του Βασίλη Λιόση[1]
Αναδημοσίευση: http://ergatikosagwnas.gr/
Φίλες και φίλοι, να ευχαριστήσω κατ΄ αρχάς τους διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης εκ μέρους τουΣυλλόγου για τη διάδοση της μαρξιστικής σκέψης «Γιάννης Κορδάτος». Η πρωτοβουλία που πήρατε δεν είναι σημαντική μόνον επειδή στο επόμενο χρονικό διάστημα θα διεξαχθεί η μάχη των ευρωεκλογών, αλλά κυρίως γιατί το ζήτημα της φύσης της ΕΕ, της σχέσης της με την Ελλάδα, των επιπτώσεων της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ/ΕΕ στα λαϊκά στρώματα, είναι κομβικής σημασίας για την αριστερά και το λαϊκό κίνημα.
Η δική μας σχετική θέση εδράζεται στις αναλύσεις των κλασικών του μαρξισμού για τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Είναι μάλλον γνωστό πως η περιοδολόγηση του καπιταλισμού με κριτήριο τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου καθώς και τις πολιτικές επιπτώσεις που απορρέουν από αυτές, μας οδηγεί στην καταγραφή δυο σταδίων. Αυτό του προμονοπωλιακού και αυτή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Στην πρώτη περίοδο κάποια στιγμή εμφανίζονται μονοπώλια αλλά ακόμη δεν παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίξουν αργότερα στον οικονομικό και πολιτικό τομέα. Η κυριαρχία των μονοπωλίων σηματοδοτείται χοντρικά στα τέλη του 19ου αιώνα-αρχές του 20ου αιώνα, οπότε μιλάμε πλέον για το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή διαφορετικά ιμπεριαλισμού. Οι υπερεθνικές-διακρατικές ενώσεις όπως η ΕΟΚ/ΕΕ, το ΝΑΤΟ, το ΔΝΤ, η ΠΤ κ.λπ. ήταν απότοκα του νέου σταδίου του καπιταλισμού. Σε αυτά τα μορφώματα οι χώρες δε συμμετείχαν και δε συμμετέχουν ποτέ με ισότιμους όρους. Η ανισόμετρη ανάπτυξη, τα διαφορετικά επίπεδα οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης, καθόριζαν και τη θέση της κάθε καπιταλιστικής χώρας εντός αυτών των ιμπεριαλιστικών σχηματισμών. Έτσι στην ΕΟΚ/ΕΕ υπήρχαν και υπάρχουν σχέσεις κυριαρχίας και επομένως και εξάρτησης. Αυτό σημαίνει πως οι επιπτώσεις για τους λαούς των χωρών που τελούν υπό καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης ήταν και είναι πολύ βαρύτερες. Το κλειδί βρίσκεται σε αυτό που κατεγράφη από την Πολιτική Οικονομία ως μεταφορά υπεραξίας και ως διπλή εκμετάλλευση.
Από την άλλη η ελληνική αστική τάξη ευνοήθηκε από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ/ΕΕ, καθώς και τμήματα των μεσαίων στρωμάτων μέσα από την εμπλοκή τους σε διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα. Ωστόσο, η κατάσταση δεν ήταν ενιαία για τα μεσαία στρώματα, ενώ οι επιπτώσεις στην εργατική τάξη ήταν βαριές. Ας δούμε το γιατί.
Τα παραπάνω αποτελούν ένα πολύ γενικό θεωρητικό πλαίσιο προκειμένου να γίνει κατανοητή και η τοποθέτηση που θα ακολουθήσει.
Οι επιπτώσεις της ένταξης
Η Ελλάδα συνδέθηκε με την ΕΟΚ το Νοέμβριο του 1962, χωρίς να γίνει μέλος της. Το 1981 είναι η χρονιά που γίνεται επίσημα μέλος.
Μια σοβαρότατη επίπτωση στην ελληνική οικονομία μετά τη σύνδεσή της με την Κοινή Αγορά καθρεφτίστηκε στην εισαγωγή του απαιτούμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και τεχνολογίας. Το 1971 οι εισαγωγές μηχανημάτων ήταν 4,5 φορές περισσότερες από την εγχώρια παραγωγή, ενώ το 1960 ήταν μόλις 1,26 φορές. Ακόμη κι αν δει κάποιος δυναμικά το φαινόμενο στο βάθος μιας εικοσαετίας, το συμπέρασμα όχι μόνο δεν αλλάζει, αλλά ενισχύεται. Η σχέση εισαγωγής μηχανημάτων ως προς το σύνολο των εισαγωγών παρέμεινε σταθερή: 44% το 1960, 42% το 1978. Αντίστοιχα στις άλλες χώρες της ΕΟΚ, πλην Ιρλανδίας, το αντίστοιχο ποσοστό το 1978 ήταν κατά μέσο όρο το 24%[2].
