Το πρώτο σχόλιο στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», με υπότιτλο «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ Ή ΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ» αναρτήθηκε στο ΟΙΣΤΡΟ στις 5 Μαΐου[1]. Σήμερα συνεχίζουμε με αφορμή την συζήτηση – τρόπος του λέγειν – που έχει αρχίσει σχετικά με την παραμονή μας ή όχι στο ευρώ, το Grexit, την επιστροφή στη δραχμή κλπ κλπ.
Ένα τμήμα της αριστεράς – εκτός του ΚΚΕ – από καιρό έχει προτείνει ως διέξοδο από την κρίση και την υποταγή της Ελλάδας στα μνημόνια, την έξοδο από την ΕΕ, το ευρώ και ευρωζώνη και την επιστροφή μας σε δικό μας εθνικό νόμισμα, την δραχμή. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι φανατικοί υποστηρικτές της παραμονής μας στην ΕΕ και το ευρώ – το θεωρούν μάλιστα πρώτη προτεραιότητα – και πολέμιοι κάθε ιδέας, υποψίας καλύτερα, εξόδου από την ασφάλεια της ευρωπαϊκής αγκαλιάς και φυσικά φρίττουν και μόνο στο άκουσμα / ψέλλισμα της επιστροφής μας στην δραχμή. Μια τέτοια προοπτική την περιγράφουν με τα πιο μαύρα χρώματα: θα καταστραφούμε, θα υπάρξει χάος κλπ.
Φαίνεται να διαμορφώνονται λοιπόν δύο στρατόπεδα: αυτό του ευρώ και ΕΕ και το άλλο της δραχμής κι εξόδου από την ΕΕ. Και τα δύο βέβαια ισχυρίζονται ότι η δική τους πρόταση αποτελεί και την καλύτερη λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και ο λαός της, τους εξασφαλίζουν την πρόοδο, προκοπή, ασφάλεια και ευημερία τους.
Οι αντιπαραθέσεις, των μεν και των δε, έχουν οξυνθεί και πολλαπλασιαστεί μετά το Δημοψήφισμα που οργάνωσε η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα (5 Ιουλίου), το συντριπτικό 62% που έλαβε το ΟΧΙ – χωρίς βέβαια να είναι καθαρό τι αφορούσε ούτε το δημοψήφισμα ούτε και το ΟΧΙ [2]. Πεντακάθαρο ήτανε το ΝΑΙ. Εξηγήσαμε πώς το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ, στα γρήγορα και πίσω από τις πλάτες του λαού. Δεν θα επανέλθουμε εδώ. Οι εξελίξεις – με αποκορύφωμα τη συμφωνία με τους εταίρους / θεσμούς, τις ψηφοφορίες στη Βουλή, την «διάσπαση» της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ και την στήριξη από τα κόμματα των μνημονίων – έχουν ανεβάσει το θερμόμετρο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στους χώρους της αριστεράς. ΚΚΕ, Αριστερή Πλατφόρμα, ΚΟΕ, ΕΠΑΜ, Κ. Λαπαβίτσας κλπ, έχουν ξεσηκωθεί καταγγέλλοντας τη συμφωνία, την κυβέρνηση, την ΕΕ, το ευρώ, τη μετατροπή μας σε προτεκτοράτο της ΕΕ και ιδιαίτερα της Γερμανίας – της Μέρκελ και του Σόϊμπλε – και απλώνουν καθένας την δική του λυτρωτική λύση. Με μικρές ή μεγάλες διαφορές, ιδίως στο πολιτικό σκέλος.
Μέσα στον χαμό αυτών των αντιπαραθέσεων, έχει ξεχαστεί ένα πολύ σπουδαίο, κεντρικό ερώτημα: για ποιο πράγμα, ποια υπόθεση, γίνεται ο αγώνας. Για μια καλύτερη «εθνική» ανάπτυξη του καπιταλισμού μας, για μια διέξοδο σοσιαλιστική, για την εργατική εξουσία, για έναν συλλογικό κρατικό καπιταλισμό, γιατί τέλος πάντων; Παράλληλα έχει λησμονηθεί ή παραμεριστεί το ερώτημα σε ποια κοινωνία, σε ποιο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα ζούμε και μέσα σε ποια διεθνή, παγκόσμια κατάσταση.
Πολλοί της αριστεράς – θα έλεγα ότι οι από την δεξιά και το ΠΑΣΟΚ δεν το ξεχνάει κανένας τους – νομίζουν πώς η Ελλάδα είναι ένα μονοθέσιο διαστημόπλοιο που ταξιδεύει μόνο του στο διάστημα. Δηλαδή σπάνια θυμόμαστε ότι η Ελλάδα είναι: πρώτον μια κεφαλαιοκρατική, αστική χώρα και κοινωνία, δεύτερον ανήκει σε μια Ήπειρο όπου πια δεν υπάρχει ούτε μια σοβαρή «αριστερή», σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, όπου, τρίτον,όλες οι πρώην σοσιαλιστικές/ κομμουνιστικές χώρες, με πρώτη την ΕΣΣΔ, δεν υπάρχουν πια εδώ και 25 χρόνια, ότι παγκόσμια ο σοσιαλισμός ως «σύστημα» έχει εκπνεύσει – η άλλοτε πρωτοπόρα Κίνα έχει βουλιάξει μέσα στον καπιταλιστικό δρόμο – κι ότι επομένως τα πράγματα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα για την αριστερά, την επανάσταση της, τον σοσιαλισμό, κλπ κλπ.
Αυτά όλα δεν σημαίνουν καθόλου, μα καθόλου, ότι το αίτημα για μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας δεν είναι αναγκαία, αν θέλουμε να συνεχίσει να υπάρχει ανθρωπότητα και να μην καταστραφεί, αν όχι από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, από την οικολογική κατάρρευση. Μια σειρά φαινόμενα μας προειδοποιούν: η υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω της εξωφρενικής σπατάλης ενέργειας, η μόλυνση του, η απώλειες τεραστίων και κρίσιμων ποσοτήτων νερού – οι πόλεμοι του νερού θα μας ανταμώσουν στο προσεχές μέλλον – η εξάντληση πηγών ενέργειας, ορυκτού πλούτου, των πρώτων υλών, η καταστροφή των δασών κλπ, καθημερινά βρίσκονται στα δελτία ειδήσεων. Δεν επιτρέπεται να προσποιούμαστε ότι δεν μας αφορούν. Από αυτή την άποψη και μόνο ο σοσιαλισμός παραμένει πάντα αναγκαίος και δρματικά τώρα επίκαιρος.
Το ερώτημα – μετά την αποτυχία των σοσιαλισμών και των επαναστάσεων – ξαναμπαίνει: πως θα επιτύχουμε αυτή την αναγκαία αλλαγή, την ανατροπή αυτού του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που η παράταση της ύπαρξης του θέτει σε κίνδυνο την ζωή όλων μας, τη ζωή στον ίδιο τον πλανήτη; Το ερώτημα αυτό ταλάνισε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό / επαναστατικό κίνημα για πολλά χρόνια, μέχρι που φάνηκε ότι απαντήθηκε. Αλλά που, όμως, φαίνεται να επανέρχεται, αν και από την «πίσω πόρτα» και προς το παρόν αθόρυβα: Η κοινωνική αυτή επανάσταση μπορεί να γίνει σε μια χώρα ή πρέπει να γίνει παγκόσμια.
