«Η πολιτική ηγεσία της πατρίδας μας, εφαρμόζοντας δουλικά τις εντολές των εισβολέων, συνεχίζει ανόητα να «παροπλίζει» τους Έλληνες, διασπείροντας παράλληλα ψευδείς ελπίδες – ενώ στοιβάζει όλο και περισσότερους πεινασμένους στα αμπάρια ενός βαποριού που πλέει ακυβέρνητο, σε μία τρικυμισμένη θάλασσα, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως με τον τρόπο αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι, το πλοίο θα βουλιάξει«.
.
Ανάλυση
Όταν ακούσαμε για πρώτη φορά πως η κυβέρνηση, σε συνεργασία με την
Τράπεζα της Ελλάδας, ισχυρίσθηκε πως το ΔΝΤ δεν έχει δίκιο σχετικά με τα
20 δις € που υποστήριξε πως χρειάζονται οι τράπεζες, αναφέροντας πως το
ποσόν ήταν περί τα 5 δις €, κατανοήσαμε την αιτία, το ψέμα – γράφοντας πως όσα απομείνουν (άρθρο μας), θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του «χρηματοδοτικού κενού» (πληρωμή ληξιπρόθεσμων ομολόγων του 2014).
Ο υπουργός οικονομικών τώρα, με τις πρόσφατες δηλώσεις του,
επιβεβαίωσε τις υποψίες μας – λέγοντας πως από τα 50 δις € που δόθηκαν
από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την
ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, τα 25 δις € χρησιμοποιήθηκαν
ήδη, τα 14 δις € δαπανήθηκαν για την «εκκαθάριση» τραπεζών (όπως
για παράδειγμα της Αγροτικής, η οποία δόθηκε πεντακάθαρη στην Πειραιώς,
με «σαπούνι» που αγοράσθηκε με χρήματα των Ελλήνων), ενώ τα υπόλοιπα 11
δις € που απομένουν, ως άνω.
Στα πλαίσια αυτά, είναι δύσκολο να εμπιστευθεί κανείς πλέον τα λόγια του – ενώ δεν θα μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση εάν, μετά τα πλούσια «προεκλογικά πυροτεχνήματα», χρησιμοποιηθούν ακόμη και οι καταθέσεις των Ελλήνων, για την «εξυπηρέτηση» του χρέους ή των τραπεζών (άρθρο).
Σε κάθε περίπτωση, δύσκολα μπορεί κανείς να πεισθεί πως «η Ελλάδα επέστρεψε από τον κάτω κόσμο» – εξασφαλίζοντας την επάνοδο της στις αγορές, με την πώληση ομολόγων του δημοσίου. Εκτός
εάν τα ομόλογα είναι εγγυημένα με κρατικά περιουσιακά στοιχεία, εάν
εκδοθούν με αγγλικό δίκαιο, εάν είναι ήδη προσυμφωνημένη η «πώληση και
επαναγορά» με κάποιους τοκογλύφους (κάτι σαν «Swap» δηλαδή), ή εάν ο
«βηματισμός» στις αγορές γίνει με «γερμανικές πατερίτσες» – τις οποίες
θα πληρώσουμε πανάκριβα.
Φυσικά ευχόμαστε και ελπίζουμε να κάνουμε λάθος, να μην είναι τεχνητή η οικονομική ευφορία που προσπαθεί να μας «εμφυσήσει» η κυβέρνηση,
να είναι συμφέρουσες οι επενδύσεις που ανακοινώνονται, καθώς επίσης να
είναι ειλικρινής η ξαφνική αλληλεγγύη των Ευρωπαίων – ειδικά της
Γερμανίας, η οποία ανακοίνωσε ακόμη και τη χρηματοδότηση των
μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων, με την ίδρυση ειδικής επενδυτικής
τράπεζας.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας ειδικά για την ΕΕ, η οποία προσπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία, έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
Πόσο μάλλον επειδή η Γερμανία δεν φαίνεται να θέλει να χρησιμοποιήσει
τις περιβαλλοντικά επικίνδυνες μεθόδους εξόρυξης φυσικού αερίου
(hydraulic fracturing ή fracking, γράφημα), τις οποίες αγωνιούν να της
επιβάλλουν (πουλήσουν) οι Η.Π.Α. – κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει
την αισιοδοξία της κυβέρνησης, εάν είναι πράγματι ειλικρινής.
