Άρθρο του Olivier Delorme σε απόδοση Σταύρου Λάβδα
Δημοσιεύουμε το νέο άρθρο του Olivier Delorme για την Αγιά Σοφία, σε πρωτότυπη απόδοση του Σταύρου Λάβδα για τη ΔΡΑΣΗ, που αναρτήθηκε στην εξειδικευμένη σε θέματα ιστορίας γαλλική ιστοσελίδα herodote.net. Πρόκειται -και πάλι- για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο.
Καθώς το καθεστώς του αποδυναµώνεται αδυνατώντας να αντιστρέψει την ύφεση που έχει πλήξει την Τουρκία από το 2018, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν αποφάσισε να επαναφέρει τη µουσουλµανική λατρεία στην Αγία Σοφία. Μια απόφαση που πλήττει τον Ορθόδοξο κόσµο αλλά και αναζωπυρώνει τον φόβο να δούµε την Τουρκία να διεκδικεί γα λογαριασµό της την οθωµανική κληρονοµιά και να επιδεινώσει έτσι την ήδη χαοτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Γέφυρα µεταξύ όλων των δυτικών θρησκειών και πολιτισµών, η Βασιλική της Αγίας Σοφίας υπήρξε η µεγαλύτερη εκκλησία στον κόσµο για σχεδόν χίλια χρόνια. Εκεί έπαιρναν τη θεία χάρη οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Οι Ρώσοι και οι άλλοι Ανατολικοί Σλαβικοί λαοί στρέφονταν προς αυτήν όταν ζητούσαν το βάπτισµα. Και ήταν αυτή που χρησίµευσε ως πρότυπο για τα µεγάλα ισλαµικά τεµένη των Οθωµανών Τούρκων.
Η Αγία Σοφία στις θύελλες του περασµένου αιώνα
Σήµερα, αφού γλίτωσε από την κατεδάφιση που οραµατιζόταν το καθεστώς των Νεότουρκων και συνήλθε από την διάψευση της ελπίδας να επιστρέψει στη χριστιανική λατρεία µετά την οθωµανική ήττα του 1918, η Αγία Σοφία δεν είναι µόνο ένα σηµαντικό µνηµείο -που πρώτα ανήκει στην πολιτιστική κληρονοµιά της ανθρωπότητας και µετά στο τουρκικό κράτος- αλλά παραµένει για τους ορθόδοξους όλου του κόσµου ένα µείζον σύµβολο, όχι µόνο της πίστης τους αλλά της ίδιας της ύπαρξής τους -απέναντι στο Ισλάµ και στο ρωµαιοκαθολικισµό -ένας µοναδικός τόπος φορτισµένος µε πνευµατικότητα, µνήµη, συναισθηµατικότητα, θλίψη -ακόµη, για κάποιους, µε ελπίδα επανάκτησης -του οποίου τη σηµασία ένας Δυτικός µε καθολική-προτεσταντική κουλτούρα δυσκολεύεται να κατανοήσει.
