της Παρασκευης Κοψιδα-Βρεττου
Ζούμε τη χρυσή εποχή της «θεσμικής τοκογλυφίας». Όχι μόνο στη χώρα μας (μοντέλο άσκησης μιας άπληστης τοκογλυφικής στρατηγικής), αλλά τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο όσο και γενικότερα, στο πλαίσιο της υποκουλτούρας της παγκοσμιοποιημένης χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Η τοκογλυφία --ποινικό έγκλημα όταν την ασκεί ο απλός πολίτης-- εγκαθίσταται σήμερα ως θεσμός στο πανίσχυρο «ιδιωτικό κράτος» των αγορών.
Ωστόσο, η έννοια του άλογου και υπερβολικού κέρδους, από τις πρώτες διατυπώσεις της στα κλασικά κείμενα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έννοια της ηθικής -- και της πολιτικής ηθικής. Κακοήθης εκτροπή της κερδοφορίας ο έντοκος δανεισμός, από την εποχή του Αριστοτέλη, χαρακτηρίζεται ως παρασιτική δραστηριότητα, γιατί ένα στείρο αγαθό --το χρήμα-- χρησιμοποιείται για την απόκτηση υπέρμετρου κέρδους. Στη μεσαιωνική κοινωνία, και κάτω από το πρίσμα της θεολογικής της θεώρησης, η κερδοφορία συνδέεται απόλυτα με την ενοχή. Η ταυτότητα του τοκογλύφου που ασκεί μια τόσο κακόφημη δραστηριότητα συνιστά στίγμα, κατατάσσοντάς τον στους παρίες της κοινωνίας, ενώ το αμάρτημά του θεωρείται θανάσιμο. Οι εκκλησιαστικές σύνοδοι της Λυών και της Βιέννης, τον 13ο και 14ο αιώνα, αντιμετωπίζουν τον τοκογλύφο ως παρία, που δεν δικαιούται σπίτι, καθώς ο ιδιοκτήτης που θα του παρείχε στέγη αντιμετώπιζε την ποινή του αφορισμού. Δεν μπορούσε επίσης να μετέχει στην εξομολόγηση και να ταφεί χριστιανικά, ενώ η διαθήκη του κηρυσσόταν άκυρη. Ακόμα και η απλή υπεράσπιση της τοκογλυφίας μπορούσε να εκληφθεί ως αίρεση. Και γνωρίζουμε από τη μεσαιωνική ιστορία της Ευρώπης ποια ήταν η τύχη των αιρετικών…
Στη μεσαιωνική κοινωνία ωστόσο, σε αντίθεση με το α-σύνορο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό imperium, τα οικονομικά ζητήματα έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Η Καθολική Εκκλησία κατείχε την ανώτατη εξουσία στην οικονομική ζωή, όπως άλλωστε και σε κάθε πτυχή της ζωής προσδιορίζοντας τα θρησκευτικά-ηθικά όρια αυτής της δραστηριότητας. «Δύο ήταν οι βασικές αρχές που έμελλε να σημαδέψουν την κοινωνική σκέψη του 16ου και του 17ου αιώνα», θα γράψει ο άγγλος οικονομικός ιστορικός Ρίτσαρντ Χένρυ Τώουνυ (1880-1962): «Η πρώτη ήταν ότι τα οικονομικά συμφέροντα έρχονται σε δεύτερη μοίρα έναντι του πραγματικού σκοπού της ζωής, που είναι η σωτηρία. Η δεύτερη ήταν ότι η οικονομική συμπεριφορά συνιστά μια πτυχή της συμπεριφοράς του ατόμου, επί της οποίας, όπως και επί όλων των άλλων, ισχύουν δεσμευτικά οι κανόνες της ηθικής. Τα υλικά πλούτη είναι αναγκαία, καθώς χωρίς αυτά οι άνθρωποι δεν μπορούν να αυτοσυντηρηθούν και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον […]. Όμως τα οικονομικά κίνητρα είναι ύποπτα. Επειδή αποτελούν πολύ ισχυρές ορέξεις, οι άνθρωποι τα φοβούνται, αλλά δεν είναι τόσο φαύλοι που να τα επιδοκιμάζουν. Πιστεύουν ότι, όπως όλα τα ισχυρά πάθη, αυτό που χρειάζονται δεν είναι να τους παραχωρηθεί ελευθερία δράσης, αλλά η καταστολή τους».