.
.
Εκτός αυτού η γεωγραφική θέση της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη Ρωσία – μετά τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στη Συρία, την επέκταση του ΝΑΤΟ (Η.Π.Α.) προς τα σύνορα της, το πρόβλημα με την Ουκρανία
κοκ. Επομένως και για τις Η.Π.Α., εάν δεν θέλουν να χάσουν την ηγεμονία
του πλανήτη – οπότε η χώρα μας αποκτά ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία.
.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε μία από τις πολλές σκέψεις που εξέφρασε αναγνώστης μας, η οποία είναι η εξής:
«Νομίζω πως όλοι συμφωνούμε σχετικά με
το ότι, οι δυο σημαντικότεροι υπαίτιοι για την κακή πορεία της
οικονομίας τα τελευταία 4-5 χρόνια, επίσης η «τροχοπέδη» για την ανάκαμψή της είναι, αφενός μεν τα Μνημόνια, αφετέρου το ύψος του δημοσίου χρέους -
επειδή τα μνημόνια «στραγγίζουν» την εγχώρια οικονομία από πόρους, ενώ
το χρέος αποτρέπει τον εναλλακτικό, βιώσιμο δανεισμό της Ελλάδας από τις
αγορές ή από άλλα κράτη, εκτός της ΕΕ.
Σε ότι αφορά στα μνημόνια, αυτά από μόνα τους καθίστανται άκυρα από τη στιγμή που κάθε δημοκρατική κυβέρνηση αποτελεί διαχειριστή της χώρας και όχι ιδιοκτήτη της.
Ως εκ τούτου, δεν δύναται να παραχωρήσει κάτι που δεν της ανήκει, όπως
είναι η εθνική κυριαρχία της χώρας που κυβερνά – εννοούμενη με κάθε
δυνατό τρόπο.
Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που η συγκυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει αναφέρει απολύτως τίποτα σχετικό στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αλλά ισχυρίσθηκε ακριβώς το αντίθετο. Χρησιμοποιώντας μια αναλογία, με στόχο να γίνω περισσότερο κατανοητός, θα έλεγα τα παρακάτω:
.
(α) Ένα δικαστήριο δεν θα αποδεχόταν ποτέ την παραχώρηση (πώληση) ενός μέρους του κήπου μίας πολυκατοικίας από το διαχειριστή της, σε μία γειτονική πολυκατοικία, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει χρήματα να πληρώσει το πετρέλαιο για να γεμίσει τις δεξαμενές της και οι ένοικοι της ξεπαγιάζουν – χωρίς προηγουμένως να αποφασισθεί από τη συνέλευση των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Αντίστοιχα λοιπόν,
(β) Ένα δικαστήριο δεν θα αποδεχόταν ποτέ την παραχώρηση ενός μέρους της εθνικής κυριαρχίας (εθνικού πλούτου κλπ.) μίας χώρας από την κυβέρνηση της, σε μία άλλη χώρα (Γερμανία, ΕΕ, πιστωτές), λόγω αδυναμίας πληρωμών, εάν δεν αποφασιζόταν προηγουμένως από τους Πολίτες της, μέσω δημοψηφίσματος.
.
Εάν αυτό ευσταθεί (νομίζω πως ευσταθεί), κάθε παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, χωρίς δημοψήφισμα, θα πρέπει να θεωρείται αυτόματα άκυρη«.
