Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Το τελευταίο όνειρο της γριάς Βελανιδιάς

 

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν  


Στο δάσος, ψηλά στην απότομη ακτή, αντίκρυ στο ανοιχτό πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά. Ήταν ακριβώς τριακοσίων εξή­ντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυ­τός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο μερικές δικές μας μέρες. Εμείς είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμα­στε τη νύχτα και τότε βλέπουμε τα όνειρά μας. Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας. Ο χειμώ­νας είναι η νύχτα της – ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπω­ρο. 

Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, αυτές οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενα κι ευτυ­χισμένα, και ύστερα ακουμπούσαν για μια στιγμή σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανι­διάς. Και τότε η Βελανιδιά έλεγε:

 «Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!» 

«Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο. 

«’Όλα γύρω μου είναι πλημμυρισμένα από φως, ζεστασιά και ομορφιά, κι εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένο!»,

«’Όμως κρατούν μια μονάχα μέρα, κι ύστερα χά­νονται!» «Χάνονται!» είπε το Εφήμερο. 

«Τι θα πει χάνο­νται; Χάνεσαι κι εσύ;» 

«’Όχι. Εγώ θα ζήσω ίσως χιλιάδες δικές σου μέ­ρες, και η δική μου η μέρα κρατάει ολόκληρες επο­χές. Είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να το καταλάβεις». 

«’Όχι; Τότε δεν σε καταλαβαίνω κι εσένα. Λες πως έχεις χιλιάδες δικές μου μέρες μα έχω κι εγώ χιλιάδες στιγμές για να ‘μαι χαρούμενο κι ευτυχι­σμένο. Θα σβήσει όλη η ομορφιά αυτού του κόσμου όταν πεθάνεις;» 

«’Όχι», αποκρίθηκε το δένδρο. «Θα κρατήσει πολύ ακόμα, πολύ περισσότερο ίσως απ’ όσο μπορώ να λογαριάσω»

«Τότε λοιπόν η ζωή μας κρατάει το ίδιο, μόνο που εμείς τη μετράμε διαφορετικά». 

Και το Εφήμερο χόρευε και πετούσε στον αέρα, με τα ντελικάτα φτεράκια του -όλο τούλι και βελούδο- και χαιρόταν τον ήλιο, και χαιρόταν τη μυ­ρωμένη αύρα, φορτωμένη από τις μοσχοβολιές των λιβαδιών, της αγριοτριανταφυλλιάς, των λουλου­διών του κήπου, του θυμαριού, του δυόσμου και της μαργαρίτας. Και όλες αυτές οι ευωδιές ήταν τόσο δυνατές, που το μικρό Εφήμερο ήταν σχεδόν μεθυσμένο. Η μέρα ήταν ατέλειωτη και πανέμορ­φη, γεμάτη χαρά και Γλυκύτητα, και όταν ο ήλιος βασίλευε, η μυγούλα ένιωθε μια μακάρια κούραση από όλη αυτή τη χαρά και την ευτυχία. Τα ντελικάτα φτερά δεν άντεχαν πια να την κρατούν, και ήρεμα και μαλακά κατέβαινε στο απαλό χορταράκι, κου­νούσε το κεφαλάκι της σαν ν’ αποχαιρετούσε, αποκοιμιόταν και πέθαινε. 

«Καημένο μικρό Εφήμερο!» έλεγε η Βελανιδιά. 

«Τι σύντομη που ήταν η ζωή του!» 

Και κάθε καλοκαίρι ξαναρχίζει ο ίδιος χορός, οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις, και ο ίδιος ύπνος. 

Γενιές ολόκληρες Εφήµερα περνούσαν και όλα έ­νιωθαν την ίδια ευτυχία και την ίδια χαρά. Η Βελα­νιδιά είχε περάσει ξύπνια το πρωινό της άνοιξης, το µεσηµέρι του καλοκαιριού, και το δειλινό του φθινoπώρoυ, και να τώρα που η νύχτα της σίµωνε γοργά. Ο χειµώνας έφτανε. Οι καταιγίδες είχαν κιόλας αρχίσει να της τραγουδούν την καληνύχτα τους. Τα φύλλα της έπεφταν ένα ένα. 

«Θα σε κουνήσουµε και θα σε νανουρίσουµε! Κοιµήσου, κοιµήσου! Σου τραγουδάµε για να κοι­µηθείς, σε κουνάµε για να κοιµηθείς, µα τα γέρικα κλαδιά σου χαίρονται, στ’ αλήθεια, λες και τρίζουν από την αγαλλίαση! Κοιµήσου γλυκά, κοιµήσου ήσυχα! Είναι η τριακοστή εξηκοστή πέµπτη νύχτα σου. Είσαι ακόµα πολύ νέα! Κοιµήσου γλυκά, κοι­µήσου ευτυχισµένα! Τα σύννεφα σκόρπισαν στο χώµα το χιόνι τους, που θα σκεπάσει, σαν ζεστή πουπουλένια κουβέρτα, τα πόδια σου. Καλόν ύπνο και όνειρα γλυκά!» 