Στο θρησκευτικό περιβάλλον της μεσαιωνικής κοινωνίας και το δέος προς τον Θεό, η Εκκλησία προσπαθεί να δημιουργήσει τους δικούς της μηχανισμούς άμυνας απέναντι στην αισχροκερδή άσκηση της εμπορικής και τοκογλυφικής δραστηριότητας, συντονίζοντας την έννοια της θρησκευτικής με την κοσμική ηθική. Πρέπει να υπογραμμίσουμε την επονείδιστη δράση των τοκογλύφων και της εκβιαστικής αισχροκέρδειας σε όλη τη διάρκεια του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, και μάλιστα σε περιόδους επισιτιστικών κρίσεων, τότε που οι άνθρωποι πέθαιναν μαζικά από την πείνα και ο τοκογλυφικός δανεισμός για την αγορά ψωμιού έφτανε το 40%, 50% και 60%. Ένα μέσον άμυνας, που προώθησε η Εκκλησία, ήταν η θέσπιση της «δίκαιης τιμής», η πώληση δηλαδή ενός προϊόντος στην τιμή της πραγματικής του αξίας. Ο φόβος της εσχατολογικής ποινής και της απώλειας της σωτηρίας φαίνεται να επηρεάζει σε ένα βαθμό τη συνείδηση του μεσαιωνικού ανθρώπου. Στο καταπληκτικό βιβλίο του Το πουγκί και η ζωή (μετ. Νικόλαος Γκοτσίνας, Κέδρος 2004) ο ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ θα αξιοποιήσει πρωτότυπες και «περιθωριακές» πηγές, προκειμένου να φωτίσει την αμαρτωλή προσωπογραφία του μεσαιωνικού τοκογλύφου και, κατ' επέκταση, την ιστορικότητα και την ανθρωπολογία των μεσαιωνικών νοοτροπιών. Ποιος όμως είναι ο αμαρτωλός του Μεσαίωνα και πώς η αμαρτία, βιωμένη εμπειρία του μεσαιωνικού λαϊκού ανθρώπου, θα τον οδηγήσει σε κάθαρση;
Πρωταγωνιστής, σε οριακή κατάσταση αμαρτίας, είναι ο τοκογλύφος, ακραία μορφή εμπόρου, ο οποίος, αφού δεν έχει να διαθέσει στην αγορά κανένα προϊόν, τι ακριβώς εμπορεύεται; «Οι τοκογλύφοι είναι κλέφτες, γιατί πωλούν τον χρόνο που δεν τους ανήκει· η πώληση όμως ενός ξένου αγαθού, ενάντια στη θέληση του κατόχου του, είναι κλοπή». Ο χρόνος, όμως, δεν είναι το οποιοδήποτε υλικό προϊόν. Πρόκειται για πεδίο που ανήκει στον Θεό μονοπωλιακά, το οποίο υποκλέπτει η δραστηριότητα του τοκογλύφου. Σε κάποιο από τα λεγόμενα «exempla», τις σύντομες αφηγήσεις, παραβολικού χαρακτήρα, που σκοπό έχουν να κάμουν εναργέστερη τη φύση της αμαρτίας και της ποινής, συνεχίζει ο Λε Γκοφ, αναφέρεται ένα παράδειγμα από τον Στέφανο της Βουρβώνης: «Άκουσα να μιλούν για έναν βαριά άρρωστο τοκογλύφο που δεν ήθελε να επιστρέψει τίποτε, αλλά έδωσε ωστόσο εντολή να μοιράσουν στους φτωχούς το περιεχόμενο του γεμάτου σιτοβολώνα του. Όταν οι υπηρέτες επιχείρησαν να μαζέψουν το σιτάρι το βρήκαν να έχει μεταμορφωθεί σε φίδια. Μαθαίνοντάς το, ο μετανιωμένος τοκογλύφος επέστρεψε τα πάντα και παράγγειλε να ρίξουν το πτώμα του γυμνό ανάμεσα στα φίδια για να το κατασπαράξουν τα επίγεια φίδια, προκειμένου να μη συμβεί αυτό στην ψυχή του στο υπερπέραν. Όπως και έγινε. Τα φίδια κατασπάραξαν το σώμα του και δεν άφησαν επιτόπου παρά ξασπρισμένα οστά. Ορισμένοι προσθέτουν ότι, όταν ολοκλήρωσαν το έργο τους, τα φίδια εξαφανίστηκαν και δεν έμειναν παρά τα γυμνά και άσπρα οστά κάτω από το φως».
