Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Η εξάπλωση των Ελλήνων λογίων στη Δύση κατά τον 15ο αι.


Ο Γεώργιος Σφραντζής στο Χρονικό του, εξ αρχής δηλώνει πως θα ήταν καλό για εκείνον να μην είχε γεννηθεί ή να είχε πεθάνει στην παιδική ηλικία[12]. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται πασιφανής ο πόνος του για τα γεγονότα τής ζωής του -ο οποίος διαπνέει και ολόκληρο το έργο του-, και βέβαια εξιστορούνται γεγονότα που ήσαν συνυφασμένα με την τύχη τού Κράτους και αντικατοπτρίζουν με αμεσότητα την επικρατούσα αντίληψη των ανθρώπων της εποχής, στο θέρετρο των συγκρούσεων που διαδέχονται η μία την άλλη και κορυφώνονται σταθερά στο πρώτο μισό τού 15ου αι.
logioi
Ο ιστοριογράφος Δούκας, περιγράφει την βυζαντινή κοινωνία προ τού τέλους, με μελανά χρώματα, εξ αιτίας των ηθών που χαλαρώνουν και ωθούν τούς ανθρώπους σε αμαρτίες ανεπίτρεπτες· διαμάχες μεταξύ συγγενών αυτοκρατόρων, ασέβεια και παρακοή στον Θείο νόμο, πράξεις που προκαλούν την οργή τού Θεού[13].
Η δυναστεία των Παλαιολόγων, δεν έδωσε τυχαία το όνομά της στην περίοδο πολιτιστικής ακμής των τελευταίων αιώνων τού Βυζαντίου, την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Πολλοί από τούς αυτοκράτορες, είχαν ανάλογα ενδιαφέροντα, όπως ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1395-1425), ο οποίος έγραψε πραγματείες, ομιλίες και επιστολές και υπήρξε θεολογικά και φιλολογικά κατηρτισμένος.
Ο 15ος αι., ο κατ’ εξοχήν αιώνας τής Αναγέννησης, έδωσε έργα που βασίστηκαν απολύτως στον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, στην πνευματική κίνηση του ουμανισμού. Το μεσαιωνικό θεολογικό – σχολαστικό πνεύμα, παραγκωνήθηκε και η ανάπτυξη τής φιλοσοφίας και τής εν γένει παιδείας, μέσω τής ίδρυσης και λειτουργίας πολλών Πανεπιστημίων, άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα.
Πολλοί Έλληνες λόγιοι είχαν αποδημήσει στην Δύση και συγκεκριμένα στην Ιταλία, πριν την οριστική Άλωση τής χριστιανικής Ανατολής. Αυτοί δίδασκαν στα εκεί Πανεπιστήμια, ενώ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στα γεγονότα γύρω από την Ένωση των Εκκλησιών, στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, στα 1438-1439[14]. Στα παρεμφερή αυτά γεγονότα τής Συνόδου, μπορούμε να συμπεριλάβουμε την ώθηση που έδωσε αυτή, στους Ιταλούς λογίους, να ασχοληθούν με τούς Έλληνες κλασσικούς και να μεταφράσουν έργα τους[15]. Ας μην λησμονούμε, πως η ελληνική γλώσσα συνέχιζε να χρησιμοποιείται νότια τής Ρώμης και σε πολλά τμήματα τής Σικελίας, ιδιαιτέρως στην βορειοανατολική πλευρά –η οποία προέβαλε την πιο μακρά αντίσταση στην αραβική κυριαρχία- για πολλούς αιώνες[16]. Ακόμη και σήμερα άλλως τε, κάποιες κοινότητες σε Απουλία και Καλαβρία διατηρούν ένα περίεργο μείγμα των ελληνικών που έφεραν οι άποικοι από την Αρχαία Ελλάδα και των ιταλικών[17].

