Αυγούστου 5, 2013 από seisaxthiablog
του Λευτέρη Ριζά
Ο Αγγλικός αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός και η Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή μειονότητα. Οι μεταξύ τους σχέσεις και η ανάδειξη της Τουρκοκυπριακής μειονότητας σε ρυθμιστικό παράγοντα του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου ενταφιάστηκε ο πόθος και οι αγώνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Κύπρου – που ήταν ελληνική – για την Αυτοδιάθεση και Ένωση τους με τους υπόλοιπους αδελφούς τους, με την Ελλάδα. Η «Ανεξαρτησία» που τους επιβλήθηκε και που την παρουσίασαν ως μεγάλη νίκη πρώτοναπαγόρευε να επαναφέρουν το αίτημα για Αυτοδιάθεση-Ένωση, δεύτερον έθετε την Κυπριακή Δημοκρατία υπό την εγγύηση τριών δυνάμεων: δύο από αυτές ήταν οι προηγούμενοι κατακτητές της: η Τουρκία και η Αγγλία [δηλαδή οι χώρες που οι κύπριοι είχαν αγωνιστεί εναντίον τους για να αποκτήσουν τη λευτεριά τους] (37) και η τρίτη ήταν η «Μητέρα Ελλάδα», που είχε συμπεριφερθεί ως μητριά. Να μην ξεχνάμε βέβαια πως και αυτής η «ανεξάρτητη» ύπαρξη ξεκίνησε με το περιβόητο ψήφισμα της υποτέλειας (38), την ανάμειξη των Μεγάλων Προστάτιδων Δυνάμεων στην επιλογή ηγέτη της κυβέρνησης και κατόπιν βασιλιά. Πάντοτε δε εξαρτήθηκε από τα συμφέροντα των «Μεγάλων Δυνάμεων».
Η αστική – υποτελής και διαρκώς εξαρτημένη Ελλάδα – συνέχισε να υπάρχει, χάρη στους «δύο πνεύμονες» (αμερικανικό και αγγλικό) που χωρίς αυτούς ο λαός θα είχε χαράξει διαφορετική πορεία για τον ίδιο και τη χώρα μετά το τέλος της κατοχής και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εφαρμογή τους, Κύπρος έπαψε να κατοικείται από μια συντριπτική ελληνική πλειοψηφία και μια τουρκική μειοψηφία, αλλά από δύο κοινότητες: την ελληνική και τουρκική. Δηλαδή ταχυδακτυλουργικά το 82% των ελλήνων εξισώθηκε με το περίπου 18% των τούρκων ή ορθότερα των τουρκοκυπρίων.
Το πρώτο άρθρο του Συντάγματος όριζε ότι «Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία, προεδρικού συστήματος, της οποίας ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου, ως εν τω παρόντι Συντάγματι ορίζεται». (39) .
Από το πρώτο άρθρο καταλάβαινε κάποιος περί τίνος επρόκειτο. Ποια ανεξάρτητη και κυρίαρχη Δημοκρατία στερείται λαού; Γιατί εδώ δεν είχαμε πια λαό, αλλά δύο κοινότητες που χωριστά εξέλεγαν τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της. Εδώ επρόκειτο για μια θεσμική «διχοτόμηση». Που ουσιαστικά την είχαν αποδεχτεί όλοι: η μητριά Ελλάδα και όσοι στην Κύπρο υπέγραψαν Συμφωνίες και Σύνταγμα.
Επειδή σε μια σειρά από αυτά τα ζητήματα θα επανέλθουμε όταν θα εξετάσουμε την περίοδο της Αγγλοκρατίας, του αγώνα της ΕΟΚΑ και ύστερα, θα περάσουμε τώρα να δούμε ποια ήταν αυτή η τουρκική κοινότητα. Πούθε κρατάει η σκούφια της και γιατί ονομάστηκε τουρκοκυπριακή μειονότητα.
Είδαμε στο προηγούμενο – 4ο μέρος – πως και γιατί η Αγγλία ενδιαφέρθηκε να εντάξει την Κύπρο στην αποικιοκρατική / ιμπεριαλιστική αλυσίδα των βάσεων της. Όπως ότι μαζί με την Κύπρο παρέλαβε και τους κατοίκους της φυσικά. Έλληνες, Τούρκους, Μαρωνίτες κλπ.
