Να μην ξεχνάμε ποτέ τον Δημήτρη Χριστούλα....
4 Απριλίου 2012
«Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι΄αυτήν.
Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε το καλάσνικωφ ο δεύτερος θα ήμουν εγώ) δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω τα σκουπίδια για την διατροφή μου.
Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (Πιάτσα Πορέτο του Μιλάνου).»
--Δημήτρης Χριστούλας
*Σαν σήμερα στις 4 Απρίλη του 2012 ο 77χρονος συνταξιούχος φαρμακοποιός Δημήτρης Χριστούλας, αφαίρεσε τη ζωή του με συμβολικό τρόπο στην πλατεία Συντάγματος.
_______*****_______
Ξύπνησε νωρίς
Ήθελε να’χει μπόλικο χρόνο μπροστά του.Όχι για να σκεφτεί, τα’χε σκεφτεί όλα από μέρες, τί μέρες…μήνες,χρόνια, ίσως και όλη του τη ζωή να προετοιμαζόταν γι’ αυτό…
Χρόνο για να φροντίσει τον εαυτό του ήθελε. Να πλυθεί, να ξυριστεί, να πιεί το καφεδάκι του…Να καπνίσει κι ένα τσιγάρο με την ησυχία του –κρυφά από τα παιδιά που του γκρίνιαζαν…
Θυμήθηκε αυτά που λέγανε για τους Σπαρτιάτες και χαμογέλασε. Ποτέ δεν ήταν εθνικιστής κι όλες αυτές τις ιστορίες περί γενναιότητας των τριακοσίων τις άκουγε με σκεπτικισμό και ειρωνεία. Όμως, φαίνεται, από το λέγε-λέγε, κάτι του είχαν αφήσει στο υποσυνείδητο…
Ντύθηκε προσεχτικά. Έβαλε και σακάκι- πράγμα σπάνιο γιατί συνήθως κυκλοφορούσε με μπουφάν. Στο ντύσιμο είχε παραμείνει νέος, «στη δεκαετία του εβδομήντα», λέγανε τα παιδιά και γελούσαν μαζί του. Και, φαντάσου, δεν ήξεραν ότι κρατούσε ακόμη το χακί αμπέχωνο που φορούσε τότε, στα γεγονότα της νομικής…
Το σακίδιο που κρέμασε στον ώμο του δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη εμφάνισή του αλλά…τί σημασία είχε… έτσι κι αλλιώς ήταν απαραίτητο.
Μέρα ηλιόλουστη, καθαρά ανοιξιάτικη, θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να τον κάνει να έχει δεύτερες σκέψεις. Όμως δεν τον επηρέασε καθόλου ούτε του άλλαξε την ψυχική διάθεση-πόσο μάλλον την απόφαση. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν ότι με την λιακάδα θα υπήρχε αρκετός κόσμος στην πλατεία κι αυτό ευνοούσε τα σχέδιά του. Είχε αρχίσει ήδη να βλέπει τα πράγματα σαν αόρατος θεατής,σαν κάπου από τα παρασκήνια ή από ψηλά… «Από ψηλά»; Πώς του ήρθε τώρα αυτό;
Να, πάλι, τα κατάλοιπα των κλισαρισμένων αποτυπωμάτων μιας μικροαστικής προέλευσης και παιδείας…
Ο ηλεκτρικός γεμάτος. Πρόσωπα βαριεστημένα… άλλα κατσουφιασμένα… όλοι στην τσίτα, έτοιμοι για διαπληκτισμούς στην παραμικρή αφορμή. Πολλοί ζητιάνοι, αρκετοί εφοδιασμένοι με φωτοτυπημένα αποδεικτικά απόλυτης ένδειας ή ανίατης ασθένειας. Το κοινό αδιάφορο.
Στην Ομόνοια άλλαξε γραμμή,το μετρό θα τον πήγαινε στον τελικό προορισμό του.
Όλα έμοιαζαν κανονικά-για κάποιον που έβλεπε τα πράγματα επιφανειακά - ή μήπως αυτός ήταν που έψαχνε πίσω από το κάθε τι ανύπαρκτες καταστάσεις και συναισθήματα; Το’χε αυτό από νέος, να δίνει σε όλα τις διαστάσεις που ήθελε εκείνος, να φιλτράρει τα πάντα μέσα από τη δική του λογική και ευαισθησία. Συνήθως έτρωγε μεγάλη ήττα,αλλά μυαλό δεν έβαζε.