Το 1980 οι εξαγωγές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων ήταν κατά 6,9 δισεκατομμύρια δραχμές περισσότερες από τις εισαγωγές που προέρχονταν από τις χώρες της ΕΟΚ. Από το 1981 και μετά παρουσιάζεται αυξανόμενο έλλειμμα. Το 1981 το έλλειμμα ήταν 11 δις δρχ., ενώ το 1982 ήταν 19,7 δις δρχ. Στο χρονικό διάστημα που παρουσιάστηκε το έλλειμμα, εμφανίστηκε και το απαράδεκτο φαινόμενο των χωματερών. Τρία χρόνια μετά την ένταξη είχαν θαφτεί στις χωματερές 860.000 τόνοι φρούτων, λαχανικών, πουλερικών και αυγών. Επίσης, μετά την ένταξη η ΕΟΚ απαγόρευσε την αύξηση των ελαιοδέντρων και υποχρέωσε σε μείωση της παραγωγής ζάχαρης από 350.000 σε 295.000 τόνους[3]. Σήμερα η Ελλάδα –η χώρα της φασολάδας– έχει φτάσει να εισάγει φασόλια, ενώ εξάγει χύμα λάδι στην Ιταλία, η οποία το τυποποιεί και το πουλάει ως ιταλικό[4]. Ή ακόμη, ενώ παράγει λουλούδια, εισάγει τους σπόρους[5]. Όσον αφορά στις επιδοτήσεις, δεν πρόκειται παρά για ένα μύθο, αφού μόλις το 20% των επιδοτήσεων κατευθύνονταν προς το Νότο, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό πήγαινε προς τη Β. Ευρώπη, με το 80% αυτού του μεγαλύτερου ποσοστού να καταλήγει στις μεγάλες εκμεταλλεύσεις και τις βιομηχανίες, ενώ το υπόλοιπο 20% μοιράζονταν στους αγρότες[6].
Στο βιομηχανικό τομέα –εξακολουθούμε να αναφερόμαστε στην κατάσταση που υπήρχε τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη– οι εισαγωγές προϊόντων από χώρες της ΕΟΚ αυξήθηκαν κατά 88%, ενώ οι εξαγωγές μόνο κατά 26%. Τα εισαγόμενα προϊόντα αφορούσαν κυρίως σε προϊόντα που παράγονταν στην Ελλάδα: κλωστοϋφαντουργικά, δέρματα, έπιπλα κ.ά. Τα δυο πρώτα χρόνια της ένταξης το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας ήταν 298 δις δρχ. Επίσης, αυξήθηκαν οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και μειώθηκε ο αριθμός των βιοτεχνιών κατά 33%. Η ΕΟΚ εμπόδισε ακόμη τη δημιουργία πετροχημικού συγκροτήματος και επέβαλε ποσοτικούς περιορισμούς στη χαλυβουργία. Όλα τα προηγούμενα έφεραν σημαντική αύξηση της ανεργίας. Το 1980 η ανεργία ήταν στο 3,5% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το 1983 έφτασε το 7,8%[7].
Το μερίδιο της εσωτερικής μας αγοράς που καλύπτανε προϊόντα από τις χώρες αυτές αυξήθηκε από 20% (1980) σε 27% (1985). Το χρόνιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διογκώθηκε. Το δημόσιο εξωτερικό χρέος από 2,1 δισεκατομμύρια, το 1974, έφτασε τα 14,8 δισεκατομμύρια το 1985. Εξακολουθούσε να αυξάνει και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι το εθνικό εισόδημα και οι εισπράξεις από εξαγωγές. Η εξυπηρέτησή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Διαμορφώνονται ένας φαύλος κύκλος στασιμότητας, υπερχρέωσης και εξάρτησης»[8].
Δέκα, σχεδόν, χρόνια μετά από την ένταξη και αφού η συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν πλέον γεγονός, η κατάσταση δείχνει να χειροτερεύει. Ένας σημαντικός δείκτης της ασύμμετρης ανάπτυξης ήταν το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, που από 58% περίπου του κοινοτικού στην αρχή της δεκαετίας του ’80 συρρικνώθηκε σε 52% το 1993 με τάση παραπέρα μείωσης. Παράλληλα, επλήγησαν παραδοσιακές ελληνικές βιομηχανίες και σημειώθηκε καταστροφή μέρους της παραγωγικής βάσης της χώρας. Βαριές υπήρξαν οι συνέπειες και στον αγροτικό τομέα[9]. Τα περίφημα ευρωπαϊκά πακέτα δεν μπορούσαν να αντιστρέψουν τη συνολική εικόνα: «Ενώ το 1986 οι καθαρές εισπράξεις από την ΕΟΚ έφτασαν τα 182 δις δρχ. και το εμπορικό μας έλλειμμα προς την ΕΟΚ ήταν 405 δις δρχ., το 1991 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 618 δις δρχ. και 1.342 δις δρχ.»[10].