Από τα πρώτα πράγματα που έμαθαν οι νέοι κυρίαρχοι ήταν ότι αναπτερώθηκαν οι προσδοκίες των Ελλήνων του νησιού για την Ένωση τους με την Ελλάδα. Το προηγούμενο της παραχώρησης των Επτανήσων στην Ελλάδα, πίστευαν ότι μπορούσε, αρκετά σύντομα, να επαναληφθεί και για την Κύπρο. «Γι’ αυτό και οι ηγετικοί κύκλοι της Κύπρου, ελπίζοντας σε μια γρήγορη ικανοποίηση του ενωτικού ζητήματος και καλυτέρευση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, δέχτηκαν τους νέους κυρίαρχους με ευχαρίστηση και ανακούφιση. Από το 1878 και εξής υπομνήματα, αιτήματα, αποφάσεις, διαμαρτυρίες, κινήσεις υπέρ της Ένωσης διαδέχονται το ένα το άλλο» (40)
Πολύ σύντομα οι Άγγλοι κυρίαρχοι, εφαρμόζοντας την παλιά καλή συνταγή του «διαίρει και βασίλευε», σκέφτηκαν να αξιοποιήσουν την παρουσία στο νησί των τουρκοκυπρίων, ως ανάχωμα στα περί «Ενώσεως» αισθήματα, πόθο και κινήσεις των Ελλήνων.
Σύμφωνα με τον γνωστό «προοδευτικό» Τούρκο καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Νiyazi Κizilyurek (41) οι απαρχές της κοινότητας που θα ονομαζόταν αργότερα «τουρκοκυπριακή» ανάγονται στο 1572 όταν, με την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κύπρου από τους Οθωμανούς, άρχισε και η μεταφορά μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί, για λόγους κυρίως κοινωνικο-οικονομικής αναβάθμισης. Αυτό συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες. Κατά την πρώτη απογραφή πληθυσμού που διενεργήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1853, καταγράφονται 14.983 μουσουλμάνοι άνδρες στο νησί, ενώ οι χριστιανοί ανέρχονται σε 29.223. Ως γνωστόν, στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης που στηριζόταν στα «μιλέτ» (θρησκευτικές κοινότητες), η εθνοτική καταγωγή δεν είχε καμία σημασία για τον προσδιορισμό της ταυτότητας. Όλα αυτά αλλάζουν με την άνοδο του εθνικισμού κατά τη διάρκεια του 19ου αι. Ιδιαίτερα, η γένεση του ελληνικού εθνικισμού (του πρώτου από τα αντίστοιχα κινήματα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επηρεάζουν άμεσα την Κύπρο. Κυρίως το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας και η διπλωματική και εκπαιδευτική πολιτική που προώθησε η Ελλάδα στο πλαίσιο της πραγματοποίησής του, θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνειδήσεις των Ελληνοκυπρίων. Η υιοθέτηση εκ μέρους τους των ιδεών περί έθνους, δημιούργησε μια νέα δυναμική για τις κινητοποιήσεις που είχαν στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στο μεταξύ, συνεχίζει ο ίδιος, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού βρισκόταν ακόμα μακριά από τις ιδέες του εθνικισμού. Ο απόηχος του τουρκικού εθνικισμού έφτασε στις συνειδήσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ μόνο κατά τη δεκαετία του 1930. Η ανάπτυξη των κεμαλικών αντιλήψεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και η διαδικασία εκκοσμίκευσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας επιτεύχθηκαν με σχετικά γοργούς ρυθμούς, αφού ήδη κατά τη δεκαετία του 1940 ο κυρίαρχος τουρκοκυπριακός λόγος εμφανίζεται ως κοσμικός και εθνικιστικός.
Ανιχνεύοντας τις απαρχές της σύγκρουσης, υποστηρίζει ότι «Η Κύπρος έχει περάσει, το 1878, υπό την κυριαρχία των Βρετανών. Το γεγονός ότι το αγγλικό αποικιακό καθεστώς επέλεξε μια μορφή διοίκησης βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στον δικοινοτισμό, σε συνδυασμό με την προσκόλληση της κάθε κοινότητας σε μια πολιτική αλυτρωτισμού», θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους: «Στην Κύπρο ο μοντερνισμός δεν δημιούργησε ένα κοινό αίσθημα του “εμείς”. Αντίθετα, οι δύο παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες εξελίχθηκαν ως δύο ξεχωριστές εθνοτικές κοινότητες και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα κοινό πολιτικό όραμα για το μέλλον της Κύπρου» (σ. 47).
Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων για την ένωση αυξάνονται, οι δύο κοινότητες αναδιοργανώνουν τα εθνικιστικά τους μέτωπα και το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μαζικοποιείται, κινητοποιώντας και τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Το πάθος των μεν για την ένωση συγκρούεται με το πάθος των δε κατά της ένωσης. Χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής είναι τα λόγια του Τουρκοκύπριου πρώην ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς: «Αυτοί έλεγαν: Πεθαίνουμε για την ένωση κι εμείς λέγαμε ότι πεθαίνουμε για να μη γίνει η ένωση, γιατί αν έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε». Η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες κορυφώνεται με την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα το 1955. Από τη μια, η ΕΟΚΑ (Ελληνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) διεκδικεί την ένωση με την Ελλάδα και μονοπωλεί τον αντιαποικιακό ένοπλο αγώνα (στον οποίο αντιτασσόταν η Αριστερά, προτάσσοντας αντ΄ αυτού τον «μαζικό πολιτικό αγώνα»), αποξενώνοντας έτσι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή τους αριστερούς και τους Τουρκοκύπριους. Από την άλλη, το 1957 δημιουργείται και η τουρκοκυπριακή ένοπλη οργάνωση ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), που θέτει στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Πάντοτε ο ίδιος υποστηρίζει ότι «Για τους Ελληνοκύπριους [και για τους Έλληνες], οι Τουρκοκύπριοι ήταν και αντιμετωπίζονταν ως μια μειωμένης αξίας πολιτισμική κοινότητα παρά ως πολιτική οντότητα», σημειώνει ο συγγραφέας. Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ΄ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 20ού αι., κλονίστηκε το 1960. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα».
Οι Συμφωνίες κρίθηκαν ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά και οι δικοινοτικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 1963 και εξής, περνούν στη χειρότερη φάση της ιστορίας τους. Την πρωτοβουλία του Μακαρίου για αλλαγή των περίφημων «13 σημείων» του κυπριακού Συντάγματος ακολούθησαν ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις, που σταδιακά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Πρωταγωνιστές σε αυτά τα γεγονότα ήταν, από τη μια, η τουρκοκυπριακή οργάνωση ΤΜΤ, που καλλιεργούσε συστηματικά τον εθνοτικό ανταγωνισμό και ασκούσε τρομοκρατία σε όσους Τουρκοκύπριους υποστήριζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και τη συνύπαρξη.
«Η διαχωριστική γραμμή που επιβλήθηκε με τη βία και διατηρείται με τη βία, δεν διαιρεί μονάχα τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά διχάζει και τους ίδιους τους ανθρώπους», γράφει στο βιβλίο του ο Νiyazi Κizilyurek. (42)
Έδωσα μια κάπως μεγάλη παρουσίαση του βιβλίου του τούρκου «προοδευτικού» συγγραφέα, γιατί θα μας διευκολύνει στη συνέχεια να την αντιπαραβάλουμε με την πραγματική πραγματικότητα και όχι με την αρκετά ωραιοποιημένη δική του. Που, όμως, γίνεται ασμένως αποδεκτή από τη σύγχρονη μεταμοντέρνα αριστερά και δεξιά. Γι αυτό άλλωστε έβαλα και το προοδευτικός μέσα σε εισαγωγικά.
Γενικά οι προοδευτικοί τούρκοι συγγραφείς – ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες αλλά και αδιάλλακτοι αγωνιστές ενάντια στο καθεστώς που επικρατεί στην Τουρκία και την προέκταση του στην Κύπρο [πριν και μετά την εισβολή] – δυσκολεύονται να μιλήσουν, να αποκαλύψουν και να καταδικάσουν τον τουρκικό εθνικισμό, ρατσισμό και επιθετικότητα. Δηλαδή δεν έχει συμβεί στην τουρκική αριστερά αυτό που κατέκτησε η ελληνική: που απογαλακτίστηκε πάρα πολύ νωρίς από την ιδεολογία, πολιτική και μύθο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Για την τουρκική αριστερά ο κεμαλισμός – με τα ιδεολογικοπολιτικά παρακολουθήματα του – εξακολουθεί να παραμένει ακόμα ένα μεγάλο ιδεολογικό εμπόδιο. (43)
Για τις σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων θα αναφερθούμε διεξοδικότερα σε άλλο κομμάτι της «σειράς» μας για το Κυπριακό. Εδώ μόνο θα σταθούμε στη βασική διαστρέβλωση της ιστορίας από τον Νiyazi Κizilyurek.
