Ιουνίου 9, 2013 από seisaxthiablog
της sousourada
Όλα τα πλήθη είναι δικά μας,
«η Ελευθερία» φωνάζαμε
Θυμηθείτε, η γη είναι δική μας
Σας λέγαμε είμαστε ελεύθεροι, έχουμε δίκιο..
Από το τραγούδι Eyvallah, για την εξέγερση της πλατείας Ταξίμ,
Τουρκικό συγκρότημα Duman
Έκρηξη οργής, αυθόρμητο ξέσπασμα, λαϊκή εξέγερση, υποκινούμενες ταραχές, νέα πλατεία Ταχρίρ, «τουρκική άνοιξη». Οι χαρακτηρισμοί πολλοί, οι τίτλοι πηχυαίοι, συναισθηματικά φορτισμένοι αλλά όχι πάντα συμβατοί με την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, που φυσικά δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους «άσπρου – μαύρου», με αξιώματα και με «έτοιμες συνταγές», ούτε ως προς τα αίτια ούτε ως προς το γίγνεσθαι ούτε ως προς τη στόχευση. Και αυτό όχι μόνο επειδή η Τουρκία, όπως και η κάθε άλλη χώρα, έχει τις ιδιαιτερότητές της. Αλλά και επειδή ουδέποτε η κίνηση των μαζών στην ιστορική πορεία των κοινωνιών δεν είχε «πεντακάθαρα» χαρακτηριστικά και οριοθετημένη συμμετοχή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό αλήθεια;
Μέρες τώρα, το βλέμμα όλων είναι στραμμένο στην πλατεία Ταξίμ και στις «Ταξίμ» άλλων τουρκικών πόλεων, στο πλήθος και το πάθος των διαδηλωτών, στην αιματηρή καταστολή, στις εικόνες που χάνονται πίσω από τα σύννεφα των δακρυγόνων. Φταίει η ονομασία της τρίτης γέφυρας του Βοσπόρου; Φταίει η νομοθεσία για το αλκοόλ και τα φιλιά σε δημόσια θέα; Φταίει η ολοένα προκλητικότερη συμπεριφορά του Ερντογάν που πιθανώς νομίζει ότι είναι μετενσάρκωση κάποιου Σουλτάνου και «αποφασίζει και διατάζει»; Φταίνε οι κεμαλιστές που «τα πήραν» με την παρατήρηση ότι «ο Κεμάλ και ο Ινονού ήταν μεθύστακες»; ‘Η φταίνε απλώς τα 600 δέντρα που θα ξεριζώνονταν στο πάρκο Γκεζί; Φταίνε όλα αυτά μαζί αλλά όχι μόνο αυτά.
Η υπόθεση του πάρκου Γκεζί, οι διαμαρτυρίες κατά της προοπτικής τσιμεντοποίησής του μέσα από την ανέγερση ενός ακόμη εμπορικού κέντρου είναι πια φανερό ότι λειτούργησαν ως αφορμή.Σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι η σκληρή καταστολή σε βάρος των ειρηνικών –και ολιγάριθμων τις πρώτες εκείνες στιγμές- διαδηλωτών. Μια καταστολή που συνάδει πλήρως με την ολοένα μεγαλύτερη αλαζονεία που επιδεικνύει ο «Σουλτάνος». Τι έχει γεμίσει, όμως, αυτό το «ποτήρι»;
Η «εκδίκηση» της μαντήλας
Η απροκάλυπτη, πλέον, προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να «ισλαμοποιήσει», όσο δόκιμος μπορεί να είναι ο όρος, την καθημερινότητα της τουρκικής κοινωνίας –μιας κοινωνίας που επί δεκαετίες γαλουχήθηκε με τις αξίες της κεμαλικής κοσμικότητας- με σειρά νομοθετικών διαταγμάτων είναι ίσως ο πιο προφανής λόγος. Η αποποινικοποίηση της χρήσης μαντήλας από τις γυναίκες σε δημόσιους χώρους –σχολεία και υπηρεσίες κάθε είδους στο δημόσιο τομέα- ήταν μια κυβερνητική προσπάθεια που διήρκησε χρόνια. Πέρασε από σειρά αντιπαραθέσεων –που στιγματίστηκαν και από διαδηλώσεις και συγκρούσεις- και ολοκληρώθηκε μόλις φέτος τον Μάρτιο, με την υιοθέτηση σχετικής νομικής πρόβλεψης.
Ακολούθησαν, επιγραμματικώς, οι νομοθετικές οδηγίες προς «ναυτιλομένους»: η απαγόρευση της πώλησηςαλκοόλ από κάβες και εμπορικά καταστήματα μετά τις 10 το βράδυ καθώς και η απαγόρευση κατανάλωσης αλκοόλ από μπαρ και εστιατόρια σε μικρή απόσταση από σχολεία και τεμένη –δηλαδή σχεδόν πουθενά-, οι περιορισμοί στο κάπνισμα σε δημόσιους χώρους, η απαγόρευση των φιλιών μεταξύ των ζευγαριών σε δημόσια θέα –μια πρώτη διαμαρτυρία για το ζήτημα στο μετρό κατέληξε σε προσαγωγές(!) πριν από μερικές ημέρες-. Ταυτόχρονα, παρατηρείται «ανοχή» ως προς τα «εγκλήματα τιμής» με θύματα γυναίκες κυρίως στην επαρχία.