Η Ελλάδα σε όλη την περίοδο μετά την ένταξη παρουσίαζε μόνο αρνητικούς ρυθμούς αύξησης των καθαρών εξαγωγών, ενώ αντίθετα για δεκαπέντε χρόνια πριν την ένταξη (1965-1980) ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών ήταν θετικός με το εντυπωσιακό 6,8%. Ακόμη, το συνολικό εξωτερικό χρέος διπλασιάστηκε στο διάστημα 1979 και 1983, ξαναδιπλασιάστηκε από το 1983 έως το 1989 και το 1995 διπλασιάστηκε για τρίτη φορά.Τελικά, μέχρι το 2009 και σε ένα διάστημα δεκαπέντε ετών το χρέος 15πλασιάστηκε.
Επίσης, είναι γνωστό ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια προσεγγίζοντας τα ποσοστά των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Η μείωση αυτή επηρέασε και την αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα η αγροτική παραγωγή στις ισχυρότερες οικονομίες αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς. Έτσι, από το 1990 ως και το 2008 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής στην Ευρωζώνη ήταν οριακά θετικός (0,5%), ενώ για την Ελλάδα ήταν σημαντικά αρνητικός (-2%). Το αγροτικό ισοζύγιο για τρόφιμα, ποτά, καπνό, βαμβάκι, κατεργασμένα δέρματα κ.ά. παρουσιάζει δραματική επιδείνωση από την ημέρα ένταξη της χώρας μέχρι και σήμερα[11].
Τα αρχικά «οράματα» που έβλεπαν το κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στην Ελλάδα και τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της ΕΟΚ/ΕΕ εξανεμίστηκαν και αυτήν την πραγματικότητα την βλέπουν, πλέον, κατάματα και αστοί αναλυτές: «Μεταξύ 1960 και 1979, η χώρα (σ.σ. η Ελλάδα) τριπλασίασε σχεδόν το κατά κεφαλήν της εισόδημα. μετά την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εντούτοις, μεταξύ 1980 και 1998, το κατά κεφαλήν εισοδηματικό επίπεδο της Ελλάδας αυξήθηκε μόνο κατά 26%, με ρυθμό πιο αργό από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντί να προλάβει την περισσότερο προηγμένη Δύση, η σχετική θέση της Ελλάδας κινήθηκε πτωτικά»[12].
Η θέσπιση του ευρώ ως επιλογή του γερμανικού κεφαλαίου είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Σε κείμενο που παρουσιάζει την παρέμβαση του Γερμανού βουλευτή Μίκαελ Σλεχτ αναφέρεται πως η κρίση του ευρώ οφείλεται στο γερμανικό μισθολογικό ντάμπινγκ, το οποίο καθιστά τα γερμανικά αγαθά φτηνότερα, αυξάνοντας τον τζίρο στο εξωτερικό. Έτσι, η Γερμανία καταγράφει από το 2000 πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που υπερβαίνει το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα συσσώρευσαν στο ίδιο διάστημα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που ανέρχονται συνολικά σε ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.
Ενδεικτικά ανέφερε ότι στο διάστημα 2000-2008, το γερμανικό πλεόνασμα από τις εξαγωγές προς τις χώρες εκτός ευρωζώνης αυξήθηκε μεγαλοπρεπώς κατά 265%. Το μεγαλύτερο τμήμα της εμπορίας αγαθών εκτός ευρωζώνης συνεχίζει να διεκπεραιώνεται σε δολάρια. Τα πλεονάσματα οδηγούν σε άνοδο της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου, διότι οι γερμανικές επιχειρήσεις μετατρέπουν τα δολαριακά έσοδα, προερχόμενα από τις εξαγωγές, σε ευρώ […]
Τις ίδιες εκτιμήσεις –με όσες ήδη αναφέραμε παραπάνω– έχουν και επιφανείς αστοί πολιτικοί. Έτσι, κατά το Μέιτζορ «εντός της Ευρωζώνης Γαλλία και Γερμανία έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία στο ευρώ από ό,τι οι μικρότερες χώρες […]»[13].
Με απίστευτο κυνισμό εκφράστηκε η γερμανική στρατηγική και μέσω του Spiegel σε άρθρο με τίτλο «Όλη η εξουσία στο κέντρο», όπου με τη λέξη κέντρο εννοείται το Βερολίνο. Το άρθρο διαπιστώνει σε πρώτη φάση τον κίνδυνο εκδημοκρατισμού της Ευρώπης, γιατί κάτι τέτοιο, κατά το συντάκτη του, θα δημιουργούσε φυγόκεντρες τάσεις. Η λύση, πάντα κατά το συγκεκριμένο άρθρο, είναι η ενίσχυση των κεντρομόλων κι όχι των φυγόκεντρων δυνάμεων, αλλά κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί με ένα κέντρο απόλυτης εξουσίας. Με άλλα λόγια, προτείνεται η συγκέντρωση των εξουσιών στη Γερμανία και η απόλυτη υποταγή σε αυτήν των υπόλοιπων κρατών[14].