Όταν μιλάμε για κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς – είδαμε πως έγινε και τι σήμαινε για τους κατοίκους του νησιού στα προηγούμενα, 3ο και 4ο μέρος – πρέπει να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Επρόκειτο για κατακτητές. Και οι κατακτητές δεν έρχονται ποτέ ρίχνοντας ροδοπέταλα στους κατακτημένους. Εκτός από τις σφαγές, τις διώξεις, το σκλάβωμα του πληθυσμού – στην κυριολεξία, δηλαδή πουλήθηκαν για σκλάβες στα χαρέμια πολλές ελληνίδες και άντρες σκλάβοι – ακολούθησαν και βίαιοι εξισλαμισμοί και εκτουρκισμοί. (44) Να μια «πηγή» δημιουργίας και επέκτασης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο, που ενώ την γνωρίζει ο «προοδευτικός» μας πολιτικός επιστήμονας την αποσιωπά. Δεν ήταν αποτέλεσμα της μεταφοράς μουσουλμανικού πληθυσμού για «λόγους κυρίως κοινωνικο-οικονομικής αναβάθμισης.» που συνεχίστηκε και τους επόμενους αιώνες. Αλλά τι σήμαινε για τους μεταφερόμενους μουσουλμάνους «κοινωνικο-οικονομική αναβάθμιση»; Σήμαινε – και αυτό σημαίνει σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις – ότι κοινωνικά κατώτερα στρώματα με τη μεταφορά τους, ανέρχονται κοινωνικά ως ανήκοντα στο κυρίαρχο έθνος και πάντοτε σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού.
Έχουμε αναφερθεί ήδη στο 3ο μέρος σε αυτό που είχε γράψει ο Ένγκελς για το «προνομιούχο θρησκευτικό έθνος» (45)
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 5ο – A! ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ 5ο – Β!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
37- Η «Συνθήκη Εγγυήσεως» υπογράφηκε στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου 1960. Η ειρωνεία είναι ότι 14 χρόνια μετά, τις ίδιες ημέρες, η Τουρκία προχωρούσε στον Αττίλα Νο 2 κι ενώ η «δημοκρατική τάξη» είχε ήδη αποκατασταθεί στο νησί. Με το Άρθρο 2 της «Συνθήκης Εγγυήσεως» οριζότανε ότι «Η Ελλάς, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στο άρθρο της παρούσης συμφωνίας, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας της Κύπρου, ως και την κατάσταση που δημιουργήθηκε δια των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος αυτής.
Η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναλαμβάνουν παρομοίως να απαγορεύουν, όσον τους είναι δυνατόν, κάθε δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην άμεση ή έμμεση προαγωγή, είτε της ενώσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου με οιοδήποτε άλλο Κράτος, είτε το διαμοιρασμό της Νήσου.». Το Άρθρο IV προέβλεπε ότι «Σε περίπτωση παραβιάσεως των όρων της παρούσης Συνθήκης η Ελλάς, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διαβουλεύονται μεταξύ τους, όσον αφορά τις παραστάσεις ή τα μέτρα τα αναγκαία για τη διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων αυτών».
Όλοι πια γνωρίζουμε ότι καμιά από αυτές τις διαδικασίες δεν τηρήθηκε το 1974. Ενώ η Χούντα ανατράπηκε και αποκαταστάθηκε η κοινοβουλευτική Δημοκρατία στην Ελλάδα – απομακρύνθηκαν δηλαδή από την εξουσία οι υπαίτιοι του πραξικοπήματος στην Κύπρο – , ενώ ανατράπηκε και η προδοτική ψευτοκυβέρνηση του Σαμψών στην Κύπρο, η Τουρκία [και φυσικά κιάλλη «εγγυήτρια» δύναμη, το Ηνωμένο Βασίλειο] προέβη σε εντελώς μονομερείς ενέργειες, ακόμα και στη διάρκεια διαπραγματεύσεων σε εξέλιξη, που από πλευράς Ελλάδας επικεφαλής τους ήτανε ο τότε υπεξ Γ. Μαύρος.
