Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης*
Αποτελεί η πολιτική αυτή μονάδα βιώσιμη οντότητα στο τέλος της χιλιετίας; Ποιοι παράγοντες καθορίζουν τη μοίρα της; Αν επιβιώσει θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και να υπηρετεί νέους σκοπούς.
Το να μιλάει κάποιος για το έθνος κατά τρόπο μεροληπτικό και ιδεολογικό είναι ο κανόνας και θα παραμείνει ο κανόνας. Ωστόσο δεν βλάπτει αν κάπου – κάπου παραβιάζεται ο κανόνας αυτός, έστω και με κίνδυνο να βρεθεί όποιος το κάνει ανάμεσα σε δύο πυρά. Στη μία άκρη του πεδίου της μάχης βρίσκεται η εθνικιστική «δεξιά», η οποία θεωρεί το έθνος ως το φυσικό πλαίσιο ζωής του ανθρώπου, όμως δεν εξηγεί πώς στάθηκε δυνατή η συλλογική ζωή και επιβίωση επί αιώνες και χιλιετίες δίχως έθνη με τη νεότερη έννοια του όρου. Επιπλέον η «δεξιά» συγχέει το δικαίωμα ζωής του έθνους με την έννοια της κυριαρχίας του κράτους, μη θέλοντας να εμπιστευθεί το πεπρωμένο του έθνους σε ένα πολυεθνικό κράτος, μολονότι πολλά ιστορικά παραδείγματα πιστοποιούν ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες τα έθνη μπορούν θαυμάσια να κρατηθούν στη ζωή και μάλιστα να ακμάσουν.
Το να μιλάει κάποιος για το έθνος κατά τρόπο μεροληπτικό και ιδεολογικό είναι ο κανόνας και θα παραμείνει ο κανόνας. Ωστόσο δεν βλάπτει αν κάπου – κάπου παραβιάζεται ο κανόνας αυτός, έστω και με κίνδυνο να βρεθεί όποιος το κάνει ανάμεσα σε δύο πυρά. Στη μία άκρη του πεδίου της μάχης βρίσκεται η εθνικιστική «δεξιά», η οποία θεωρεί το έθνος ως το φυσικό πλαίσιο ζωής του ανθρώπου, όμως δεν εξηγεί πώς στάθηκε δυνατή η συλλογική ζωή και επιβίωση επί αιώνες και χιλιετίες δίχως έθνη με τη νεότερη έννοια του όρου. Επιπλέον η «δεξιά» συγχέει το δικαίωμα ζωής του έθνους με την έννοια της κυριαρχίας του κράτους, μη θέλοντας να εμπιστευθεί το πεπρωμένο του έθνους σε ένα πολυεθνικό κράτος, μολονότι πολλά ιστορικά παραδείγματα πιστοποιούν ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες τα έθνη μπορούν θαυμάσια να κρατηθούν στη ζωή και μάλιστα να ακμάσουν.