Στα µέσα του 19ου αιώνα, όταν αρκετοί σουλτάνοι προσπάθησαν – σε µεγάλο βαθµό ανεπιτυχώς – να µμεταρρυθμίσουν την Οθωµανική Αυτοκρατορία, οι εργασίες αποκατάστασης της Αγίας Σοφίας αποκάλυψαν την έκταση και την ποιότητα των τοιχογραφιών της που, σε αντίθεση µε πολλές άλλες ορθόδοξες εκκλησίες που υπέστησαν βανδαλισµό από τους Τούρκους, είχαν διατηρηθεί κάτω από ένα στρώµα επιχρίσµατος. Αλλά οι κύριοι αντίπαλοι των µεταρρυθµίσεων ήταν οι µουσουλµάνοι κληρικοί, ειδικά οι φοιτητές της ισλαµικής θεολογίας, οι οποίοι γρήγορα έστρεψαν τα πλήθη ενάντια στην κυβέρνηση. Οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά καλύφθηκαν και πάλι πίσω από µεγάλους κυκλικούς δίσκους (διαµέτρου 7,5 µέτρων) που κρεµάστηκαν στους τοίχους, µε τα ονόµατα του Αλλάχ, του Μωάµεθ και άλλων σηµαντικών µορφών του Ισλάµ και αφαιρέθηκαν αργότερα από τον Κεµάλ. Γιατί για να κλείσει οριστικά τη συζήτηση για το τι είναι η Αγία Σοφία, δέκα χρόνια µετά την κατάργηση του χαλιφάτου (και αφού εξέτασε ακόµα και την απέλαση από την Τουρκία του οικουµενικού πατριαρχείου, τιµητικά πρώτου τη τάξει στον Ορθόδοξο κόσµο), τέσσερα χρόνια µετά την ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας που υπέγραψε µε τον Βενιζέλο για τον τερµατισµό της δεκαετίας αντιπαράθεσης 1912-1922, ο Κεµάλ αποφάσισε το 1934 να εκκοσµικεύσει την Αγία Σοφία και να την “προσφέρει στην ανθρωπότητα” µετατρέποντας την σε Μουσείο.
Ωστόσο, οι δίσκοι επανεγκαθίστανται στην Αγία Σοφία κατά τη διακυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές (1950-1960), που συνδυάζει τον οικονοµικό φιλελευθερισµό µε τη θρησκευτική οπισθοδρόµηση. Ο Μεντερές, το 1955, κατά τη διάρκεια της Κυπριακής κρίσης, οργάνωσε ένα πογκρόµ απίστευτης βίας κατά το οποίο 300.000 µουσουλµάνοι, υπό την καθοδήγηση την αστυνοµίας, ρίχτηκαν εναντίον των 135.000 Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (και εναντίον των Αρµενίων), Τούρκων πολιτών που εξαιρούνταν από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσµών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 ή Ελλήνων πολιτών που ήρθαν να επανεγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη βάσει της Συνθήκης του 1930. Το πογκρόµ της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε το απόγευµα της 6ης Σεπτεµβρίου 1955, όταν πλήθη κατέβηκαν στους δρόµους της Πολης και επιτέθηκαν στις ελληνικές και αρµενικές περιοχές. Οι λεηλασίες, οι πυρκαγιές, η βεβήλωση εκκλησιών και νεκροταφείων, οι µαζικοί βιασµοί, η βίαιη περιτοµή ορθόδοξων κλπ θα οδηγήσουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν µαζικά την Πόλη. Τελικά η Αγία Σοφία αποτελεί βαρόµετρο τόσο για την θρησκευτική ανοχή στην Τουρκία, όσο και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις!
Τέλος, δεν πρέπει να εξιδανικεύουµε την κεµαλική δηµοκρατία – κάτι που γίνεται από πολλούς Γάλλους που θέλουν να βλέπουν τη δηµοκρατία τους ως πρότυπο. Ο Κεµάλ ήταν επικεφαλής ενός µονοκοµµατικού συστήµατος. Ο αυταρχικός µοντερνισµός του είχε ως στόχο την υποταγή της θρησκείας στην πολιτική και όχι την “εκκοσµίκευση” του ίδιου του λαού. Και όπως και αλλού στον µουσουλµανικό κόσµο (οι Παχλεβί στο Ιράν, ο Νάσερ στην Αίγυπτο και το Μπάαθ στη Συρία και το Ιράκ), ακόµα και έτσι προσέκρουσε στην βαθιά ριζωµένη στις µάζες ισλαµική παράδοση, της οποίας το ΑΚΡ (Κόµµα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) είναι η πιο πρόσφατη πολιτική έκφραση.