Η γνωστή διαμάχη κύρια μεταξύ Στάλιν και Τρότσκυ για τον αν μπορούμε να κάνουμε σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα ή όχι.
Μπορούμε εδώ βιαστικά να πούμε ότι η ιστορική πείρα έδειξε ότι σε μια μόνο χώρα δεν μπορεί να γίνει – εδώ δεν έγινε όταν πια δεν επρόκειτο για μια χώρα αλλά για ένα σημαντικό αριθμό χωρών και μάλιστα μεγάλων και πολυάριθμων – αλλά και ούτε και παγκόσμια είναι εύκολο μια και υπάρχει άνιση ανάπτυξη και στο επίπεδο της ωριμότητας της με αποτέλεσμα και τη διάσπαση των κοινωνικών / ιστορικών υποκειμένων της. Χωρίς περιστροφές: μέχρι τώρα η εργατική τάξη δεν απέδειξε ότι είναι ικανή να απελευθερωθεί μόνη της και συνεπώς να απελευθερώσει ολόκληρη την κοινωνία από τις ταξικές και εθνικές διαιρέσεις και συγκρούσεις.
Οι Μαρξ και Ένγκελς έθεταν ορισμένες προϋποθέσεις για την ολόπλευρη κοινωνική [κι όχι μόνο πολιτική] επανάσταση, τον σοσιαλισμό / κομμουνισμό. Προϋποθέσεις βέβαια που δύσκολα δεν αναιρούσαν η μια την άλλη, δεν εμπόδιζαν την ανάπτυξη τους. Ας τα δούμε όλα αυτά σιγά – σιγά.
Όταν γράφουν και δημοσιεύουν το «Μανιφέστο» δεν έχουν προχωρήσει οι έρευνες τους γύρω από την ανάπτυξη και «λειτουργία» του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. «Το Κεφάλαιο», όπως γνωρίζουμε, δεν τελείωσε ποτέ. Μόνο ο πρώτος τόμος εκδόθηκε όταν ζούσε ο Μαρξ. Οι άλλοι δύο – τα χειρόγραφα τους – τακτοποιήθηκαν από τον Ένγκελς, ενώ δύο ακόμα τόμοι που είχε υποσχεθεί ο Μαρξ δεν υπήρξανε ούτε στα σκαριά. Έτσι λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίσουμε πολλά από όσα λέγονται στο «Μανιφέστο»,με μεγάλη προσοχή και κριτική «ματιά», διότι αργότερα υπήρξε διαφοροποίηση από τους ίδιους του δύο συγγραφείς του σε θέσεις που είχαν διατυπώσει σε αυτό[3]. Πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι στο «Μανιφέστο» διακρίνει ο αναγνώστης μια πολλές φορές υπερβολική εκτίμηση για την προσφορά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, του καπιταλισμού. Να ένα πρώτο και τρανταχτό παράδειγμα:
«Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη διαμόρφωσε κοσμοπολίτικα την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν ακόμα καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες που η εισαγωγή τους γίνεται ζωτικό ζήτημα για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πια ντόπιες πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες που βρίσκονται στις πιο απομακρυσμένες ζώνες και που τα προϊόντα τους δεν καταναλώνονται μονάχα στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη τον κόσμου. Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Κι αυτό που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή. Τα πνευματικά προϊόντα των μεμονωμένων εθνών γίνονται κοινό χτήμα. Η εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τoπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία».
Εδώ πολύ σωστά βλέπουν το πώς ο καπιταλισμός διαμορφώνει την παγκόσμια αγορά, κλπ κλπ. Αλλά φαίνεται να αποδέχονται όλες τις συνέπειες αυτού του «προτσές» [όπως λέγαμε παλιότερα], χωρίς να υπογραμμίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή των λαών. Προς το παρόν εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η δημιουργία της τάξης-νεκροθάφτη του συστήματος. Δηλαδή η εργατική τάξη.
Παρατηρούμε στο απόσπασμα ότι θεωρείται «προοδευτικό» ή μάλλον παρουσιάζεται ως θετικό το γεγονός ότι αφαιρείται «εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν ακόμα καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες». Φαίνεται πώς τότε ακόμα δεν τους απασχολούν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα στη ζωή των τοπικών κοινωνιών. Το ίδιο θετικοί στέκονται και απέναντι στην καταστροφή των εθνικών πολιτισμών και γλωσσών. Θα λέγαμε πώς αποτελούν προάγγελους της «παγκοσμιοποίησης», του πολυπολιτισμού, ή αυτού που σήμερα ονομάζουμε μεταμοντέρνες κοινωνίες.
Αν μάλιστα σε αυτά προσθέσουμε και μια σειρά άλλων σχετικών θέσεων τους, όπως π.χ. το «αποικιοκρατικό» άρθρο του Μαρξ για τα «Μελλοντικά αποτελέσματα της Βρετανικής κυριαρχίας στις Ινδίες»[4] ή αυτά που πολλές φορές επαναλαμβάνουν στην σειρά των άρθρων τους που περιλαμβάνονται στο «Ανατολικό ζήτημα» για τα μικρά έθνη και λαούς, τους Σλάβους, Έλληνες κλπ, θα μείνουμε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν δυνατόν να γράφουνε τέτοια πράγματα; Κι όμως ήτανε. Γιατί ακόμα τότε είχανε «υποκύψει» στην ιδέα της «προόδου» - κανένας άνθρωπος, διανοούμενος ή επαναστάτης, τελικά δεν μπορεί να υπερβεί ολοκληρωτικά την εποχή του και τις κυρίαρχες ιδέες και αντιλήψεις – που μέσα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού και του νεκροθάφτη του, την εργατική τάξη, θα έφτανε στην «τελείωση» της: την κομμουνιστική κοινωνία. Η επίδραση του Χέγκελ τα πρώτα εκείνα χρόνια ήτανε ακόμα ανιχνεύσιμη αν όχι ορατή, στα έργα τους.
Προχωρώντας τις μελέτες του για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ο Μαρξ θα φτάσει σε μια πάρα πολύ κρίσιμη διαπίστωση: «Διαμορφώνεται ένας καινούργιος διεθνής καταμερισμός της εργασίας, που αντιστοιχεί στις κύριες έδρες της μηχανικής παραγωγής και μετατρέπει ένα μέρος της υδρογείου σε πεδίο αγροτικής κυρίως παραγωγής για το άλλο, που είναι πεδίο κυρίως βιομηχανικής παραγωγής»[5] και θα αφιερώσει πολλές σελίδες για το αποικιακό σύστημα, που μαζί «με το θαλάσσιο εμπόριο του και με τους εμπορικούς του πολέμους του χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο»[6] . Με «Το Κεφάλαιο» ο Μαρξ κι ο Ένγκελς αφήνουν πίσω τους πολλές από τις προηγούμενες απόψεις τους, όπως π.χ. αυτές του «Μανιφέστου» κλπ.
Ποιες οι επιπτώσεις αυτού του καινούργιου διεθνή καταμερισμού εργασίας αναλύονται στους επόμενους δύο τόμους του «Κεφαλαίου», τις βρίσκουμε στις «Θεωρίες για την υπεραξία» και αλλού. Αλλά η πραγματική, η μεγάλη πραγματικά τομή (μέσα στη συνέχεια που θα έλεγε κι ο Γιάννης Μηλιός) γίνεται με τα έργα που αφορούν τον ιμπεριαλισμό και ιδιαίτερα με το σχετικό έργο του Λένιν.