Η γέννηση του Καθαρτηρίου, λοιπόν, δεν είναι παρά η προσπάθεια του αμαρτωλού ανθρώπου να κερδίσει τον Παράδεισο, με πράξεις και έργα κοινωνικής ευποιΐας, που αντιστρέφουν την αμαρτία του. Συχνά ολόκληρες κωμοπόλεις δήλωναν μετάνοια για τις άδικες τοκογλυφικές τους δραστηριότητες και πλήρωναν μεγάλες αποζημιώσεις ώστε να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Ο έμπορος Gandoufle le Grand και πολλοί άλλοι έμποροι έδιναν εντολή, λίγο πριν ξεψυχήσουν, να αποζημιώσουν τους ανθρώπους που εκμεταλλεύτηκαν. Άλλοι, στην επιθανάτια κλίνη, τροποποιούσαν τις διαθήκες τους και άφηναν παραγγελία στους επιγόνους τους να μη βαδίσουν στ' αχνάρια τους. Και άλλοτε έκαναν μεγάλες φιλανθρωπίες, ώστε να επανορθώσουν τις τοκογλυφικές και εμπορικές τους αμαρτίες.
Από την επισκόπηση λοιπόν της ιστορίας του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, αλλά και γενικότερα, η τοκογλυφία προκύπτει ως βαθύτατη πηγή ενοχής, αήθης και αντικοινωνική (με κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια) δραστηριότητα. Ποτέ και πουθενά δεν επιβλήθηκε ως θεσμός νομιμοποιημένος, ενταγμένος στη φυσική ροή και τις συμπεριφορές των οικονομικών φαινομένων. Για πρώτη φορά στην ιστορία των κοινωνιών παρακολουθούμε σήμερα την αρπακτικότητα ως οικονομικό νόμο, τον ληστρικό έντοκο δανεισμό ως θεμιτή, επιστημονικά μετρήσιμη οικονομική πράξη, τη συμμόρφωση προς την τοκογλυφική αρπακτικότητα ως εθνική και ατομική «ευυποληψία», την αντίσταση ή την κριτική ως πράξεις αναξιόπιστες και κατακριτέες για τις «ηθικές» λογικές των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τοκογλυφία ίσον ηθική στο ανώνυμο περιβάλλον της παγκόσμιας οικονομικής σκηνής! Οι δράστες ευυπόληπτοι, τα θύματα --ολόκληρα κράτη-- αναξιοπρεπή, αναξιόπιστα, διαπομπευμένα στις λίστες των ανεπιθύμητων, των κακών παραδειγμάτων. Κακά παραδείγματα για κάθε επόμενο θύμα, που με μαθηματική ακρίβεια ακολουθεί, καταγραμμένο επιλεκτικά σε λίστες ευφυών σχεδιασμών. Έγκλημα και ποινή έχουν ταυτιστεί με την πλευρά των θυμάτων, και τα δύο.
Κάπου κάπου ακούγεται ένας μεμονωμένος «φυγάς», φιλεύσπλαχνος, αλληλέγγυος λόγος, ο οποίος μερικές φορές λειτουργεί ως παραμυθία προσθέτουν στη βιωμένη αναξιοπρέπεια των θυμάτων. Σαν τον λόγο του Ζακ Λε Γκοφ για τη χώρα μας: «Τώρα, έστω κι αν είναι προφανές ότι οι έλληνες πολιτικάντηδες διαχειρίστηκαν τα δημόσια οικονομικά με αξιοθρήνητο τρόπο, και το έκαναν σε πείσμα των κανόνων που προσδιορίστηκαν από κοινού με τις άλλες χώρες και τους οποίους αυτές εφαρμόζουν, το να τιμωρούνται [οι Έλληνες] με τέτοια βαναυσότητα μου φαίνεται υπερβολικό και αντιπαραγωγικό».
Πώς μπορούμε λοιπόν να μιλάμε με αποστροφή για τον «σκοτεινό», «καταπιεστικό», «θρησκόληπτο», «εκμεταλλευτικό» Μεσαίωνα; Ο Μεσαίωνας, τουλάχιστον, δημιούργησε μια πελώρια κόλαση για την κερδοφορία και τους τοκογλύφους. Με τους όρους και τα αιτήματα μιας κοσμικής, πολιτικής και κοινωνικής ηθικής ποια μπορεί να είναι η θεσμική αντίδραση σήμερα; Μια παγκοσμιοποιημένη ενεργός δικαιοσύνη και ηθική (οικονομική και πολιτική), αντίδοτο στην παγκοσμιοποιημένη ανήθικη οικονομική κερδοφορία: αρκεί η πολιτική να ξαναβρεί την πρωτογενή χαμένη της αξιοπρέπεια και αξιοπιστία.
Η Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού είναι δρ φιλολογίας, σχολικός σύμβουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.