Η ωμή αυτή παρέμβαση της κυβέρνησης στο χώρο του ιδιωτικού βίου ενόχλησε ακόμη και ψηφοφόρους του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Ενός κόμματος που παραμένει στην εξουσία εδώ και περίπου 12 χρόνια όχι επειδή ψηφίστηκε μόνο από ισλαμιστές ή από πιστούς μουσουλμάνους. Αλλά επειδή είχε καταφέρει να προσεγγίσει με τις διακηρύξεις του περί δημιουργίας μιας «ισχυρής, ανοιχτής» Τουρκίας που «θα ανήκει σε όλους τους Τούρκους» (εδώ εννοείται όχι μόνο στο στρατό και στον περίγυρό του) ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Είναι άλλο πράγμα, σε γενικές γραμμές, να αντιτάσσεται η θρησκευτική πίστη υπό το πρίσμα της ηθικής στάσης και της αξιοκρατίας στο, ελεγχόμενο από το στρατό επί δεκαετίες, βαθύ κράτος της Τουρκίας, άλλο να διακηρύσσεται γενικόλογα η δυνατότητα του καθενός να εκφράζει ως έχει την πίστη του στο πλαίσιο του σεβασμού των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και άλλο η θρησκευτική πίστη να επιβάλλεται στον ιδιωτικό βίο των πολιτών με νομοθετήματα.
Η ρύθμιση για το αλκοόλ και τα φιλιά λειτούργησε ως «σπίθα» στο συγκεκριμένο ζήτημα καθώς, ήδη, εδώ και πολύ καιρό, με έμμεσο αλλά αποτελεσματικό τρόπο, οι τοπικές αρχές σε διάφορα αστικά κέντρα, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, περιορίζουν τους χώρους διασκέδασης που δεν «συνάδουν» με τις αρχές του ισλαμικού νόμου: δεν δίνονται άδειες από το δήμο για τραπεζοκαθίσματα σε συγκεκριμένα μαγαζιά, αυξάνεται η φορολόγηση, εντοπίζονται διαρκώς παραβάσεις κλπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ολοένα μεγαλύτερος περιορισμός των μπαρ στην οδό Ιστικλάλ, στην πλατεία Ταξίμ, από όπου σήμερα έρχονται πολλές εικόνες από επεισόδια. Η βαθιά δυσφορία καταγράφεται και σε δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν ενώ γίνονταν, ήδη, τα επεισόδια: το 60,8% των ερωτηθέντων θεωρεί σφοδρή παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής την κυβερνητική απόφαση για το αλκοόλ αν και μόλις το 34,7% δηλώνει ότι καταναλώνει αλκοόλ.. (Hurriyet Online, 2 Ιουνίου 2013, έρευνα Κέντρου Ανοιχτών Πηγών USG).
Το τουρκικό «success story»..
Ταυτόχρονα, αρχίζουν να αχνοφαίνονται οι πρώτες ρωγμές στο όραμα περί «ισχυρής Τουρκίας», το οποίο πρόβαλλε και επί του οποίου «πάτησε» για να παραμείνει στην εξουσία η κυβέρνηση Ερντογάν. Αν και στις 14 Μάη η Τουρκία τυπικώς άφησε πίσω της τη συνεργασία με το ΔΝΤ μετά από την «επιτυχή πορεία» της και την «αναμόρφωση της οικονομίας της που την κατέστησε δύναμη και παράδειγμα προς μίμηση» για πολλούς και εντός Ελλάδας, ως συνήθως η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στη γείτονα δεν συνάδει με πανηγυρισμούς.
Συνολικά, οι τουρκικές κυβερνήσεις έχουν υπογράψει από το 1961 μέχρι σήμερα 19 δανειακές συμβάσεις με το ΔΝΤ. Από το 1961 μέχρι σήμερα, η τουρκική οικονομία είναι εκτός επιτήρησης του ΔΝΤ μεταξύ 1984 – 1994 και 1995 – 1999. Το δρόμο για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των ιδιωτικοποιήσεων είχε ανοίξει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ και συνεχίστηκαν με μικρότερο ή εντονότερο ρυθμό και από τις επόμενες ηγεσίες.
Η αποθέωσή τους όμως έρχεται με τις κυβερνήσεις του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης από το 2001 και μετά και κυρίως υπό την πρωθυπουργία Ερντογάν από το 2003 και μετά. Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, ξεπουλήθηκαν σχεδόν τα πάντα σε ιδιώτες, που συνήθως ήταν ξένα κεφάλαια από αραβικές αλλά και από δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Στο πλαίσιο αυτών των ιδιωτικοποιήσεων εντάσσεται και η ανέγερση εμπορικού κέντρου στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης.
Όπως αναφέρει στο άρθρο του με τίτλο η «Λεηλασία της Τουρκίας», ο Β. Βιλιάρδος, η αφορμή για την τελευταία και πλέον σαρωτική επέλαση του ΔΝΤ στην Τουρκία, στάθηκε η σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση το Φεβρουάριο του 2001 λόγω της σφοδρής ρήξης ανάμεσα στον τότε πρόεδρο της χώρας Αχμέτ Νετσντέντ Σεζέρ και τον τότε πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ με τον πρώτο να κατηγορεί το δεύτερο για διαφθορά. Για ορισμένους πραγματικές αιτίες της κρίσης ήταν οι τάχιστες αλλαγές στις οποίες υποχρεώθηκε η τουρκική οικονομία λόγω της τελωνειακής της ένωσης με την ΕΕ το 1996 καθώς και οι παρακαταθήκες των πολιτικών ιδιωτικοποίησης που είχαν αφήσει οι προηγούμενες παρουσίες του ΔΝΤ.
