Κώστας Χατζηαντωνίου
Παλιά συνήθεια ορίζει, κατά το πέρασμα από τη μια χρονιά στην άλλη, να συντάσσονται απολογισμοί και να ακούγονται ευχές, πάντα ή σχεδόν πάντα, μέσα σε κλίμα αυτάρεσκης αφέλειας και επιτηδευμένης ανησυχίας. Ωστόσο, οι σοβαρές πολιτικές εξελίξεις του χρόνου που ήδη αφήσαμε πίσω μας και συνακόλουθα οι κοινωνικές αλλαγές που αυτές σηματοδοτούν, δεν επιτρέπουν ούτε την αφέλεια μα ούτε τον λυτρωτικό ρεμβασμό στο ασφαλές περιθώριο είτε των αντικειμενικών γεγονότων είτε των υποκειμενικών προθέσεων. Διότι είναι σαφές πλέον και πέρα από κάθε αισιόδοξη ή απαισιόδοξη ιδέα, ότι το μέλλον της πολιτείας μα και του πολιτισμού μας δεν πηγάζει τόσο από την αναμέτρησή μας με ένα βεβαρημένο παρελθόν, όπως κάποιοι επίμονα υποστηρίζουν, όσο από την έκβαση μιας πνευματικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις που μας κρατούν δέσμιους σ’ ένα αβίωτο παρόν. Σ’ ένα παρόν το οποίο ελέγχουν οι αντιμαχόμενες αλλά κατ’ ουσίαν συνασπισμένες κυρίαρχες δυνάμεις της «προόδου» και της «συντήρησης», της «αντίδρασης» αλλά και του «εκσυγχρονισμού».
Είναι προφανές πως όταν χρειάζονται τόσα εισαγωγικά σε μια μόνο πρόταση, και μάλιστα σε βασικές έννοιες του δημόσιου λόγου, κάτι το σάπιο υπάρχει στη Δανιμαρκία της πνευματικής μας ζωής. Επειδή δε η καλή πίστη και η αμεροληψία δεν επαρκούν όταν βρίσκεται κανείς ενώπιον οριακών ιστορικών στιγμών, ας υποδεχτούμε αυτή τη χρονιά στην οποία δεν αρμόζουν ευχές αλλά μονάχα ελπίδες, με μιαν ελπίδα. Να είναι αυτή η χρονιά η τελευταία χρονιά κυριαρχίας των δυνάμεων του παρόντος. Δυνάμεων που τις ξέρουμε όλοι. Είναι αυτές που από τα χρόνια της δεκαετίας του 1970, εκμεταλλευόμενες τον αυταρχισμό και τη χυδαιότητα της δικτατορίας, οργάνωσαν εν χορδαίς και οργάνοις την πολιτισμική αλλοίωση ενός ολόκληρου λαού. Η αλλοίωση αυτή, η ρίζα της οδύνης του καιρού μας, συνιστά το μέγα, ανεξιλέωτο έγκλημα όλων εκείνων που χειρίστηκαν τις τύχες του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες. Σε κάθε πεδίο της ζωής.
Οι Έλληνες, ας μην το ξεχνάμε (όσο και αν οι λαϊκιστές διέστρεψαν τις αρετές αυτού του λαού), είχανε κάποτε ένα έντιμο όραμα όταν ανοιγόταν μπροστά τους άγραφη η ζωή. Κι η ζωή αυτή, είτε οικεία τούς ήταν, είτε ξένη, υψώνονταν στο φως μιας αλήθειας που έδινε νόημα ακόμη και στη βιοτική ήττα. Μάταιη θα είναι συνεπώς οποιαδήποτε προσπάθεια ανάταξης της εθνικής κρίσης αν δεν υπάρξει το παράδειγμα από μια ηγεσία (και παραδείγματα μόνο η ηγεσία δίνει) που αυτή θα εμπνεύσει τους Έλληνες για να γίνουν πάλι περήφανοι. Περήφανοι όχι με πατριδεμπορικές τηλεοπτικές κορώνες για τα μεγάλα επιτεύγματα του παρελθόντος αλλά για τις σημερινές τους δυνατότητες. Αυτονόητο είναι βέβαια πως τούτη την αποστολή είναι αδύνατο να τη φέρουν σε αίσιο πέρας οι ηγετικές δυνάμεις του παρόντος, αυτές που επιμένουν να υπονομεύουν τη γενναία αντιμετώπιση της ζωής, χωρίς αυταπάτες και δικαιολογίες. Είναι άλλωστε οι ίδιες δυνάμεις που δίδαξαν τον Έλληνα να μην είναι παραγωγικός. Που έκοψαν τους εσωτερικούς δεσμούς του με το έδαφος και τα αγαθά που βγαίνουν από τα χέρια του. Που του έμαθαν πως το αγαθό ως έννοια υφίσταται μόνον ως εμπόρευμα. Η χάραξη γραμμής ορίου μεταξύ του απαραίτητου και του υπερβολικού είναι βέβαια μια υπόθεση δύσκολη. Να αποσπαστούν όμως οι αξίες των αγαθών από την ορατή λογιστική τους αποτίμηση, είναι μια πολύ σοβαρή αρχή για να συνδεθεί ξανά η έννοια της οικονομίας με την ποιότητα και τις αξίες που δεν αποτιμώνται δημοσιονομικά.