Με τον «Ιμπεριαλισμό» του ο Λένιν κάνει μια πραγματικά μεγάλη τομή και ανανέωση στην επαναστατική σκέψη και πρακτική – σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «μαρξιστική» παράδοση. Γιατί πια προχωράει πέρα από αυτό έχει περιγράψει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», δηλαδή τον καινούργιο διεθνή καταμερισμό εργασίας: οι κύριες έδρες της βιομηχανικής παραγωγής από τη μια και από την άλλη οι μεγάλες περιοχές της αγροτικής παραγωγής. Δεν εγκαταλείπει αυτή τη «διχοτόμηση». Αλλά τώρα πια περιλαμβάνει την ανάλυση του την ύπαρξη των μονοπωλίων, του κράτους, τις οικονομικές-πολιτικές σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ διαφόρων εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και κρατών. Τώρα πια αντιλαμβάνεται και μας περιγράφει και αναλύει έναν κόσμο κάθετα ιεραρχημένο. Στην κορυφή του υπάρχουν μερικές μεγάλες χώρες, ιμπεριαλιστικές, που όχι μόνο εκμεταλλεύονται τις χώρες της αγροτικής παραγωγής, αλλά υποτάσσουν και εκμεταλλεύονται ακόμα και άλλες καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες.
Ο Λένιν, ως επαναστάτης «ανανεώνει» τον μαρξισμό, ενώ ο πιο «πιστός» στον Μαρξ, Καούτσκι μετατρέπεται σε απολογητή του συστήματος, γιατί αρνείται να καταλάβει τι έχει συμβεί στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν γενικά συλλαμβάνει την εποχή του ιμπεριαλισμού σε όλη τη διάσταση της. Δεν περιορίζεται να επαναλάβει την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Αλλά περιλαμβάνει και τις σχέσεις μεταξύ εθνών, κρατών και πολιτισμών όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί πια ακριβώς την εποχή του ιμπεριαλισμού. Γι αυτό και τον ενδιαφέρουν και η εθνική καταπίεση, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, και η κρατική καταπίεση και εξάρτηση και η πολιτιστική, γλωσσική κλπ καταπίεση. Και γι όλα αυτά έχει γράψει και συγκρουστεί με επιφανείς μαρξιστές της εποχής του.
Ο ορισμός που έδινε ο Κάουτσκι στον ιμπεριαλισμό λέει: «Ο ιμπεριαλισμός είναι προϊόν του πολύ αναπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού. Συνίσταται στην τάση κάθε βιομηχανικού κεφαλαιοκρατικού έθνους να υποτάσσει και να προσαρτά μια διαρκώς μεγαλύτερη αγροτική (η υπογράμμιση είναι του Κάουτσκι) περιοχή, ανεξάρτητα από ποια έθνη την κατοικούν». Εδώ φαίνεται καθαρά πώς ο Κάουτσκι είναι κολλημένος στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» - εκεί που μιλάει για την διαμόρφωση του καινούργιου διεθνή καταμερισμού εργασίας. Τι απαντάει ο Λένιν, γι αυτό τον ορισμό;
«Αυτός ο ορισμός δεν αξίζει απολύτως τίποτα, γιατί είναι μονόπλευρος, δηλαδή ξεχωρίζει αυθαίρετα μονάχα το εθνικό ζήτημα (παρ’ όλο που το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σπουδαίο, τόσο αυτό καθαυτό, όσο και στη σχέση του με τον ιμπεριαλισμό), και το συνδέει αυθαίρετα και λαθεμένα μόνο με το βιομηχανικό κεφάλαιο των χωρών που προσαρτούν άλλα έθνη, βάζοντας στην πρώτη μοίρα το ίδιο αυθαίρετα και λαθεμένα την προσάρτηση των αγροτικών περιοχών…..Για τον ιμπεριαλισμό είναι χαρακτηριστική ίσα-ίσα η τάση για προσαρτήσεις όχι μόνο αγροτικών περιοχών, μα ακόμα και των πιο βιομηχανικών (οι γερμανικές ορέξεις σε βάρος του Βελγίου, οι γαλλικές σε βάρος της Λωρραίνης), γιατί πρώτα ο τερματισμός του μοιράσματος του κόσμου αναγκάζει,στις συνθήκες του ξαναμοιράσματος, να απλώνονται τα χέρια σεκάθε είδους εδάφη.... το ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ο ανταγωνισμός μερικών μεγάλων δυνάμεων στην τάση για ηγεμονία».
Η παράθεση αποσπασμάτων είναι συχνά κουραστική. Αλλά βοηθάει να καταλάβουμε τι χρωστάμε στον Λένιν, τι καινούργιο μας είπε, και πόσο σημαντικό υπήρξε για την πολιτική πρακτική του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Όποιος έχει διαβάσει και καταλάβει τον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν και τα έργα όσων ακολούθησαν στην ίδια γραμμή, δεν θα πίστευε ούτε θα έλεγε τις ανοησίες περί Ευρώπης που μας αραδιάζουν σήμερα οι κυβερνώντες. Θα ήξερε πάρα πολύ καλά τι είναι, τις επιδιώκει και πως η Ευρώπη των μονοπωλίων, των λύκων ιμπεριαλιστών της.
Είπαμε παραπάνω ότι τους Μαρξ-Ένγκελς αρχικά απασχόλησε η απόδειξη του ρόλου – του ιστορικού μάλιστα – που καλείτο να παίξει η εργατική τάξη. Να δείξουν γιατί αυτή ήταν η μοναδική επαναστατική τάξη, ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού και, σε τελική ανάλυση, ο «σωτήρας» της ανθρωπότητας, από την εκμετάλλευση, καταπίεση και την πάλη των τάξεων. Σταδιακά καταλαβαίνουν ότι η τάξη αυτή από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, ότι υπάρχουν και άλλες τάξεις και κοινωνικά στρώματα, που είναι υποκείμενα κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Που μπορούν και πρέπει να γίνουν σύμμαχοι του προλεταριάτου – που αυτό ακριβέστερα έπρεπε να βρει τρόπους να τα τραβήξει με το μέρος του, κατά του μεγάλου εχθρού. Για τον κομμουνισμό αρχικά – και μέχρι τέλους βέβαια – πίστευαν ότι:
«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί , ένα ιδεώδες που σ΄ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα . Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων .Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν. Επιπλέον , η μάζα των εργατών που είναι μόνον εργάτες – μαζική εργατική δύναμη αποκομμένη από το κεφάλαιο ή από κάθε είδος ικανοποίησης έστω και περιορισμένης – προϋποθέτει την παγκόσμια αγορά , όπως επίσης την προϋποθέτει και η απώλεια , η όχι πρόσκαιρη, αυτής της εργασίας ,σαν σίγουρης πηγής ζωής , απώλεια που προκύπτει από το συναγωνισμό. Το προλεταριάτο μπορεί έτσι να υπάρξει μονάχα παγκόσμια – ιστορικά ,όπως και ο κομμουνισμός , η δραστηριότητα του προλεταριάτου, μπορεί να έχει μονάχα μια «παγκόσμια – ιστορική» ύπαρξη. Πρόκειται για παγκόσμια – ιστορική ύπαρξη ατόμων , δηλαδή ύπαρξη ατόμων που συνδέεται άμεσα με την παγκόσμια ιστορία »[7].