Όπως και να έχει μέσα σε λίγες μόλις ημέρες, κατέρρευσε το τουρκικό χρηματιστήριο και η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε κατά 40% , ο πληθωρισμός άγγιξε το 50% και η ύφεση ξεπέρασε το 3% -με βάση τα επίσημα στοιχεία-. Μέσα σε λίγες εβδομάδες μόνο, τα επιτόκια δανεισμού έφτασαν το 110%, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να απολυθούν περισσότεροι από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι και να ξεμείνουν από φάρμακα τα νοσοκομεία αφού οι ξένες φαρμακοβιομηχανίες δεν εξήγαγαν στην Τουρκία.
Οι πρόθυμοι συνεργάτες του ΔΝΤ
Έτσι, η Τουρκία υποδέχτηκε για πολλοστή φορά το ΔΝΤ. Το μνημόνιο, στις αυξήσεις τιμών όλων των βασικών αγαθών που είχε ήδη επιβάλει η τότε τουρκική κυβέρνηση, ήρθε να προσθέσει σειρά καταστροφικών, για το λαό, μέτρων: άμεση μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 25% , αύξηση των εσόδων κατά 10%, ιδιωτικοποίηση όλων των αγροτικών εργοστασίων, κατάργηση όλων των αγροτικών επιδοτήσεων, πώληση όλων των κρατικών επιχειρήσεων –τράπεζες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (νερό, ρεύμα, τηλεπικοινωνίες κλπ)- σε ξένα κεφάλαια, απόλυση της πλειοψηφίας των 2,5 εκατομμυρίων δημοσίων υπαλλήλων, κατάργηση 5.000 σχεδίων κυβερνητικών επενδύσεων και πολλά άλλα ακόμη.
Το πρόγραμμα αυτό ανέλαβε να φέρει σε πέρας, μετά την κατάρρευση της τότε τρικομματικής κυβέρνησης, το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και το έφερε. Με ανυπολόγιστο κόστος για τον τουρκικό λαό. Οι μισθοί μέσα σε λίγα χρόνια μειώθηκαν κατά 30,2% , η πλειοψηφία των χαμηλόμισθων εργαζομένων εξαθλιώθηκαν, μεγάλο τμήμα της μεσαίας τάξης προλεταριοποιήθηκαν. Το 2005 ο μέσος μισθός δεν ξεπερνούσε (σε αντιστοιχία) τα 450 ευρώ, και μόνο το 48% των εργαζομένων ήταν ασφαλισμένο.
Εξαθλίωση πίσω από τα βιτρίνα
Ενδεικτικό της τραγωδίας που έφερε το μνημόνιο στον τουρκικό λαό είναι ότι το 2009, όταν πλέον η συζήτηση περί τουρκικού «οικονομικού θαύματος» είχε αρχίσει για τα καλά και οι αριθμοί είχαν αρχίσει να ευημερούν, σύμφωνα με στοιχεία της Unicef, 4,9 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 15 χρόνων, δηλαδή περίπου το 25,77% του συνόλου, ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με λιγότερο από 1,5 δολάριο την ημέρα. Αν προστεθούν σε αυτόν τον αριθμό οι ανήλικοι γενικώς –κάτω των 18 ετών-, τότε πρόκειται για 5,8 εκατομμύρια παιδιά εκ των οποίων το 13,7% ζει στα αστικά κέντρα και το 59,5% στις αγροτικές περιοχές.
Μπορεί το ΑΕΠ της χώρας να έχει αυξηθεί σημαντικά τυπικώς μεταξύ 2002 – 2012 (από 230 δισεκατομμύρια δολάρια σε 786,3 δισεκατομμύρια δολάρια), μπορεί το δημόσιο χρέος τη δεκαετία αυτή από 70% του ΑΕΠ να έπεσε στο 36%, όμως μόλις πριν από λίγες ημέρες ο ΟΑΣΑ, στην ετήσια έκθεσή του για το μέσο επίπεδο διαβίωσης, κατατάσσει την Τουρκία στις τέσσερις τελευταίες από 34 χωρών (μεταξύ Μεξικού, Χιλής και Βραζιλίας). Στα κριτήρια της έκθεσης περιλαμβάνονται δείκτες όπως, οι κατοικίες, το εισόδημα, οι ευκαιρίες απασχόλησης, η εκπαίδευση, το περιβάλλον, η διαφάνεια, η υγεία και η ασφάλεια κτλ. Όλα αυτά, θεωρητικά, στα οποία «είχε πετύχει» η κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τελευταία έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας –ILO- η Τουρκίαβρίσκεται στην τρίτη θέση παγκοσμίως όσον αφορά στα εργατικά ατυχήματα καθώς σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές της υπηρεσίας κοινωνικής ασφάλισης, καθημερινά σκοτώνονται πέντε εργάτες . Ο πραγματικός αριθμός προφανώς είναι πολύ μεγαλύτερος αφού η πλειοψηφία των εργαζομένων εργάζεται ανασφάλιστη. Η ενσωμάτωση στην τουρκική νομοθεσία της ρήτρας της ΕΕ που δίνει το δικαίωμα στον εργαζόμενο ν’ αρνηθεί να εκτελέσει εργασία χωρίς τα ανάλογα μέτρα ασφαλείας εφόσον κρίνει ότι κινδυνεύει η ζωή του, είναι μάλλον προφανές ότι δεν έχει καμία αξία, αφού λόγω της ανεργίας –επισήμως πλέον στο 9,2% αλλά εκτιμάται ότι μπορεί να είναι και διπλάσια- και τις εύκολες απολύσεις χωρίς καμία προστασία για τον εργαζόμενο, ελάχιστοι θα τολμούσαν να αρνηθούν το ο,τιδήποτε.