***
Με βάση τα παραπάνω, εντυπωσιάζουν αρνητικά τοποθετήσεις όπως αυτή του Γ. Μηλιού. Συγκεκριμένα το 2010 έγραφε: «Η συμβίωση χωρών με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης κάτω από τη “στέγη του ίδιου νομίσματος (και άρα της ίδιας νομισματικής πολιτικής) οδήγησε σε πολύ διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και κερδοφορίας, με ταχεία ανάπτυξη της “περιφέρειας” και σχετική στασιμότητα του “κέντρου”, μειώνοντας έτσι την αναπτυξιακή “ψαλίδα” ανάμεσα στις ανταγωνιστικές χώρες του ευρωπαϊκού “κέντρου” και σε εκείνες της “περιφέρειας”»[15]. Σε άλλο σημείο: «Δεν είναι λίγες οι αναλύσεις που έρχονται σε ρήξη με την επιχειρηματολογία των προηγούμενων ενοτήτων (σ.σ. του άρθρου), θεωρώντας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι το πρόβλημα των ανισορροπιών της ευρωζώνης έχει σαν αιτία του την οργάνωση της ανταγωνιστικότητας – με τις χώρες της “περιφέρειας” υποτίθεται (!) να “καταληστεύονται” από τις ανταγωνιστικές χώρες του “κέντρου”»[16].
Γιατί η ΕΕ δεν αλλάζει
Πολλοί μπορεί να συμφωνούμε στις διαπιστώσεις αλλά να διαφωνούμε στο δια ταύτα. Ένα βασικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι τούτο: η ΕΟΚ/ΕΕ ήταν ένα προϊόν ευγενών ιδεών από αγνούς ιδεολόγους τύπου Ζαν Μονέ και απλώς στην πορεία «στράβωσε» και μετατράπηκε σε ένα γραφειοκρατικό μόρφωμα ή ήταν εξ αρχής προϊόν ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και άρα λόγω αυτής της φύσης της δε μετασχηματίζεται;
Η ερώτηση είναι ρητορική, αλλά για να μην ακουστεί η όποια θέση ως δόγμα ας δούμε ορισμένα στοιχεία:
Υπάρχει η απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της ΕΕ (28/11/2008), «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου»στην οποία αναφέρεται ότι: «Η παρούσα απόφαση - πλαίσιο δεν εμποδίζει κράτος - μέλος να θεσπίζει διατάξεις εθνικού δικαίου με τις οποίες επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής [...] σε εγκλήματα που απευθύνονται εις βάρος ομάδας προσώπων, η οποία προσδιορίζεται βάσει άλλων κριτηρίων εκτός από εκείνα της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενετικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όπως είναι αυτά της κοινωνικής θέσης ή των πολιτικών πεποιθήσεων». Επομένως, είναι σαφές πως οι πολιτικές πεποιθήσεις, για την ακρίβεια οι άλλες πολιτικές τοποθετήσεις στοχοποιούνται.
Με βάση το Πρόγραμμα «Ευρωπαϊκή Μνήμη» δίνονται χρήματα προκειμένου να προπαγανδιστεί η εξίσωση φασισμού-κομμουνισμού. Οι αρμόδιοι του εν λόγω προγράμματος αναφέρουν χαρακτηριστικά πως: «Τα επιδοτούμενα έργα αντανακλούν τις αιτίες της ανάδυσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία (ναζισμός, φασισμός, σταλινισμός και ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα)».
Η δημιουργία και δραστηριότητα του ευρωστρατού με πρόσφατο παράδειγμα τη δράση του στη Σομαλία για τη δήθεν αντιμετώπιση της πειρατείας, υπογραμμίζει με εμφατικό τρόπο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ.
Πάνω από 43 εκατ. Ευρωπαίοι ζουν στα όρια της πείνας και 120 εκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν το διαρκή κίνδυνο να περιπέσουν σε κατάσταση. Σε χώρες όπως η Λετονία, που εντάχθηκε στο κλαμπ της Ευρωζώνης, η χορηγούμενη επισιτιστική βοήθεια υπερτριπλασιάστηκε μέσα σε τρία χρόνια. Στην Ιταλία 8 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Στις χώρες της πραγματικής ΕΕ, όπως, για παράδειγμα, στη Βρετανία επανακάμπτουν ασθένειες εξαφανισμένες από τη δεκαετία του ’50, όπως η ραχίτιδα, που μαστίζει τον παιδικό πληθυσμό ως αποτέλεσμα της πείνας και της κακής διατροφής για εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά.