Ο Εθνικο- Ισλαµισµός στην εξουσία
Για να κατανοήσουµε την απόφαση του Ερντογάν για την Αγία Σοφία πρέπει πρώτα να κατανοήσουµε την πραγµατικότητα του καθεστώτος που εγκαταστάθηκε από το ΑΚΡ (ιδρύθηκε το 2001 στα ερείπια ενός άλλου ισλαµιστικού κόµµατος που διαλύθηκε από τον στρατό) µετά τη νίκη του (µε 32% των ψήφων) στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2002. «Η δηµοκρατία είναι σαν το τραµ, κατεβαίνουµε στο τέρµα», είχε δηλώσει ο Ερντογάν έξι χρόνια νωρίτερα, ενώ το «µετριοπαθές Ισλάµ», όπως επανέλαβε πολλές φορές, είναι µια έννοια που εφευρέθηκε από τη Δύση, µε µοναδικό σκοπό την αποδυνάµωση του Ισλάµ. Το πρόγραµµα του ΑΚΡ είναι κυρίως αυτό του επανισλαµισµού της κοινωνίας, και το εργαστήριό του η Κωνσταντινούπολη, της οποίας ο Ερντογάν ήταν δήµαρχος από το 1994 έως το 1998.
Το 2002, χάρη στις αµερικανικές πιστώσεις, η Τουρκία βγαίνει από µια τροµερή τραπεζική, νοµισµατική, πολιτική και ηθική κρίση. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ εκµεταλλεύεται πλήρως τόσο το γεγονός αυτό όσο και τα δισεκατοµµύρια ευρώ που εισέρρευσαν για την τελωνειακή ένωση και την προ- ενταξιακή πορεία, καθώς και από τη µετεγκατάσταση εργοστασίων από τη Δυτική Ευρώπη. Η οικονοµική έκρηξη που προκύπτει από αυτήν τη συγκυρία της επιτρέπει να αποκτήσει πραγµατική δηµοτικότητα και να µειώσει την επιρροή των συνδικάτων µέσω της καταστολής, χωρίς να προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις. Διαλύει επίσης τις εταιρείες που ελέγχονται από τον στρατό και του επιτρέπουν να λειτουργεί σαν κοινωνικός ανελκυστήρας που παρέχει θέσεις εργασίας και ταυτόχρονα σαν θεµατοφύλακας του Κεµαλισµού.
Την ίδια στιγµή, το ΑΚΡ αναπτύσσει ένα ισλαµικό φιλανθρωπικό δίκτυο, βασισµένο στο µοντέλο της Μουσουλµανικής Αδελφότητας, το οποίο χρηµατοδοτείται σε µεγάλο βαθµό από τους ευρωπαίους φορολογουµένους, τα χρήµατα των οποίων δίνουν παράλληλα τη δυνατότητα στο σύστηµα να ξεκινήσει σηµαντικά έργα (συχνά αµφιβόλου ή µηδενικής οικονοµικής χρησιµότητας). Οι δηµόσιες συµβάσεις ανατίθενται µε αντάλλαγµα προµήθειες, που πλουτίζουν την οικογένεια Ερντογάν και τους συγγενείς του, αλλά χρησιµοποιούνται επίσης για να τροφοδοτήσουν µε φρέσκο χρήµα πολλές ΜΚΟ που σιτίζονται πέριξ του ΑΚΡ και παρέχουν στους Τούρκους, µε αντάλλαγµα την ψήφο τους, κάθε είδους υπηρεσίες που το κράτος δεν παρέχει ή δεν παρέχει πια – παιδικούς σταθµούς, σχολεία, ισλαµικές κλινικές, υποτροφίες, διανοµή επισιτιστικής βοήθειας, καυσίµων ή οικιακών συσκευών κ.λπ. Στη συνέχεια, µόλις εδραιώθηκε σταθερά στην εξουσία, το ΑΚΡ καταλαµβάνει το κράτος: µέσω πραγµατικών ή κατασκευασµένων σχεδίων συνωµοσίας και στηµένων δικών, όλες οι δοµές του κράτους εκκαθαρίστηκαν, ξεκινώντας από τον στρατό και το δικαστικό σώµα, τους δύο πυλώνες του κεµαλικού συστήµατος. Επίσης η αστυνοµία, τα πανεπιστήµια, ο τύπος, οι δικηγορικοί σύλλογοι, όλες οι διοικητικές υπηρεσίες είχαν την ίδια τύχη. Χιλιάδες δηµόσιοι υπάλληλοι εκτοπίζονται, απολύονται ή φυλακίζονται. Η νόµιµη κουρδική αντιπολίτευση καταδιώκεται, και στη συνέχεια έρχεται η σειρά της αδελφότητας του ιεροκήρυκα Γκιουλέν η οποία, στα πρώτα στάδια, είχε τροφοδοτήσει το ΑΚΡ µε µορφωµένα στελέχη που τότε τα είχε ανάγκη.