Λόγιοι όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος[18], ο Μανουήλ Χρυσολωράς[19], ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, Ο Βησσαρίων, επίσκοπος Νικαίας και έπειτα καρδινάλιος τής Καθολικής Εκκλησίας, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Πλήθων, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και πολλοί άλλοι μείζονος ή ήσσονος σημασίας, έχοντας αποκτήσει την παιδεία που εδίδετο πλούσια στις βαθμίδες εκπαίδευσης τού Βυζαντίου, προσέφεραν τα φώτα τής γνώσεως στην Δύση. Η εγκύκλιος παιδεία στο Βυζάντιο, περιελάμβανε μαθήματα γραμματικής, ρητορικής, ηθικής, ιστορίας, μαθηματικών, φυσικής, μεταφυσικής, μουσικής, ποίησης, αστρονομίας, φιλοσοφίας, θεολογίας.
Εκτός από την παιδεία, την εκπαίδευση και τα μνημεία τού λόγου, το πνεύμα τού ουμανισμού, επηρέασε κάθε μορφή τέχνης. Οι εικαστικές τέχνες άνθισαν με τα αναγεννησιακά πρότυπα που όλοι θαυμάζουμε ακόμη, μετά το πέρας τόσων αιώνων και ξαναζωντάνευαν μύθους, σκηνές από έργα τής κλασσικής αρχαιότητας. Όλοι οι πλούσιοι, αλλά και η επίσημη Εκκλησία, διαγκωνίζονταν προς άγραν εξόχων καλλιτεχνών, για τη δημιουργία έργων τέχνης που στόλιζαν τοίχους, οροφές, αλλά και την εξ ολοκλήρου ανοικοδόμηση κτηρίων με τα παραπάνω πρότυπα.
Η ιταλική Αναγέννηση, εμπνεόμενη από την αρχαιότητα, προχώρησε πέρα από τη μεσαιωνική θρησκευτικότητα, στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών και τού μυθολογικού και νατουραλιστικού στοιχείου. Οικοδομήθηκε επάνω στην επανεκτίμηση τής ελληνικής φιλοσοφίας και των έργων της, φορείς τής οποίας ήσαν, ως απόγονοι και κληρονόμοι, οι Βυζαντινοί λόγιοι. Η Παλαιολόγεια Αναγέννηση, που ήδη συντελείτο στο Βυζάντιο, μετέφερε στην Δύση την επαναξιολόγηση τού αρχαίου κόσμου, μετέφερε, για να είμαστε πιο ακριβείς, το μικρόβιο τής ενασχόλησης με τα αρχαία έργα, σε έναν άλλο τόπο, που κι εκείνος είχε γίνει ένα θέατρο ζυμώσεων.

 
[12] Σφραντζής, Χρονικό, σ. 47.
[13] Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, σ. 133, 155, 285, 391, 421, 431, 459, 489, 495, 497, 517, 521, 533, 545, 547-549, 553-555, 565, 575-585.
[14] Geanakopoulos, Constantinople and the West, σ. 13.
[15] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 85-94.
[16] Wilson, Οι λόγιοι, σ. 269.
[17] Όπ. π., σ. 269. Βλ. Μεργιανού Α. , Ταξιδεύοντας στα ελληνόφωνα χωριά τής Κάτω Ιταλίας, Αθήνα, χ.χ.
[18] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 158-165.
[19] Όπ. π., σ. 26-34.