Πάνω από 27 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι και μάλιστα τα 20 εκατομμύρια από αυτούς βρίσκονται στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (στοιχεία της Eurostat). Ανάμεσα στα στοιχεία που καταγράφονται στην έκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού διαβάζουμε: Στη Γαλλία, 350.000 άτομα έπεσαν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2008-2011. Στις χώρες της Βαλτικής και στην Ουγγαρία, το 13% του πληθυσμού μετανάστευσε για να βρει δουλειά. Στη Γερμανία – των πλεονασμάτων - το ένα τέταρτο των εργαζομένων είναι χαμηλόμισθοι. Πάνω από 7 εκατομμύρια Γερμανοί ζουν με μισθό 400 ευρώ το μήνα. Πάνω από το 15% του γερμανικού πληθυσμού διαβιεί σε συνθήκες κάτω του ορίου της φτώχεια[17].
Σύμφωνα με τον Κανονισμό Νο 472/2013, τα κράτη-μέλη που βρίσκονταν σε δανειστικά προγράμματα θα υποβληθούν σε μετα-προγραμματικό καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης» έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους τους. Η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει σε μια συμφωνία επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής του ελληνικού χρέους από 30 έως 50 χρόνια. Έτσι ακόμη και στην ιδανική περίπτωση που η Ελλάδα δε λάβει νέα δάνεια θα υποβληθεί σε καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης» μέχρι το 2050 και βάλε…
Η συνείδηση του λαού απέναντι στην ΕΕ
Γιατί, όμως, παρά αυτή την κατάσταση που περιγράψαμε ο ελληνικός λαός δεν είχε τοποθετηθεί μαζικά κατά της ΕΕ; Υπάρχουν, κατά βάση, δυο λόγοι: α) η εφαρμογή των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, βοήθησε στην εξασφάλιση κοινωνικής συναίνεσης από την πλευρά σημαντικών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων ακόμη και τμημάτων της εργατικής τάξης και β) η προπαγάνδα των γραφειοκρατών της ΕΕ και της ελληνικής αστικής τάξης ήταν συνεχής και αποτελεσματική. Θα αρκεστώ σε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που αφορά στην προπαγάνδα που γίνεται στα ελληνικά σχολεία για το ρόλο της ΕΕ.
Στο βιβλίο γεωγραφίας της Β΄ Γυμνασίου αναφέρεται πως η ΕΕ ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των Ευρωπαίων ηγετών για διασφάλισης της ειρήνης[18]. Επίσης ότι τα κράτη που απαρτίζουν την ΕΕ είναι ανεξάρτητα και κυρίαρχα έθνη[19]. Ακόμη, αναφέρεται ότι κατάκτηση της ΕΕ είναι η προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς και η θέσπιση του κοινού νομίσματος, αφού επιτρέπει τη σύγκριση των τιμών ανάμεσα στις διάφορες χώρες (!)[20] και εξασφαλίζει μια ισορροπημένη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη[21]. Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα εκτιμάται πως η ένταξή της στην ΕΟΚ/ΕΕ α) ενίσχυσε αποτελεσματικά την αμυντική και διπλωματική θέση της στη νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και στη διεθνή σκηνή, β) εξασφάλισε (μέσω της συνεχούς χρηματοδότησης από την ΕΕ στο πλαίσιο της κοινοτικής κοινωνικής συνοχής) την απαραίτητη οικονομική στήριξη για την αποκατάσταση των παλιών και την κατασκευή νέων βασικών υποδομών (οδικών αξόνων όπως π.χ. της Εγνατίας Οδού, σχολείων, λιμανιών, αεροδρομίων, τηλεπικοινωνιακών δικτύων κ.ά.), γ) προώθησε τη σύγκλιση της οικονομίας της με τις υπόλοιπες χώρες της ένωσης και δ) στήριξε αποφασιστικά και συνέβαλλε αποτελεσματικά στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ[22].
Στο Βιβλίο των Νέων της Ευρώπης που διανέμεται στα σχολεία αναφέρεται α) πως το ευρωκοινοβούλιο είναι η φωνή των λαών, β) το ευρώ είναι ευλογία για τους τουρίστες και πως η θέσπισή του επέφερε χαμηλό πληθωρισμό, χαμηλά επιτόκια, προσέλκυση ξένων επενδύσεων κι έκανε τις οικονομίες πιο ανθεκτικές, γ) προωθείται το πνεύμα της επιχειρηματικότητας, δ) η ΕΕ προώθησε τη συνεργασία κι όχι τον ανταγωνισμό[23].
Στο δε βιβλίο της Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ΄ λυκείου η προπαγάνδα συνεχίζεται: α) η δημιουργία της ΕΟΚ παρουσιάζεται ως η υλοποίηση οραματιστών πολιτικών όπως ο Μονέ, ο Σουμάν, ο Σπάακ και ο Αντενάουερ, β) γράφεται ότι «η ΕΟΚ σημείωσε μεγάλη οικονομική επιτυχία από τα πρώτα χρόνια της ζωής της» και γ) ότι «παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς εμφανίστηκαν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ε.Ε. και η αρχή της υπερεθνικότητας εκπροσωπούν μια επανάσταση στις διεθνείς σχέσεις, καθώς και μια ελπιδοφόρα αλλαγή του ρου της ευρωπαϊκής ιστορίας, μακριά από τις εθνικιστικές αντιπαλότητες του παρελθόντος και προς την κατεύθυνση της ενότητας. Η ενοποιητική διαδικασία κατοχυρώνει τη δημοκρατία, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επιτρέπει την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων και δίνει στην Ευρώπη μια αυξημένη επιρροή στις διεθνείς σχέσεις».
