλα άρθρα μας.
Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς του κ. Τσίπρα που επανέλαβε και στις προγραμματικές και επαναλαμβάνουν μόνιμα όλοι οι υπουργοί του, «γραμματείς» και «φαρισαίοι», είναι και το ότι «Παρά τις δυσκολίες και παρά τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης στην Ευρώπη και στον κόσμο θα καταφέρουμε να αλλάξουμε την Ελλάδα και ταυτόχρονα να πρωταγωνιστήσουμε στις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η Ευρώπη».
Αυτή η επανάληψη της βεβαιότητας ότι παρά τις δυσκολίες θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τη χώρα και τον κόσμο, την διαβάζουμε εδώ και περίπου 100 χρόνια. Δηλαδή από τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Λένιν όμως, ήτανε πολύ πιο προσεκτικός, πολύ πιο ακριβής άλλωστε και για το πώς και πότε θα άλλαζε τελικά η Ρωσία και ποιος θα έπρεπε να ήτανε ο ρόλος της για την αλλαγή του κόσμου, της Ευρώπης. Δηλαδή μιλούσε για την όξυνση των αντιθέσεων του καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού, την πιθανότητα πολέμων εξ’ αυτού, την άνοδο της επαναστατικότητας των λαών από τα δεινά που θα επισώρευε όλη αυτή η κρίση και οι πόλεμοι. Μιλούσε δηλαδή για ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Μόνο αυτή θα έφερνε τις μεγάλες αλλαγές στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο.
Ο κ. Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ και όλο το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ρεύμα – το κάποτε του ευρωκομουνισμού, του μετέπειτα ευρωσοσιαλισμού και τώρα πια μόνο του «ευρώ», μια και χάθηκαν και ο κομουνισμός και ο σοσιαλισμός – δεν μας λένε κάτι σχετικό, κάτι ανάλογο που έλεγε ο Λένιν και που κι αυτός, τουλάχιστον μέχρι τώρα, διαψεύσθηκε. Δηλαδή δεν μας λένε τι, ποιος και γιατί και προς τα πού θα αλλάξει η Ελλάδα και η Ευρώπη και προπαντός ποιες μεγάλες αλλαγές έχει ανάγκη η Ευρώπη. Όλα αυτά είναι κουβέντες, όμορφες, που τις ακούει ο κόσμος με λαχτάρα και ευχαρίστηση, μια και όλη νοιώθουν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, ότι δεν πάει άλλο. Αλλά αν τους ρωτήσεις δεν μπορούν να πούνε με ακρίβεια τι πρέπει να αλλάξει, πως θα αλλάξει, ποιος θα τα αλλάξει, ποιον πρώτα από όλους θα υπηρετούν οι αλλαγές, δηλαδή σε ποια προοπτική θα εντάσσονται.
Όλη αυτή η γενικόλογη φρασεολογία – της κριτικής και της προοπτικής της κοινωνίας – μας παραπέμπει απλά σε αυτό που οι Μαρξ-Ένγκελς αποκαλούσαν «Αντιδραστικό σοσιαλισμό», «Συντηρητικό ή αστικό σοσιαλισμό» και βέβαια στον«Ουτοπικό σοσιαλισμό».[4][1] Η σύγχρονη σοσιαλιστική φλυαρία, αυτή που διαβάζουμε στα κείμενα και ακούμε στους λόγους όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των PODEMOS και πολλών άλλων ρευμάτων της τελευταίας κοπής αριστεράς (της μεταμοντέρνας), έχει τις ρίζες της σε αυτούς τους σοσιαλισμούς που αναφέρονται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Και δεν είναι καθόλου μα καθόλου τυχαίο και ανεξήγητο. Η κοινωνική σύνθεση έγινε πιο περίπλοκη σε σχέση με αυτήν όταν έγραφαν το Μανιφέστο οι Μαρξ-Ένγκελς. Παρόλο ότι είχαν προβλέψει κι εκεί – στο Μανιφέστο – μια τέτοια εξέλιξη, δεν ήταν δυνατό να προβλέψουν και περιγράψουν πως ακριβώς θα εξελίσσονταν τουλάχιστον οι ιδεολογικές εκφράσεις αυτών των νέων κοινωνικών στρωμάτων. Η εξέλιξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δημιούργησε νέα στρώματα, που