Ο συνδικαλισμός , άλλωστε, παραμένει σχεδόν ποινικοποιημένος. Μέχρι και σήμερα, όποιος εργαζόμενος συνδικαλίζεται κινδυνεύει με απόλυση, και όποιος διαμαρτυρηθεί για την απόλυση κινδυνεύει με σύλληψη. Σχεδόν κάθε διαμαρτυρία των συνδικάτων απέναντι στα μέτρα ισοπέδωσης των εργαζομένων συνοδεύεται από σκληρή καταστολή.
Κοινωνικές ανακατατάξεις και ρευστότητα
Οι σαρωτικές αυτές αλλαγές στη δομή της οικονομίας έφεραν ανακατατάξεις και στην αστική τάξη της χώρας. Μέχρι το 2001 στην πλειοψηφία της είχε σχέση με το στρατό, ο οποίος έλεγχε τις δημόσιες επιχειρήσεις, τα μεγάλα κρατικά μονοπώλια, τον κρατικό μηχανισμό. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αλλά ίσως και των αρχών του 2000, μόνο οι γόνοι οικογενειών που είτε ήταν στρατιωτικές είτε είχαν κάποια θέση στον κρατικό μηχανισμό κατάφερναν να φτάσουν στο Πανεπιστήμιο. Οι σχέσεις με το λεγόμενο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας ήταν απαραίτητες για την οποιαδήποτε κίνηση.
Με το κύμα ιδιωτικοποιήσεων και τη συρρίκνωση γενικά του δημοσίου τομέα, υπό την σκέπη του ΔΝΤ και στο όνομα της καταπολέμησης της «διαφθοράς» και της δημιουργίας «δικαιότερης και δημοκρατικότερης κοινωνίας και μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας», το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κατάφερε με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Αποδυνάμωσε το στρατό αφού του στέρησε μεγάλο μέρος του ρόλου του στις οικονομικές και κρατικές «υποθέσεις» άρα και τη δυνατότητα να εξαγοράζει, να εκμαυλίζει, να μπορεί να «διασφαλίσει» τους υποστηρικτές του, να κλείνει στόματα, να παίρνει αποφάσεις. Μαζί με το στρατό την «νύφη πλήρωσε» και το τμήμα εκείνο της τουρκικής αστικής τάξης που συνδεόταν άμεσα ή έμμεσα μαζί του και βρισκόταν στο «τιμόνι» δημοσίων υπηρεσιών, κρατικών επιχειρήσεων και γενικότερα κάθε έκφανσης δημόσιας περιουσίας κλπ.
Την ίδια ώρα, την ταξική σκάλα ανέβαινε μια άλλη κοινωνική ομάδα: αυτή των επιχειρηματιών που λόγω των διασυνδέσεών τους με την νέα πολιτική ηγεσία, και λόγω της μη διασύνδεσής τους με το στρατό, δεν είχαν πρόσβαση στην νομή εξουσίας. Αυτοί κατάφεραν να επιβιώσουν της μνημονιακής λαίλαπας μετατρεπόμενοι σε εργολάβους των ξένων κεφαλαίων που λυμαίνονται την, πάλαι ποτέ, δημόσια περιουσία. Γιατί ουσιαστικά αυτό το «μοντέλο ανάπτυξης» της «ισχυρής Τουρκίας» προέκρινε το ΔΝΤ και το ξένο κεφάλαιο με τη σύμπραξη της τουρκικής αστικής τάξης και κυρίως του αναδυόμενου τμήματός της: το μοντέλο του «εργολάβου» που φέρνει σε πέρας τα σχέδια της μεγάλης πολυεθνικής.
Όπως έχει καταγραφεί σε κάθε περίπτωση «ισχυρής χώρας» το πλαστικό χρήμα και τα δάνεια«έρρευσαν» άφθονα στην αγορά για να στηριχθεί η κατανάλωση των ταλανισμένων Τούρκων εργαζομένων. Σήμερα, εκτιμάται ότι περίπου 2 εκατομμύρια νέοι Τούρκοι κινδυνεύουν να χάσουν άμεσα το σπίτι τους που έχει αγοραστεί με δάνεια. Ενδεικτικό είναι ότι το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας έχει φτάσει (το 2013) σε 413 δισεκατομμύρια δολάρια (περίπου 51% του ΑΕΠ), και στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ιδιωτικό. Παράλληλα, οικονομικοί αναλυτές μιλούν για «κατασκευαστική φούσκα» που είναι έτοιμη να «σκάσει».
Το χαμένο(;) στοίχημα του νέο-οθωμανισμού
Όπως κάθε αστική τάξη που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και η τουρκική υπό την νέα της σύνθεση ιδιαίτερα μετά τα πρώτα χρόνια της τελευταίας δανειακής σύμβασης, άρχισε να καλλιεργεί τη δική της «μεγάλη ιδέα»: το, εσωτερικώς, «ισχυρή Τουρκία» «μεταφράστηκε» σε αυτό που, πια, χαρακτηρίζουμε νέο-οθωμανισμό προς τα έξω. Τα πρώτα δείγματα ήρθαν με εντυπωσιακό τρόπο όταν το 2003, η, συνήθως πάντα πρόθυμη να εξυπηρετήσει τις ΗΠΑ, τουρκική ηγεσία αρνήθηκε να παραχωρήσει τα αεροδρόμια, τις νατοϊκές της βάσεις και τον εναέριο χώρο της για την επίθεση κατά του Ιράκ. Έκτοτε, η τουρκική ηγεσία επιχειρεί με κάθε ευκαιρία να «χτίσει» περαιτέρω την εικόνα του «απολύτως απαραίτητου» διαμεσολαβητή ανάμεσα στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και στον μουσουλμανικό κόσμο. Να προβληθεί ως «πρότυπο» μουσουλμανικής χώρας υπό τη διακυβέρνηση μιας μετριοπαθούς ισλαμικής πολιτικής δύναμης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική στα τυραννικά αυταρχικά κλεπτοκρατικά και κοσμικά (ίσως γι αυτό και διεφθαρμένα, όπως προπαγανδιζόταν) καθεστώτα των αραβικών χωρών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις Ερντογάν προσέγγισαν το Ιράν, προκαλώντας δυσφορία στη Δύση,«τα ‘σπασαν» (διπλωματικά αλλά όχι φυσικά οικονομικά και κυρίως όχι στρατιωτικά) με το Ισραήλπροσπαθώντας να οικειοποιηθούν το ρόλο του υπερασπιστή των Παλαιστινίων (Μάβι Μαρμαρά, Μάης 2010), μετά αναμίχθηκαν σε κάθε εξέγερση που έλαβε χώρα στο Μάγρεμπ (Τυνησία, Αίγυπτος) στηρίζοντας παντοιοτρόπως τους εκεί ομοϊδεάτες «Αδελφούς Μουσουλμάνους» –οι καταγγελίες για χρηματοδότηση ιδιαίτερα στην Τυνησία του κόμματος «Εννάχντα» από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι αμέτρητες-, συμμετείχαν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη.