Όταν η οικονοµία πέρασε σε στασιµότητα – αποτέλεσµα της παγκόσµιας κρίσης του 2008-2009 και της χαλάρωσης της τάσης µετεγκατάστασης- ο Ερντογάν κατέβηκε από το τραµ της δηµοκρατίας: οι συνταγµατικές µεταρρυθµίσεις, η εκτεταµένη εκλογική νοθεία και η καταστολή γεννούν ένα αυταρχικό, ισλαµικό κράτος, µε επικεφαλής έναν δεσπότη πάµπλουτο, εξαιτίας της διαφθοράς και συνάµα λάτρη της λάµψης και του µεγαλείου. Οµως σήµερα το καθεστώς αυτό είναι υπό αµφισβήτηση, όπως φάνηκε από τις δηµοτικές εκλογές του Μαρτίου 2019, όπου παρά τους εκφοβισµούς και την νοθεία, το ΑΚΡ έχασε µεταξύ των άλλων την Άγκυρα, την Αττάλεια, αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η τελευταία ήττα ήταν και η πιο οδυνηρή για τον Ερντογάν, καθώς η πόλη ήταν το προπύργιο του και το εργαστήριό του. Ωστόσο, η ακύρωση της ψηφοφορίας, κάτι που επιθυµούσε η κυβέρνηση, είχε ως αποτέλεσµα την ενίσχυση του αποτελέσµατος της στη δεύτερη ψηφοφορία. Η απόφαση για την εκ νέου µετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαµί είναι µεταξύ άλλων και ένας τρόπος για τον Ερντογάν να αποδείξει στους υποστηρικτές του στην Πόλη ότι δεν θα αφήσει το νέο δήµο να αντιστρέψει την πολιτική επανισλαµισµού που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Τέλος, το καθεστώς χρειάζεται κάποιες συµβολικές νίκες επειδή βρίσκεται σε κρίσιµη κατάσταση. Μετά την ύφεση του 2009, η ανάπτυξη επανήλθε απότοµα το 2010 και το 2011, αλλά η Τουρκία βρίσκεται και πάλι σε ύφεση από τα τέλη του 2018, η τουρκική λίρα έχει χάσει πάνω από το 65% της αξίας της έναντι του ευρώ σε πέντε χρόνια και ο πληθωρισµός υπερβαίνει τακτικά το 10% το µήνα.
Ένα καθεστώς ακόµη πιο επιθετικό, διότι είναι σε αδιέξοδο
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως κάθε αυταρχική δύναµη που αντιµετωπίζει δυσκολίες, ο Ερντογάν προσπαθεί να εκτρέψει την αυξανόµενη δυσαρέσκεια: η Ελλάδα και οι χριστιανοί είναι, γι’ αυτόν όπως και στο παρελθόν για τον Μεντερές, οι συνήθεις στόχοι (όπως και οι Κούρδοι και η Δύση γενικότερα) που θα µπορούσαν να συσπειρώσουν την κοινή γνώµη στο πλευρό του.