Να, μια κοπελλίτσα μπροστά του, κακόκεφη και σκεφτική. Μπορεί να την είχαν διώξει από τη δουλειά της. Μπορεί να είχε τον πατέρα της σοβαρά άρρωστο. Ίσως έψαχνε τρόπο να φύγει από τη χώρα και να αναζητήσει μια πιο υποφερτή ζωή αλλού, τώρα με την κρίση ένα σωρό παιδιά το σκέφτονταν… Κι ήθελε να της μιλήσει, αυτής της κοπελλίτσας, να της πει πως η ζωή κερδίζεται με αγώνες, πως δεν πρέπει να το βάλει κάτω αλλά να παλέψει, να παλέψει οργανωμένα μαζί με άλλους νέους της ηλικίας της, να προσπαθήσουν να αλλάξουν τα πράγματα, να κερδίσουν αυτοί όσα η γενιά του δεν μπόρεσε, όσα η γενιά του, τελικά, εγκατέλειψε ή ξεπούλησε…
Το κινητό της χτύπησε με ήχο ένα σκυλάδικο της εποχής. Το σήκωσε κι άρχισε να μιλάει με κάποιον για τον γκόμενό της που την είχε εγκαταλείψει για την φίλη της…
Κατέβηκε Σύνταγμα, όπως το είχε σχεδιάσει.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά το πρώτο πράγμα που του χτύπησε ήταν το καταγάλανο χρώμα του ουρανού και το εκτυφλωτικό φως της ατμόσφαιρας. Θυμήθηκε έναν στίχο του Σολωμού:
"…όποιος πεθαίνει σήμερα,χίλιες φορές πεθαίνει..."
Έρριξε μια ματιά τριγύρω. Τα συνηθισμένα. Ένας κουλουράς, κάποια παιδιά μοίραζαν διαφημιστικά φυλλάδια και κάρτες κινητής τηλεφωνίας. Οι περαστικοί άχρωμοι κι αδιάφοροι, βιαστικοί, σαν κάπου να ήθελαν να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Διάλεξε με προσοχή το παγκάκι που θα καθόταν και βάδισε με αποφασιστικότητα προς τα κει.
Ήταν πίσω και αριστερά από τον κουλουρά, λίγο απομονωμένο. Δυο παγκάκια πιο κει ένας άστεγος κοιμόταν ακόμα, παρά τη φασαρία. Απο πάνω του ήταν ένα δέντρο με καταπράσινα, απλωμένα κλαδιά. Απέναντι ο πεζόδρομος της Ερμού, σχεδόν άδειος ακόμα, άλλωστε αρκετά μαγαζιά είχαν κλείσει. Λόγω των διαδηλώσεων, έλεγε η κυβερνητική προπαγάνδα…
Ωστόσο,οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και σπανιότερα, όλο και λιγότερο μαζικές, όλο και λιγότερο μαχητικές - ιδίως μετά την προβοκάτσια με τον εμπρησμό της τράπεζας…
Ο κόσμος από τη μια φοβόταν κι από την άλλη είχε απογοητευτεί ότι κάτι μπορούσε ν’ αλλάξει…
Ακούμπησε το σακκίδιο δίπλα του. Ύστερα μετάνοιωσε και το έβαλε στα γόνατά του… σχεδόν με στοργή. Ήταν το πιο δικό του και το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε τώρα…
Έπιασε να σκέφτεται. Όχι τη ζωή του. Όχι τους αγαπημένους του. Όχι αυτό που είχε στο νου του να κάνει. Προσπάθησε να μαντέψει τί θα γινόταν ΑΦΟΥ το έκανε. Την αντίδραση του κόσμου, στην αρχή των γύρω του, αυτών που θα ήταν παρόντες. Ύστερα των παραπέρα, γρήγορα το νέο θα έφτανε στην Ερμού, στην Μητροπόλεως, Καραγιώργη Σερβίας….