Οι σημαντικότερες προσωπικότητες λογίων της ύστερης εποχής του Βυζαντίου


Ακόμη, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, λίγο πριν το οριστικό τέλος της, ζήτησε επανειλημμένως βοήθεια από την Δύση, χρησιμοποιώντας πρεσβείες λογίων, μορφωμένων προσωπικοτήτων, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκφράσουν με τον πιο ορθό τρόπο τα αιτήματά τους και να δημιουργήσουν «γέφυρα» σωτηρίας για το Κράτος. Αυτόν τον ρόλο έπαιξαν πολλάκις, οι λόγιοι που βρίσκονταν τα χρόνια εκείνα στην Εσπερία και διέσπειραν την αρχαιοελληνική γραμματεία και τούς θησαυρούς της.
Κωνσταντινούπολη-GR
Να σταθούμε, στο σημείο ετούτο, στα έργα των φιλοσόφων Πλάτωνος και Αριστοτέλους, τα οποία οι δυτικοί γνώρισαν ως ένα βαθμό μέσω αραβικών ή άλλων μεταφράσεων, όχι τόσο ποιοτικών, των οποίων έργων ωστόσο, η αξία αναδύθηκε πλήρως, από τον υπομνηματισμό, την ερμηνευτική προσέγγιση και την μετάφραση των Βυζαντινών. Σταδιακά, εδραιώθηκε η άποψη πως οι Έλληνες σχολιαστές ήσαν πιστοί στα αυθεντικά κείμενα, ενώ οι φιλόσοφοι άρχισαν να κερδίζουν έδαφος, να προκαλούνται ακόμη και διαμάχες ανάμεσα στους θιασώτες τού ενός και τού άλλου. Εκτός από τα κλασσικά αυτά έργα όμως, άρχισαν να τυπώνονται και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων τής Εκκλησίας.
Οι Έλληνες λόγιοι, που βρέθηκαν στην Δύση πριν την Άλωση, άλλοτε ως πρεσβευτές για να ζητήσουν βοήθεια για τη σωτηρία τής Αυτοκρατορίας και άλλοτε ως μη έχοντες ελπίδα, υπό το βαρύ σύννεφο τής οθωμανικής απειλής, άλλοτε απόλυτα προσηλωμένοι στην ορθόδοξη ανατολική παράδοση και άλλοτε διαλλακτικοί, συνετέλεσαν τα μέγιστα όσον αφορά στην διάσωση και διασπορά τού ελληνικού πνεύματος. Ακόμη και μετά την φρικτή πτώση τής Βασιλεύουσας, οι λόγιοι που έφθασαν ως πρόσφυγες στην Δύση, κατέκτησαν την Ευρώπη μέσω τής γνώσης. Δίδαξαν την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό, κληροδοτώντας τον στις επόμενες γενιές, φιλτράροντάς τον συνάμα, μέσω τής ευρωπαϊκής διανόησης. Δημιουργώντας έτσι, στα πέρατα τής Οικουμένης, μία συμπάθεια για τούς υπόδουλους, προάγοντας την ελληνομάθεια και προωθώντας την επιστήμη.
Παρουσιάζοντας συνοπτικά τις σημαντικότερες προσωπικότητες λογίων, τής ύστερης εποχής τού Βυζαντίου, μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάποιους, οι οποίοι ήρθαν με διαφόρους τρόπους σε επαφή με την νέα περίοδο που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στην δυτική Ευρώπη, κατανοώντας το ιστορικό μεταίχμιο στο οποίο ευρίσκονταν. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Β’ (1350-1425), ήτο ευρυμαθής. Γνώριζε λατινικά και είχε ταξιδέψει αρκετά στην Δύση, αν και διαφωνούσε με την δυτική θεολογία και διατηρούσε επιφυλάξεις σχετικά με το αν θα ήταν εφικτή η Ένωση. Ο Μανουήλ ήταν αρκετά καλός θεολόγος, ώστε να συζητά έχοντας ευχέρεια με τούς καθηγητές τής Σορβόννης, για το filioque[20]. Δυστυχώς, παρά την αξιοπρεπή στάση του, προκάλεσε την θλίψη των ξένων μοναρχών, καθώς είχε έρθει σε Γαλλία και Αγγλία, ως ικέτης, αναζητώντας την πολυπόθητη βοήθεια κατά των Οθωμανών[21]. Φίλος τού Μανουήλ και ένας επίσης σημαντικός λόγιος, ήτο ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διευθυντής τής Πατριαρχικής Ακαδημίας, ο οποίος γνώριζε άριστα λατινικά και ενδιεφέρετο ζωηρώς για την σχολαστική θεολογία, αν και ακραιφνώς ορθόδοξος[22]. Τούτος, υπήρξε ηγετική μορφή στους κύκλους των λογίων τής ύστερης εποχής[23].
Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, (1355-1450), διαπρεπής πλατωνιστής και ευρυμαθής φιλόσοφος, ήταν ένας εξ όσων έφτασαν στην Ιταλία για να συμμετάσχουν στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας[24]. Ήταν ο μοναδικός λόγιος τής εποχής, που δεν αποδεχόταν διαφορά μεταξύ έσω και έξω παιδείας, ενώ αντιπαθούσε σφόδρα την αποφατική θεολογία[25]. Οι σπουδαίες διαλέξεις του στην Φλωρεντία περί τού Πλάτωνος, προσείλκυσαν το ενδιαφέρον τού Κόζιμο των Μεδίκων, ο οποίος έπειτα ίδρυσε την διάσημη Πλατωνική Ακαδημία τής Φλωρεντίας[26]. Την πιθανή αιτία για την ονομασία Ακαδημία, μπορούμε να την αναζητήσουμε –κατά τον N. G. Wilson, στον συνδυασμό πολιτισμικής αρχαιολατρείας και αφοσίωσης σε έναν προικισμένο διδάσκαλο, όπως υπήρξε ο Πλήθων[27]. Τα τελευταία χρόνια τής ζωής του, ο φιλόσοφος τα έζησε στον Μυστρά, συνεχίζοντας την διδασκαλία, τη συγγραφή και την συμβουλευτική δραστηριότητα, έως τον θάνατό του[28]. Τα έργα του ήσαν κυρίως φιλοσοφικά και ρητορικά[29]. Στις θεολογικές του πραγματείες, επιδιώκει να δημιουργήσει μία γέφυρα ανάμεσα στην πλατωνική φιλοσοφία και την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία[30]. Σπουδαιότερος ιδεολογικός αντίπαλος τού Πλήθωνος, υπήρξε ο Γεώργιος Σχολάριος, μετ’ έπειτα πατριάρχης Γεννάδιος[31].
(συνεχίζεται)

[20] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 88.
[21] Runciman, Η Άλωση, σ. 61.
[22] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 89.
[23] Runciman, Η Άλωση, σ. 72.
[24] Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, σ. 21.
[25] Runciman, Βυζαντινή αναγέννηση, σ. 89.
[26] Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 585.
[27] Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, σ. 108.
[28] Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, σ. 22.
[29] Όπ. π., σ. 23-25.
[30] Όπ. π., σ. 26.
[31] Όπ. π., σ. 39.

ΠΗΓΗ: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.