Προλεταριάτο και κομμουνισμός μονάχα παγκόσμια-ιστορικά μπορούν να υπάρξουν. Προϋποθέτουν και μια παγκόσμια αγορά και απώλεια εργασίας – όχι πρόσκαιρη – της εργασίας λόγω συναγωνισμού!!! Τόνισαν πολλές φορές ως προϋπόθεση της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας την ανάγκη για:
«μια παγκόσμια επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, που παράγει σ' όλα τα έθνη ταυτόχρονα το φαινόμενα της μάζας «χωρίς ιδιοκτησία» (παγκόσμιος συναγωνισμός),κάνει κάθε έθνος να εξαρτιέται από τις επαναστάσεις των άλλων, και τελικά έχει βάλει τα παγκόσμια-ιστορικά ,με εμπειρικό τρόπο παγκόσμια, άτομα στη θέση των τοπικών ατόμων. Δίχως αυτό,1) ο κομμουνισμός δε θα μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο σαν ένα τοπικό γεγονός,2) οι ίδιες οι δυνάμεις επικοινωνίας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σαν παγκόσμιες ,επομένως σαν αφόρητες δυνάμεις: θα παραμένανε τοπικές «περιστάσεις» περιτριγυρισμένες από δεισιδαιμονία, και 3) κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό. Εμπειρικά, ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν πράξη των κυρίαρχωνλαών μονομιάς και ταυτόχρονα, πράγμα που προϋποθέτει την παγκόσμια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την Παγκόσμια επικοινωνία που συνδέεται με τον κομμουνισμό».
Αυτήν την εμμονή τους για την «παγκοσμιοποίηση» της αγοράς, της εργατικής τάξης, και του κομμουνισμού – ιδιαίτερα ως πράξης των κυρίαρχων λαών μονομιάς – δημιούργησε πάρα πολλά προβλήματα θεωρητικά και πολιτικά στις γραμμές του κινήματος. Βέβαια οι Μαρξ-Ένγκελς δεν έμειναν δογματικά κολλημένοι «μονομιάς και ταυτόχρονα» πράξη των αναπτυγμένων λαών. Σκέπτονται ότι η επαναστατική πράξη μπορεί να αρχίσει σε χώρα που δεν έχουν αναπτυχθεί εντελώς όλες οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Γράφουν γι αυτό:
« Έτσι όλες οι συγκρούσεις στην ιστορία έχουν την πηγή τους, κατά την άποψη μας, στην αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τη μορφή επικοινωνίας. Και για να οδηγήσει σε συγκρούσεις σε μια χώρα, δεν είναι αναγκαίο αυτή η αντίφαση να έχει φτάσει στο έσχατο όριο της σ΄ αυτήν την ιδιαίτερη χώρα. Ο συναγωνισμός με πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, που τον έχει προκαλέσει η επέκταση της διεθνούς επικοινωνίας, είναι αρκετός για να δημιουργήσει μια παρόμοια αντίφαση σε χώρες με λιγότερο αναπτυγμένη βιομηχανία (λ.χ. το προλεταριάτο που ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση στη Γερμανία και ήρθε στην επιφάνεια από τον συναγωνισμό της αγγλικής βιομηχανίας)».
Αυτή η «πρόβλεψη» τους πραγματοποιήθηκε. Ξέσπασαν μια σειρά επαναστάσεις, νικηφόρες μάλιστα, σε χώρες «καθυστερημένες», και μάλιστα με τη σημαία του σοσιαλισμού [μαρξισμού]. Αλλά ως τελικό αποτέλεσμα τους είχαν μια βελτίωση της θέσης των αγροτών βασικά, και της θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αλλά σοσιαλισμό και εργατική εξουσία δεν γνώρισε καμιά. Το ερώτημα είναι γιατί χρησιμοποίησαν ως ιδεολογία τους αυτή της εργατικής τάξης, το μαρξισμό. Ο Πωλ Ματτίκ δίνει μια ικανοποιητική εξήγηση. Ο σοσιαλισμός εξασφάλιζε την κινητοποίηση, οργάνωση και αγώνα των εργατών, αγροτών, μικροαστών και μεσαίων στρατιωτικών. Αυτή την ευκαιρία και δυνατότητα αξιοποίησης αυτού του λαϊκού παράγοντα με τη σοσιαλιστική ιδεολογία ως σημαία, την εκμεταλλεύτηκαν αστικά και μικροαστικά στρώματα των χωρών αυτών μια και μια καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν υψώνοντας τις ιδέες αυτών που τους εκμεταλλεύονταν και καταπίεζαν: των αποικιοκρατών-ιμπεριαλιστών. Ποιες ήταν οι ιδέες τους: μα οι αστικές, αυτές των αστικών επαναστάσεων. Που τώρα, όμως, είχαν χάσει τη λάμψη τους στα μάτια των λαών που ζούσαν κάτω από τον αποικιακό/ ιμπεριαλιστικό ζυγό και που οι κυρίαρχες τάξεις τους εμφανίζονταν εκδυτικισμένες. Ο μαρξισμός, ο σοσιαλισμός ήτανε κάτι το άλλο, κάτι καινούργιο, κάτι που δεν ήτανε λερωμένο με αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμό, εκμετάλλευση και καταπίεση. Ήτανε μια νέα ιδεολογία που μπορούσε να προσληφθεί και ως σωτηριολογική. Δηλαδή πολύ κοντά στον θρησκευτικό τρόπο σύλληψης κι ερμηνείας της πραγματικότητας και από τις πλατειές λαϊκές μάζες.
Σήμερα πια γνωρίζουμε πολύ καλά που κατέληξαν αυτές οι προσπάθειες – όλες οι εκφάνσεις του σοσιαλισμού και όλες οι αντιαποικιακές και αντι-ιμπεριαλιστικές επαναστάσεις κατέληξαν σε νέες ταξικές κοινωνίες που καμιά σχέση δεν είχαν με τον εργατικό σοσιαλισμό. Και μάλιστα τελικά κατέρρευσαν. Οι προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης δεν επιβεβαιώθηκαν και η παγκοσμιότητα του προλεταριάτου κι αυτή είναι ζητούμενο. Πρώτα – πρώτα δεν έγινε καμιά κομμουνιστική επανάσταση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών λαών μονομιάς, ταυτόχρονα. Όπου έγιναν επρόκειτο για λαούς και χώρες καθυστερημένες οικονομικά και κοινωνικά. Ο Λένιν θεωρούσε τη Ρωσία ημιβάρβαρη χώρα.