Αράδιαζε μέσα στη σκέψη του ένα-ένα τα ονόματα των δρόμων σα να ήθελε να υπολογίσει τον αριθμό των ατόμων που κυκλοφορούσαν σ’ αυτούς. Τα μαγαζιά θα άδειαζαν εντελώς και η πλατεία θα γέμιζε κόσμο. Πάνω στην ώρα θα έφτανε η αστυνομία και το νοσοκομειακό. Θα ερχόντουσαν από τη γειτονική βουλή, βουλευτές, ίσως, κάποιοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Ο κόσμος θα τους γιουχάιζε, σίγουρα, όπου κι αν εμφανιζόντουσαν αυτό γινόταν τον τελευταίο καιρό, δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν…
Κάποιος θα ανακάλυπτε το γράμμα που είχε ετοιμάσει. Θα το διαβάζαν δυνατά. Ο κόσμος θα άκουγε κατάπληκτος. Και θα άρχιζαν οι αντιδράσεις…
Έβγαλε από την τσέπη του το γράμμα να το ξαναδιαβάσει. Ήθελε να είναι σίγουρος πως εξέφραζε με σαφήνεια όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πως εξηγούσε ξεκάθαρα τους λόγους που τον οδήγησαν εδώ.
Το διάβασε με προσοχή, αν και το ήξερε απέξω, προσπαθώντας να μπει στη θέση κάποιου που το διάβαζε για πρώτη φορά. Έμεινε ευχαριστημένος.Σύντομο και περιεκτικό. Μέσα σε λίγες γραμμές μια τεκμηριωμένη ανάλυση της κατάστασης και μια απόλυτα ξεκάθαρη εξήγηση της ενέργειάς του.
Το ξανάβαλε στην τσέπη του σακακιού του. Και πήρε να σκέφτεται πάλι. Σχεδόν να ονειρεύεται…
Είδε τους ανθρώπους γύρω να αρχίζουν, στην αρχή ψιθυριστά, ύστερα όλο και πιο δυνατά, να σχολιάζουν την πράξη του. Τους είδε να αρχίζουν να θυμώνουν. Να παίρνουν θάρρος, ο ένας από τον άλλον και να λένε ιστορίες, δικές τους, φίλων και γειτόνων τους, που έμοιαζαν μεταξύ τους. Τους είδε να δημιουργούν ομάδες, στην αρχή μικρές, ύστερα μεγαλύτερες, και να καταστρώνουν δράσεις.
Είδε τα πλήθη να ξεχύνονται στους δρόμους ασυγκράτητα, όπως τότε. Άκουσε τα συνθήματα, το βροντερό βηματισμό τους, τις μεγαλειώδεις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, όπως τότε. Ένοιωσε στα ρουθούνια του το τσούξιμο από τα χημικά, όπως τότε. Ένοιωσε τα μάτια του να δακρύζουν.
Έβγαλε με μια αστραπιαία κίνηση από το σακκίδιο το όπλο και το τοποθέτησε στην καρδιά του…
Στο άκουσμα του πυροβολισμού μαζεύτηκε κάποιος κόσμος.Ξύπνησε κι ο άστεγος.
Ήρθε το νοσοκομειακό,η αστυνομία. Το γράμμα το πήραν χαμπάρι πολύ αργότερα.
-Ήταν άνεργος, είπε με σιγουριά ένας περαστικός.
-Έγώ άκουσα πως είχε μια ανίατη ασθένεια…
-Του έκοψαν τη σύνταξη και τα παιδιά του τον πέταξαν στο δρόμο…
-Δεν ήταν στα καλά του…
«…ένας ηλικιωμένος αυτοκτόνησε στο Σύνταγμα…»,έγραψαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στα δελτία των οκτώ ήταν προτελευταία είδηση, λίγο πριν τα αθλητικά.
______***_____
Ο αποχαιρετισμός της κόρης του Εμμυς Χριστούλα
Για σένα πατέρα
Που είναι τάφε η νίκη σου;
“Αυτοκτόνησε συνταξιούχος στην πλατεία Συντάγματος”, ενημέρωνε το ραδιόφωνο, ενώ πήγαινα με τη Νίκη στο σπίτι του, στους Αμπελόκηπους. Το ραντεβού με τον Κώστα και τη Σοφία, τους οποίους ειδοποίησα αμέσως μετά το μήνυμά του, ήταν στο μετρό της Πανόρμου.
—Σοφία, μου έστειλε ένα μήνυμα που έγραφε: “Τέλος Έμμυ μου”. Τον παίρνω στο σταθερό δεν απαντά. Το κινητό του είναι κλειστό.
