«Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια», Μ.Χ..
Ασυμβίβαστος και πρωτοπόρος, εχθρός της σοβαροφάνειας και των παγιωμένων αντιλήψεων, λάτρης της «νεότητας» και της συνεχούς αμφισβήτησης και με όπλο του την ελληνική αλλά και την οικουμενική παιδεία, ο Μάνος Χατζιδάκις συνέδεσε τη λόγια με τη λαϊκή μουσική, δημιουργώντας έτσι έναν «νέο» ήχο, ένα «νέο» τραγούδι, που έχει τις ρίζες του τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.
Αθήνα 1941-1944.
Κατοχή.
Ο Μάνος Χατζιδάκις στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
|
Μάνος Χατζιδάκις αφιέρωσε την Εποχή της Μελισσάνθης (έργο 37) στη μνήμη της μητέρας του. Πρόκειται για μια καντάτα για ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές, μεικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα, με βασικό μουσικό όργανο το μπουζούκι.
Η Μελισσάνθη είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο με υψηλή ποιητική διάσταση. Στον επίλογο του σημειώματός του, ο Χατζιδάκις αναφέρει: «Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα το χαμό της. Κι ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δε θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και στην εποχή της. Επιθυμώ να καταγράψω μόνο, την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησα μέσ’ από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζω».
Το θέμα της Μελισσάνθης άρχισε να απασχολεί τον συνθέτη από το 1945. Ωστόσο, η πρώτη εικόνα του έργου σχηματίζεται το 1965, όταν ο Χατζιδάκις γράφει το ποίημα «Η Εποχή της Μελισσάνθης«, που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Μυθολογία. Τα κεντρικά μέρη του ποιήματος αυτού θα αποτελέσουν τον πυρήνα του μουσικού έργου, το οποίο ο συνθέτης ξεκίνησε να συνθέτει το 1970, στην Αμερική. Η Εποχή της Μελισσάνθης απασχόλησε τον συνθέτη επί μία δεκαετία – περισσότερο από κάθε άλλο έργο του, μετά την Αμοργό. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1980 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, και κυκλοφόρησε το ίδιο έτος σε διπλό άλμπουμ από τη δισκογραφική εταιρία ΝΟΤΟΣ της Lyra.
***
"στην μητέρα μου, στην ιερή της μνήμη Μ.Χ.
Μία πρώτη ανάγνωση. Λίγο μετά τον πόλεμο, είδα σε μια εφημερίδα –
κ ί τ ρ ι ν η τη θυμάμαι, σαν όλες τις εφημερίδες– μια είδηση χαμένη μέσα στις πολλές, απ’ την κατεστραμμένη Γερμανία. Έλεγε για μια γυναίκα που ο πόλεμος της είχε αρπάξει όλους τους δικούς της και για να επιζήσει έρημη καθώς ήταν, πουλούσε έρωτα μες στο ερειπωμένο υγρό λιμάνι του Αμβούργου. Και ένα βράδυ, όπως τριγύριζε στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού, γνωρίζει έναν στρατιώτη, νέο παιδί και άρρωστο σχεδόν, που επέστρεφε απ’ την αιχμαλωσία. Πηγαίνουν για έρωτα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο και πάνω στο κρεβάτι, από ένα φυλαχτό που είχε κρεμασμένο στον λαιμό του, τον αναγνώρισε – ήταν o γιος της.
Τρέχει έξαλλος αυτός και πνίγεται στα κρύα νερά του λιμανιού. Κι εκείνη, που το μυαλό της σάλεψε, απόμεινε τρελή ν’ αποζητάει το γιο της στο λιμάνι. Εδώ τελειώνει η είδηση. Πώς ήρθε τ’ όνομα της Μελισσάνθης μέσα μου ξαφνικά; Μια γυάλινη ηρωίδα του μεσοπολέμου, να παίρνει έτσι αυθαίρετα την όψη μιας τρελής μητέρας, ερωμένης κι αδερφής μες στα ερείπια μιας κατεστραμμένης πόλης; Η ιστορία αυτή άφησε μέσα μου μια ταραχή ως τώρα, που τελείωσα την εποχή της Μελισσάνθης, χωρίς να ξέρω αν τέλειωσα και με το πρόσωπό Της.