Η εξουσία πέρασε πολύ γρήγορα στα χέρια άλλων τάξεων – όχι την εργατικής – και τα Σοβιέτ ταχύτατα εκφυλίστηκαν, όπως είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί κι ό ίδιος ο Λένιν. Συνεπώς όταν ξέσπασαν και νίκησαν επαναστάσεις σε χώρες της «περιφέρειας» ή απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, δεν μπορούσαν να προκύψουν σε αυτές λαϊκές, εργατικές εξουσίες. Στη μοναδική χώρα που ένα κομμάτι της ηγεσίας της, του Κ.Κ., κατάλαβε τι είχε συμβεί στην ΕΣΣΔ και τι γινότανε στην ίδια, ήτανε η Κίνα και ο πρόεδρος Μάο. Αυτός πρόλαβε να καταλάβει ότι η εξουσία πέρναγε στα χέρια εκφραστών άλλων τάξεων και άλλης προοπτικής. Ο ίδιος είχε πει πώς αν η Κομμούνα του Παρισιού είχε κρατήσει περισσότερο κι αυτή θα είχε περάσει στα χέρια της αστικής τάξης. Ότι η πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων στο κόσμο, δεν πίστευε στην πραγματικότητα στο μαρξισμό. Προσπάθησε μια «ηρωική» επαναστατική αντεπίθεση, με τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση που και αυτή ηττήθηκε – όχι μόνο λόγω λαθών της – αλλά γιατί η κινέζικη κοινωνία δεν μπορούσε να πάει πέρα από εκεί που την είχε οδηγήσει ο Μάο και το ΚΚΚ: τον μεγάλο απελευθερωτικό πόλεμο και την αγροτική μεταρρύθμιση.
Το ότι η ΜΠΠΕ σκόπευσε στην καρδιά του προβλήματος φαίνεται από την επίθεση που δέχτηκε από παντού: από τις καθαρόαιμες αστικές δυνάμεις και από τα εκφυλισμένα και γραφειο-κρατικοποιημένα ΚΚ σε όλο τον κόσμο και βέβαια πρώτα από όλα αυτά που ήτανε τότε ακόμα στην εξουσία. Ακόμα και το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας, ο Εμβέρ Χότζια και η κυβέρνηση του, που λόγω αντιθέσεων με την ΕΣΣΔ εμφανιζόντουσαν ως αντι-ρεβιζιονιστές και φίλοι της Κίνας, δεν άντεξαν μέχρι τέλους. Βρήκαν μια 15ης κατηγορίας ιδεολογική αφορμή για να καταγγείλουν και αυτοί την Κίνα και τον Μάο.
Ποιο ήτανε το μυστικό στην ΜΠΠΕ; Η ανάγκη η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία παντού, σε όλα τα επίπεδα. Πως; Ανεβάζοντας το πολιτιστικό και ιδεολογικό- πολιτικό της επίπεδο. Κάτι που δεν γίνεται βέβαια ούτε με διατάγματα, ούτε με σεμινάρια ούτε διαβάζοντας μόνο το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο – κάτι που το είχε επισημάνει κι ο ίδιος. Αυτό κανένας αστός ή γραφειοκράτης «αριστερός» πολιτικός ή τάχα μου «επαναστατική» μικροαστική οργάνωση δεν το θέλει. Δεν θέλει να θυμάται σε ποιους απευθύνεται το Μανιφέστο και όλα τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς, Ρόζας, Λένιν, Γκράμσι, Μάο και τόσων πολλών άλλων ηγετών του επαναστατικού κινήματος και σπουδαίων διανοουμένων.
Για να τελειώσουμε από εκεί που αρχίσαμε. Το μέσα ή έξω από την ΕΕ και το ευρώ, επιστροφή ή όχι στη δραχμή, χλευασμός σε όποιον δεν αποδέχεται μια άμεση επιστροφή σε αυτήν κλπ κλπ. Μπορεί να έχει την αξία της μια τέτοια συζήτηση. Αλλά αν πάρουμε υπόψη μας όλα αυτά που είπαμε παραπάνω, για τις προϋποθέσεις της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, τα αποτελέσματα τόσων πολλών αγώνων και προσπαθειών και τέλος του καθοριστικού ρόλου που πρέπει να παίξει – και δεν τον έχει παίξει μέχρι τέλους και μέχρι τώρα – η εργατική τάξη, η συζήτηση ουσιαστικά είναι «περί όνου σκιάς». Αν δεν τσακιστεί ο καπιταλισμός / ιμπεριαλισμός, αν δηλαδή δεν αλλάξει ο διεθνής καταμερισμός εργασίας τότε κανένα «νόμισμα» δεν πρόκειται να μας σώσει.
Και κάτι τελευταίο σχετικό. Το 1980 από 30 Ιουνίου έως 3 Ιουλίου το ΠΑΣΟΚ είχε οργανώσει ένα διεθνές συνέδριο με θέμα «Μετάβαση στο Σοσιαλισμό», στο οποίο είχαν πάρει μέρος και γνωστοί διανοούμενοι του εξωτερικού. Ανάμεσα τους και ο Σαμίρ Αμιν. Εκεί λοιπόν ο Σαμίρ Αμιν έκανε δυο πολύ σημαντικές παρεμβάσεις. Στην πρώτη είπε:
«Μια τελευταία παρατήρηση. Ρώτησα τι ζητάει ο ελληνικός λαός. Επιθυμεί μια επιστροφή στο αναπτυξιακό θαύμα που είχε γίνει πραγματικότητα πριν από την περίοδο της κρίσης ή προτιμά μια εναλλακτική κοινωνία, μια εναλλακτική ανάπτυξη; Μου απάντησαν ότι υπάρχει μια αδυναμία στο πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο η οποία πρέπει και μπορεί προοδευτικά να διορθωθεί διότι η επιστροφή στο θαύμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που παρουσιάστηκε πριν από την κρίση, είναι τελείως αδύνατη. Η κρίση είναι σφαιρική και έχει κάνει μια τέτοια επιστροφή αδύνατη. Αυτό σημαίνει ότι μια άλλη διάσταση πρέπει να αναπτυχθεί πιο συστηματικά στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο»[8]. Η παρατήρηση ερώτηση του Σαμίρ Αμιν, που έγινε το 1980, εξακολουθεί να ισχύει, να είναι και τώρα επίκαιρη.
Η δεύτερη παρέμβαση του – σε ομιλία του αείμνηστου – Αντρέ Γκύντερ Φράνκ – ήτανε η εξής:
«Μια σύντομη παρατήρηση σε αυτό που είπε ο Α.Γκ. Φράνκ. Πιστεύω ότι η χιλιανή εμπειρία δεν απέτυχε εξαιτίας των βραχυπρόθεσμων σφαλμάτων της, αλλά εξαιτίας των εσφαλμένων επιλογών της μακροπρόθεσμα. Η «Λαϊκή Ενότητα» επεδίωκε μια σοσιαλιστική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Κι αυτό αποτελούσε επιλογή όλων των κομμάτων που συμμετείχαν σ’ αυτήν. Ακριβώς επειδή δεν κατανοήθηκε από την αρχή ότι ο σοσιαλισμός δεν οικοδομείται όταν μια χώρα ανήκει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, η μακροπρόθεσμη πολιτική αποδείχτηκε λανθασμένη – κι όχι το αντίθετο» [στο ίδιο σελ. 345]
Αυτό το περί διεθνούς καταμερισμού εργασίας ως εμπόδιο οικοδόμησης του σοσιαλισμού είναι σωστό. Το εάν όμως μια χώρα μπορεί να βγει από αυτόν είναι ερώτημα που μάλλον έχει απαντηθεί. Δεν μπορεί. Ούτε η ΕΣΣΔ το κατόρθωσε. Για ένα διάστημα βγήκαν έξω από το εμπορικό κύκλωμα. Μέχρι στιγμής αυτός που αποσύρθηκε από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με σχετική επιτυχία ήταν ο Ροβινσώνας Κρούσος. Το ερώτημα βέβαια ισχύει ακόμα και όταν αλλάζουμε νόμισμα αλλά μένουμε μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Τα περιθώρια για μια αυτοδύναμη έστω ανάπτυξη, είναι για την Ελλάδα, πολύ στενά. Ιδίως τώρα. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ συνολικά δεν έχουν πάρει «χαμπάρι» από τα προβλήματα που έχουν τεθεί πολλά χρόνια πριν για το σοσιαλισμό ή την ανάπτυξη κλπ κλπ. Νομίζανε απλώς ότι αρκούσε το αποτέλεσμα των εκλογών κι όλα τα εμπόδια θα διαλυόντουσαν. Αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, όπως το έχουν ομολογήσει και ο πειθαρχικός κ. Ν. Φίλης και ο αντιρρησίας κ. Δ. Στρατούλης. Αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και εμμονές που οφείλονται όμως σε μια σειρά αιτίες: ιδεολογικές και κοινωνικές. Θα τα πληρώσουμε όλοι μας.