Αν κάποια στιγμή το 2012 η τουρκική διπλωματία φαινόταν να πετυχαίνει το στόχο της, δηλαδή να αναδειχθεί σε ισχυρή και απαραίτητη περιφερειακή δύναμη, σήμερα το μεγαλεπήβολο αυτό «όραμα» μοιάζει να της γυρνά μπούμερανγκ προκαλώντας έντονη ανησυχία αλλά και δυσαρέσκεια και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Άραβες, ακόμη και οι ομοϊδεάτες, δεν είδαν με «καλό μάτι» την προσπάθεια «καπελώματός» τους από την τουρκική διπλωματία.
Ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα να είναι η αντίδραση που φέρονται να είχαν ηγετικά στελέχη των Αιγυπτίων «Αδελφών μουσουλμάνων» όταν πρωτοσυναντήθηκαν με τον Ερντογάν που έσπευσε να επισκεφτεί την Αίγυπτο μετά την ανατροπή Μουμπάρακ (φθινόπωρο 2011). Τότε, οι Αιγύπτιοι «αδελφοί» τον ευχαρίστησαν για το ενδιαφέρον αλλά του θύμισαν ότι στην Αίγυπτο γεννήθηκαν οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» και ξέρουν καλύτερα τι να κάνουν.
Όπως όλα δείχνουν το πιο «σκληρό πλήγμα» το νέο-οθωμανικό όραμα το δέχεται στο πεδίο εκείνο που ήταν και το μεγάλο του στοίχημα: τη Συρία. Η επιμονή της τουρκικής ηγεσίας για άμεση στρατιωτική επέμβαση στη Συρία με κάθε τρόπο (εμπλοκή του ΝΑΤΟ, ανάπτυξη Patriot, πρόταση για ζώνη απαγόρευσης πτήσεων) καθώς και η άμεση ανάμιξή της στη δημιουργία δεδομένων επί του συριακού εδάφους –εξοπλισμός και ελεύθερη μετακίνηση αντιπολιτευόμενων ενόπλων από την μεθόριό της- μοιάζουν, τελευταία, να προκαλούν δυσφορία ακόμη και στις ΗΠΑ. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ουάσινγκτον δεν εκτιμά διόλου «τον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα προσπαθεί να τη σύρει σε μεγαλύτερη εμπλοκή».
Η στάση της τουρκικής ηγεσίας απέναντι στον εμφύλιο στη γειτονική Συρία έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις και εντός Τουρκίας. Η κυβέρνηση Ερντογάν, απροκάλυπτα, σχεδόν από την πρώτη στιγμή υποστήριξε τη συριακή αντιπολίτευση και κυρίως την ιδεολογικά «αδελφή» παράταξη (στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) των Αδελφών Μουσουλμάνων καθιστώντας την Κωνσταντινούπολη στο σταθερό σημείο συνάντησης της συριακής αντιπολίτευσης.
Η στάση αυτή διέρρηξε πλήρως τις σχέσεις Τουρκίας – Συρίας, προκάλεσε «ψυχρότητα» στις σχέσεις Ιράν – Τουρκίας λόγω της στενής σχέσης της Τεχεράνης με τη Δαμασκό, έφερε περισσότερους από 100.000 Σύρους πρόσφυγες στις περιοχές κοντά στα τουρκο-συριακά σύνορα, μετέτρεψε την μεθόριο σε πέρασμα κάθε λογής όπλων προς το συριακό έδαφος αλλά και σε πεδίο μάχης ενίοτε. Κοινώς μετέτρεψε την Τουρκία σε μέρος του ίδιου του συριακού προβλήματος.
Η τουρκική κοινή γνώμη δεν είδε με καλό μάτι την εξέλιξη αυτή. Οι φιλειρηνικές διαδηλώσεις, οι διαδηλώσεις κατά της ανάπτυξης των αντιαεροπορικών συστοιχιών Patriot του ΝΑΤΟ στην τουρκο-συριακή μεθόριο (επισήμως για αμυντικούς λόγους) και υπέρ του τερματισμού της τουρκικής ανάμιξης στα της Συρίας ήταν, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, πολυάριθμες και ογκώδεις. Ασχέτως αν τα ΜΜΕ (τόσο τα τουρκικά όσο και τα ελληνικά) φρόντισαν να μην τις προβάλλουν. Όπως καταγράφεται στη δημοσκόπηση που δημοσίευσε η Hurriyet Online το 70,8% των ερωτηθέντων χαρακτηρίζει λανθασμένη την πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στη Συρία. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο πιστεύει και το 32% των ψηφοφόρων του κυβερνόντος κόμματος.