Ο αναγνώστης μας εδώ εκφράζει μία απολύτως λογική θέση, η οποία όμως έχει ένα βασικό μειονέκτημα: το ότι η κυβέρνηση, εφόσον έχει την πλειοψηφία στη Βουλή και μπορεί να νομοθετεί «κατά το δοκούν», δεν είναι ένας απλός διαχειριστής - αλλά κάποιος, τον οποίο οι «ιδιοκτήτες» έχουν εξουσιοδοτήσει «εν λευκώ» να υπογράφει τα πάντα, χωρίς να απαιτείται η έγκριση τους.
Πόσο μάλλον αφού η καταπάτηση των προεκλογικών δεσμεύσεων, σύμφωνα με αυτά που εμείς γνωρίζουμε, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα – ενώ δεν είναι η εξαίρεση του κανόνα, αλλά ο ίδιος ο κανόνας, αφού συμβαίνει σχεδόν πάντοτε.
Δυστυχώς αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας - η οποία δεν απαιτεί καν το διαχωρισμό της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία (ενώ κάποιες φορές η εκτελεστική εξουσία επεμβαίνει στη δικαστική, κρίνοντας από τα πρόσφατα γεγονότα).
Σε πλήρη αντίθεση η άμεση δημοκρατία, όπου οι Πολίτες ψηφίζουν οι ίδιοι τους νόμους του κράτους (οπότε η κυβέρνηση μοιάζει κάπως με το διαχειριστή της πολυκατοικίας του παραδείγματος), παρέχει την ασφάλεια των δημοψηφισμάτων – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν έχει κάποια άλλα ελαττώματα.
Ολοκληρώνοντας, μάλλον μπορεί μία επόμενη κυβέρνηση να αθετήσει αυθαίρετα (μονομερώς) τις «συμβάσεις» της προηγούμενης – απομονώνεται όμως από τις αγορές (όπου καμία «ανεξάρτητη» χώρα δεν μπορεί να δανεισθεί, με δημόσιο χρέος πάνω από το 50-60% του ΑΕΠ της, με βιώσιμα επιτόκια, χαμηλότερα δηλαδή από το ρυθμό ανάπτυξης), ενώ υφίσταται «κυρώσεις» (εμπάργκο κλπ.), υπό τις οποίες πολύ δύσκολα επιβιώνει.
Θεωρούμε πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ρωσία, παρά τις ελάχιστες κυρώσεις που της επιβλήθηκαν, με δημόσιο χρέος της τάξης του 10% του ΑΕΠ της, με πλεονάσματα, με τεράστιο πλούτο κλπ., είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα των συνεπειών της απομόνωσης.
.
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΤ
Ο αναγνώστης μας εξέφρασε και μία άλλη σκέψη – την οποία, συνέδεσε με το δημόσιο χρέος. Ειδικότερα έγραψε τα εξής:
”Σας παραπέμπω σε ένα άρθρο συναδέλφου σας, όπου στο τμήμα με τίτλο «Το ΤΧΣ ιδρύθηκε για να φορτώσει τα χρέη των τραπεζών στο δημόσιο χρέος», αναφέρει περιληπτικά ότι,
εξαιτίας της συνθήκης της Λισαβόνας, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) είναι πλέον παράρτημα της ΕΚΤ στην Ελλάδα - οπότε το ελληνικό κράτος δε μπορεί ούτε να παρέμβει στην λειτουργία της, ούτε να την ελέγξει νομικά, ούτε καν να εισέλθουν οι διωκτικές αρχές εντός της.
Αυτόματα όμως, επειδή είναι ευθύνη της ΤτΕ να ελέγχει την συμπεριφορά των τραπεζών, καθώς επίσης να εγκρίνει ή να αφαιρεί την άδεια λειτουργίας τους, σημαίνει ότι, η ελληνική κυβέρνηση δεν ευθύνεται για την δεινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών – επειδή όχι μόνο δεν μπορούσε να τις ελέγξει (είναι ευθύνη της ΤτΕ) αλλά, επίσης, επειδή δεν μπορούσε να ελέγξει ούτε καν τη λειτουργία της ίδιας της ΤτΕ, ακόμη και αν αυτή λειτουργούσε επιζήμια για την ελληνική οικονομία.