Είναι εφικτή άραγε τούτη η αρχή; Πριν συζητήσουμε γι’ αυτό το ενδεχόμενο, είναι αναγκαίο να πούμε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα αν δεν συνειδητοποιήσουμε πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς έφτασε ο φοβισμένος από την πρότερη ζωή του μεταπολιτευτικός άνθρωπος να γίνει ατρόμητος καταναλωτής –προϊόντων, αισθημάτων και ανθρώπων– οξύνοντας τα αισθητήριά του μόνο για να συλλέγει ή να αρπάζει, να κατακρίνει και να εξαπατά. Πώς ο μεταπολιτευτικός άνθρωπος έγινε το απείκασμα ενός κόσμου όπου πολιτική και παρεμπόριο έχουν πλέον καταστεί αδιαχώριστα. Γιατί, πίσω από μια επίφαση ειρήνης, πολεμικά και δεσποτικά, με δίψα για δύναμη και λεία, τα ένστικτα των ανθρώπων αυτής της περιόδου, ανακάλυψαν με εφηβικό ενθουσιασμό την ηδονική αυταπάτη της αέναης σπατάλης ξοδεύοντας κάτι που εν τέλει δεν υπήρχε: λογιστικό χρήμα. Εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, αισθάνθηκαν ως αυτονόητα και στοιχειώδη πολλά από εκείνα που στα μάτια ακόμη και ενός ευκατάστατου αστού φαίνονταν παλαιότερα ως πολυτέλεια. Όταν όμως η χρηματική σκέψη παράγει χρήμα, ο τοκογλύφος γελά ήδη σαρδόνια. Το ανύπαρκτο χρήμα (όσο πολύ και αν γεννιέται από την εκμετάλλευση και την υπεραξία) θα είναι πάντα αδύνατο να συντηρεί επ’ άπειρον την αέναη σπατάλη. Κι εδώ ακριβώς πρέπει να συνδέσουμε την ελληνική κρίση με τη συνολική του δυτικού κόσμου. Διότι η κρίση δεν αφορά μόνον τις ελληνικές ελίτ αλλά συνολικά την πολιτική και πνευματική ηγεσία του δυτικού κόσμου, κύκλος του οποίου είμαστε κι εμείς- ό, τι κι αν λένε διάφοροι εγχώριοι μουτζαχεντίν.
Η ηγεσία της Δύσης εξακολουθεί βέβαια να αναζητεί λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν. Δεν τολμά να αντικρίσει κατάματα τα αδιέξοδα της νεωτερικότητας. Δεν τολμά καν να σκεφτεί μια γενναία αναθεώρηση του μεταπολεμικού της σχεδίου. Παραμένει δέσμια του πνεύματος των τοκογλύφων και των επενδυτικών εταιριών. Σα να μην έχει επισυμβεί τίποτε. Σα να μην έχει μεσολαβήσει η αποσάθρωση του ιδεολογικού κόσμου του 19ου αιώνα, η αποτυχία των πολιτικών συστημάτων του 20ου αιώνα. Σα να μην υπήρξε ποτέ η φρίκη του ολοκληρωτισμού, η διάλυση του ολικού σχετικισμού, η ανία της σεξουαλικής επανάστασης. Οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι εξακολουθούν να βασίζονται σε επιστημονικές αντιλήψεις χωρίς κανένα αντίκρισμα, μάχονται για να επιβάλουν δόγματα χωρίς ισχύ. Το τοπίο γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό καθώς τον τόνο στην αντιπολίτευση έναντι των παρηκμασμένων ελίτ, τον δίνει ένας συνασπισμός των άκρων, λαϊκιστές ή θρησκόληπτοι της δεξιάς και της αριστεράς που με την ευκολία της απαιδευσίας νομίζουν πως έχουν λύση για όλα. Ανθρώπινο ίσως αφού μπροστά στα νέα δεδομένα, όλες οι θεωρίες είναι ασθενείς και οι αδύναμοι ζητούν έτοιμες ιδέες για όλα. Ανθρώπινο μα ατελέσφορο και επικίνδυνο.