Και η Βελανιδιά, γυµνή τώρα από φύλλα, ήταν έτοιµη ν’ αποκοιµηθεί για τη χειµωνιάτικη νύχτα της, και να ονειρευτεί ένα σωρό όνειρα, όλα σχετι­κά µε κάτι που της είχε συµβεί, όπως ακριβώς κι εµείς οι άνθρωποι. 

Η ψηλή Βελανιδιά ήταν κάποτε κι αυτή µικρού­λα – η πρώτη της κούνια ήταν ένα βελανίδι. Τώρα -όπως λέµε εµείς οι άνθρωποι- ζούσε τον τέταρτο αιώνα της. Ήταν το πιο ψηλό και το πιο όµορφο δένδρο µέσα στο δάσος. Η κορφή της πύργωνε πολύ ψηλότερα απ’ όλα τα άλλα δένδρα και φαινό­ταν µακριά από το πέλαγος, έτσι που οι ναυτικοί την είχαν για σηµάδι. Το δένδρο φυσικά δεν είχε ιδέα πόσα µάτια έψαχναν µε λαχτάρα να το ξεχω­ρίσουν. Ψηλά ψηλά στα κλαδιά της έπλεκε τη φωλιά του το αγριοπερίστερο, και ο κούκος κοντοστεκό­ταν εκεί για να πει το τραγούδι του. Το φθινόπω­ρο, τότε που τα φύλλα της έµοιαζαν σαν λεπτές φλούδες από χαλκό, τα περαστικά πουλιά έστεκαν λίγο να ξεκουραστούν, πριν πετάξουν για το µα­κρινό τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μα τώρα ήταν χειµώνας; και το δένδρο απόµενε γυµνό από φύλλα, κι όλοι µπορούσαν πια να δουν πόσο ξερά και σκεβρωµένα ήταν τα κλαδιά του καθώς υψώνο­νταν στον ουρανό. Κουρούνες και κοράκια κούρ­νιαζαν τώρα εκεί και κουβέντιαζαν για την άσχηµη εποχή που άρχιζε και πόσο δύσκολο θα τους ήταν να βρίσκουν τροφή το χειµώνα. 

Και ακριβώς την άγια νύχτα των Χριστουγέννων ονειρεύτηκε η Βελανιδιά το πιο θαυµαστό της όνειρο. 

Το δένδρο ένιωθε κάπως αόριστα τη γιορτάσι­µη νύχτα· θαρρούσε κιόλας πως άκουγε τις καµπά­νες να σηµαίνουν στις γύρω εκκλησιές. Κι όµως, του φαινόταν πως ήταν µια όµορφη, χλιαρή, καλο­καιριάτικη µέρα. Τα δυνατά κλωνάρια του καµάρω­ναν µε τη φουντωτή, καταπράσινη φορεσιά τους, ο αέρας µοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλου­διών και του νιόβλαστου χορταριού και χαρούµε­νες πεταλούδες κυνηγιόνταν γύρω του. Τα Εφήµε­ρα χόρευαν, λες κι ο κόσµος όλος είχε πλαστεί µόνο και µόνο για να χορεύουν και να χαίρονται εκείνα. Όλα όσα είχε δει κι ακούσει χρόνια και χρόνια το δένδρο, όλα όσα είχαν συµβεί κοντά του, άρχισαν να περνούν µπροστά του σε µια γιορταστική παρέ­λαση. Είδε τους ιππότες του παλιού καιρού, καβά­λα στα ευγενικά άλογά τους, µε τα φτερά στα καπέ­λα και τα γεράκια στους ώµους, να συντροφεύουν όµορφες αρχόντισσες. Άκουσε πάλι το κυνηγετικό βούκινο και τα λαγωνικά που αλυχτούσαν. Είδε πολεµιστές του εχθρού, µε χρωµατιστούς θώρακες και αστραφτερά όπλα, κοντάρια µυτερά και βαριά σπαθιά, να στήνουν τις σκηνές τους και να τις ξανα σηκώνουν. Οι φωτιές των φρουρών άναψαν πάλι, και άνθρωποι τραγούδησαν και κοιµήθηκαν στη σκιά του δένδρου. Είδε αγαπηµένους να έρχονται, ευτυχισµένοι, µε το φεγγαρόφωτο, και να σκαλί­ζουν τα ονόµατά τους στη σταχτοπράσινη φλούδα του κορµού του. Κάποτε -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε- χαρούµενοι τσιγγάνοι είχαν κρεµάσει στα χαµηλότερα κλαδιά του φλο­γέρες και λαούτα. Να που και τώρα τα έβλεπε πάλι στην ίδια θέση, και ξανάκουγε τη γλυκιά, απαλή µουσική τους. Τα αγριοπερίστερα έκραζαν τα ταί­ρια τους, σαν να ξεχείλιζαν από ευτυχία, και ο κού­κος µετρούσε, µε το µονότονο λάληµά του, πόσα όµορφα καλοκαίρια είχε να ζήσει ακόµα το δένδρο. 