Ωστόσο, η γνώμη των Ελλήνων εργαζομένων έχει τροποποιηθεί άρδην.
[1] Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Metron Analysis που διεξήχθη από τις 19 έως τις 20/3/2013, το 38% ζητεί να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της Ε.Ε., ενώ το 40,4% ζητεί τη διάλυσή της, όταν ένα μήνα πριν ο ίδιος συσχετισμός ήταν 45,6% υπέρ της πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε. και 25,9% υπέρ της διάλυσής της! Από την ανάλυση των απαντήσεων προκύπτει ότι το 40,4% των πολιτών, που ζητούν τη διάλυση της Ε.Ε., μοιράζεται οριζόντια στα κόμματα, καθώς υπέρ της διάλυσης της Ε.Ε. δηλώνει το 28% των ψηφοφόρων της Ν.Δ., το 53% του ΣΥΡΙΖΑ, το 47% των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, το 63% του ΚΚΕ, το 73% της Χρυσής Αυγής, το 27% της ΔΗΜΑΡ και το 16% του ΠΑΣΟΚ.
[2] Σε άλλη δημοσκόπηση της PewResearch το Μάιο του 13, το 33% εμφανίζεται να στηρίζει το οικοδόμημα της ευρωζώνης, από 37% πέρυσι ενώ μόνο το 11% ( από 18% πέρσι) εκτιμά πως η οικονομική ενοποίηση ενίσχυσε την οικονομία της χώρας. Επίσης, το 69% των Ελλήνων λέει «ναι» στο ευρώ, ενώ το 25% ψηφίζει επιστροφή στη δραχμή, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο.
[3] Σε τρίτη δημοσκόπηση που διενεργήθη στο διάστημα 4-23 Νοεμβρίου στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης (πληθυσμός περίπου 4 εκ.) από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Στατιστικής Επιστήμης, με υπεύθυνο τον Πρόεδρο του Τμήματος, καθηγητή Επαμεινώνδα Πανά, διαπιστώθηκε πως η πρόθεση ψήφου στις ευρωεκλογές για τα κόμματα που υποστηρίζουν τη δραχμή ανέρχεται συνολικά σε 16,1% και μπαίνουν και τα τρία στην ευρωβουλή. Μερικά ακόμη ευρήματα είναι τα παρακάτω:
Θεωρείτε ότι η παραμονή στο ευρώ είναι μονόδρομος;
Αθήνα Θεσσαλονίκη
Ναι.................................... ...... 39,6 %.................37,9%
Όχι ............................................50,8%..................51,3%
Δε γνωρίζω, δεν απαντώ ..........10 % ...................10,8%
Αν αύριο γινόταν δημοψήφισμα, θα ψηφίζατε υπέρ:
Της παραμονής μας στο ευρώ......54,6 %...............54,7%
Της επιστροφής στη δραχμή.........35,2 %................36,7%
Δε γνωρίζω δεν απαντώ...............10%......................9%
Ενδέχεται να ψηφίσετε κόμματα που υποστηρίζουν την επιστροφή στη δραχμή ;
Ναι................................................30,8%.................29,3
Όχι.................................................54,9%................55,6%
Δε γνωρίζω, δεν απαντώ...............14,3%................15,1%
[4] Σε τέταρτη δημοσκόπηση της Public Issue, Σεπτ. 2013, Σεπτ.2012, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι:
Γνώμη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ
Σεπτ., 2012 Σεπτ.2013
Ευρωπαϊκή Ένωση
Υπέρ..........52%....................43%
Κατά .........44%....................55%
Ευρώ
Υπέρ...........67%...................51%
Κατά...........31%...................47%
Η πολιτική διακύβευση
Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται αντικειμενικά είναι τούτα: η ΕΕ είναι ή όχι ιμπεριαλιστικός οργανισμός; Αν είναι τέτοιος, τότε τα κόμματα της αριστεράς τι θέση πρέπει να πάρουν σχετικά με το ζήτημα της παραμονής; Αν συμφωνήσουμε πως το αίτημα της εξόδου είναι κομβικό τότε πώς πρέπει να συνδεθεί με τη στρατηγική της κοινωνικής ανατροπής; Ας δούμε μία μία τις απαντήσεις:
[1] Με βάση τα όσα καταθέσαμε δεν τίθεται ζήτημα για τη φύση της ΕΕ. Η ΕΕ ήταν εξ αρχής ένας ιμπεριαλιστικός οργανισμός και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υποστεί προοδευτική μετάλλαξη.
[2] Επομένως η θέση για έξοδο από την ΕΕ είναι κομβικής σημασίας για την αριστερά, την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και το μέλλον της χώρας.