Στη Συρία, η Τουρκία πυροβόλησε πισώπλατα τους Κούρδους συµµάχους της Δύσης και αναδιοργάνωσε τα αποµεινάρια του Ίσις και της Αλ Κάιντα ως υποκατάστατα του στρατού της. Αλλά η Ρωσία τη σταµάτησε και ο Πούτιν φρόντισε να δεχθεί τον Ερντογάν, στην τελευταία του επίσκεψη στο Κρεµλίνο, µπροστά σε σύµβολα των ηττών των σουλτάνων από τους τσάρους. Πιο πρόσφατα, το αεροπλάνο του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Λαβρόφ, που πετούσε προς την Κωνσταντινούπολη για συνοµιλίες για το θέµα της Λιβύης, έκανε στροφή 180 µοιρών πάνω από την Κριµαία. Και τις ηµέρες που προηγήθηκαν της τουρκικής απόφασης για την Αγία Σοφία, ο Πατριάρχης Μόσχας προειδοποίησε ότι «κάθε προσπάθεια εξευτελισµού ή καταπάτησης της χιλιετούς πνευµατικής κληρονοµιάς της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης γίνεται δεκτή από τον ρωσικό λαό -σήµερα όπως και πάντοτε- µε πικρία και αγανάκτηση. (…) Η Αγία Σοφία είναι ένα χριστιανικός ιερός τόπος για όλους τους Ορθόδοξους στη Ρωσία. (…) Μια απειλή για την Αγία Σοφία είναι µια απειλή για το σύνολο του χριστιανικού πολιτισµού, και ως εκ τούτου για την πνευµατικότητα και την ιστορία µας.»
Οι προειδοποιήσεις της ρωσικής κυβέρνησης ήταν φυσικά πιο διπλωµατικές· γεγονός παραµένει ότι στη Λιβύη, όπου η Τουρκία ξεκινά µια δεύτερη ιµπεριαλιστική στρατιωτική επιχείρηση σε πρώην εδάφη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, η Άγκυρα και η Μόσχα υποστηρίζουν, όπως στη Συρία, αντίθετες πλευρές, και ότι η επιστροφή της Αγίας Σοφίας στη µουσουλµανική λατρεία δεν είναι πιθανό να αναθερµάνει τη σχέση τους. Η απόφαση αυτή δεν είναι επίσης πιθανό να βελτιώσει τις σχέσεις µεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας, οι οποίες κάποτε ήταν πολύ στενές, αλλά τις οποίες ο τυχοδιωκτισµός του Ερντογάν έχει επανειληµµένα υπονοµεύσει. Ειδικά σε έτος προεδρικής εκλογής όπου το βάρος των Ελληνοαµερικανών µετράει και λαµβανοµένου υπόψη ότι σήµερα η Τουρκία βρίσκεται σε περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτή σύγκρουση µε όλους τους σηµαντικούς συµµάχους των Ηνωµένων Πολιτειών στην περιοχή. Αλλά για άλλη µια φορά, ο Ερντογάν αγνόησε τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ.