Ουδείς γνωρίζει τι θα γίνει τελικά στη Συρία. Αν όμως επικρατήσει το σενάριο της επίτευξης κάποιου είδους συμφωνίας πολιτικής μετάβασης στη βάση μιας «λεπτής ισορροπίας» ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και στους πληρεξούσιούς τους στο πεδίο της μάχης, τότε η τουρκική κυβέρνηση θα περιέλθει πραγματικά σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν είναι μόνο ότι δεν θα μπορεί να προσδοκά σε μεγάλη επιρροή στην όποια νέα συριακή ηγεσία. Επιπλέον, «μένει» με τους πρόσφυγες –αφού κανείς δεν ξέρει πότε θα μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους- αλλά και τους εξτρεμιστές ενόπλους που εξέθρεψε, αν όχι στο έδαφός της, σίγουρα σε απόσταση αναπνοής. Ταυτόχρονα έχει ανοίξει για τα καλά, πάλι, και η συζήτηση για το κουρδικό, την ώρα που ο Ερντογάν δίνει την εντύπωση, τουλάχιστον, ότι επιδιώκει ένα στοιχειώδη ιστορικό συμβιβασμό με το ΡΚΚ, εξού και η πρόσφατη συμφωνία κατάπαυσης πυρός.
Αντίστροφη μέτρηση
Με τις ρωγμές στο «οικοδόμημα» της «ισχυρής Τουρκίας» να τρέμει και το νέο-οθωμανικό «όραμα» να ξεφτίζει επικίνδυνα, οι αποφάσεις για το αλκοόλ, τα φιλιά, το πάρκο Γκεζί, την ονομασία της τρίτης γέφυρας του Βοσπόρου ως «Σελίμ Α’» (ο Σουλτάνος που αιματοκύλισε περισσότερο από όλους τους αλεβίτες Τούρκους που αριθμούν περί τα 10 – 15 εκατομμύρια) λειτούργησαν ως φυτίλι σε ένα καζάνι που είναι προφανές ότι βράζει εδώ και καιρό. Και το «καζάνι έσκασε» την ώρα που οι αστυνομικές δυνάμεις έδερναν αλύπητα τους διαμαρτυρόμενους για το πάρκο Γκεζί. Χιλιάδες κόσμου, πιθανότατα κόσμος που ποτέ πριν δεν είχε διαδηλώσει, έφτασαν στην Ταξίμ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο τουρκικός λαός «βγήκε άξαφνα» στους δρόμους , ή ότι κινητοποιήθηκε μόνο μέσα από τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία ο Ερντογάν έσπευσε να δαιμονοποιήσει όπως πριν από αυτόν είχαν πράξει και ο Μπεν Άλι στην Τυνησία, και ο Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και ο Άσαντ στη Συρία, ευρισκόμενος έτσι, ειρωνικά, στη θέση εκείνων στους οποίους είχε σπεύσει να «κουνήσει το δάχτυλο». Το facebook και το twitter σαφώς διευκολύνουν την επικοινωνία και το συντονισμό, και προφανώς είναι πολύ αποτελεσματικότερα από άλλα μέσα λόγω της μετάδοσης πληροφοριών σχεδόν σε πραγματικό χρόνο και χωρίς λογοκρισία, αλλά δεν μπορούν από μόνα τους να κινητοποιήσουν μάζες. Αυτό άλλωστε απέδειξε και η εμπειρία της Τυνησίας και της Αιγύπτου: πριν το μέγα πλήθος κατακλύσει τους δρόμους, προηγήθηκαν χρόνια διαμαρτυριών και απεργιών υπό σκληρότατες συνθήκες που «άνοιξαν το δρόμο».
Και στην Τουρκία, ένα, έστω και μικρό, τμήμα όσων σήμερα διαδηλώνουν βρίσκεται, εδώ και πολύ καιρό, στους δρόμους: είτε με απεργιακές συγκεντρώσεις –ιδιαίτερα από το 2010 και μετά-, είτε με φιλειρηνικές διαδηλώσεις είτε με διαμαρτυρίες κάθε είδους. Ορισμένοι -όσοι συμμετέχουν και σε πολιτικές δυνάμεις- έχουν συνολική παρουσία. Άλλοι επιλεκτική. Στη διαμαρτυρία στο πάρκο Γκεζί δεν ήταν απλώς δέκα «οικολόγοι». Ήταν μία από τις πολλές διαμαρτυρίες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των ελαχίστων δημοσίων χώρων που έχουν απομείνει στη χώρα. Σε αυτήν το παρών επεδίωξαν να δώσουν πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, οι οποίες και αντέδρασαν αστραπιαία κινητοποιώντας οπαδούς και φίλους μετά το εγκληματικό χτύπημα της αστυνομίας που απέδειξε ότι ο «Σουλτάνος Ερντογάν» αρνείται να ακούσει ή να επιτρέψει τη διαφωνία. Ό,τι δηλαδή κατήγγειλε ως αντιπολίτευση απέναντι στο στρατοκρατούμενο «βαθύ κράτος».
