Είναι ένα σημείο του καιρού μας, και κάθε άλλο παρά ευοίωνο σημείο, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται σαν να θέλει να αποσυρθεί από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Να αποσυρθεί, όχι με την έννοια της εγκατάλειψης ενός άβολου τόπου, αλλά με μιαν άλλη, παράδοξη, που δείχνει πως η ψυχή του καταλαμβάνεται όλο και περισσότερο από ένα μείγμα οκνηρίας, δειλίας και καιροσκοπισμού. Θέλει να κρατά μια αυξομειούμενη απόσταση από τα πράγματα, ώστε να μπορεί να αποσπά απ’ αυτά οτιδήποτε πρόσφορο για το συμφέρον του, αν δει πως δεν θα του κοστίσει σε περιπέτειες οι οποίες δεν ξέρει πού θα τον βγάλουν. Παρατηρεί, και καιροφυλακτεί αδρανώντας. Αλλά ένας τέτοιος κόσμος κατοικημένος από ανθρώπους που προσπαθούν να τον χρησιμοποιήσουν με τον πιο πρόχειρο και άμεσο τρόπο αντί να τον ζήσουν, έτσι όπως θα ζούσε ένας ένοικος μέσα στην ασφάλεια και την τάξη του σπιτιού του, τι είδους κόσμος είναι; Η πρώτη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι αυτό το οίκημα, ο κόσμος, ορθώνεται πλέον σαν μια πελώρια κατασκευή που ενώ εξακολουθεί να περιβάλλει τα άτομα και τις ομάδες, έχει πάψει να τα περιέχει. Ή μάλλον, οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν πάψει να θεωρούν ότι τους περιέχει. Με άλλα λόγια, αυτό που ονομαζόταν, κάποτε, Κοινά, η αίσθηση πως οι ανθρώπινες μονάδες βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη, διέρχεται σήμερα μια κρίση χωρίς προηγούμενο. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε εκδηλωθεί τόσο έντονη διάθεση φυγής από τον κόσμο. Ας αναλογισθούμε για λίγο τι προηγήθηκε.
Η αρχαία ελληνική πόλις με τις λειτουργίες της και τα ήθη της που υποβαστάζουν τους νόμους, συγκρατεί μέσα στους κόλπους της τους πολίτες και τους κάνει συχνά να νιώθουν ταυτισμένοι με τις τύχες της. Ανάλογη, αν και μέσα από διαφορετικές διαδικασίες, είναι η θέση που παραχωρεί η Ρώμη στους πολίτες. Η πόλις γίνεται κράτος και το κράτος αποτελεί έμβλημα στο οποίο αποτυπώνεται η ατομική ταυτότητα. Ο τρόπος που ο Ρωμαίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του προκύπτει από τη σχέση του με τον κραταιό θεσμό, με τη στρατιωτική ισχύ, με το εκθαμβωτικό μεγαλείο μιας αυτοκρατορίας από την οποία λαμβάνει το ατομικό του μερίδιο. Αργότερα, στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η κατάσταση αλλάζει, δεδομένου ότι το θάμβος της εξουσίας δεν διαχέεται πλέον προς τα κάτω. Οι ευγενείς κυβερνούν, οι ταπεινοί δουλεύουν. Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα στους ταπεινούς διατηρείται η αίσθηση ότι βρίσκονται όλοι στην ίδια βάρκα, και από την άλλη, ότι το σκάφος των ηγεμόνων ακολουθεί περίπου τον ίδιο πλου. Οι διαφορές, οι αντιθέσεις των συμφερόντων υπάρχουν φυσικά και είναι οδυνηρά αισθητές, αλλά δεν φθάνουν να αποσυνθέσουν στην αντίληψη των ανθρώπων μια ορισμένη ενότητα του κόσμου. Σ’ αυτό, βέβαια, συμβάλλει και η χριστιανική διδασκαλία. Με την αυξανόμενη επιρροή της καλλιεργεί τη βεβαιότητα πως ό,τι κι αν είναι ο επίγειος κόσμος είναι για τους θνητούς κατ’ ουσίαν κοινός. Τα καθήκοντα για τους ανθρώπους, οι φροντίδες για την σωτηρία της ψυχής τους, δεν διαφέρουν κατά άτομο ή κατά κοινωνική ομάδα ή τάξη. Όλοι προορισμένοι για τον ίδιο σκοπό, με την ίδια προσδοκία λυτρώσεως. Αυτήν ακριβώς την προοπτική, ή μάλλον τη μέθοδο για να την ακολουθήσει κάποιος αποδοτικά, την αμφισβήτησε ανοικτά, όπως γνωρίζουμε, η Μεταρρύθμιση.