—Ξεκινάμε αμέσως, κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ραντεβού έξω από το σπίτι του.
Το τιμόνι γλιστρούσε μέσα στα ιδρωμένα χέρια μου, ραδιόφωνο δεν άκουγα πια.
Τέλος; Tι είναι το τέλος;
Φτάνουμε. Παίρνω ανάσα βαθιά, ανάβω τσιγάρο, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο.
—Έμμυ, δεν ξέρω αν άκουσες. Ένας άνθρωπος αυτοκτόνησε στο Σύνταγμα, μου λέει ο Κώστας και…
—Και;
—Λέω ότι… “τέλος” στο μήνυμά του, ίσως σημαίνει αυτό. Ο Δημήτρης θα μπορούσε να το κάνει.
—Ο πατέρας μου δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, τον ξέρω.
Μπήκαμε στο σπίτι. Πάνω στο γραφείο το ιδιόχειρο σημείωμα: H κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου…..
Πόσο θύμωσα. Ναι, ο θυμός ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα.
Θυμός που δε σε ήξερα τόσο καλά. Θυμός που με άφησες απέξω. Ήταν η πρώτη φορά που με άφηνες απ’ έξω, ανυποψίαστη και μετέωρη.
Όλοι όσοι ήταν μαζί μου μιλούν για πολιτική πράξη.
Τι να τους πω;
Η πολιτική σου σκέψη, οι πολιτικές πράξεις σου, η απογοήτευσή σου, οι ματαιώσεις σου πάντα με συμπεριλάμβαναν. Συζητήσεις, διαφωνίες, παραδοχές, ιδέες έξυπνες, ηλίθιες ήττες, τσακίσματα, σηκώματα, ήμουν εκεί, ήμασταν μαζί.
Τότε που περπάτησες τα ναρκοθετημένα χρόνια, τις πτήσεις και τις πτώσεις της γενιάς σου, ήμουν εκεί.
Τότε που ξόδευες το πεπαιδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια ανέφελα και έρχονταν οι καταιγίδες, ήμουν εκεί.
Τότε που κατάλαβες πως αυτό που πίστευες δεν ήταν τελικά πραγματωμένο και ανθεκτικό, αλλά με ημερομηνία λήξης λίγο πάνω από τα 70 χρόνια, ήμουν εκεί.
Τότε που είδες τους ποιητές να τους σκοτώνουν οι ΜΕΓΑλες ΑΝΤένες, που είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων συναλλαγές, ήμουν εκεί.
Τότε που αφουγκραζόσουν την πονεμένη ανθρωπότητα, που άκουγες θορύβους και προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή, ήμουν εκεί.
Ακόμη και τότε που πλήρως συνειδητοποίησες, όπως οι περισσότεροι, ότι το όραμά μας θα παρέμενε απραγματοποίητο στο παρόν ή θα μετατίθετο σε χρόνους επόμενους, σίγουρα αρκετά μακρινούς, ήμουν εκεί.
Εκείνο το πρωινό όμως αποφάσισες μόνος σου…
“Ψωμί Παιδεία Ελευθερία!”, τριγύρω κανείς. Τριγύρω σιωπή, η σιωπή της δικής μας γενικευμένης κοινωνικής αυτοχειρίας.
Ένας κρότος ταράζει το “νοικοκυρεμένο ύπνος μας”.
Η Μαρίνα δεν ξέρω εάν είχε διαβάσει χημεία πριν γράψει την κατάσταση πολιορκίας. Για εκείνο το πείραμα που πραγματοποίησε ο Ράδερφορντ. Βομβάρδισε ένα λεπτό φύλλο χρυσού με σωματίδια πολύ μεγάλης ταχύτητας. Ενώ λοιπόν τα περισσότερα από αυτά διαπερνούσαν το φύλλο με πολύ μικρές αποκλίσεις, μερικά "γύριζαν" προς τα πίσω.
Σφαίρες αμέτρητες, πατέρα, θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες μέχρι….
Είχαν περάσει δύο ώρες και ήμουν ακόμη θυμωμένη και πελαγωμένη.
Έπρεπε να πάω στη μαμά. Τι να της πω; Πώς να το πω; Έχω στείλει εδώ και ώρα τη Νίκη στο σπίτι της, ώστε να την απασχολήσει, να μην ανοίξει τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο. Εγώ θα ήμουν ο αγγελιοφόρος: “Εσείς οι δυο, Κράτος και Βία μαζί, τη διαταγή του Κυρίου τη φέρατε σε πέρας. Εμπόδιο δεν υπάρχει πια’’.