Ύστερα του φάνηκε πως µια καινούργια ζωή κυ­λούσε ως τις πιο βαθιές του ρίζες, και ξανανέβαινε γοργά ως τα ψηλότερα κλαδιά του, ως την άκρη του κάθε του φύλλου. Το δένδρο ένιωσε σαν να ψήλωνε και να φούντωνε και οι ρίζες του πίστεψαν πως ακόµα και το χώµα γύρω τους είχε πάρει ζωή. Πληµµύρισε καινούργια δύναµη, η φυλλωσιά του πρασίνισε ακόµα περισσότερο και ο χυµός του κυ­κλοφορούσε ακόµα πιο γοργός και πιο πλούσιος στις δένδρινες φλέβες του. Και όσο τα κλωνάρια του απλώνονταν και ψήλωναν, τόσο η ευτυχία Του ξεχείλιζε και άρχισε να ελπίζει πως κάποια µέρα θα έφτανε ως Τον ζεστό, λαµπρό ήλιο. 

Είχε κιόλας ανέβει πάνω από τα σύννεφα, Που τώρα περνούσαν κάτω από την κορυφή του, σαν σκοτεινά κοπάδια διαβατάρικα πουλιά, ή σαν µε­γάλοι κάτασπροι κύκνοι. Και κάθε φύλλο του δέν­δρου έβλεπε τώρα, σαν να’ χε δικά του µάτια. Τ’ αστέρια φαίνονταν πιο φωτεινά και πιο µεγάλα. Σπίθιζαν σαν ξάστερα, καλοσυνάτα µάτια και θύ­µισαν στη Βελανιδιά γνώριµα µάτια παιδιάστικα, Που είχε δει τόσες φορές να παίζουν στον ίσκιο της. 

Ήταν ένα θέαµα εξαίσιο, πληµµυρισµένο από χαρά και ευτυχία. Κι όµως, µέσα σ’ όλη αυτή τη χαρά, το δένδρο ένιωθε µια θλίψη, ένα θερµό πόθο να έβλεπε και όλα τα άλλα δένδρα Του δάσους -µι­κρά και µεγάλα- όλους Τους θάµνους, ακόµα και τα χορταράκια, να ψηλώνουν κι εκείνα για να µπορέ­σουν να δουν αυτό το µεγαλείο και την οµορφιά. Πώς να είναι ευτυχισµένη η περήφανη Βελανιδιά, χωρίς να έχει κοντά της όλους της τους φίλους µι­κρούς και µεγάλους; 

Κι αυτός ο Πόθος, αυτή η λαχτάρα, έκανε την  ευαίσθητη καρδιά του δένδρου να τρέµει και να χτυπάει γοργά. 

Η φουντωτή φυλλωσιά του ανέµιζε και ταραζό­ταν, σαν να έφαχνε κάτι να βρει κι ύστερα χαµήλω­νε. Τότε ένιωθε τη µοσχοβολιά από το θυµάρι και τη µεθυστική ευωδιά των κρίνων και των µενεξέ­δων, και νόµιζε πως άκουγε τη φωνή του κούκου που το χαιρετούσε. 

Ναι, οι πράσινες κορφές του δάσους άρχισαν να τρυπούν τα σύννεφα και η Βελανιδιά έβλεπε και τα άλλα δένδρα να ψηλώνουν και ν’ ανεβαίνουν κοντά της. Οι θάµνοι και τα χορταράκια ψήλωναν κι εκεί­να και µάλιστα µερικά, από την ανυπομονησία τους, ξεκολλούσαν από τις ρίζες τους για να φτά­σουν πιο σύντοµα. Πιο γρήγορη απ’ όλα ήταν η ση­µίδα. Ο λεπτός κορµός της ανέβαινε σαν άσπρη αστραπή και τα κλαδιά της ανέµιζαν ολόγυρα σαν πράσινες σηµαίες. Όλα τα δένδρα και τα φυτά του δάσους υψώνονταν σαν µέσα σ’ έκσταση, ο αέρας αντηχούσε απ’ το κελάδηµα των πουλιών. Πάνω στο τρυφερό γρασίδι, που είχε ακαριαία απλωθεί σαν µεταξωτό χαλί, οι ακρίδες καθάριζαν τις φτε­ρούγες τους µε τα µακριά τους πόδια. Οι µαγιάτι­κες µέλισσες βούιζαν, οι χρυσόµυγες ζουζούνιζαν και κάθε πουλί κελαηδούσε µε τη δική του, ξεχωριστή φωνή. Όλα ήταν τραγούδι και χαρούµενος αχός στον τετράψηλο ουρανό. 