Νομίζω δε ότι τα σκάνδαλα της PROTON και του TT, μαζί με το πώς διασπάστηκε η Αγροτική Τράπεζα, η μετέπειτα τύχη της, αλλά και η γενική μορφή του σημερινού ελληνικού τραπεζικού τομέα στο σύνολο του (ή έστω του συστημικού), είναι σαφείς ενδείξεις σχετικά με το ότι, η ΤτΕ δεν έκανε καλά τη δουλειά της (ας μην αναφερθούμε στο Τ+3 προ της χρεοκοπίας και στις υπόλοιπες «ατασθαλίες»).
Εάν όμως αυτό ισχύει, επειδή για την ΤτΕ ευθύνεται ουσιαστικά η ΕΚΤ, σημαίνει αυτόματα πως ο τελικός ένοχος είναι η ΕΚΤ. Επομένως, η ΕΚΤ είναι ο βασικός υπεύθυνος για τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών – οπότε θα μπορούσαμε ίσως να αποποιηθούμε τις οφειλές μας προς την ΕΚΤ.
Αυτό ειδικά όσον αφορά ανακεφαλαιοποίηση των εγχώριων τραπεζών, με την αιτιολογία ότι η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να πληρώσει και να διορθώσει τα λάθη της – τα οποία οδήγησαν στην υπερχρέωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα (την οποία η ίδια προκάλεσε, επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της – έλεγχος μέσω της ΤτΕ).
Με απλά λόγια, δεν είναι η ίδια υπεύθυνη για τη διάσωση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, αφού αυτή ευθύνεται για την ασυδοσία του; Δεν πρέπει λοιπόν η ΕΚΤ να πληρώσει τα λάθη και τις παραλείψεις της; Εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε καλύτερες προϋποθέσεις εξυπηρέτησης του υπολοίπου χρέους μας;«
Χωρίς να επεκταθούμε σε διορθώσεις και λεπτομέρειες, ο αναγνώστης μας εδώ πιστεύει, όπως και προηγουμένως, ότι, οι Θεσμοί, με την ευρύτερη σημασία της έννοιας (α) έχουν ευθύνες και (β) πληρώνουν για τα λάθη ή για τις παραλείψεις τους. Η πεποίθηση του αυτή είναι μάλλον ευρέως διαδεδομένη, παρά το ότι δεν τεκμηριώνεται από πουθενά.
Απλούστερα, ισχύει εδώ αυτό που έχουμε αποκαλέσει «ετεροβαρές ρίσκο» («ηθικός κίνδυνος στην οικονομική θεωρεία) – όπου άλλος αποφασίζει και άλλος πληρώνει για τις αποφάσεις, εάν είναι λάθος.
Ακόμη πιο απλά, οι τράπεζες εθνικοποιούν ή κοινωνικοποιούν τις ζημίες, ενώ «ιδιωτικοποιούν» τα κέρδη, όπως θα έλεγε κανείς, Με το θέμα αυτό έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν, αφού αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία της σημερινής κρίσης. Ειδικότερα είχαμε γράψει «προ ΔΝΤ» (26.04.2009) τα εξής:
Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που η συγκυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει αναφέρει απολύτως τίποτα σχετικό στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αλλά ισχυρίσθηκε ακριβώς το αντίθετο. Χρησιμοποιώντας μια αναλογία, με στόχο να γίνω περισσότερο κατανοητός, θα έλεγα τα παρακάτω:
.