τα πολλαπλασίασε το πέρασμα του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Αν την εποχή του Μανιφέστου κύριο χαρακτηριστικό ήταν η δημιουργία και ταχύτατη ανάπτυξη της εργατικής τάξης, αυτό δεν εξακολούθησε να συμβαίνει και αργότερα – ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Περιορίστηκε σημαντικά η παραδοσιακή εργατική τάξη, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά τα νέα μεσοστρώματα[5][2]. Που φυσικά άσκησαν τρομερή ιδεολογικο-πολιτική πίεση επάνω της. Ο «οπορτουνισμός» τον οποίο καταγγέλλει και εξορκίζει καθημερινά το ΚΚΕ, δεν είναι κάποια «ασθένεια». Είναι η έκφραση των συμφερόντων, των ιδεολογικών αναπαραστάσεων και των πολιτικών επιλογών όλων αυτών των παλιών και νέων μεσοστρωμάτων, των μικροαστών κλπ κλπ, σε μια κοινωνία που μειώνεται ποσοστιαία το βιομηχανικό προλεταριάτο – και με την αποβιομηχάνιση, την κρίση και την τεχνολογική εξέλιξη – μειώνεται ακόμα και αριθμητικά. Αυτές οι εξελίξεις έχουν σφραγίσει και τις εξελίξεις στο ιδεολογικο-πολιτικό μέτωπο ολόκληρης της κοινωνίας μας.
Ακριβώς επειδή κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης – του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος – και επειδή η εργατική τάξη δεν χωρίζεται με τείχη από την κυρίαρχη ιδεολογία, η ιδεολογικο-πολιτική της αυτοτέλεια σταδιακά περιορίστηκε πάρα πολύ. Σε συνδυασμό με τις αποτυχίες όλων των προσπαθειών για μια άλλη κοινωνία, σοσιαλιστική, όλων των εκφάνσεων του εργατικού κινήματος: κομμουνιστικού, σοσιαλιστικού / σοσιαλδημοκρατικού, όπως και των αντι-ιμπεριαλιστικών επαναστάσεων, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα – και δεν ξέρουμε ακόμα μέχρι πότε – το εργατικό κίνημα ως κίνημα ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, είναι πάρα πολύ αδύνατο στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό / ιμπεριαλιστικό κόσμο. Σπουδαίοι μαρξιστές – ριζοσπάστες και επαναστάτες – έχουνε φθάσει στην διαπίστωση ότι η αμερικανική και ευρωπαϊκή εργατική τάξη, αυτή την στιγμή, έχει χάσει την επαναστατικότητα της. 
Οι κοινωνίες που ζούμε είναι, όμως, καπιταλιστικές στο στάδιο μάλιστα του ιμπεριαλισμού. Στηρίζονται, παράγουν και αναπαράγουν όλες τις βαθιές και αγιάτρευτες αντιφάσεις και αντιθέσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτές είναι εγγεγραμμένες στο DNA του. Δεν πρόκειται να εξαλειφθούν παρά μόνο με την κατάργηση του, με τη συντριβή του και τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας, της σοσιαλιστικής/ κομμουνιστικής.
Όμως όλες αυτές οι αντιθέσεις, τα προβλήματα που δημιουργούνται από αυτές, προκαλούν και πολλές και πολυποίκιλες αντιδράσεις, αντιστάσεις, κινήματα κλπ κλπ. Δεν υπάρχει μόνο η εργατική τάξη και το κίνημα της. Υπάρχουν και διάφορα κοινωνικά στρώματα και μερίδες τάξεων που θίγονται τα συμφέροντα τους ή που συνειδητοποιούν τις καταστρεπτικές επιπτώσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος σε διάφορες και ποικίλες πλευρές και εκδηλώσεις της ζωής. Πριν χρόνια π.χ. δεν υπήρχαν τόσο διαδεδομένα και ισχυρά οικολογικά κινήματα. Το γυναικείο κίνημα κι αυτό πήρε τεράστιες διαστάσεις, κλπ. Όλα αυτά τα κινήματα δεν συμπίπτουν και δεν συγκλίνουν σώνει και καλά με το εργατικό και τον τελικό σκοπό του: την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, τη δημιουργία μιας αταξικής – κομμουνιστικής – κοινωνίας.