Στην Ταξίμ και στις δεκάδες άλλες τουρκικές πόλεις διαδηλώνει και αιματοκυλίζεται ένα ανομοιογενές πλήθος, αποτελούμενο, τις πρώτες μέρες, κυρίως από μεσαία και μικροαστικά στρώματα. Το τμήμα εκείνο, δηλαδή, του πληθυσμού που νιώθει διαρκώς την ανάσα της προλεταριοποίησης στο σβέρκο και γνωρίζει τι σημαίνει «αγορά εργασίας σε μια καπιταλιστική ζούγκλα». Το τμήμα που δεν θέλει να πέσει παρακάτω στην κόλαση της ανέχειας. Που κατάφερε, πιθανότατα, να φτάσει να σπουδάσει μετά την απαγκίστρωση του στρατού από την εξουσία, και δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την μετατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν σε ένα νέου τύπου αυταρχικό «βαθύ κράτος». Ενδεικτικό είναι ότι ένα 79,3% αντιτίθεται στα σχέδια Ερντογάν για μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό με ενίσχυση των καθηκόντων του προέδρου (σχεδιασμός στον οποίο εντάσσεται η εκλογή Ερντογάν στην προεδρία το 2014). Και στην προοπτική αντιτίθεται και το 65% των ψηφοφόρων του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης!
Στους δρόμους βρίσκεται επίσης το τμήμα εκείνο των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, που παρέμεινε πιστό στους κεμαλιστές και έχει φτάσει στα όριά του με την «ισλαμοποίηση» και τον τρόπο επιβολής της. Στους δρόμους βρίσκονται οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις (τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης από τους κεμαλιστές του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος μέχρι το ΚΚ Τουρκίας χωρίς να αποκλείει κανείς την παρουσία ακόμη και ακροδεξιών κοσμικών στοιχείων ή ακόμη και μετριοπαθών ισλαμικών). Μετά τις πρώτες μέρες, στο δρόμο βρέθηκαν και οργανωμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις με την Συνομοσπονδία Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων και την Συνομοσπονδία Επαναστατικών Συνδικάτων που εκπροσωπεί τον ιδιωτικό τομέα. Οι τελευταίες πληροφορίες, δε, ανέφεραν ότι αρχίζουν πια να συμμετέχουν οργανωμένα και οι Κούρδοι.
Η Ταξίμ, η Ταχρίρ και οι πλατείες του κόσμου
Θα γίνει «η Ταξίμ Ταχρίρ», δηλαδή θα πετύχει την ανατροπή Ερντογάν; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε μονοσήμαντη. Το βέβαιο είναι ότι η αλαζονεία με την οποία ο ίδιος αντιμετωπίζει τους διαδηλωτές προκαλεί περισσότερο θυμό. Οι αλλεπάλληλες δε επικλήσεις του στους οπαδούς του –στο άλλο 50%- είναι ένα παιχνίδι με τη φωτιά που θα μπορούσε, υπό ορισμένες συνθήκες, ν’ αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνο για την ίδια την εθνική ενότητα της χώρας.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι ό,τι γίνεται σήμερα στην Τουρκία, μοιάζει, σε ένα κάπως αφαιρετικό επίπεδο, ως το «προσεχώς» των ανατροπών στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, αφού στις δύο τελευταίες μόλις τον τελευταίο χρόνο «δοκιμάζεται» στην εξουσία το εμφανιζόμενο ως μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ. Και στην Αίγυπτο, και στην Τυνησία και στην Τουρκία –και γιατί όχι και στην ευρωπαϊκό νότο της ευρωζώνης- τα συνθήματα υπέρ των ελευθεριών, κατά της καταστολής και κατά του στυγνού προσώπου του καπιταλισμού –φτώχεια, εξαθλίωση, ιδιωτικοποιήσεις, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, εκμετάλλευση κλπ- είναι κοινά.
Κοινός παράγοντας επίσης είναι η εφαρμογή σκληρών αντιλαϊκών πολιτικών λιτότητας που είναι πια γνωστό ότι για να γίνουν πράξη χρειάζονται ως απαραίτητο συστατικό την περιστολή των ελευθεριών και την καταστολή. Η παρουσία και τα διάφορα πακέτα «δημοσιονομικής εξυγίανσης» του ΔΝΤ είναι επίσης άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό, όπως είναι και η συμμετοχή μικρομεσαίων και μεσαίων στρωμάτων, με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, στις διαδηλώσεις.
Το τουρκικό αστικοδημοκρατικό σύστημα, όμως, παρά την καταστολή, την παραβίαση δικαιωμάτων, τον εργασιακό μεσαίωνα, και τα χαρακτηριστικά από το βαθύ κράτος, είχε και έχει ακόμη σημαντικές διαφορές με τις εκτεταμένες κλεπτοκρατικές οικογενειοκρατίες που κυριάρχησαν επί χρόνια στη βόρεια Αφρική. Στην Τουρκία, το πολιτικό Ισλάμ, δια του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης, ήρθε στην εξουσία χωρίς να προηγηθούν ούτε διαδηλώσεις, ούτε εξεγερσιακές καταστάσεις, αν και καρπώθηκε, όπως και οι ομοϊδεάτες του σε Τυνησία και Αίγυπτο, την λαϊκή οργή και δυσφορία για τις δεκαετίες καταπίεσης, καταστολής και ατελείωτης μιζέριας, μοιράζοντας υποσχέσεις κοινωνικής δικαιοσύνης, σεβασμού και ελευθερίας. Επίσης, το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία, δηλαδή το Κόμμα Δημοκρατίας και Ανάπτυξης, κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία για αρκετά χρόνια πριν την πρόσφατη έκρηξη δυσφορίας –κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουν τα «αδελφά» του κόμματα στις δύο χώρες του Μάγρεμπ.