Στην πραγµατικότητα, η Τουρκία έχει γίνει το µείζον αποσταθεροποιητικό στοιχείο στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Έχοντας έρθει στην εξουσία µε την αρχή «µηδενικά προβλήµατα µε τους γείτονες», η κυβέρνηση του ΑΚΡ έχει αναστατώσει τους πάντες! Εξακολουθεί να αρνείται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρµενίων, εξακολουθεί να απειλεί την Αρµενία και τώρα χειραγωγεί διαδηλώσεις κατά πολιτών αρµενικής καταγωγής σε έναν Λίβανο σε κρίση. Χρηµατοδοτεί τη ριζική επανισλαµοποίηση των Βαλκανικών µουσουλµανικών µειονοτήτων. Πολλαπλασιάζει τις παραβιάσεις των ελληνικών θαλάσσιων και εναέριων συνόρων όπως και τις δηλώσεις περί ακυρότητας της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, που καθόρισε τα σύνορά της µε την Ελλάδα. Διεκδικεί, αψηφώντας το διεθνές δίκαιο, δεκάδες νησίδες στο Αιγαίο, όπου εµποδίζει την Ελλάδα να εκµεταλλευτεί τους υδρογονάνθρακες της αποκλειστικής οικονοµικής της ζώνης. Καταλαµβάνει και αποικίζει σχεδόν το 40% του εδάφους ενός άλλου κράτους µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κυπριακής Δηµοκρατίας, και ισχυρίζεται ότι κατέχει το κοίτασµα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκε µεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Μόλις υπέγραψε µε την κυβέρνηση της Τρίπολης µια συµφωνία για τον διαχωρισµό της Ανατολικής Μεσογείου σε δύο αποκλειστικές οικονοµικές ζώνες, υπέρογκα µεγάλες βάσει του διεθνούς δικαίου, οι οποίες παραβιάζουν τα δικαιώµατα της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, ενώ βλάπτουν τα συµφέροντα του Ισραήλ, κάποτε στρατηγικού συµµάχου της Τουρκίας, εµποδίζοντας την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου µεταξύ του Ισραήλο- κυπριακού κοιτάσµατος και της Ιταλίας. Όλα αυτά ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση -η οποία στραγγαλίζει την Ελλάδα εδώ και δέκα χρόνια- συνεχίζει να διαθέτει δισεκατοµµύρια ευρώ ζωτικής σηµασίας για την επιβίωσή του στο τουρκικό ισλαµιστικό καθεστώς χωρίς να βάζει ένα τέλος στις ενταξιακές διαπραγµατεύσεις που έχουν γίνει πια κωμωδία!
Για να µην αναφερθούµε στη χειραγώγηση του µεταναστευτικού κύµατος από την τουρκική κυβέρνηση -µέχρι που πραγµατοποίησε πλήρη επίθεση στα σύνορα της Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 2020- για να εκβιάσει την ΕΕ, όπως έκανε µε επιτυχία το 2015-16. Ούτε στην εργαλειοποίηση των τουρκικών κοινοτήτων σε δυτικές χώρες, στην οποία έχουν συµβάλλει περισσότερα από ένα πολιτικά κόµµατα από αυτά τα κράτη προκειµένου να επωφεληθούν από τη µαζική ψήφο της γενιάς που διαθέτει διπλή ιθαγένεια. Όσον αφορά τη Γαλλία, πρόσφατα είδε µία από τις φρεγάτες της που επιβλέπει το διεθνές εµπάργκο όπλων στη Λιβύη να απειλείται άµεσα από τουρκικό πολεµικό, που συνόδευε ένα φορτηγό το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, παραβίαζε το εµπάργκο. Εκπλήρωση µιας υπόσχεσης του Ερντογάν και του ΑΚΡ που δόθηκε πριν είκοσι χρόνια, η απόφαση για την Αγία Σοφία δεν είναι εποµένως µια µεµονωµένη πράξη, ούτε είναι ζήτηµα δικαίου: η Τουρκία έχει το δικαίωµα να διαθέτει τα µνηµεία στο έδαφός της κατά το δοκούν, αν και η UNESCO έχει εκφράσει τη λύπη της για την “αλλαγή του στάτους” τουµνηµείου, δεδοµένου ότι ήταν εγγεγραµµένο στον κατάλογο της Παγκόσµιας Κληρονοµιάς της Ανθρωπότητας ως µουσείο και όχι ως τζαµί.