—Ναι μάνα αυτός που αυτοκτόνησε είναι ο πατέρας.
Ήταν η πρώτη φορά που το είπα. Αυ-το-κτο-νη-σε.
Πολλές οι αυτοκτονίες τα δύο τελευταία χρόνια. Περί τις 1500 μόνον οι επίσημες. Όλες στην αδιέξοδη απελπισία κάποιου ιδιωτικού χώρου. Τούτη εδώ δημόσια.
Αυ το κτο νη σε. Όταν ξεστόμισα για πρώτη φορά τη λέξη, είμαι σίγουρη ότι κοκκίνισα. Ντράπηκα;
Εκτός από το θυμό, πρέπει να ντράπηκα.
“Ο πατέρας μου αυτοκτόνησε “. “Ο πατέρας της αυτοκτόνησε”.
Όταν περνούσε στις ειδήσεις το super με την είδηση μιας αυτοκτονίας, μιας άλλης αυτοκτονίας, ήταν πολύ τακτοποιημένα τα πράγματα στο μυαλό μου. Το κράτος που αποκλείει, που μετατρέπει σε απόβλητα, εκείνο το μέρος των δυνάμεων που καταστρέφει η κρίση, ο καπιταλισμός που τελικά δολοφονεί. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί, πώς ένιωσε η γυναίκα του Κ που τον είδε κρεμασμένο ή η κόρη του Π που έριξε το αυτοκίνητο στη θάλασσα. Ντροπή, προδοσία, οργή;
Τον έβρισαν άραγε εκείνη τη στιγμή ;
—Μαλάκα τι έκανες;
—Που με αφήνεις;
—Τι θα πω στον κόσμο; Πως δεν άντεξες; Πως δεν ήμουν ικανή να σε κρατήσω στη ζωή; Πως μ αγάπησες αλλά με εγκατέλειψες ή μήπως ότι με εγκατέλειψες επειδή δε με αγάπησες τόσο πολύ, όσο τουλάχιστον τον εαυτό σου;
΄΄Έμμυ μου είσαι η ζωή μου !΄΄
Όχι δεν ήμουν, τελικά. Ευτυχώς δεν ήμουν εγώ ολάκερη η ζωή σου. Είχες και αυτή που σου ανήκε. Αυτή που αποφάσιζες μόνον εσύ τι να την κάνεις. Το κατάλαβα καλά αυτό πατέρα, όταν μου έφεραν ένα από τα πρώτα σημειώματα : ΄΄Παππού σ΄ευχαριστώ΄΄, σε μια κόλα σχολικού τετραδίου.
Είναι αυτή, η δική σου ζωή πατέρα, που αφήνει τα υποκοριστικά της αγάπης και προσχωρεί στις άκλιτες προθέσεις της ζωής : ανά, όπως αναπαλλοτρίωτος, αντί όπως αντίσταση, συν, όπως σύντροφος, υπέρ, όπως υπέρ αδυνάτου, επί, όπως επανάσταση.
Ο Νίκος Γεωργάκης, ο φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε στην Ιταλία διαλύοντας τη συμβουλευτική του κυρ Παντελή ΄΄ κάνε σα να μη συμβαίνει τίποτα΄΄.
Εκείνο το κείμενο του Ραφαηλίδη για το αυτοκτονικό πείσμα του Βελουχιώτη, που ξέρασε το χυλό του φόβου και της ΄΄ νομιμότητας΄΄ .
Ο Μπόμπι Σανς που η αξιοπρέπεια κατάφαγε τις σάρκες του. ΄΄ Κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας. Θα 'θελα να το γράψω εγώ, αλλά πώς να το τελειώσω; ΄΄ έγραφε από το κελί του.
Αυτοί που δε συνθηκολόγησαν με την ιστορία, δεν έκαναν ανακωχή με τη συνήθεια και επέλεξαν θάνατο για να υπερασπιστούν τη ζωή.