Προφανώς η «δεξιά» δεν πιστεύει τόσο ακλόνητα στον ακατάλυτο χαρακτήρα του έθνους ώστε να αδιαφορεί για τη μοίρα του (λίγο – πολύ εθνικού) κράτους. H έννοιά της περί έθνους γίνεται τόσο πιο αφηρημένη, τόσο περισσότερο αισθητική ή πολιτισμική κατασκευή, όσο οι εθνικοί πολιτισμοί ατονούν. Δεν μπορεί να μη μειδιάσει κανείς όταν βλέπει σήμερα στην Eυρώπη ότι μερικοί «δεξιοί» εθνικιστές, οι οποίοι επιπλέον αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», χρησιμοποιούν εναντίον του «Mάαστριχτ» εν μέρει τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι κλασικοί συντηρητικοί του 18ου και του 19ου αι. εναντίον της διαμόρφωσης των σύγχρονων εθνικών κρατών. Γιατί ακριβώς οι εκπρόσωποι του κλασικού συντηρητισμού απέρριπταν το εθνικά ομοιογενές κράτος και έδιναν την προτίμησή τους στο πολυεθνικό, του οποίου συνεκτικός δεσμός ήταν η νομιμοφροσύνη προς μια δυναστεία και ένα στέμμα (π.χ. Aυστροουγγαρία). Στην αντίπερα όχθη φωνασκεί η κοσμοπολιτική και ειρηνιστική «αριστερά», η οποία ελπίζει ότι η έκλειψη των εθνών θα φέρει τη μόνιμη ειρήνη. Tο λογικό σφάλμα είναι προφανές: πόλεμοι γίνονταν και προ της δημιουργίας των εθνών και καμιά στατιστική δεν στηρίζει τη θέση ότι η εμφάνιση του εθνικισμού πολλαπλασίασε τους πολέμους. Πριν από λίγα χρόνια ακόμη η ανθρωπότητα βρισκόταν στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής όχι εξαιτίας αχαλίνωτων εθνικισμών αλλά λόγω του ανταγωνισμού δύο στρατοπέδων, που και τα δύο τους επικαλούνταν οικουμενικές ιδεολογίες. Βεβαίως, οι εθνικές συγκρούσεις ξαναέγιναν επίκαιρες. Όμως αποτελεί οπτική απάτη να θεωρεί κανείς την πηγή αναταραχής, η οποία είναι αυτή τη στιγμή ενεργός, ως τη μοναδική ή ως την τελευταία. Όπως μέχρι σήμερα έγιναν συχνότατα πόλεμοι εντός των εθνών, δηλαδή εμφύλιοι πόλεμοι, έτσι και τίποτε δεν αποκλείει τους πολέμους στους κόλπους μιας ενιαίας ανθρωπότητας έπειτα από μια υποθετική κατάργηση των εθνών.
Μολονότι τώρα η «αριστερά» επιθυμεί να εξουδετερώσει ή μάλλον να εξαλείψει από προσώπου γης τους προφανώς σφριγηλούς εθνικισμούς, ωστόσο προσπαθεί ταυτόχρονα να αποδείξει ότι καθαρά έθνη δεν υπάρχουν, επομένως ότι χύνεται ιδρώτας και αίμα για το τίποτε και η παραφροσύνη είναι πλήρης. Τα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται συναφώς, πρέπει αναμφίβολα να τα πάρουμε πολύ σοβαρά. Πράγματι, αποδείχτηκε ματαιοπονία η αναζήτηση αμιγών φυλών και εθνών ή η κατάστρωση ενός πάγιου καταλόγου αντικειμενικών και γενικών γνωρισμάτων, με βάση τα οποία θα μπορούσε να ορισθεί το έθνος. O,τι κατά καιρούς αναφέρθηκε ως τέτοιο γνώρισμα (καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, κ.ο.κ.) ή δεν απαντούσε πάντοτε ή δεν αποτελούσε αναγκαίο ή επαρκή όρο συγκρότησης ενός έθνους. Δεν μπορούμε εδώ να εξετάσουμε, ίσως ούτε και να διαπιστώσουμε, κατά πόσο η έννοια του λαού είναι φυσική και φυλετική· το βέβαιο είναι ότι δεν συμπίπτει με την έννοια του έθνους, που είναι σε καθοριστικό βαθμό έννοια πολιτική.
Αυτά όλα μπορούν να γίνουν δίχως δυσκολία δεκτά – όμως από πολιτική άποψη δεν έχουν το παραμικρό βάρος. Το πολιτικά φλέγον ερώτημα είναι αν συγκεκριμένα σύνολα έχουν την ανάγκη και τη διάθεση, έστω και επιστρατεύοντας μύθους, να ορίσουν τον εαυτό τους ως έθνος και να ενεργήσουν στο όνομα αυτού του έθνους, δηλαδή να ζήσουν και να πεθάνουν.