Μπορεί να έχουν ακόμα αυταπάτες και να πιστεύουν ότι μπορεί ο καπιταλισμός να γίνει πιο «ανθρώπινος», μπορεί η αποτυχία και τελική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να τους απογοήτευσε και να τονώθηκε έτσι το δικό τους ιδεολογικο-πολιτικό πιστεύω. Γεγονός είναι πάντως ότι η σημασία και ο ρόλος του θεωρητικού και ιδεολογικο-πολιτικού αγώνα αυξήθηκε τεράστια, απέκτησε νέες διαστάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά εκφράζει ή τουλάχιστον εκφράζει σε μεγάλο βαθμό όλες τις αλλαγές που συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία 50 χρόνια. Στην κοινωνική σύνθεση της, στον τρόπο που η οικονομία της εντάχθηκε μέσα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας – ιδιαίτερα μετά την ένταξη της στην ΕΟΚ και ΕΕ. Κληρονομεί ένα μερίδιο από την ιστορία της παραδοσιακής αριστεράς – έστω στην ευρωκομουνιστική κύρια εκδοχή της – όπως και σημαντικό από του ελληνικού σοσιαλισμού όπως αυτός εκφράστηκε από το ΠΑΣΟΚ και κατόρθωσε να καταλάβει το κέντρο της πολιτικής σκηνής. Και βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ υποτάχθηκε στην βασική και μεγάλη στρατηγική επιλογή του αστισμού της χώρας που δεν ήτανε άλλη από τον «ευρωπαϊκό» προσανατολισμό της. Η παλιά αριστερά αντιτάχθηκε σε αυτή την επιλογή. Το ΠΑΣΟΚ αρχικά φραστικά και συνθηματολογικά ακολούθησε αυτή την γραμμή: της αποδέσμευσης από την ΕΟΚ, όπως και από το ΝΑΤΟ. Που σημαίνει πώς μέσα στις λαϊκές μάζες αυτά τα αντι-ευρωπαϊκά και αντινατοϊκά αισθήματα ήτανε πολύ ζωντανά. Το ΠΑΣΟΚ κυρίως με την σοβαρή ιδεολογική συνδρομή του ΚΚΕ εσωτ. – του ελληνικού ευρωκομουνισμού – κατόρθωσαν να ελαχιστοποιήσουν αυτά τα αισθήματα και να τα περιθωριοποιήσουν πολιτικά. Το ΠΑΣΟΚ βέβαια υπήρξε εκφραστής του ευρωσοσιαλισμού, ο οποίος τελικά απορρόφησε και τον ευρωκομουνισμό. 
Όλη αυτή την κληρονομιά: από τον αντιδραστικό, αστικό σοσιαλισμό μέχρι αυτή του ευρωκομουνισμού / ευρωσοσιαλισμού, και με μια μεγάλη κοινωνική βάση να την στηρίζει πολιτικά, την παρέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω της κρίσης και των μνημονίων. Που τα αγανακτισμένα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα από τις καταστρεπτικές πάνω τους επιπτώσεις της κρίσης και των μνημονίων, νόμισαν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τις καταστάσεις εκλέγοντας εκείνον που θα τους υποσχότανε «σκίσιμο» των Μνημονίων και ένα τρόπο και δρόμο επανόδου στην προ-κρίσης εποχή της «ευημερίας» τους. Κυριάρχησε δηλαδή η «μικροαστική επαναστατικότητα», στο «κίνημα των πλατειών» και σε μια άλλη σειρά λαϊκών αντιδράσεων. Κι όλα αυτά ήτανε θεμιτά και αναπόδραστα να γίνουν. Η ιστορία και οι κοινωνικοί αγώνες δεν γίνονται όπως μπορεί να τα διαβάζει κανείς σε βιβλία ή ακόμα χειρότερα σε αποφάσεις κομματικών συνεδρίων ή κομματικά προγράμματα. Έχουν την δική τους «λογική».