Δεύτερη ανάγνωση. Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δύο φίλους που ζητάν δραματικά κι επίμονα να σταματήσουνε το Χρόνο, ή εκείνο το φίλο που τον χάσαμε σχεδόν παιδί – τον λέγαν Έκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι «εθνικόφρονες» εκείνου του καιρού. Και εικόνες άπειρες με σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό.
Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω στις καμένες στέγες μ’ ένα πλήθος που να κραυγάζει έξαλλα κι αλλοπρόσαλλα συνθήματα. Μες στον αλαλαγμό, ρωτούσαμε και ψάχναμε να βρούμε τη Μελισσάνθη, σύμβολο ιδανικών αλλοτινών καιρών. Μα η Μελισσάνθη δε βρισκόταν πουθενά. Γιατί αν την βρίσκαμε, ίσως να μην επέτρεπε τους φόνους του Τζων Κέννεντυ και του Λούθηρου Κινγκ. Δε θα ‘φηνε να γίνει το Βιετνάμ χώρα της βίας και της χαμένης ανθρωπιάς, τη Χιλή να αιμορραγεί στη δύση του Ηλίου και την Αργεντινή να χορεύει ταγκό με το ρυθμό των πολυβόλων. Οι νέοι της Αμερικής του ‘60, ανακάλυψαν τον Ντέμιαν και τα νεκρά παιδιά του Μάλερ κι εκείνο το ερωτικό παιδί από τη Βενετία. Όμως η πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εξακολουθεί να παρασέρνει τον κόσμο μας στον τελικό του αφανισμό. Και η Μελισσάνθη, αφού τραγούδησε μια τελευταία φορά την τραγική Λιλή Μαρλέν, χάθηκε στα σκοτάδια των καιρών. Οριστικά.
Και μια τρίτη ανάγνωση, ελληνική. H Μελισσάνθη απόμεινε τρελή ν’ αποζητάει μοιρολογώντας τον πνιγμένο γιο της. Πώς βρέθηκε εκείνες τις μέρες στην Αθήνα; – δεν έγινε γνωστό. Όλοι ρωτούσαν, ψάχναν να την βρουν, μαζί μ’ αυτούς κι εγώ, γνωρίζοντας πως ίσως να βρισκόταν κάπου εκεί ανάμεσά μας.
Μάθαμε τέλος πως συνάντησε τυχαία διαδηλωτές, πως την καταδιώξανε, την ποδοπάτησαν και πως της σπάσανε τα κόκαλα. Έτσι στη γη πεσμένη και νεκρή, τη βρήκανε περαστικοί και δίχως προσευχή ή ακολουθία θρησκευτική, τη θάψαν βιαστικά για να προλάβουνε την βραδινή παρέλαση και λαμπαδηφορία. Για την απελευθέρωση. Μια απελευθέρωση που έκρυβε μέσα της ένα θανατερό συμβιβασμό, τη βία και την ενοχή, την προδοσία και τη χωρίς γιατρειά τραυματισμένη ελευθερία. Μία απελευθέρωση που δεν πρόλαβε να γίνει λ α ϊ κ ή. Την κατέγραψαν μ’ ευκολία ε θ ν ι κ ή και την γιορτάζουνε στα Δημαρχεία και στις Νομαρχίες.
«Σου σπάσανε τα κόκαλα τ’ ασθενικά παιδιά μας», αναστροφή του Σολωμικού «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά». Πού βρίσκεται η αλήθεια της νεοελληνικής μας ελευθερίας; Βέβαια και στους δύο αυτούς στίχους. Αδιάκοπα, διαδοχικά και παρανοϊκά.
Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα το χαμό της. Κι ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δε θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και στην εποχή της. Επιθυμώ να καταγράψω μόνο, την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησα μέσ’ από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζω.
Μάνος Χατζιδάκις (9 Δεκεμβρίου 1980)"
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.