(α) Ένα δικαστήριο δεν θα αποδεχόταν ποτέ την παραχώρηση (πώληση) ενός μέρους του κήπου μίας πολυκατοικίας από το διαχειριστή της, σε μία γειτονική πολυκατοικία, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει χρήματα να πληρώσει το πετρέλαιο για να γεμίσει τις δεξαμενές της και οι ένοικοι της ξεπαγιάζουν – χωρίς προηγουμένως να αποφασισθεί από τη συνέλευση των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Αντίστοιχα λοιπόν,
(β) Ένα δικαστήριο δεν θα αποδεχόταν ποτέ την παραχώρηση ενός μέρους της εθνικής κυριαρχίας (εθνικού πλούτου κλπ.) μίας χώρας από την κυβέρνηση της, σε μία άλλη χώρα (Γερμανία, ΕΕ, πιστωτές), λόγω αδυναμίας πληρωμών, εάν δεν αποφασιζόταν προηγουμένως από τους Πολίτες της, μέσω δημοψηφίσματος.
.
Εάν αυτό ευσταθεί (νομίζω πως ευσταθεί), κάθε παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, χωρίς δημοψήφισμα, θα πρέπει να θεωρείται αυτόματα άκυρη«.
Ο αναγνώστης μας εδώ εκφράζει μία απολύτως λογική θέση, η οποία όμως έχει ένα βασικό μειονέκτημα: το ότι η κυβέρνηση, εφόσον έχει την πλειοψηφία στη Βουλή και μπορεί να νομοθετεί «κατά το δοκούν», δεν είναι ένας απλός διαχειριστής - αλλά κάποιος, τον οποίο οι «ιδιοκτήτες» έχουν εξουσιοδοτήσει «εν λευκώ» να υπογράφει τα πάντα, χωρίς να απαιτείται η έγκριση τους.
Πόσο μάλλον αφού η καταπάτηση των προεκλογικών δεσμεύσεων, σύμφωνα με αυτά που εμείς γνωρίζουμε, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα – ενώ δεν είναι η εξαίρεση του κανόνα, αλλά ο ίδιος ο κανόνας, αφού συμβαίνει σχεδόν πάντοτε.
Δυστυχώς αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας - η οποία δεν απαιτεί καν το διαχωρισμό της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία (ενώ κάποιες φορές η εκτελεστική εξουσία επεμβαίνει στη δικαστική, κρίνοντας από τα πρόσφατα γεγονότα).
Σε πλήρη αντίθεση η άμεση δημοκρατία, όπου οι Πολίτες ψηφίζουν οι ίδιοι τους νόμους του κράτους (οπότε η κυβέρνηση μοιάζει κάπως με το διαχειριστή της πολυκατοικίας του παραδείγματος), παρέχει την ασφάλεια των δημοψηφισμάτων – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν έχει κάποια άλλα ελαττώματα.
Ολοκληρώνοντας, μάλλον μπορεί μία επόμενη κυβέρνηση να αθετήσει αυθαίρετα (μονομερώς) τις «συμβάσεις» της προηγούμενης – απομονώνεται όμως από τις αγορές (όπου καμία «ανεξάρτητη» χώρα δεν μπορεί να δανεισθεί, με δημόσιο χρέος πάνω από το 50-60% του ΑΕΠ της, με βιώσιμα επιτόκια, χαμηλότερα δηλαδή από το ρυθμό ανάπτυξης), ενώ υφίσταται «κυρώσεις» (εμπάργκο κλπ.), υπό τις οποίες πολύ δύσκολα επιβιώνει.
Θεωρούμε πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ρωσία, παρά τις ελάχιστες κυρώσεις που της επιβλήθηκαν, με δημόσιο χρέος της τάξης του 10% του ΑΕΠ της, με πλεονάσματα, με τεράστιο πλούτο κλπ., είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα των συνεπειών της απομόνωσης.
.