Αν το κάνουν αυτό, αδιαφορώντας μάλιστα για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, τότε έχουν προφανώς, καλώς ή κακώς, τους λόγους τους, και το μόνο ουσιώδες ζήτημα είναι αν και στο μέλλον θα θεωρούν αυτό το κατασκεύασμα το καλύτερο μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Αν τούτο συμβαίνει πράγματι, τότε οι ιστορικές αποδείξεις και ανταποδείξεις αποτελούν χαμένο κόπο. Και στο παρελθόν το έθνος δεν εμφανιζόταν στην πολιτική σκηνή επειδή είχε μόλις σχηματιστεί, αλλά επειδή μια ορισμένη ελίτ επικαλούνταν την ιδέα του έθνους και κατάφερνε έτσι να κινητοποιήσει μάζες. Το γαλλικό έθνος λ.χ. δεν ήταν ανύπαρκτο το 1788 για να εμφανιστεί το 1789, ούτε και χρειαζόταν να δημιουργήσει το γαλλικό κράτος εξ αρχής. Το κράτος προϋπήρχε από αιώνων και η επίκληση του έθνους εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: να καταστήσει ομοιογενή τον εσωτερικό χώρο του κράτους με την κατάργηση του φεουδαρχικού τοπικισμού και να αντικαταστήσει τη δυναστική αρχή με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Όπως βλέπουμε, εδώ είναι πολύ δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί η πολιτική σκοπιμότητα του εθνικισμού.
Όμως η μαζικοδημοκρατική και πλανητική εποχή διόλου δεν συμπίπτει με τη φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή. Σήμερα οι εσωτερικοί χώροι των κρατών έχουν γίνει ομοιογενείς ενώ ακόμη και οι καίσαρες επικαλούνται την λαϊκή κυριαρχία. Αν λοιπόν το έθνος επιβιώσει, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και να υπηρετεί τους συναφείς νέους σκοπούς. Από το πώς ορίζει κανείς τις συνθήκες και τους σκοπούς εξαρτάται και η απάντησή του στο ερώτημα, αν και σε ποια μορφή θα διατηρηθούν οι πολιτικές εκείνες μονάδες, τις οποίες εμείς ονομάζουμε έθνη. O πυρήνας της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης είναι η πλανητική επέκταση της μαζικής δημοκρατίας ως κοινωνικού σχηματισμού εδραζομένου στην μαζική παραγωγή και στην μαζική κατανάλωση, η συνεχής άνοδος των υλικών προσδοκιών στον κόσμο και επομένως η όξυνση του ανταγωνισμού, όξυνση η οποία μπορεί να καταστεί επικίνδυνη κάτω από την πίεση οικολογικών και δημογραφικών παραγόντων.
Tο ερώτημα έχει ως εξής: Θα αποδειχθούν το έθνος και το εθνικό κράτος ως η καλύτερη οργανωτική μορφή για τη συμμετοχή στον αγώνα κατανομής, θ’ αποτελέσουν την ανταγωνιστικότερη πολιτική και οικονομική μονάδα σε πλανητικό επίπεδο; Αν το ερώτημα διατυπωθεί έτσι, είναι φανερό ότι η απάντηση πρέπει να υπαγορευθεί από την ανάλυση της συγκεκριμένης περίπτωσης και όχι από την αθεράπευτη αγάπη προς το έθνος ή από εξίσου τυφλές κατάρες εναντίον του. Με άλλα λόγια: το ζήτημα δεν είναι αν «το έθνος», γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή. Από αυτήν τη σκοπιά, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά μέτρα και σταθμά από έθνος σε έθνος, από ήπειρο σε ήπειρο κι από περιοχή σε περιοχή. H Κίνα λ.χ. δεν πιέζεται πολιτικά να επιλέξει ανάμεσα στην εθνική και στην πλανητική βιωσιμότητά της, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα παραμείνει ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος (όπως πιστεύω, η πορεία της ιστορίας στον 21ο αιώνα θα προσδιορισθεί κατά μέγα μέρος από το αν η Κίνα θα παραμείνει ή όχι τέτοιο κράτος). Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση. Το αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα.
Επίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ο,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Ελλάδα). Εν πάση περιπτώσει η μοίρα των μικρών εθνικών κρατών εξαρτάται αποφασιστικά από τη σπουδαιότητα της γεωπολιτικής τους θέσης. Τα πιο ασήμαντα από γεωπολιτική άποψη μάλλον θα αφεθούν στην ησυχία τους ή στην εσωτερική αναταραχή τους.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή», 13 Απριλίου 1996.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.