Ο Λένιν πολύ σωστά έγραφε:
«Για τους μαρξιστές θεωρητικά έχει πέρα για πέρα αποδειχθεί — και η πείρα όλων των ευρωπαϊκών επαναστάσεων και επαναστατικών κινημάτων το έχει επιβεβαιώσει απόλυτα — ότι ο μικροϊδιοκτήτης, ο μικρονοικοκύρης (κοινωνικός τύπος, που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσωπεύεται πολύ πλατιά και μαζικά), που στον καπιταλισμό υφίσταται μια μόνιμη καταπίεση και πολύ συχνά αντιμετωπίζει αφάνταστα απότομη και γρήγορη χειροτέρεψη των συνθηκών της ζωής του και καταστρέφεται, περνά εύκολα σε άκρα επαναστατικότητα, δεν είναι όμως ικανός να δείξει αντοχή, οργανωτικό πνεύμα, πειθαρχία και σταθερότητα. Ο «μανιασμένος» από τις φρίκες τού καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες, όπως και ο αναρχισμός. Η αστάθεια μιας τέτοιας επαναστατικότητας, η στειρότητα της, η ιδιότητα της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια, σε φαντασιοπληξία, ακόμα και σε «μανιασμένο» ενθουσιασμό για το ένα η το άλλο αστικό ρεύμα της «μόδας» — όλα αυτά είναι πασίγνωστα. Όμως η θεωρητική, η αφηρημένη αναγνώριση αυτών των αληθειών δεν απαλλάσσει καθόλου τα επαναστατικά κόμματα από τα παλιά λάθη, που παρουσιάζονται πάντα από απροσδόκητες αιτίες, με κάπως νέα μορφή, μ' ένα περίβλημα και σε μια ατμόσφαιρα άγνωστη παλιότερα, μέσα σε πρωτότυπες, λίγο πολύ πρωτότυπες, συνθήκες».(«Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομουνισμού»).
Αν σε αυτή την κατάσταση που βρέθηκαν οι μικροαστοί και πολλά από τα μεσαία στρώματα ή ακόμα και τμήματα του κεφαλαίου πάρουμε υπόψη μας αυτό που είχαν παρατηρήσει οι Μαρξ – Ένγκελς στην κριτική τους για τον αντιδραστικό και αστικό σοσιαλισμό, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε και καταλάβουμε πολλά από αυτά που βιώνουμε σήμερα και που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα ο πρόεδρος του και η παρέα του. Τι έγραφαν οι Μαρξ-Ένγκελς στο «Μανιφέστο», ας το θυμηθούμε:
«Ένα μέρος της αστικής τάξης θέλει να διορθώσει τα κοινωνικά κακά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας.
Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν: οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές. Κι αυτό τον αστικό σοσιαλισμό έφτασαν να τον επεξεργαστούν σε ολόκληρα συστήματα.


Ας αναφέρουμε σαν παράδειγμα τη Φιλοσοφία της αθλιότητας τον Προυντόν.
Οι σοσιαλιστές αστοί θέλουν τις συνθήκες ζωής της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς τους αγώνες και τους κινδύνους που απορρέουν αναγκαστικά απ' αυτήν. Θέλουν τη σημερινή κοινωνία, αλλά αφού της αφαιρεθούν τα στοιχεία που την επαναστατικοποιούν και τη διαλύουν. Θέλουν την αστική τάξη χωρίς το προλεταριάτο. Η αστική τάξη, φυσικά, φαντάζεται τον κόσμο όπου κυριαρχεί σαν τον καλύτερο κόσμο. O αστικός σοσιαλισμός επεξεργάζεται αυτή την παρήγορη εικόνα σ' ένα μισό ή ολοκληρωμένο σύστημα. Όταν παροτρύνει το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει τα συστήματά του και να μπει στη νέα Ιερουσαλήμ, τότε κατά βάθος το καλεί απλώς να σταματήσει στη σημερινή κοινωνία, να αποβάλει, όμως, τις εχθρικές αντιλήψεις που έχει γι' αυτήν».