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΤ
Ο αναγνώστης μας εξέφρασε και μία άλλη σκέψη – την οποία, συνέδεσε με το δημόσιο χρέος. Ειδικότερα έγραψε τα εξής:
”Σας παραπέμπω σε ένα άρθρο συναδέλφου σας, όπου στο τμήμα με τίτλο «Το ΤΧΣ ιδρύθηκε για να φορτώσει τα χρέη των τραπεζών στο δημόσιο χρέος», αναφέρει περιληπτικά ότι,
εξαιτίας της συνθήκης της Λισαβόνας, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) είναι πλέον παράρτημα της ΕΚΤ στην Ελλάδα - οπότε το ελληνικό κράτος δε μπορεί ούτε να παρέμβει στην λειτουργία της, ούτε να την ελέγξει νομικά, ούτε καν να εισέλθουν οι διωκτικές αρχές εντός της.
Αυτόματα όμως, επειδή είναι ευθύνη της ΤτΕ να ελέγχει την συμπεριφορά των τραπεζών, καθώς επίσης να εγκρίνει ή να αφαιρεί την άδεια λειτουργίας τους, σημαίνει ότι, η ελληνική κυβέρνηση δεν ευθύνεται για την δεινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών – επειδή όχι μόνο δεν μπορούσε να τις ελέγξει (είναι ευθύνη της ΤτΕ) αλλά, επίσης, επειδή δεν μπορούσε να ελέγξει ούτε καν τη λειτουργία της ίδιας της ΤτΕ, ακόμη και αν αυτή λειτουργούσε επιζήμια για την ελληνική οικονομία.
Νομίζω δε ότι τα σκάνδαλα της PROTON και του TT, μαζί με το πώς διασπάστηκε η Αγροτική Τράπεζα, η μετέπειτα τύχη της, αλλά και η γενική μορφή του σημερινού ελληνικού τραπεζικού τομέα στο σύνολο του (ή έστω του συστημικού), είναι σαφείς ενδείξεις σχετικά με το ότι, η ΤτΕ δεν έκανε καλά τη δουλειά της (ας μην αναφερθούμε στο Τ+3 προ της χρεοκοπίας και στις υπόλοιπες «ατασθαλίες»).
Εάν όμως αυτό ισχύει, επειδή για την ΤτΕ ευθύνεται ουσιαστικά η ΕΚΤ, σημαίνει αυτόματα πως ο τελικός ένοχος είναι η ΕΚΤ. Επομένως, η ΕΚΤ είναι ο βασικός υπεύθυνος για τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών – οπότε θα μπορούσαμε ίσως να αποποιηθούμε τις οφειλές μας προς την ΕΚΤ.
Αυτό ειδικά όσον αφορά ανακεφαλαιοποίηση των εγχώριων τραπεζών, με την αιτιολογία ότι η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να πληρώσει και να διορθώσει τα λάθη της – τα οποία οδήγησαν στην υπερχρέωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα (την οποία η ίδια προκάλεσε, επειδή δεν έκανε σωστά τη δουλειά της – έλεγχος μέσω της ΤτΕ).
Με απλά λόγια, δεν είναι η ίδια υπεύθυνη για τη διάσωση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, αφού αυτή ευθύνεται για την ασυδοσία του; Δεν πρέπει λοιπόν η ΕΚΤ να πληρώσει τα λάθη και τις παραλείψεις της; Εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε καλύτερες προϋποθέσεις εξυπηρέτησης του υπολοίπου χρέους μας;«
Χωρίς να επεκταθούμε σε διορθώσεις και λεπτομέρειες, ο αναγνώστης μας εδώ πιστεύει, όπως και προηγουμένως, ότι, οι Θεσμοί, με την ευρύτερη σημασία της έννοιας (α) έχουν ευθύνες και (β) πληρώνουν για τα λάθη ή για τις παραλείψεις τους. Η πεποίθηση του αυτή είναι μάλλον ευρέως διαδεδομένη, παρά το ότι δεν τεκμηριώνεται από πουθενά.