[3] Στην αριστερά, με ό,τι αυτό σημαίνει, έχουν κατατεθεί διάφορες πολιτικές προτάσεις που συνδέονται με την ΕΕ και την ευρωζώνη. Ορισμένα σχόλια επ’ αυτών:
Α) Η θέση για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια διαχειριστική και μάλιστα ουτοπική πρόταση –για την ακρίβεια είναι τέτοια– αν δε συνοδεύεται από ένα πακέτο προτάσεων όπως αυτό της κοινωνικοποίησης βασικών μέσων παραγωγής, την κατάργηση των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης κ.λπ. Η επιμονή στην επιστροφή στο εθνικό νόμισμα με αδυνατισμένο το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο εντός των οποίων θα πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο μοιάζει με πολιτική μονομανία. Δεν αντιλαμβάνεται πως η κρίση είναι επακόλουθο της ίδιας της φύσης του καπιταλισμού κι όχι συγκυρία που οφείλεται σε λανθασμένα διαχειριστικά πρότυπα. Αν η πολιτική πρόταση μείνει στα μισά του δρόμου τότε καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις και αβλαβείς για το σύστημα ουτοπίες.
Β) Από την άλλη, αν κάποιος θεωρεί πως η έξοδος από την ΕΕ, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα κ.ά. δεν έχουν νόημα ως πολιτική πρόταση αν δεν τίθεται συγχρόνως και το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, τότε καταργεί την ανάγκη των συμμαχιών, καταργεί την τακτική και την αντικαθιστά εξ ολοκλήρου με τη στρατηγική. Δεν αντιλαμβάνεται σε τελική ανάλυση πως η ΕΕ σχετίζεται τόσο με ταξικά όσο και εθνικοανεξαρτησιακά ζητήματα. Όποιος αρνείται να δει αυτή τη διάσταση του κοινωνικού αγώνα, όποιος δε μιλάει για το πατριωτικό περιεχόμενο των αιτημάτων και των στόχων, τότε αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους νεοναζί και σε εκείνο το τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης που υποτίθεται ότι βγαίνει στο πολιτικό προσκήνιο με πατριωτικό μανδύα (ΑΝΕΛ, Πολύδωρας κ.ά.).
Γ) Πολύ περισσότερο, όμως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τοποθετήσεις όπως αυτές του Α. Τσίπρα ο οποίος δήλωσε από το Τέξας: «Σήμερα, η ευρωζώνη υπάρχει. Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα. Και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίθετα, θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα: διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και μόνο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, δε θα εξέλθει εθελοντικά από την ευρωζώνη». Και ο Α. Τσίπρας συμπλήρωσε ότι «υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος. Μία έξοδος της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας σε κρίση, θα ήταν μια καταστροφή για την Ευρώπη. Αυτό είναι κάτι που, κατά βάθος, όλοι γνωρίζουν. Προς το παρόν, αν μία χώρα φύγει, οι αγορές και οι κερδοσκόποι θα αρχίσουν να ρωτούν ποιος είναι ο επόμενος; Θα λένε ο ένας στον άλλο, όπως λέτε εδώ στο Τέξας, game on. Είναι μια διαδικασία που, έτσι και ξεκινήσει, δεν μπορεί να σταματήσει. Δεν έχει σημασία πόσο μικρή είναι η χώρα που αποχωρεί. Δεν έχει σημασία αν αποχωρεί εθελοντικά, ή την πετάνε εκτός»[24].
***
Στην ιστορία του καπιταλισμού υπάρχουν διάφοροι ιστορικοί καταλύτες: ο πόλεμος, η καπιταλιστική κρίση, η αποικιοκρατία, η στρατιωτική κατοχή. Σήμερα η Ελλάδα βιώνει με το χειρότερο τρόπο την κρίση που ενέσκηψε παγκόσμια το 2008 που κατά πολλούς αναλυτές είναι σοβαρότερη ακόμη και από αυτή του 1929. Η αριστερά έχει αφήσει στο σύνολό της αναξιοποίητη αυτήν την κρίσιμη ιστορική φάση. Αντιθέτως, οι νεοναζί φαίνεται να αξιοποιούν πολύ καλύτερα την ιστορική συγκυρία και μάλιστα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ οι κλασικές συντηρητικές δυνάμεις εύκολα ή δύσκολα μπορούν έστω και πρόσκαιρα να μεταθέτουν χρονικά τα πολιτικά αδιέξοδά τους.
Η τρόικα της οποίας θεμέλιο είναι η ΕΕ έχει βάλει μια θηλιά στο λαιμό του ελληνικού λαού που όσο περνά ο καιρός σφίγγει όλο και περισσότερο. Στόχος της και ειδικά του γερμανικού παράγοντα είναι η μείωση του εργατικού εισοδήματος, η ιδιωτικοποίηση όλων των τομέων της κοινωνικής ζωής, η δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας. Η ελληνική αστική τάξη είτε τη χαρακτηρίσει κάποιος εθελόδουλη, είτε ισότιμο συνεργάτη των Ευρωπαίων εταίρων της, συναινεί στο έγκλημα κατά του ελληνικού λαού.