Παρόλο ότι το υπ. αριθμό 353/1974 ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (20 Ιουλίου 1974) απαιτούσε τον «άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία η οποία είναι αντίθετη με την παράγραφο 1. πιο πάνω» και ζητούσε «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων η αποχώρηση είχε ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Mακάριο, στην επιστολή του ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1974» και καλούσε « την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να προσέλθουν σε συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και τη συνταγματική διακυβέρνηση της Κύπρου και να τηρούν ενήμερο το Γενικό Γραμματέα,» και «όλα τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εντολής της», είναι γνωστό τι επακολούθησε: ο Αττίλας Β’ , η ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς, και ο Αττίλας Γ΄ – που δεν είναι άλλος από τον παράνομο εποικισμό της Κύπρου από μεταφερμένους Τούρκους, ώστε να στηρίξουν το κράτος – φάντασμα στα κατεχόμενα και να αλλοιώσουν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού στο Νησί. Και οι πιέσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ώστε και το ψευδοκράτος να αναγνωρισθεί και η Κυπριακή Δημοκρατία – αυτή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου – να καταλυθεί εντελώς (Σχέδιο Ανάν) και ό,τι άλλο μαγειρεύεται στα παρασκήνια τώρα, ιδίως με ευκαιρία την δύσκολη οικονομική κατάσταση στην Κύπρο (Μνημόνιο).
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ποιοι υπήρξανε πάντοτε «πρόθυμοι» στην υλοποίηση αυτών των σχεδίων κατά της Κύπρου. Στο πρόσφατο παρελθόν μας και όσοι είπανε το περιβόητο mea culpa και όσοι υποστήριξαν το Σχέδιο Αναν και φυσικά όλοι όσοι και σήμερα ανοιχτά και καλυμμένα προσπαθούν να ενταφιάσουν αυτή την εθνική μας υπόθεση με βαρύγδουπες διεθνιστικές αναλύσεις κλπ κλπ. Θα επανέλθουμε στη συνέχεια της «σειράς».
38 – Έχει τεράστιο ενδιαφέρον για το πώς και γιατί έφθασε το Βουλευτικό και Νομοτελεστικό να εγκρίνει (με ημερομηνία 24/7/1825) την 1 Αυγούστου – με ηχηρές εξαιρέσεις – έγγραφο, γνωστό ως «Πράξις Υποταγής» (Act of Submission). Το γνωστότερο ως «Ψήφισμα Υποτέλειας». Σύμφωνα με το οποίο «Α’. Το ελληνικόν έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, ανεξαρτησίας και πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας.
Β’. Η παρούσα αυτή οργανική πράξις του ελληνικού έθνους συνοδεύεται με επί τούτου διπλούν υπόμνημα προς την σεβασμίαν διοίκησιν της Αυτού Βρετανικής Μεγαλειότητος….».Βλ.»Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών) τ. ΙΒ, σελ. 407, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ και . Τ. Σταματόπουλου (Βραβείου Ακαδημίας Αθηνών) «Ο Εσωτερικός Αγώνας κατά την Επανάστασιν του 1821» ΑΘΗΝΑ 1964, τ. 2, σελ 531-532.
Μπορεί το «Ψήφισμα» να μην έγινε αποδεκτό αμέσως από τον Κάνιγκ, λόγω υπολογισμού διεθνών σχέσεων, δυνατοτήτων και συμφερόντων, αλλά εντυπωσιάσθηκε και βέβαια λήφθηκε υπόψη η διάθεση των ηγετών της επανάστασης, στα μελλοντικά σχέδια της Μ. Βρετανίας. Το κλειδί, όμως, για να κατανοήσουμε τη μετέπειτα πορεία του τόπου και την «τύχη» του λαού, μέχρι σήμερα, βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το διάβημα και τους λόγους που αυτό έγινε.
39- Βλ. «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας», Λευκωσία, Ετυπώθη εν τω Κυβερνητικώ Τυπογραφείο Κύπρου, 1960.
40 – βλ. H. Rider Haggard «Ταξίδι στην Κύπρο το 1900», εκδ. ΕΙΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1994, σελ. 31.