[2] Για το ζήτημα αυτό γράψαμε μια σειρά σχετικά άρθρα, όλα βρίσκονται πολύ εύκολα στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ΟΙΣΤΡΟΥ, βλ. υποσημείωση 1.
[3] Στο πρώτο «Σχόλιο» αναφέρθηκα σε αυτό το πρόβλημα.
[4] Για να σώσει την τιμή τους και να δικαιολογήσει το άρθρο αυτό, ο ιάπωνας μαρξιστήςKenzo Mohri έγραψε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Μαρξ και «υπανάπτυξη»» , βλ. «ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» ελληνική έκδοση του Monthly Review, Σεπτέμβριος 1981.
[5] «Το Κεφάλαιο» τ. 1ος , σελ. 469, εκδ. ΚΕ-ΚΚΕ
[6] Βλ. «Το Κεφάλαιο» τ. 1ος, μέρος 7ο: Το προτσές συσσώρευσης του κεφαλαίου, Κεφ. 24ο – Η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση».
[8] βλ. Μετάβαση στο Σοσιαλισμό» εκδ, ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ εκδόσεις ΑΛΕΤΡΙ, ΑΘΗΝΑ 1981, σελ. 340.
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ‘ Η ΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ
του Λευτέρη Ριζά
Είναι πασίγνωστο αυτό που γράφεται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Αυτός ο ισχυρισμός έχει δημιουργήσει μια από τις μεγαλύτερες συγχύσεις, θεωρητικές και ιδεολογικο-πολιτικές συγκρούσεις στους ανά τον κόσμο μαρξιστές και κομμουνιστικά κόμματα. Μια σύγχυση και βαθειά διχογνωμία που προστέθηκε σε μια σειρά προβλήματα ερμηνείας των γραπτών των δύο κλασσικών, που είχαν άμεση σχέση με την χάραξη της στρατηγικής και τακτικής των εργατικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, μέχρι τις ημέρες μας.
Είναι μάλλον γνωστές οι πιο βασικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτούς που ερμηνεύοντας κατά λέξη αυτή την θέση θεώρησαν τους εαυτούς τους καθαρούς «διεθνιστές», αποκηρύσσοντας κάθε αναφορά του εργατικού κινήματος στην «εθνική» διάσταση του αγώνα του ενάντια στον καπιταλισμό. Από την άλλη ένα άλλο ρεύμα αποδεχόμενο την «εθνική» διάσταση του αγώνα, εξαφανίζοντας την κοινωνική / ταξική του, οδηγήθηκε σε σοσιαλ-σοβινιστικές θέσεις, υποτάσσοντας τον αντικαπιταλιστικό αγώνα του προλεταριάτου στην υπεράσπιση των «εθνικών» συμφερόντων, όπως αυτά τα όριζε πάντοτε η κυρίαρχη αστική τάξη. Απέναντι σε αυτά τα δύο ρεύματα, ένα τρίτο, αυτό του Λένιν, έκανε ένα πολύ σημαντικό βήμα, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο, στον καθορισμό της στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού εργατικού κινήματος, όταν έρχεται μπροστά σε ένα τέτοιο πρόβλημα: δηλαδή την σχέση του «ταξικού», αντικαπιταλιστικού αγώνα με το εθνικό πρόβλημα, την «εθνική» πλευρά του.
Τα εθνικοαπελευθερωτικά, αντι-αποικιακά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα και επαναστάσεις, ιδιαίτερα αυτά που αναπτύχθηκαν κάτω από την ιδεολογικοπολιτική καθοδήγηση των κομμουνιστικών κομμάτων, φάνηκε πώς έλυσαν αυτό το πρόβλημα, πώς απάντησαν στις όποιες απορίες είχαν αρχικά δημιουργηθεί. Όμως οι συγχύσεις εξακολουθούν ακόμα να «βασιλεύουν» και να ταλαιπωρούν το αριστερό[1] κίνημα μέχρι τις ημέρες μας. Δεν βρίσκουμε ανθρώπους που ανατριχιάζουν μόλις ακούνε τη λέξη «έθνος» μόνο στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, καλή ώρα ο Δημοσθένης Αναγνωστόπουλος Παπαδάτος, διακεκριμένος εθνομηδενιστής, που τελευταία ακόμα έγραψε πώς «Είμαι από αυτούς που άκουγαν και ακούν με επιφύλαξη, καχυποψία και ενίοτε δυσανεξία τα πολλά "λαός" και τα ακόμα περισσότερα "πατρίδα" και "έθνος"»[2]. Τελευταία και κάποιοι «θεωρητικοί» του ΚΚΕ προσπαθούν να μας πείσουν πώς η ήττα του κινήματος στην Κατοχή και μετά, οφείλεται στον εγκλωβισμό της στρατηγικής και τακτικής του στον «εθνικό» χαρακτήρα που το κόμμα του έδωσε, την εποχή εκείνη, σε βάρος του ταξικού αγώνα.
Εδώ, όμως, δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με την ελληνική αριστερά και τις απόψεις της πάνω στο ζήτημα αυτό. Αλλά θα σχολιάσουμε κυρίως τα όσα σχετικά γράφει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Γράφουν οι Μαρξ – Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι:
«Ακόμα κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές ότι θέλουν τάχα να καταργήσουν την πατρίδα, την εθνότητα
Η σύγχρονη βιομηχανική εργασία, η σύγχρονη υποδούλωση στο κεφάλαιο, που είναι ίδια στην Αγγλία και τη Γαλλία, στην Αμερική και τη Γερμανία, αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα. Οι νόμοι, η ηθική, η θρησκεία είναι γι' αυτόν τόσες αστικές προλήψεις, όσα αστικά συμφέροντα κρύβονται πίσω τους.
«Αφού, όμως, το προλεταριάτο πρέπει κατ' αρχήν να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη[3], να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη».
Κατά περίεργη σύμπτωση το ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» το θυμούνται και το επικαλούνται όχι μόνο οι ακραιφνείς «ταξικοί» της αριστεράς, αλλά βεβαίως, για δικό τους λογαριασμό και όφελος και όλοι οι αντιδραστικοί, αντεπαναστάτες, εθνοπροδότες κλπ κλπ διεθνώς και της χώρας μας. Σε αυτή την κατηγορία άλλωστε απαντάνε στο «Μανιφέστο» οι Μαρξ – Ένγκελς, όπως διαβάζουμε στην αρχή του αποσπάσματος.