Όλοι τους άνθρωποι και ανθρώπινοι, με πάθη, λάθη, πείσμα, δύναμη κι αδυναμία. Εκείνη τη στιγμή, ένα δευτερόλεπτο πριν, στην πλατεία Ματεότι, ή στη Μεσούντα, ή στην Καισαριανή ή στο κελί, δραπέτευσαν από τις ιλουστρασιόν αφίσες, απαρνήθηκαν το ρόλο του απρόσιτου ήρωα στο ιερατείο της επανάστασης, σύλησαν το άβατο των ηρώων και έγιναν Ισμήνη, Ευρύαλος και σεφερικός Οδυσσέας.
΄΄ Γκρεμιστήκατε από ένα μόνο φθινόπωρο΄΄ θα γράψει ο Νερούντα αποδίδοντας στους νεκρούς το φυσικό τους μέγεθος και από – συμβολοποιημένοι πια περνούν μέσα από τις ρωγμές της ανθρώπινης ύπαρξης και γίνονται σαν κι εμάς.
Στον Ευαγγελισμό έφτασα μεσημέρι για ΄΄ μια τυπική αναγνώριση΄΄.
Στόχευσες εντυπωσιακά σταθερά, μου εξήγησε ο γιατρός.
Φυσικά τόσο σταθερά γιατρέ. Σταθερά, απαρέγκλιτα, αποφασιστικά ‘’ δι αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν είναι πάσχειν, είναι πράττειν΄΄
Όλο το κορμί μου ήταν παγωμένο, μέχρι τα ριζά του λαιμού, ενώ το κεφάλι μου έκαιγε, πονούσε, αντιδρούσε σε αυτήν την τελευταία μας συνάντηση.
Εσύ κι εγώ. Ήσουν ήρεμος, γλυκός, γαλήνιος, με το καθήκον συντελεσμένο.
Πολλές φορές είχα ακούσει την ιστορία για την προγιαγιά μου τη Λίτσα, που της έφεραν τον γιο της τον Νικάκη το 1946 πάνω σε ένα κάρο. Ήταν από αυτούς που δεν παράδωσαν τα όπλα. Τους τελευταίους μήνες είχε αποκοπεί από την ομάδα του και τριγυρνούσε μέσα στον κάμπο, αργοπέθαινε λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, ηττημένος αλλά όχι νικημένος.
Τον πρόδωσε ένας συγχωριανός του και η Λίτσα τον αντίκρυσε με μια τεράστια ματωμένη τρύπα στην καρδιά.
Ιστορικό παράδοξο η τρύπα στο κεφάλι σου πατέρα. Ελλάδα στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, κοινοβουλευτική Δημοκρατία, Ολυμπιακοί Αγώνες πριν ακριβώς 8 χρόνια, αλλαγή χιλιετίας και λίγο μετά το πρώτο ευρώ δια χειρός Σημίτη κι εσύ πάνω σε ένα φορείο, με μια μικρή κόκκινη τρύπα.
Σε φίλησα ακριβώς εκεί και σου ψιθύρισα στο αυτί ΄΄Ε πατέρα, πες μου πότε θα γίνει η επανάσταση;΄΄
Δέκα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία μας συνάντηση.
Πηγαίνω συχνά στο δέντρο. Συνήθως επιλέγω ο καιρός να είναι βροχερός. Νιώθω ότι τα σύννεφα στάζουν επειδή τα βομβάρδισε το δέντρο σου, σαν προμήνυμα επερχόμενων κεραυνών, που τόσο επιθυμούσες.
Στέκομαι, σκέφτομαι και συλλέγω μνήμες, πατέρα, για να αντέχω την ιστορία που γράφουμε. Ξέρεις αυτά τα χρόνια που λείπεις μας πήραν πολλά!
Η πολιτική δεν είναι πια η οντολογική έννοια που ενυπάρχει, που συγκρούεται, που συστήνει αδιάκοπα και δυναμικά κάθε κοινωνική πρακτική, αλλά ένα διαχειριστικό υποσύστημα που φροντίζει να υπογράφει ασφαλιστικά συμβόλαια έναντι των ρίσκων που αναλαμβάνει.
Η έφοδος στον ουρανό μετατράπηκε σε μια εμπειρία που δομεί το ιστορικό περιβάλλον του αναπόδραστου, μη επιτρέποντας ούτε ένα ανεξάρτητο, ένα ελεύθερο όνειρο, από αυτά που σήμερα εγγράφονται στη σφαίρα της ουτοπίας για να επιδιώξουν κάποτε την ιστορική τους επικύρωση.