41 – βλ. Νiyazi Κizilyurek «Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό», επιμέλεια Σωτήρη Ντάλη, εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2009
42 – «Κανείς δεν ενσαρκώνει καλύτερα από τον ίδιο τον Τουρκοκύπριο καθηγητή αυτό τον εσωτερικό διχασμό. Από την αρχή ενάντιος στην ιδέα της διχοτόμησης της Κύπρου, δραστηριοποιήθηκε ως διανοούμενος και συγγραφέας. Δημοσίευσε βιβλία και άρθρα κατά του τουρκικού εθνικισμού και της ιδέας της διχοτόμησης.
Έμαθε ελληνικά και επέλεξε να συνεργαστεί με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες του, κάτι που τον έφερε σε άμεση σύγκρουση με την τουρκική και τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ (ανάμεσα σε άλλα, στιγματίστηκε ανοιχτά από το καθεστώς Ντενκτάς ως προδότης). Από την άλλη, η δράση του για τη δημιουργία μιας «ολικής Κύπρου» τον έφερε συχνά σε αντιπαλότητα και με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές. Σήμερα ζει στη νότια πλευρά του νησιού και λειτουργεί ως διανοούμενος γέφυρα ανάμεσα στις δύο κοινότητες, χωρίς ουσιαστικά να ταυτίζεται απόλυτα με καμία.» μας πληροφορεί η Κωνσταντίνα Ζάνου στο ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ Σάββατο, 19 Σεπτεμβρίου 2009. Είναι ο τρόπος που υποδέχονται το έργο και τους ίδιους Τούρκους προοδευτικούς διανοούμενους πολλοί Έλληνες διανοούμενοι, πολιτικοί κλπ, πιστεύοντας ότι στο πρόσωπο τους βρίσκουν εκείνους τους ειλικρινείς φίλους – όχι της Ελλάδας – αλλά του «ουμανισμού», που αιωρείται υπεράνω προκαταλήψεων και αγκυλώσεων εθνικιστικών. Τους είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαβάσουν κάτω από τις γραμμές του έργου τους ένα επίμονο τουρκικό εθνικισμό.
43 – Βλ π.χ. δυο μελέτες τούρκων προοδευτικών (αριστερών) συγγραφέων, του Τσαγλάρ Κεϊντέρ «Τουρκία: Δικτατορία και Δημοκρατία» και Αχμετ Σαμιμ «Η τραγωδία της τουρκικής αριστεράς», και τα δυο Εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1983. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στο τ. 115 του New Left Review και το δεύτερο στο 126 τεύχος του ίδιου περιοδικού.
Διαβάζουμε στο πρώτο «Το 1910 υπήρχαν 2,4 εκατομμύρια έλληνες στην Τουρκία (σε συνολικό πληθυσμό 13,5 εκατομμύρια), η μετανάστευση άρχισε το 1912 και συνεχίστηκε αδιάκοπα, για να φτάσουν στο 1 εκατομμύριο το 1923. Όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη δυτική Ανατολία το 1919, οι έλληνες πήραν μέρος στις εχθροπραξίες εναντίον του τουρκικού πληθυσμού, προκαλώντας αντεκδικητική συμπεριφορά όταν ο τουρκικός στρατός προχώρησε προς τα παράλια του Αιγαίου. Το 1923 μόνο 400.000 έλληνες παρέμειναν στην Τουρκία. Οι Αρμένιοι που αριθμούσαν 1,2 εκατομμύρια το 1896, περιορίστηκαν σε λιγότερο από 100.000 το 1927 εξαιτίας της μετανάστευσης και των εχθροτήτων κατά τη διάρκεια του πολέμου» (σελ. 20)
Βλέπετε τι ωραία εξαφανίζονται οι διώξεις, οι σφαγές, τα προγκρόμ κατά των Ελλήνων και Αρμενίων και για όλα φταίει η μετανάστευση και βέβαια κάποιες δικαιολογημένες αντεκδικητικές συμπεριφορές ή εχθρότητες; Βέβαια τα 2,4 εκατομμύρια Έλληνες – επί συνολικού πληθυσμού 13,5 εκατ. – δεν ήτανε λιγότεροι (γύρω στο 18%) από τους Τουρκοκύπριους στην Κύπρο, για την «προστασία» των οποίων έγινε εισβολή, κατοχή, ανακηρύχθηκε τουρκοκυπριακό (ψευδο) κράτος και επιδιώκεται διχοτόμηση η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Όλη η Τουρκία θα έπρεπε να είναι μια πολυζωνική-πολυκοινοτική (πολυεθνική) ομοσπονδία, αν πάρουμε υπόψη μας τους Κούρδους και άλλες φυλές που την κατοικούν. Στη γραμμή Κεϊντέρ κινήθηκε αργότερα και η κ. Μ. Ρεπούση, όταν τις «απώλειες» των Ελλήνων στη Σμύρνη τις απέδωσε στο ολισθηρό της προβλήτας.