Βέβαια δυσκολεύεται κάποιος προσεκτικός, απαιτητικός και σκεπτόμενος αναγνώστης του «Μανιφέστου» να εξηγήσει πώς αφού το κεφάλαιο αφαίρεσε από το προλεταριάτο κάθε εθνικό χαρακτήρα, προκειμένου να κατακτήσει την πολική εξουσία πρέπει να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος», και γι αυτό « είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη». [4]
Για να πρέπει το προλεταριάτο να ανυψωθεί σε εθνική τάξη – σωστότερα να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους – πρέπει να υπάρχει έθνος. Δηλαδή οι Μαρξ-Ένγκελς και το Συμβούλιο της Α’ Διεθνούς, να αποδέχονταν την ύπαρξη του. Και μάλιστα το έθνος να το προσδιόριζαν και στον χώρο. Δεν μπορεί το έθνος να είχε πάρει διαζύγιο με την πατρίδα. Κάποια σχέση πρέπει να αποδεχόντουσαν πώς υπήρχε μεταξύ πολιτικής εξουσίας – που έπρεπε να κατακτήσει το προλεταριάτο – της πατρίδας (country ή Vaterland) και τηςNationalitaet , Nation, national. Το προλεταριάτο καλείτο να κατακτήσει την εξουσία σε συγκεκριμένες πατρίδες και έθνη. Πως; Με το να συγκροτηθεί το ίδιο σε έθνος, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους. Κι όταν λένε σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, προφανώς εννοούν ηγέτιδα τάξη πώς το ίδιο έθνος υπάρχουν και άλλες τάξεις εκτός φυσικά του προλεταριάτου και της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Γι αυτό άλλωστε ασχολήθηκαν και ιδιαίτερα και με τις κοινωνικές συμμαχίες που ήταν απαραίτητες προκειμένου το προλεταριάτο να κατακτήσει την εξουσία. Ασχολήθηκαν π.χ. με τη στάση του προλεταριάτου απέναντι στους μικροαστούς και τα κόμματα τους, τους αγρότες, κλπ.
Πως μπορεί να εξηγηθεί αυτή η οφθαλμοφανής αντίφαση που υπάρχει, μέσα σε λίγες γραμμές, στο «Μανιφέστο»; Πως από το Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα το προλεταριάτο πρέπει να «ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος»; Δηλαδή ότι «έχει πατρίδα»; Πως από το «αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα» - και μάλιστα στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Αμερική – το προλεταριάτο για να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους είναι υποχρεωμένο να επικαλεσθεί, να αξιοποιήσει τα υπάρχοντα εθνικά χαρακτηριστικά του έθνους του; Και τι σημαίνει πώς «είναι και το ίδιο ακόμα εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη». Τι σημαίνει ιδιαίτερα εκείνο το «σε καμιά περίπτωση με την έννοια που δίνει η αστική τάξη». Ποια έννοια δίνει η αστική τάξη και ποια το προλεταριάτο;
Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» γράφτηκε Δεκέμβρη 1847 – Γενάρη 1848 και κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 1848. Αποτελεί μια διακήρυξη αρχών της Α΄ Διεθνούς, που έγραψαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Ένας μη μαρξιστής διανοούμενος έγραψε εκγωμιαστικά, πως ακόμα κι αν ο συγγραφέας του «δεν έγραφε τίποτε άλλο θα είχε εξασφαλίσει αιώνια φήμη» γιατί «Καμία σύνοψη δεν μπορεί να αποδώσει την ποιότητα των εισαγωγικών ή των καταληκτικών σελίδων»[5]. Πραγματικά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» κατέχει – και θα κατέχει – μια ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια σκέψη. Δίκαια αποτέλεσε τη Βίβλο του παγκόσμιου επαναστατικού εργατικού κινήματος – αρκεί βέβαια να μην προσλαμβάνεται με θρησκευτικό τρόπο - και μια επιτομή της εξέλιξης της παγκόσμιας ιστορίας.
Όμως από τότε που γράφτηκε επήλθαν διάφορες αλλαγές στην οργάνωση του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, την ίδια την εργατική τάξη και πολλές από τις σκέψεις των Μαρξ και Ένγκελς διασαφηνίστηκαν ή ακόμα και λίγο πολύ τροποποιήθηκαν. Ο ίδιος ο Ένγκελς στον πρόλογο στην γερμανική έκδοση του 1872 έγραφε «Όσο πολύ κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, οι γενικές αρχές που εκτέθηκαν σ' αυτό το "Μανιφέστο" διατηρούν σε γενικές γραμμές και σήμερα όλη τους την ορθότητα. Μερικά σημεία θα μπορούσαν εδώ κι εκεί να διορθωθούν…….. Ακόμα, είναι αυτονόητο ότι, για σήμερα, η κριτική της σοσιαλιστικής φιλολογίας παρουσιάζει κενά, γιατί σταματάει ως το 1847 και ότι οι παρατηρήσεις για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα κόμματα της αντιπολίτευσης (IV μέρος) κι αν ακόμα και σήμερα είναι ακριβείς στις γενικές γραμμές τους, έχουν ωστόσο παλιώσει στις λεπτομέρειές τους και μόνο για το γεγονός ότι άλλαξε ολοκληρωτικά η πολιτική κατάσταση και η ιστορική εξέλιξη εξαφάνισε από το πρόσωπο της γης τα πιο πολλά κόμματα που απαριθμούνται εκεί.
Ωστόσο το "Μανιφέστο" είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο που δεν έχουμε πια το δικαίωμα να το αλλάξουμε. Μπορεί μια μεταγενέστερη έκδοση να βγει συνοδευμένη από μια εισαγωγή, που θα γεφυρώσει την απόσταση από το 1847 ως τα σήμερα. Τούτη η ανατύπωση μας ήρθε τόσο αναπάντεχα, που δεν μας δίνει τον καιρό για μια τέτοια δουλειά»
Στον πρόλογο του στη δεύτερη ρωσική έκδοση του 1882 – ο Μαρξ ακόμα ζεί – αναφέρει μερικές από τις αλλαγές που έχουν επέλθει και στον πρόλογο του στη γερμανική έκδοση του 1883 γράφει «Τώρα, ύστερα απ' το θάνατο του, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για αλλαγή ή συμπλήρωση του "Μανιφέστου". Ένας λόγος παραπάνω που με κάνει να νομίζω ότι είναι αναγκαίο να διαπιστώσω ρητά ακόμα μια φορά τα παρακάτω». Αργότερα, πάλι στη γερμανική έκδοση του 1890, έγραφε πώς : «Μαζί με την εξαφάνιση από τη δημόσια σκηνή του εργατικού κινήματος, που χρονολογείται από την εποχή της επανάστασης του Φλεβάρη, περνά στο περιθώριο και το "Μανιφέστο". …. Τα γεγονότα και οι εναλλαγές στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, οι ήττες πιο πολύ από τις νίκες, δεν μπορούσαν να μη δώσουν στους αγωνιζόμενους να νιώσουν πόσο ανεπαρκείς ήταν οι ως τότε πανάκειές τους, δεν μπορούσαν να μην τους κάνουν να κατανοήσουν βαθιά τους αληθινούς όρους της χειραφέτησης των εργατών… Η εργατική τάξη του 1874, όταν διαλυόταν η Διεθνής, ήταν ολότελα άλλη από την εργατική τάξη του 1864, τη στιγμή της ίδρυσής της».