Απλούστερα, ισχύει εδώ αυτό που έχουμε αποκαλέσει «ετεροβαρές ρίσκο» («ηθικός κίνδυνος στην οικονομική θεωρεία) – όπου άλλος αποφασίζει και άλλος πληρώνει για τις αποφάσεις, εάν είναι λάθος.
Ακόμη πιο απλά, οι τράπεζες εθνικοποιούν ή κοινωνικοποιούν τις ζημίες, ενώ «ιδιωτικοποιούν» τα κέρδη, όπως θα έλεγε κανείς, Με το θέμα αυτό έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν, αφού αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία της σημερινής κρίσης. Ειδικότερα είχαμε γράψει «προ ΔΝΤ» (26.04.2009) τα εξής:
ΤΟ ΕΤΕΡΟΒΑΡΕΣ ΡΙΣΚΟ
Η έννοια «ετεροβαρές ρίσκο» που χρησιμοποιούμε εμείς εδώ, αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, στην οποία ένα πρόσωπο αποφασίζει πόσο ρίσκο θα αναλάβει, ενώ κάποιο άλλο πρόσωπο πληρώνει το κόστος - όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν θετικά και καταλήξουν σε ζημίες.
Εξετάζοντας τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση από το συγκεκριμένο πρίσμα, θα διαπιστώσουμε αμέσως ότι, από το ξεκίνημα της (ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης στις Η.Π.Α.), η εσφαλμένη αξιολόγηση του «ετεροβαρούς ρίσκου» από τις τράπεζες ήταν εξαιρετικά βαρύνουσα.
Με δεδομένο το ότι οι πελάτες των τραπεζών δανείζονταν χρήματα για
την «κερδοσκοπική» αγορά ακινήτων, στο 100% της «αγοραίας» αξίας τους
(πολλές φορές ακόμη και της μελλοντικής, αφού αναμενόταν η συνεχής
αύξηση των τιμών πώλησης τους), χωρίς να συμμετέχουν με δικά τους κεφάλαια και χωρίς να εγγυώνται με άλλους τρόπους
(για παράδειγμα με τις καταθέσεις ή με τους μισθούς τους), ο κίνδυνος
που ανελάμβαναν ήταν μηδενικός ενώ, αντίθετα, η ευκαιρία μεγάλη.
Από την άλλη πλευρά, όλοι όσοι προωθούσαν τα δάνεια, αμειβόμενοι με ποσοστά «επί των πωλήσεων», χωρίς να είναι υπεύθυνοι για την είσπραξη των τοκοχρεολυσίων,
κέρδιζαν σημαντικά ποσά, χωρίς να αναλαμβάνουν τον παραμικρό κίνδυνο.
Στη συνέχεια οι τράπεζες, «εμπνευσμένες» από τα αποτελέσματα και
«εφευρίσκοντας» τη δυνατότητα της μαζικής πώλησης αυτών των δανείων σε
επενδυτικές εταιρείες, επίσης δεν αναλάμβαναν κανένα συνειδητό ρίσκο,
έχοντας μόνο ωφέλεια.
Οι επενδυτικοί οργανισμοί, ενώνοντας τα πάσης φύσεως δάνεια σε CDOs,
δημιουργούσαν «ασφαλή» (μέσω των CDS) και «ποιοτικά» (ΑΑΑ από τις
αμειβόμενες επί τούτου εταιρείες «αξιολόγησης») «χρηματοοικονομικά
προϊόντα», πουλώντας τα περαιτέρω – έχοντας μόνο ωφέλεια και καθόλου κινδύνους.
Το «ετεροβαρές ρίσκο» έφτασε τελικά στο «απόγειο» του όταν, οι
τελικοί αποδέκτες των δανείων μειωμένης εξασφάλισης (οι τράπεζες δηλαδή
που ζήτησαν να εισπράξουν τις δόσεις από τους δανειολήπτες),
διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν ούτε ασφαλή (δεν μπορούσαν να εισπράξουν τις
δόσεις), ούτε ασφαλισμένα (οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν πλήρωναν όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πληρώσουν οι δανειολήπτες), αναγκάσθηκαν να τα αποσβέσουν από τους ισολογισμούς τους, εμφανίζοντας ως εκ τούτου τεράστιες ζημίες.