«Μα πού είναι το γαλάζιο λουλουδάκι της ακροποταµιάς;» αναρωτήθηκε η Βελανιδιά. 

«Πού είναι η κόκκινη παπαρούνα, πού είναι η µαργαρίτα;» 

Η καηµένη η Βελανιδιά δεν ξεχνούσε κανένα, όλα τα ήθελε κοντά της. 

«Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!» άκουσε χαρούµενες φωνούλες. 

«Και το όµορφο θυµάρι του περασµένου καλοκαιριού; Και τα κρινάκια που ήταν πέρσι εδώ; Και η άγρια αχλαδιά µε τα όµορφα λουλούδια της; Και όλη η οµορφιά του δάσους που ξαναγεννιέται κάθε χρόνο – δεν θα έπρεπε να είναι κι εκείνη εδώ;»

«Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!» αποκρίθηκαν φωνές όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψηλά στον αέρα. 

«Μα είναι θαυµάσια!» φώναξε χαρούµενη η γριά Βελανιδιά. «Τους έχω όλους γύρω µου, µικρούς και µεγάλους. Κανένας δεν λείπει! Τι αφάνταστη ευτυχία! Είναι δυνατόν;»» 

«Στον ουρανό, στη χώρα του καλού Θεού, όλα είναι δυνατά!»» άκουσε την απόκριση στον αέρα. 

Και η γριά Βελανιδιά, καθώς ψήλωνε ολοένα, ένιωσε τις ρίζες της να ξεκολλούν από τη γη. 

«Σωστά!»» είπε. «Αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα. Τώρα πια τίποτα δεν µε κρατάει! 

Τώρα µπορώ να πετάξω ακόµα πιο φηλά στη δόξα και στο φως! Και όλοι µου οι αγαπηµένοι -µικροί και µεγάλοι- είναι µαζί µου, όλοι, όλοι!» 

Αυτό ήταν το όνειρο της γριάς Βελανιδιάς και, καθώς ονειρευόταν, µια δυνατή καταιγίδα σάρωσε θάλασσα και στεριά, εκείνη τη νύχτα της παραµονής. Η θάλασσα σήκωσε θεόρατα κύµατα και χτύπησε την ακρογιαλιά, κάτι έτριξε κι έσπασε µέσα στο δένδρο, οι ρίζες του ξέφυγαν από τη γη, την ίδια στιγµή που ένιωθε και στ’ όνειρό της να φεύγει ελεύθερη από το χώµα. Έπεσε. Τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια της ήταν τώρα σαν την ηµέρα του µικρού Εφήµερου. 

Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο ήλιος ψήλωσε, η καταιγίδα κόπασε. Απ’ όλες τις εκκλησιές αντηχούσαν οι γιορτινές καµπάνες και απ’ όλη τη γη, ακόµα κι από την πιο φτωχική καλύβα, ανέβαιναν γαλάζια σύννεφα καπνού, σαν τον καπνό που ανέβαινε τα πολύ παλιά χρόνια από τους βωµούς των Δρυίδων, τις µέρες της ευχαριστίας. Η θάλασσα γαλήνεψε σιγά σιγά, κι ένα µεγάλο καράβι που είχε παλέψει όλη τη νύχτα, απελπισμένα, με τη φουρτούνα, μπήκε στο γειτονικό λιμάνι. 

«Το δένδρο έπεσε, η γριά Βελανιδιά, το σημάδι μας!» είπαν οι ναυτικοί. «Έπεσε τη νύχτα, με την καταιγίδα. Ποιο άλλο δένδρο θα μπορέσει να γίνει σαν κι αυτό; Κανένα»». 

Αυτός ήταν ο σύντομος μα συμπονετικός επικήδειος του δένδρου που ήταν ξαπλωμένο χωρίς ζωή στο χιονισμένο χαλί της δασωμένης ακτής. Και πάνω απ’ τη νεκρή γριά Βελανιδιά, ακούστηκαν οι νότες του χριστουγεννιάτικου ύμνου που έψαλλαν, Γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι ναυτικοί. Μ’ αυτόν τον ψαλμό, όλοι μέσα στο θαλασσοδαρμένο καράβι, ένιωσαν την ψυχή τους ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ακριβώς είχε νιώσει και η γριά Βελανιδιά, στο όμορφο όνειρό της, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.  

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

ΠΗΓΗ: https://ekti2014.blogspot.com
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.