Να προσθέσουμε εδώ ότι ο Φρ. Ένγκελς επειδή ήτανε ακριβώς επαναστάτης - όπως ακριβώς και ο Μαρξ – δεν φοβότανε όχι μόνο να αναθεωρεί απόψεις που είχε κάποτε διατυπώσει, ύστερα από μια βαθύτερη έρευνα ή γιατί οι ίδιες οι εξελίξεις τις είχαν διαψεύσει. Έτσι στον πρόλογο στην «Κατάσταση της εργαζόμενης τάξης στην Αγγλία» (1892) γράφει και κάμποσες προφητείες του στην πρώτη έκδοση (1845) , δεν επαληθεύτηκαν – το εκπληκτικό γράφει είναι το πόσες περισσότερες επαληθεύτηκαν – και τις αποδίδει και στο νεανικό ζήλο.
Μπορούμε τώρα να υποθέσουμε πώς το Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδαείναι περισσότερο αποτέλεσμα του αποδεκτού ενθουσιασμού τους για την πραγματική επαναστατική τους ανακάλυψη ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έχει δημιουργήσει μια τάξη που δεν διαθέτει καμιά ιδιοκτησία, καμιά «ανθρώπινη» ιδιότητα κλπ – όσα διαβάζει κανείς στα «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844» - που έχει απελευθερωθεί από όλες τις αστικές προκαταλήψεις και συνήθειες και γι αυτό είναι μια επαναστατική τάξη, η μοναδική επαναστατική τάξη. Στο κατοπινό έργο τους αντίθετα υπολογίζονται θαυμάσια οι λογής-λογής «εθνικές» διαφορές που παίρνονται υπόψη στην ανάπτυξη του εργατικού επαναστατικού κινήματος.
Άλλωστε στο ίδιο το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αμέσως στην επόμενη πρόταση, γράφουνε – και διαβάζουμε – «Οι εθνικοί χωρισμοί και οι εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την ελευθερία του εμπορίου, την παγκόσμια αγορά, την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και των συνθηκών ζωής που αντιστοιχούν σ' αυτήν.
Η κυριαρχία του προλεταριάτου θα τους εξαφανίσει ακόμα πιο πολύ. Η κοινή δράση, τουλάχιστον των πολιτισμένων χωρών, αποτελεί έναν από τους πρώτους όρους της απελευθέρωσής του.
Στο βαθμό που θα καταργείται η εκμετάλλευση του ενός ατόμου από το άλλο, θα καταργείται και η εκμετάλλευση του ενός έθνους από το άλλο.
Μαζί με την εξάλειψη της αντίθεσης των τάξεων στο εσωτερικό των εθνών, εξαλείφεται και η εχθρική στάση των εθνών μεταξύ τους» .
Αναγνωρίζονται δηλαδή οι εθνικοί χωρισμοί και εθνικές αντιθέσεις – αλλά κακώς πιστεύανε πώς «εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, την ελευθερία του εμπορίου, την παγκόσμια αγορά, την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και των συνθηκών ζωής που αντιστοιχούν σ' αυτήν». Δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Διότι στο μεταξύ πρόκυψε ο διεθνής καταμερισμός εργασίας – όπως το διαπίστωσε ο ίδιος ο Μαρξ ήδη στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο ιμπεριαλισμός, που μια χαρά τον εξήγησαν ο Χόμπσον, ο Χιλφέρτινγκ, ο Ν. Μπουχάριν και βέβαια ο Λένιν. Οι εθνικοί διαχωρισμοί δεν μειώθηκαν, όπως και η εθνική καταπίεση κλπ κλπ. Και μέσα σε όλα αυτά τα επαναστατικά κινήματα των εργατών και αγροτών των χωρών, λαών και εθνών που υφίσταντο αυτή την καταπίεση και εκμετάλλευση, πήραν μορφή εθνικο-απελευθερωτική. Μέχρι και ο πόλεμος της ΕΣΣΔ ενάντια στο γερμανικό ναζισμό ονομάστηκε Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος. Βέβαια πατριωτικός και σοσιαλιστικός μαζί. Πατριωτικός με νέο περιεχόμενο. Αλλά και όπου αλλού είχαμε τέτοιο πόλεμο – όπως καλή ώρα στην Εθνική Αντίσταση εδώ στην πατρίδα μας – ο αγώνας αυτός, ο πατριωτικός – εθνικοαπελευθερωτικός – συνδέθηκε και με αγώνα για κοινωνική αλλαγή. Γι αυτό άλλωστε υπήρξανε επεμβάσεις από τον «Δυτικό», «Ελεύθερο» κόσμο. Επειδή και οι προλετάριοι έχουν και διεκδικούν την πατρίδα τους, να την δούν και κάνουν όπως αυτοί θέλουν.
Μπορούμε δηλαδή να πούμε πώς υπάρχουν πολλές αισιόδοξες ιδέες / προφητείες στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που δεν επαληθεύτηκαν ή τουλάχιστον στην έκταση που το επιθυμούσαν οι συγγραφείς του, και τις οποίες πρέπει τώρα πια να προσεγγίζουμε με κριτικό τρόπο. Ένα νέο μανιφέστο θα έπρεπε να λάβει πολλές αλλαγές υπόψη του, να είναι πιο αναλυτικό ή προσεκτικό.
Επειδή λοιπόν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο – όπως και όλη η μαρξιστικο- λενινιστική γραμματεία - αφορά ένα ζωντανό κίνημα, που κάθε ημέρα βρίσκει μπροστά του νέα προβλήματα που ζητάνε τη λύση τους, τις απαντήσεις τους, πρέπει να διαβάζεται πάντοτε ιστορικά και βέβαια επαναστατικά.
Ο τρόπος που διαβάζουνε και ερμηνεύουνε το «Μανιφέστο» δεν είναι ποτέ «κοινωνικά» / ταξικά ουδέτερος. Όσοι δεν θέλουνε η εργατική τάξη να διεκδικήσει και επιτύχει την χειραφέτηση της, προβάλλουν εκείνες τις ερμηνείες που την καταδικάζουν να μένει μόνη της. Που δεν της επιτρέπουν να μάθει πως θα ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους – της πατρίδας – του τόπου δηλαδή που ζει, εργάζεται και υποφέρει.
[1] Ιδιαίτερα το κομμουνιστογενές / μαρξογενές, και μάλιστα το ελληνικό.
[3] Στην έκδοση του 1888 "να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους" (σημ. γερμ. σύντ.).
[4] Παραθέτω τα αντίστοιχα αποσπάσματα στην γερμανική και αγγλική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» : Den Kommunisten ist ferner vorgeworfen worden,
sie wollten das Vaterland, die Nationalitδt abschaffen. Die Arbeiter haben kein Vaterland. Man kann ihnennicht nehmen, was sie nicht haben. Indem das Proletariat zunδchst sich die politische Herrschaft erobern, sichzur nationalen Klasse erheben, sich selbst als Nation konstituieren muί, ist es selbst noch national, wenn auchkeineswegs im Sinne der Bourgeoisie.[Marx/Engels: Manifest der kommunistischen Partei, S. 72. DigitaleBibliothek Band 11: Marx/Engels, S. 2644 (vgl. MEW Bd. 4, S. 479)]
The Communists are further reproached with desiring to abolish countries and nationality. The working men have no country. We cannot take from them what they have not got. Since the proletariat must first of all acquire political supremacy, must rise to be the leading class of the nation, must constitute itself the nation, it is so far, itself national, though not in the bourgeois sense of the word.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.