Αυτή η προσγείωση – όπως καλούσαν άλλωστε τα αστικά έντυπα τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν – στην «πραγματικότητα» δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο τελικός συμβιβασμός αυτών των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με την σκληρή μεν, αλλά καπιταλιστική πραγματικότητα δε, και με τις μεγάλες και καθοριστικές στρατηγικές επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου και των πολιτικών εκπροσώπων του – όπως π.χ. ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η ΕΡΕ / ΝΔ – που στη συνέχεια απεδέχθησαν και οι σοσιαλιστές και ευρωκομουνιστές: Η Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ή ένταξη της αρχικά στην ΕΟΚ και μετά στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη. 
Συνεπώς καμία αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής πορείας της χώρας – δηλαδή καμία ρήξη με τον διεθνή ιμπεριαλιστικό, άρα και άνισο, καταμερισμό εργασίας – και αφαίρεση κάθε επαναστατικού στοιχείου ή αναφοράς στα προγράμματα των κομμάτων που θα τους επιτραπεί να κυβερνήσουν. Αυτούς τους δύο όρους, τελικά χωρίς περιστροφές αποδέχτηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ – η ηγετική του ομάδα – και ο πρόεδρος του και πρωθυπουργός ανέλαβε να την «περάσει» στην Κ.Ο., χωρίς καμιά δυσκολία άλλωστε. 
Ομολογίες του τύπου «αντιμετωπίσαμε δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων» - κάτι δηλαδή που μόνο ένας αφελής δεν το ήξερε ότι θα αντιμετωπίσει[6][3] - και «ασκήσεις θάρρους», όπως έλεγε ο κ. Λαζόπουλος στους «Δέκα μικρούς Μήτσους», του τύπου θα αλλάξουμε την Ελλάδα και την Ευρώπη, είναι μάλλον για τον κλήδονα. Ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων – αυτός δηλαδή που επέβαλε και στον ΣΥΡΙΖΑ το 3ο Μνημόνιο – θα είναι παρών σε κάθε βήμα και στιγμή της «αριστεροδέξιας» κυβέρνησης. Αν ο κ. Τσίπρας, όπως οι φιλεύσπλαχνοι αστοί σοσιαλιστές, νομίζει ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη μπορούν να αλλάξουν με ωραίους λόγους στη Βουλή, τα Διεθνή Φόρα (ΟΗΕ κλπ) και όχι με τους αγώνες των λαών – και του ελληνικού – αν επίσης πιστεύει ότι αυτές οι αλλαγές δεν θα προέλθουν από σκληρούς και παρατεταμένους ταξικούς αγώνες, τότε πλανάται πλάνη οικτρά. Δυστυχώς η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, όχι μόνο για να αλλάξει τους διεθνείς συσχετισμούς αλλά και για να αποτελέσει παράδειγμα εξελίξεων και σε άλλες χώρες. Μπορεί οι άλλες, μεγάλες χώρες, να την χρησιμοποιήσουν ως χρήσιμο πιόνι τους στις μεταξύ τους συγκρούσεις: γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές, διπλωματικές, οικονομικές κλπ. Αυτό μπορεί να γίνει. Και ή αν κινηθεί έξυπνα να βγει κάπως κερδισμένη αλλά μπορεί να βγει και εντελώς μα εντελώς χαμένη. Η Μικραστιατική εκστρατεία και Καταστροφή κάτι πρέπει να μας έχει διδάξει. Όπως και το Κυπριακό, το Μακεδονικό, το Διεθνές Δίκαιο για τη Θάλασσα, κλπ κλπ. Σε ποιο από αυτά τα ζωτικά μας ζητήματα βγήκαμε κερδισμένοι;
Ο κ. Τσίπρας προσπάθησε – και προσπαθεί – να πείσει κι εμάς, πλην των βουλευτών του, ότι:
«Ο πρώτος στόχος ήταν η διεθνοποίηση του ζητήματος του χρέους», στις συνομιλίες του στη Ν.Υ. και με τους «εταίρους-δανειστές» μας. Και καμαρώνοντας συνέχισε: «Είναι γνωστό ότι μπροστά μας έχουμε μια πολλή σημαντική διαπραγμάτευση : Αυτήν για την απομείωση του χρέους, που σύμφωνα με την Συμφωνία θα ακολουθήσει αμέσως μετά την πρώτη αξιολόγηση. Στην προοπτική αυτής της διαπραγμάτευσης διαμορφώνουμε τις διεθνείς συμμαχίες μας. Γιατί το πρόβλημα του χρέους είναι πρόβλημα παγκόσμιο. Και η επίλυσή του σε διεθνές επίπεδο, μπορεί να αποτελέσει διέξοδο των λαών προς την ευημερία και την ανάπτυξη».