Αυτή τη στιγμή απαιτείται η συγκρότηση ενός Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου που θα προτείνει ένα πολιτικό οικονομικό μεταβατικό πρόγραμμα το οποίο θα περιέχει την εθνικοποίηση βασικών μέσων παραγωγής, την κατάργηση των μνημονίων και όλου του νομικού πλαισίου που συνδέεται με αυτά, την κατάργηση της δανειακής σύμβασης, την έξοδο από την ΕΕ και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων. Αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για άλλες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις.
Αν η αριστερά δε συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της εποχής, πως πρέπει να αφήσει στην άκρη ιδεοληψίες ένθεν κακείθεν, αν δεν πάρει τολμηρές πρωτοβουλίες, αν δεν αποφασίσει να αναζωογονήσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα, τότε δε θα έχει απλώς χαθεί άλλη μια ιστορική ευκαιρία, αλλά θα βρούμε μπροστά μας ένα απίστευτο ιστορικό πισωγύρισμα. Είναι η ώρα που απαιτούνται πρωτοβουλίες προκειμένου να διασαφηνιστεί τι σημαίνει Μέτωπο, τι δυνατότητες συγκρότησής του υπάρχουν, τι χαρακτηριστικά θα έχει, ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα συσπειρώνει, πώς πρέπει να ληφθεί υπόψη η σχετική ιστορική εμπειρία, πώς το Μέτωπο συνδέεται με το γενικότερο πολιτικό όραμα. Τουλάχιστον ας ανοίξει η συζήτηση.
[1] Παρέμβαση στην εκδήλωση της ΙΣΚΡΑ και του ΜΑΧΩΜΕ με θέμα: Ελλάδα-Ευρωζώνη-ΕΕ, Προβλήματα, Αντιφάσεις, Προοπτικές.
[2]. Βλέπε αναλυτικότερα Φωτόπουλος Τάκης, Εξαρτημένη ανάπτυξη, Η ελληνική περίπτωση, σ. 254-255, εκδ. Εξάντας, 1985.
[3]. Σάρλης Δημήτρης, Το ΚΚΕ για την ΕΟΚ και οι θέσεις των άλλων κομμάτων, σ. 23-26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984.
[4]. Συνέντευξη του καθηγητή Αγροτικής Κοινωνιολογίας Μωυσίδη Αντώνη, περιοδικόΈψιλον, 23/1/11, σ. 19.
[5]. Πάντζου Χριστίνα, «Αποδημητικά ταλέντα», περιοδικό Έψιλον, τ. 1061, 21/8/2011, σ. 37.
[6]. Συνέντευξη του καθηγητή Αγροτικής Κοινωνιολογίας Αντώνη Μωυσίδη, ΠεριοδικόΈψιλον, 23/1/11, σ. 19.
[7]. Σάρλης Δημήτρης, Το ΚΚΕ για την ΕΟΚ και οι θέσεις των άλλων κομμάτων, σ. 27-28, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984.
[8]. 12ο συνέδριο ΚΚΕ, Θέση 11.
[9]. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, 10-11 Απρίλη 1993, Το ΚΚΕ για την ΕΟΚ και την καπιταλιστική ευρωπαϊκή ενοποίηση, σ. 129, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ-Σύγχρονη Εποχή, 1993.
[10]. Ό.π., σ. 133-134.
[11]. Βλέπε αναλυτικότερα Φωτόπουλος Τάκης, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, σ. 171-182, εκδ. Γόρδιος, 2010.
[12]. Berend Ivan, Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, Τα οικονομικά καθεστώτα από το Laissez- Faire στην Παγκοσμιοποίηση, εκδ. Gutenberg, σ. 412, Αθήνα 2009.
[13]. Ναυτεμπορική, 18/8/2010.
[14]. Δελαστίκ Γιώργος, «Η πολιτική διακήρυξη του Δ’ Ράιχ», Επίκαιρα, 14/7-20/7/11, τ. 91, σ. 24-25.
[15]. Μηλιός Γ.-Σωτηρόπουλος Δ., «Καλωσορίσατε στην έρημο του “ευρωπαϊκού” καπιταλισμού (Η κρίση της στρατηγικής του ευρώ)», Θέσεις, τ. 112, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, 2010.
[16]. Ό.π.
[18]. Γεωλογία-Γεωγραφία, Β΄ Γυμνασίου, σελ. 91,ΟΕΔΒ.
[19]. Ό.π., σελ. 92.
[20]. Ό.π., σελ. 95.
[21]. Ό.π., σελ. 95.
[22]. Ό.π., σελ 96.
[23]. Βλέπε αναλυτικότερα Το βιβλίο των Νέων της Ευρώπης, 2011-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.