Σε μια τέτοια πραγματικότητα, όπου κάθε πρόγραμμα εξόδου από την κρίση θα καταρρέει και κάθε δάνειο θα ζητά ένα επόμενο για την αποπληρωμή του προηγούμενου, καμιά ελπίδα δεν θα υπάρξει αν δεν ομολογήσουμε με γενναιότητα μιαν ήττα. Την ήττα του πολιτισμού της κατανάλωσης, την ήττα του πολιτισμού των τραπεζών. Η ομολογία αυτή θα περιορίσει το βιοτικό μας επίπεδο αλλά θα μας δώσει πίσω ξανά τη χαμένη μας περηφάνια. Αν εδώ στην Ελλάδα μάς τρομάζει η ιδέα ότι μετά την ήττα ο κόσμος θα μοιάζει για κάποιο καιρό πένθιμος και άρρωστος, ας θυμηθούμε πώς σήκωσε το ανάστημά του και πάλι ο λαός μας μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Αποκαμωμένος ήταν και τότε, με ψυχή που ζάρωνε περίφοβη, μετά από δέκα χρόνια αίματος, ταπεινωμένος, με βαριά στην ατμόσφαιρα την αποφορά των χιλιάδων νεκρών που λιώνανε άταφοι στα βράχια και τα φαράγγια της Ανατολής. Γονατισμένοι ήταν και τότε οι άνθρωποι που μέσα σε λίγα χρόνια έζησαν το όνειρο και την κόλαση. Κι όμως. Η Ελλάδα περιμάζεψε στο καταπληγιασμένο κορμί της όσους γλιτώσανε από την καταστροφή και τα ορφανεμένα από το Μεγάλο Ιδανικό νιάτα έκρυψαν με αξιοπρέπεια τα δάκρυά τους και επιδόθηκαν σε αγώνες που γέννησαν απροσδόκητα θαύματα: την αξεπέραστη γενιά του Τριάντα που αναζωογόνησε τον πολιτισμό μας, την τετραετία του Ελευθερίου Βενιζέλου που έθεσε νέες βάσεις στην αστική ανάπτυξη, τη λιονταρίσια γενιά που ύψωσε το έπος του 1940 και της εθνικής αντίστασης, μόλις δεκαοκτώ χρόνια μετά τη συμφορά.
Ανάλογη είναι η πρόκληση σήμερα – τηρουμένων των αναλογιών βέβαια αφού ευτυχώς ούτε εθνική καταστροφή έχουμε ακόμα, ούτε η εικόνα του αίματος βαραίνει στα μάτια μας. Η δύναμη που θα χρειαστεί ωστόσο θα είναι ανάλογη εκείνης της δεκαετίας. Πρόκειται για έργο που δεν θα αναληφθεί από κάποιον από μηχανής θεό αλλά από κάθε συνειδητό Έλληνα. Πραγματικά μεγάλοι άνδρες στην Ιστορία είναι εκείνοι που οι ιδιαίτεροι σκοποί τους συνιστούν και τη θέληση του ιστορικού πνεύματος. Εκείνοι που πέτυχαν κάτι δίκαιο και αναγκαίο. Και η ανασυγκρότηση της Ελλάδας είναι σήμερα το μόνο δίκαιο και το μόνο αναγκαίο. Είναι η θέληση της Ιστορίας μας.
Η αποφασιστική σημασία που θα έχει η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς, είναι λοιπόν προφανής. Όσο και αν, σε εποχές κρίσης, ένα ιστορικό πρόσωπο δεν έχει πάντα την αναγκαία ηρεμία και τη χρονική άνεση να στοχαστεί, η ώρα απαιτεί αφού αξιολογήσουμε σωστά τις δυνατότητές μας, να τις τεντώσουμε με θάρρος ως τα άκρα. Να γίνουμε αυτή η γενιά. Η Ιστορία που σώζει τη ζωή των ανθρώπων από τον τάφο του χρόνου, μας δείχνει το δρόμο. Πολλά θα είναι τα εμπόδια σε αυτή την πορεία. Θα είναι απέναντι πολλοί, κι όσοι στάθηκαν ανάξιοι της εμπιστοσύνης των Ελλήνων αλλά και όσοι σαν τις ύαινες γυροφέρνουν το τραυματισμένο κοινό μας σώμα. Αυτοί είναι οι κύριοι του αφόρητου παρόντος. Αυτούς πρέπει να αφήσουμε πίσω μας αν θέλουμε να έχουν νόημα οι ευχές για το νέο χρόνο, αν θέλουμε ο νέος ενιαυτός σύντομα να σημάνει και μια νέα πατρίδα.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό "Νέα Ευθύνη", τεύχος 9 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012), σελ.70-72.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.