Για αυτό σου λέω, παρότι εσύ εξακολουθείς να διαστέλλεσαι στις πιο πολικές κοσμικές θερμοκρασίες, δεν σου πρέπει να ανήκεις στο δικό μας κόσμο. Στον κόσμο των ΄΄ ζωντανών΄΄ που ζουν εκτός πεδίου ζωής.
Μείνε εκεί, ΄΄κάθετο λάβαρο΄΄ αξιοπρέπειας, εδώ είναι ατελείωτες οι οικειοθελείς προσβολές.
Μείνε εκεί, να αναλίσκεσαι περήφανος, εδώ παραδίδουμε ψευδαισθήσεις ανοίξεως και διαβήματα επαναστατικής γυμναστικής.
Μείνε στη δυνατότητα και τη δικαιοδοσία της φαντασίας μου και θα κατεβαίνω εγώ, κάθε φορά που θα έχω την ανάγκη να νιώθω ότι η ζωή ζει. Θα αποστάζω την ουσία σου, που όσο παράδοξο κι αν φαίνεται στους άλλους, ήταν γεμάτη από τη φούρια του ερωτευμένου.
Όταν χαμογελούσες εκείνη την Κυριακή στο Σύνταγμα ανάμεσα στο πλήθος των αντιστεκόμενων πολιτών , ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με το αυθόρμητο .
Όταν σχεδίαζες ταξίδια με το σκαραβαίο, ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με το Άλλο.
Όταν μου χάρισες εκείνο το εισιτήριο στα 17 μου για να πάω στη Μόσχα και στο Λένιγκραντ, ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με την αλήθεια.
Όταν με αγκάλιασες και μου είπες ΄΄ τρέξε ΄΄ στην πορεία του 1981, που η εξωκοινοβουλευτική αριστερά έσπασε την απαγόρευση της πορείας προς την Αμερικάνικη πρεσβεία, ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με τις γόνιμες αιρέσεις .
Όταν αγωνιούσες για τη μαμά που γύρισε ξημερώματα, γιατί μετά τη δολοφονία του Κουμή και της Κανελλοπούλου κόπηκε η Αθήνα στα δύο, ήσουν ερωτευμένος.
Ερωτευμένος με την Αγάπη .΄΄ Ne li occhi porta la mia donna Amore…’’
Όταν μου χάρισες το πρώτο μου ποδήλατο, σπαστό Peugeot – τρία χρόνια έκανα για να πατήσω τα πόδια μου κάτω- ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με την ποίηση.
Όταν βρήκες δουλειά στην Εύα και την Εβελίνα από τη Βουλγαρία, όταν βοηθούσες τους μετανάστες φίλους σου στην αστυνομία, όταν κάναμε Χριστούγεννα μαζί τους, ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με τους Φαίακες... ΄΄ να παραπέμπωσιν ακινδύνως εις την πατρίδα των πάντας τους προς αυτούς πλέοντας»….
Όταν έγραφες ότι ελπίζεις πως οι νέοι αυτού του τόπου θα κρεμάσουν τους προδότες, ήσουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με την εξέγερση.
Όταν ύψωσες το πιστόλι, κουρασμένος να αναβαπτίζεις το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμη, ήσουν ερωτευμένος.
Ερωτευμένος με τα παιδιά.
Μόνον ο έρωτας άλλωστε νικάει το φόβο.
Στις 8.30 πατέρα, που κατέβηκες από το μετρό, ξέρω πως το μόνον που ένιωθες ήταν αγωνία. ΄΄ Ο φόβος προκαλείται από τα όντα του κόσμου, ενώ η αγωνία από το εγώ ΄΄, θα πει ο Σαρτρ.
Στόχευσες και ανακαταλαμβάνοντας την ιδιότητα του πολίτη, νίκησες και την αγωνία, επιλέγοντας να αναλάβεις τον κίνδυνο και την ευθύνη να καθορίσεις ο ίδιος τις επιδιώξεις σου. Ήταν ήδη 9 παρά, όταν δρασκέλισες από τον ΄΄ υποστασιακό, στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο΄΄, από τον ανώνυμο αυτόχειρα στον Χριστούλα της πλατείας Συντάγματος.
Ο Κανένας έγινε ο Οδυσσέας, με τα ΄΄ κοκκινεμένα μάτια΄΄.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.