Όλα πασχίζει να τα «διεθνοποιήσει». Λες και όλοι οι άλλοι δεν ενδιαφέρονται να μειώσουν ή και να απαλλαγούν από τα χρέη τους. Το χρέος – το δημόσιο χρέος – υπήρξε ένας τρόπος για το σχηματισμό κεφαλαίου, για την ανάδυση του ίδιου του καπιταλισμού. Μια ματιά έστω και πεταχτή αν ρίξει στο «Κεφάλαιο» θα τον πείσει. Ο «μαρξιστής» υπουργός οικονομικών, ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος, δεν του κάνει ένα σύντομο μάθημα; Εάν συμφέρει, αυτούς που άνετα χρηματοδοτούν κράτη (το δημόσιο) καθιστώντας τα έτσι εξαρτημένα, να μειώσουν ή ακόμα και να διαγράψουν χρέη τότε κάτι άλλο συμβαίνει. Κάπως αλλιώς έχουν «ρεφάρει» την χασούρα τους, σε βάρος πάντα της οικονομίας του λαού που «διευκολύνουν». Αν η χώρα που χρωστάει αποκτήσει μια επαναστατική κυβέρνηση τότε μπορεί να αρνηθεί την πληρωμή του χρέους. Να το διαγράψει. Είπαμε όμως, μια τέτοια κυβέρνηση πρέπει να είναι επαναστατική. Όμως, καθόλου μα καθόλου δεν σημαίνει ότι αυτή η ενέργεια της θα γίνει εύκολα αποδεκτή από τους κεφαλαιοκράτες τοκογλύφους, ότι δεν θα αντιδράσουν. Το αποτέλεσμα θα κριθεί από πολλούς «παράγοντες».
Ο κ. Τσίπρας, όμως, είπε μιλώντας στην Κ.Ο. ότι η συζήτηση για την απομείωση του χρέους θα ξεκινήσει μετά την πρώτη αξιολόγηση!!! Αν λοιπόν διαπιστώσουν ότι είμαστε «καλά παιδιά», ότι ακολουθήσαμε πιστά τις οδηγίες τους για το πώς δεν θα έχουμε εμείς μια δική μας αυτοδύναμη ανάπτυξη στη βάση ενός δικού μας παραγωγικού μοντέλου, τότε βέβαιοι ότι θα εξακολουθήσουμε να είμαστε εξάρτημα τους, παρακολούθημα τους, τότε, ίσως, μπορεί κάτι να γίνει με το χρέος: αναδιάρθρωση ή κάτι που πάλι θα το πληρώσουμε με καλύτερους όρους. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δεν θα ανακουφίσει τον λαό για δικό του λογαριασμό. Αλλά για την ανανέωση της αλυσίδας που θα μας κρατάει πάντα εξαρτημένους από όλους αυτούς τους κύριους δανειστές.
Ο κ. Τσίπρας στη βιασύνη του να παραστήσει τον υπέρμαχο ηγέτη, είπε και μια πάρα πολύ ωραία κοτσάνα:
«Γιατί το πρόβλημα του χρέους είναι πρόβλημα παγκόσμιο. Και η επίλυσή του σε διεθνές επίπεδο, μπορεί να αποτελέσει διέξοδο των λαών προς την ευημερία και την ανάπτυξη». Όπως παγκόσμιος είναι ο ιμπεριαλισμός. Που ζει ακριβώς και από παρασιτικές δραστηριότητες, όπως είναι η δημιουργία χρεωμένων κρατών. Τι ωραία όνειρα:οι λαοί θα βρουν έτσι διέξοδο προς την ευημερία και την ανάπτυξη!! Πως εξαφανίστηκε λοιπόν ο ιμπεριαλισμός και οι αγώνες εναντίον του!! Ούτε ο Ντέιβηντ Κόπερφήλντ να ήτανε.