Για τις διώξεις που υπέστησαν οι Έλληνες και έτσι αναγκάστηκαν να «μεταναστεύσουν» – πολλοί και εις τους ουρανούς – βλ. ΕΜΜ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΟΥ πρώην βουλευτού Σμύρνης και Αϊδινίου στην Οθωμανική Βουλή, «Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», ΑΘΗΝΑΙ 1924, τύποις Γ. Η. Καλλέργη και Σιας.
Για τις ανάλογες μεταναστεύσεις των Αρμενίων βλ 1) Varoujan Attarian «Η Γενοκτονία των Αρμενίων στον ΟΗΕ» [ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ-ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΛΕΣΧΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ] εκδ. ΓΟΡΔΙΟΣ ,ΑΘΗΝΑ 2001
2) ΒΑΧΑΝ ΝΤΑΝΤΡΙΑΝ «Η Ιστορία της Αρμενικής Γενοκτονίας». Εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2002
3) Ζακ Ντεροζύ «Επιχείρηση Νέμεσις», εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1995
Σε αυτά θα πάρει μια πρώτη ιδέα για όλα όσα αποκρύπτει συνειδητά ο «προοδευτικός» (αριστερός) Τούρκος συγγραφέας.
Όσον αφορά το δεύτερο συγγραφέα, τον Αχμέτ Σαμίμ – αυτόν που «έκαιγε» «Η Τραγωδία της Τουρκικής Αριστεράς», αυτός ίσως είναι πιο ειλικρινής. Γράφει «Η εχθρότητα απέναντι στην αντιδραστική ελληνική επιρροή στην Κύπρο ήταν ένα κορυφαίο «αριστερό» παρασκεύασμα του τουρκικού αντιαμερικανισμού» (σελ. 31). Κι εδώ υπάρχει ηθελημένη σύγχυση. Δεν διευκρινίζει ποιο ήταν το «αριστερό» παρασκεύασμα: η εχθρότητα ή η αντιδραστική ελληνική επιρροή στην Κύπρο. Μάλλον αποδέχεται ως αντιδραστική την ελληνική επιρροή και θεωρεί ως αριστερό παρασκεύασμα την εχθρότητα προς αυτήν.
Σημασία έχει ότι και οι δυο τους – όπως και ο Νiyazi Κizilyurek φροντίζουν πολύ έξυπνα να καλύπτουν, δικαιολογώντας έτσι, την πάγια τουρκική πολιτική απέναντι στους Έλληνες, Αρμένιους, Κούρδους κλπ.
44- Ο εξισλαμισμός ήτανε πάντοτε το πρώτο βήμα. Οι άνθρωποι μπορεί να άλλαζαν θρησκεία αλλά δεν αποδέχονταν αυτόματα και τη τουρκική εθνική συνείδηση. Πολλοί εξισλαμισμένοι Έλληνες διατηρούσαν και τα ελληνικά ονόματα τους, τα ήθη και τα έθιμα τους. Πήγαιναν στις ελληνικές εκκλησιές Χριστούγεννα και Πάσχα – και μάλιστα, βαπτίζονταν και κηδεύονταν χριστιανικά.Για να μην τους εκθέσουν οι ιερείς έκαναν ξεχωριστές λειτουργίες. Ο εκτουρκισμός σήμαινε ποια αλλαγή και εθνικής συνείδησης. Οι τούρκοι δεν είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στους εξισλαμισμένους – που πολλοί παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί (λινομπάμπακοι) – και γι αυτό τους πίεζαν να εκτουρκιστούν πλήρως.
45 – βλ. 3ο μέρος αυτής της σειράς, παραπομπή 29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.