Στην πραγµατικότητα, ενώ αποτελεί το συµβολικό επιστέγασµα της πολιτικής ζωής του Ερντογάν, που κατευθύνεται εξ ολοκλήρου προς την επανισλαµοποίηση της κοινωνίας, η απόφαση αυτή αποτελεί µέρος της φυγής προς τα εµπρός ενός αυταρχικού καθεστώτος που προσπαθεί να οικοδοµήσει µια εσωτερική συναίνεση γύρω από δύο άξονες: την αποκατάσταση του οθωµανικού µεγαλείου µε την αµφισβήτηση των συνόρων, ταµπού στην Τουρκία από την εποχή του Κεµάλ και την επιβεβαίωση της τουρκικής ηγεσίας σε ένα σουνιτικό κόσµο, που επανασυνδέεται µέσω του χαλιφάτου που κατάργησε ο Κεµάλ. Η 24η Ιουλίου 2020, η ηµεροµηνία που επιλέχθηκε για την επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαµί είναι η ίδια πλήρης νοηµάτων: είναι η επέτειος της Συνθήκης της Λωζάνης που καθορίζει τα σύνορα της Τουρκίας. Αυτή η σύµπτωση αντικατοπτρίζει την ιδέα ότι αυτή η συνθήκη και αυτά τα σύνορα θα µπορούσαν να αµφισβητηθούν, όπως αµφισβητήθηκε και η εκκοσµίκευση του µνηµείου. Από αυτή την άποψη, ο Ερντογάν είναι πολύ περισσότερο ο διάδοχος του παντουρκιστή και ισλαµιστή Σουλτάνου Αµπντέλ Χαµίντ Β’ (1876-1909) παρά κάποιου από τους προέδρους της Τουρκικής Δηµοκρατίας. Όμως κάτι τέτοιο αφυπνίζει επίσης στον αραβικό κόσµο -που έχει υποφέρει για αιώνες, όπως και τα χριστιανικά Βαλκάνια, µια τουρκική διοίκηση η οποία έχει αφήσει σαν ανάµνηση σχεδόν αποκλειστικά και µόνο τη βιαιότητά της-µια εχθρότητα που µοιράζονται τώρα οι κυβερνήσεις της Συρίας, της Αιγύπτου και των Εµιράτων.
Η απόφαση για την επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας σαν τζαµί είναι επίσης έντονα αισθητή στην Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση την χαρακτήρισε “πρόκληση για τον πολιτισµένο κόσµο” και όπου σχεδόν το σύνολο του λαού, πιστών ή όχι- επειδή η συµβολική διάσταση της Αγίας Σοφίας υπερβαίνει κατά πολύ το ζήτηµα της θρησκευτικής πίστης- είναι σοκαρισµένο και βλέπει αυτή την πράξη ως περαιτέρω απόδειξη της προθυµίας του Ερντογάν να ξεκινήσει µια σύγκρουση. Στην Τουρκία, οι ζωές των χριστιανών κινδυνεύουν να γίνουν ακόµη πιο επισφαλείς, παρόλο που απειλούνται εδώ και χρόνια από κάθε είδους βία ή και δολοφονίες που αποδίδονται σε ανισόρροπος, καθώς επίσης και σε αλεβίτες ή σιίτες που συχνά παρασύρονται από τον λαϊκισµό, ακόµη και από τον αθεΐα. Και αυτό γιατί η επιστροφή της Αγίας Σοφίας στην ισλαµική λατρεία είναι προφανώς ένα µήνυµα προς τους πιο βίαιους φονταµενταλιστές και προς τους εξτρεµιστές εθνικιστές, πολιτικούς συµµάχους του Ερντογάν.