Αμέσως μετά οι τράπεζες, για να καλύψουν τις τεράστιες ζημίες
τους, κατέφυγαν στη βοήθεια των κρατών, μεταβιβάζοντας πλέον τον κίνδυνο
στους πολίτες τους – χωρίς μάλιστα να αποδέχονται ούτε ευθύνες, ούτε και μειώσεις των αμοιβών των στελεχών τους (Golden Boys).
Προφανώς, εμείς οι πολίτες δεν έχουμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε το
πιστωτικό «παιχνίδι» τους (να μεταβιβάσουμε δηλαδή την ευθύνη της
πληρωμής των ζημιών τους σε κάποιους άλλους), αφού είμαστε ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας (η βάση καλύτερα της μεγαλύτερης οικονομικής «πυραμίδας» τύπου Madoff που δημιούργησε ποτέ ο άνθρωπος).
Από τη στιγμή και μετά που τα κράτη ανέλαβαν τις ευθύνες χωρίς να
έχουν καμία ωφέλεια, είτε εθνικοποιώντας τις τράπεζες, είτε με
οποιουσδήποτε άλλους τρόπους (Bad Bank κλπ), το «ετεροβαρές ρίσκο» εδραιώθηκε δυστυχώς στο καπιταλιστικό σύστημα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον του.
Αρκεί να παρατηρήσουμε πόσες άλλες επιχειρήσεις ακολούθησαν ή
σχεδιάζουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των τραπεζών (General Motors
κλπ), για να καταλάβουμε τη σοβαρότητα του προβλήματος και τον
πραγματικό «συστημικό» κίνδυνο που ελλοχεύει πίσω του (όχι τον δήθεν που
συνήθως επικαλούμαστε – το υπερβολικό μέγεθος δηλαδή των τραπεζών)
Κατά την άποψη μας, η προοπτική της κατάρρευσης κάποιων μεγάλων
τραπεζών δεν είναι η μεγαλύτερη απειλή του συστήματος, αφού υπάρχει μία
απλούστατη λύση – η δημιουργία μίας νέας κρατικής τράπεζας σε κάθε χώρα που να εξασφαλίζει τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων, χωρίς να είναι απαραίτητη η βοήθεια των όποιων ζημιογόνων ιδιωτικών τραπεζών.
Η μεγαλύτερη απειλή του καπιταλιστικού συστήματος είναι αναμφίβολα η εξάπλωση του «ιού του ετεροβαρούς ρίσκου»,
ο οποίος φαίνεται αυτή τη στιγμή να έχει ξεπεράσει τα στενά όρια των
επιχειρήσεων (τραπεζών, ασφαλειών κλπ), «καταλαμβάνοντας» τα ίδια τα
κράτη, στις μεταξύ τους συναλλαγές.
.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δυστυχώς οι Πολίτες μίας χώρας δεν είναι μόνο ο «τελευταίος κρίκος» της αλυσίδας, όσον αφορά τα χρέη των τραπεζών - τα οποία θα μπορούσαν να αρνηθούν να αναλάβουν, όπως οι Ισλανδοί, εκβιαζόμενοι όμως με την απώλεια των καταθέσεων τους.
Είναι ο τελευταίος κρίκος κυρίως για την εξόφληση του δημοσίου χρέους -
μία ευθύνη που πολύ δύσκολα μπορούν να αποφύγουν, ακόμη και αν
αποδείξουν πως ο «διαχειριστής της πολυκατοικίας» τους εξαπάτησε: παράνομα, καταχρηστικά, σε «διατεταγμένη υπηρεσία» και για «ίδιο όφελος».
.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος
είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με
μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και
δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες
επιχειρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.