Το ερώτημα, που η λαϊκή έκρηξη στην Τουρκία, φέρνει στο προσκήνιο, είναι «μετά τον Ερντογάν τι; » Οι κεμαλιστές και όλες οι πολιτικές δυνάμεις που συνδέονται με το, πριν τον Ερντογάν, καθεστώς επιδιώκουν ανοιχτά να καρπωθούν κάτι από την εξέγερση του τουρκικού λαού. Πιθανότατα θα το πετύχουν, χωρίς, όμως, αυτό να ομοιάζει σε κάτι με την παλαιότερη ισχύ και αίγλη τους. Δεν φαίνεται να μπορούν πραγματικά να πείσουν ως εναλλακτική, λόγω της διαχρονικής τους σχέσης με το πάλαι ποτέ «βαθύ κράτος».
Η τουρκική αριστερά, από την άλλη, παραμένει κατακερματισμένη και βαθιά τραυματισμένη από τις δεκαετίες των διώξεων. Μοιάζει, όμως, για πρώτη φορά οι συνθήκες να την ευνοούν να υπερβεί τα όρια του διλήμματος που το σύστημα πάντα έθετε για την περιθωριοποιήσει και να τη συνθλίψει ανάμεσα στα «εθνικά συμφέροντα και στη θρησκευτική πίστη». Από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στις διαδηλώσεις, ξεπερνώντας αγκυλώσεις και φοβίες σχετικά με την εκεί παρουσία αστικών πολιτικών δυνάμεων, ακόμη και οργανωμένων οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, αλλά και κάθε λογής μηχανισμών μυστικών υπηρεσιών ξένων και ντόπιων, που έργο ακριβώς έχουν να δρουν μέσα στο πλήθος σε τέτοιες καταστάσεις –όχι όμως απαραίτητα να τις «κατασκευάζουν» και να τις «ελέγχουν» μέχρι τέλους, όπως συνομωσιολογικά πολλοί ισχυρίζονται διαβλέποντας ορθώς την σχετικά θετική στάση μεγάλων δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ απέναντι στους διαδηλωτές. Οι τουρκικές αριστερές πολιτικές δυνάμεις, με την μεγαλύτερη εμπειρία τους, συνεισέφεραν στην αντίσταση απέναντι στην καταστολή. Το πιθανότερο είναι ότι επίσης θα καρπωθούν μέρος της λαϊκής δυσφορίας. Αυτό, όμως, πολύ απέχει από το να κατακτήσουν το ρόλο της εναλλακτικής δύναμης εξουσίας.
Η οξυδερκής παρατήρηση του ανταποκριτή του BBC Πολ Μέησον ότι καθοριστικό ρόλο στην τροπή που θα πάρουν οι διαδηλώσεις αλλά και στο διακύβευμα τελικά που θα τεθεί σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο είναι η παρουσία των συνδικάτων, της εργατικής τάξης είναι προφανής. Αποδείχτηκε και στις περιπτώσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η σταδιακή είσοδος στο προσκήνιο των διαδηλώσεων και οργανωμένων κουρδικών δυνάμεων θέτει πολύ πιο σοβαρά ζητήματα για την κυβέρνηση Ερντογάν. Αλλά και για την ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα.
Οι επισημάνσεις αυτές βέβαια δεν απαντούν άμεσα στο ερώτημα «μετά τον Ερντογάν τι;» Ένα ερώτημα που, σε ελεύθερη μετάφραση, φέρνει πιο κοντά την Ταξίμ στην πλατεία Συντάγματος αλλά και στις πλατείες της Ρώμης, της Μαδρίτης, της Λισαβόνας, του Παρισιού. Που πλανιέται στον αέρα. Που ψιθυρίζεται μεταξύ των διαδηλωτών. Ενώ ταυτόχρονα διατυπώνεται και στα τραπέζια όπου τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία χαράσσουν νέα σχέδια για περιοχές, ( Ευρασία, νοτιοανατολική Μεσόγειος, Αφρική) των οποίων ο πλούτος θα καθορίσει «αφεντάδες και δούλους».
Είναι ένα ερώτημα αγωνιώδες, πιεστικό και ελπιδοφόρο. Είναι ένα ερώτημα που επιβεβαιώνει ότι οι δεκαετίες καταπίεσης, ωμής βίας και αυταρχισμού, η εξαθλίωση και η απόγνωση, ακόμη και η αποχαυνωτική επίδραση θρησκευτικών πολιτικών δυνάμεων, δεν μπορούν να σταματήσουν την αντίστροφη πορεία του καπιταλισμού, δεν μπορούν να κρύψουν για πάντα την αλήθεια του. Με διάφορες μορφές, αφορμές και υπό διαφορετικές συνθήκες, η εποχή μας εξελίσσεται σε εποχή εξεγέρσεων, ρευστότητας, ανακατατάξεων και ανατροπών. Και πολιτικά και γεωπολιτικά. Τίποτε δεν τελειώνει, τίποτε δεν είναι μάταιο, τίποτε δεν είναι λίγο: η οργή του λαού προκαλεί πάντα ρίγη στις κάθε λογής εξουσίες και έχει πάντα τη δυνατότητα να μετατραπεί σε ανίκητη δύναμη, όσο μικρά και αν μοιάζουν τα βήματα που κάνει. Είναι παρακαταθήκη για το αύριο. Ένα αύριο που από την Ταχρίρ, την Ταξίμ μέχρι τη Βαστίλη, την Νέα Υόρκη και το occupy wall street οφείλουμε, επιτέλους, χωρίς άλματα στο κενό και χωρίς αφορισμούς είτε προς το χθες είτε στο σήμερα, ν’ αρχίσουμε ν’ αφηγούμαστε αδρά, ξεκάθαρα, σταθερά. Να βρούμε και πάλι οραματική πυξίδα.
ΥΓ. Ένα ακόμη τραγούδι για την εξέγερση της Ταξίμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.