Είναι επίσης ένα ανησυχητικό µήνυµα που αποστέλλεται στο οικουμενικό πατριαρχείο, που υφίσταται συνεχή παρενόχληση, πίεση και απειλές. Ενώ το τουρκικό κράτος επέβαλε στον πατριάρχη να έχει τουρκική υπηκοότητα, και να έχει εκπαιδευτεί και λειτουργήσει στην Τουρκία, η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, το τελευταία ορθόδοξο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, σταµάτησε να λειτουργεί το 1971 µε εντολή των αρχών και κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη βιωσιµότητα του πατριαρχείου. Πολλές φορές, ακόµη και από τον Πρόεδρο Οµπάµα, έχει ζητηθεί η επαναλειτουργία της Σχολής. Πολλές φορές οι Τούρκοι το υποσχέθηκαν. Η Χάλκη είναι ακόµα κλειστή. Και ο Πατριάρχης Βαρθολοµαίος, 80 ετών, συνήθως πολύ προσεκτικός σε οποιαδήποτε δηµόσια παρέµβαση, προειδοποίησε ηµέρες πριν από την υπογραφή του διατάγµατος του Ερντογάν ότι η επιστροφή της Αγίας Σοφίας στη µουσουλµανική λατρεία θα διακινδύνευε να φέρει σε αντιπαράθεση εκατοµµύρια Χριστιανούς µε το Ισλάµ. Ποια θα είναι η µοίρα του αύριο;
Όσο για το ίδιο το µνηµείο, θα περιοριστεί άραγε η µουσουλµανική λατρεία σε έναν συγκεκριµένο χώρο; Τι θα συµβεί µε τις τοιχογραφίες που κάποτε επικαλύφθηκαν επειδή είναι ασυµβίβαστες µε τους κανόνες του Ισλάµ; Είναι ακόµα πολύ νωρίς για να πούµε, ακόµη και αν µάθουµε κατά τη στιγµή της σύνταξης αυτών των γραµµών ότι η Αγία Σοφία θα παραµείνει ανοικτή για τους επισκέπτες εκτός των ωρών που θα λαµβάνουν χώρα οι προσευχές και ότι ένα ηλεκτρονικό σύστηµα θα µπορούσε, κατά τη διάρκεια αυτών, να καλύψει µε ένα ηλεκτρονικό πέπλο τις ασεβείς εικόνες.
Πηγή: https://www.herodote.net/
Απόδοση: Σ. Λάβδας
Ο Olivier Delorme είναι ιστορικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία, δίδαξε ιστορία στην Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστηµών στο Παρίσι, για να ασχοληθεί τελικά αποκλειστικά µε τη συγγραφή. Γνωστότερο έργο του είναι η τρίτοµη «Ιστορία της Ελλάδας και των Βαλκανίων από τον 5ο αιώνα µέχρι σήµερα». Ζει στο Παρίσι και στη Νίσυρο και θεωρείται στην πατρίδα του γνώστης των ελληνικών ζητηµάτων. Στην ιστοσελίδα μας έχουν δημοσιευθεί και άλλα άρθρα του (σε απόδοση Στ. Λάβδα), μεταξύ των οποίων µια ανάλυση για την κατάσταση στην Ελλάδα (γραμμένο το 2017), που επιγράφεται: «Το Τριπλό Ελληνικό Αδιέξοδο» και χωρίζεται σε τρία µέρη: 1. Το Οικονοµικό Αδιέξοδο. 2. Το Γεωπολιτικό Αδιέξοδο και 3. Το Πολιτικό Αδιέξοδο. Τα δυο τελευταία αναζητείστε τα στη στήλη «Άρθρα» της ιστοσελίδας μας. Ο Σταύρος Λάβδας είναι μηχανικός, με σπουδές στα χρηματοοικονομικά και πολυετή εμπειρία στις διεθνείς αγορές χρήματος. Εισηγητής σε συζήτηση στο στέκι της «Δράσης» τον Νοέμβριο του 2016 με θέμα «Η Κρίση του 2008 (όσο πιο απλά γίνεται)» και τον Ιούνιο του 2017 με θέμα «Ελλάδα και Χρέος».
Πρώτη Δημοσίευση 16 Ιουλίου, Δράση για μια άλλη πόλη Κίνηση πολιτών Βριλησίων
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.