Αναφέρθηκε βέβαια και στην παρουσία του στον ΟΗΕ, αλλά αυτό θα το δούμε στη σχετική ενότητα των ομιλιών του στον Οργανισμό.
Μετά όμως ήρθε η ώρα της «λυπητερής». Στα όσα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση για να υλοποιήσει τη συμφωνία που υπέγραψε – το 3ο Μνημόνιο. Αράδιασε λοιπόν όλα τα μέτρα που πρέπει να πάρει, το τι πρέπει να πληρώσουμε κλπ για να τους ευχηθεί στο τέλος καλή δύναμη στο δύσκολο έργο τους – να ψηφίσουν δηλαδή την περαιτέρω εξόντωση του λαού – βέβαιος ότι θα τα καταφέρουν. Δηλαδή ότι δεν θα υπάρξουν άλλες «ανταρσίες».
Όλα αυτά τα περιμέναμε. Τι άλλο θα έλεγε. Εκείνο που αποκαλύπτεται είναι πώς όλο αυτό το πρόγραμμα, όλη αυτή η «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ, έχει «ταξικό» πρόσημο. Πως πραγματικά το «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο – τώρα όλος ο αστισμός διακηρύσσει ότι τέλειωσε ο διαχωρισμός σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς – δεν ήταν ποτέ συμπαγές και ομοιογενοποιημένο λόγω κοινωνικής σύνθεσης του και πολύ περισσότερο γιατί δεν υπήρχε εκείνη η κοινωνική και πολιτική δύναμη – μπροστάρης και οδηγός – που θα κατόρθωνε να ενοποιήσει την πλειοψηφία του λαού και να την οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα. 

(1) βλ. σχετικά στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»

(2) Ακόμα και το ΚΚΕ έχει εντοπίσει αυτές τις αλλαγές αν και δυσκολεύεται να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από αυτές. Γράφει π.χ. στο σχέδιο προγράμματος του 15ου Συνεδρίου ότι «Αλλαγές έγιναν και στην ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας. Αυξήθηκε ο αριθμός του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού (ΟΕΠ). Αυξήθηκε ο αριθμός των μισθωτών και η συμμετοχή τους στον ΟΕΠ. Η εργατική τάξη, που είναι η κυριότερη παραγωγική δύναμη, αυξήθηκε απόλυτα και σχετικά. Μεγάλωσε η συγκέντρωση της εργατικής τάξης στο εμπόριο και στις υπηρεσίες. Μειώθηκε ποσοστιαία το εργοστασιακό προλεταριάτο. Αυξήθηκαν κατακόρυφα οι αλλοδαποί εργάτες. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας επανεμφανίζεται η τάση μετανάστευσης σε ευρωπαϊκές χώρες. Βάθυνε η ταξική διαφοροποίηση της αγροτιάς, ενισχύθηκαν οι τάσεις συνολικής μείωσης της. Αυξήθηκαν αριθμητικά και σε συμμετοχή στον ΟΕΠ τα μεσαία στρώματα της πόλης. Μειώθηκε σε ποσοστό η αστική τάξη». 

(3) Είπαμε ότι η αισιοδοξία του Λένιν το 1917 για ξέσπασμα της επανάστασης στη Γερμανία και τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, που θα στήριζαν τη Ρωσική, είχε κάποια βάση, λόγω του πολέμου και των καταστροφών που είχε επιφέρει. Κι όμως δεν έγινε τίποτα. Από τότε όλοι οι σοβαροί αριστεροί και μαρξιστές είναι πολύ προσεκτικοί σε τέτοιου είδους προβλέψεις.

ΠΗΓΗ:http://istrilatis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.