Χρήστος Γιανναράς
Η ποίηση δεν σχολιάζεται. Δικαιούμαι, ωστόσο, να υπο μνηματίζω την ελπίδα. Έλληνας εγώ, σε έτος απολωλός 1992. Και κουβαλώ αυτό το όνομα βαθειά πληγή επώδυνη. Σε ζαλιστικούς δαιδάλους πολυμήχανης ευτέλειας, διορυγές τρωκτικών στον ιερό τόπο και τρόπο τής ποτέ Ελλάδας. Δικαιούμαι λοιπόν να τεχνουργώ, έστω αμήχανα, την όποια περιολκή θραυσμάτων ελπίδας. Να μην χαθεί στην επιπόλαια τύρβη όση Ελλάδα αποτέθηκε στη σημαντική της Οξώπετρας.
Σελίδες αριθμημένες τριάντα εννιά και κει η Ελλάδα ακόμα
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
ή ζώου ταπεινωμένου.
Ψηλαφητή ευγένεια, αφτιασίδωτη, με πρώτη την αρχοντιά της γλώσσας. Αρχοντιά αιώνων κοινωνίας της ζωής, γλώσσα τιθασσευμένη να μεταγγίζει την αμεσότητα, όπως η αφή την αίσθηση, η όπως
Της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη άβαφη
κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία.
Μίτος η γλώσσα στο λαβύρινθο ατέρμονων συγχύσεων όπου τα σημαίνοντα παραπέμπουν σε ανύπαρκτα σημαινόμενα. Στρεβλωτικά πρωτοσέλιδα, δυσλεξικές ιδεολογίες, φλύαρα μπαλκόνια δύσαρθρης χυδαιότητας. Η αρχόντισσα γλώσσα η ελληνική πεισματικά πεταμένη
Μες στις ακαθαρσίες
τη λάβρα και τις καβαλίνες.
Πόσο άραγε θα ζήσει ακόμα η γλώσσα του Ελύτη. Πόσοι παγιδευμένοι άγγελοι στα άναρθρα σημερινά σχολειά θα συλλαβίσουν νόημα. Πόσοι θα συνεχίσουν το μελώδημα της μουσικής γραφής αρνούμενοι τον μονοτονικό ευνουχισμό της, τη λεξιπενία του χρηστικού κρετινισμού. Ερώτημα και ευχή –
Ανθοποιόν εύχος εξ ερημαίων τόπων
– λυγμός θρηνητικός και εύχητική νοσταλγία. Μήπως και γενήσεται εις κεφαλήν γωνίας ο έξω-λίθος, ο απορριμμένος, όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες. Προοδευτικοί της οπισθοβατικής κατρακύλας, έμποροι των ιερών της πολιτικής, ασελγομανεϊς της ακοινώνητης «επικοινωνίας». Απολάκτισαν τον ακρογωνιαίο, για να υψώσουν το τίποτα της χαρτοκοπτικής ανυπαρξίας τους. Κι όμως, στις σελίδες του Ελύτη η Ελλάδα καιροφυλαχτεί, όπως
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχε
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.
Δεν ενδιαφέρει ο τόπος, ούτε καν η Ιστορία. Ζωτικός και ζωοποιός είναι μόνο ο λόγος-τρόπος. «Φιλοσοφώτερον ποίησις ιστορίας εστίν». Την ελληνική ταυτότητα την ορίζει η σοφία της ποίησης, όχι η αποδεικτική της Ιστορίας. Ο τρόπος της παραίτησης, της άοπλης μέθεξης. Της εκούσιας απώλειας που είναι πάντα εύρεση. Αυτό που ήταν πάντοτε η αποφατική Ελλάδα. Και που κλείνεται αποκαλυπτικά στη μονοκοντυλιά του στίχου:
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει.
Ηράκλειτος, Πλωτίνος, Αρεοπαγίτης, Μάξιμος, Γρηγόριος Παλαμάς, διαδρομή δύο χιλιάδων χρόνων αποφατισμου σε ένα μόνο στίχο. Η μέσα λάμψη πριν και πέρα απο τη νόηση, «η άγνοια η υπερτέρα πάσης γνώσεως». Όταν ποδηγέτης είναι ο έρωτας. Και όταν «άπας ο αγών περί των πραγμάτων εστίν ου περί νοημάτων και λέξεων»: Για να ξεχωρίσει η φλόγα του έρωτα από τις ανταύγειες των αισθημάτων. Ο τόπος της Προσκύνησης από τη σημαντική των Προσκυνουμένων.
Είμαστε ακόμη στά δεσμά. Λοξά περνάν οι αχτίδες
Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ’ αρμυρό
Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων
Κι η πορεία για κει όπου η Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν' αποκτήσει γίνεται.
Μας χειραγωγεί ο ποιητής τους δεσμώτες. Αποκλείονται οι φαντασιωδώς απελεύθεροι οιηματίες. Η χειραγωγία του ελληνικού λόγου προϋποθέτει πάντοτε τον ρεαλισμό της επίγνωσης των δεσμών, της δέσμευσης στο «εκ μέρους», στο «δι’ έσόπτρου». Πάντοτε δάκρυ αρμυρό επώδυνης δίψας για το «εν, ούτινος εστί χρεία». Εκεί, στο δάκρυ, λάμπει δρομοδείχτης και χειραγωγός η ποίηση. Εκεί διδάσκεται η Προσκύνηση των αρρήτων. Και μόνο τότε η ποίηση διαρκεί και η Ελλάδα επιβιώνει. Ο χρόνος καταλύεται έστω και μόνο με τη σημαντική του ειδώλου στο έσοπτρο. Γιατί το είδωλο καλεί και η κλήση «επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Άφθαρτη από τον χρόνο η κλήση, όσο καλεί στο κάλλος τής πάντοτε επόμενης μέθεξης του πραγματικού. Ναι
Η πραγματικότητα ωφελεί εάν έπεται.
Όμως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σ η μ α ι ν ε ι · που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει.
Μια Ελλάδα που δεν καλεί σε τίποτα, που δεν σημαίνει τίποτα, δεν είναι Ελλάδα. Παλεύουμε οι ανύπαρκτοι για δίκαια εθνικά «νοητήν ειδωλολατρίαν ειδωλοποιούντες εν εαυτοίς». Τα είδωλα των δικαίων μας παραπέμπουν σε νοητικά σκαριφήματα, όχι στην ψηλαφητή αίσθηση του πραγματικού. Στα χωρικά μας ύδατα λιμνάζει η αφελληνισμένη ψυχή μας, τη γη μας την αποϊερώσαμε με αντιπαροχή την πλασματική ευζωία.
Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από
θεότητα είναι
Η γη.
Ποτέ τέτοια υποψία. Όσο αρκούσαν οι παρακρούσεις της «προόδου», τα κροταλίσματα της «ανάπτυξης». Τα ευτελιστικά ιδεολογήματα, η μικρονοϊκή συνθηματολογία. Απομείναμε μετέωροι, έρμαια των παραισθησιογόνων της «πολιτικοποίησης», εκτοπλάσματα της ιερής μας γης που σαρκώνει τον Άσαρκο και χωρεί τον Αχώρητο.
Που κι η πέτρα ποθεί ναού νέου να ’ναι το άγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’
απομιμηθεί το στέρνο σου.
Άσχετοι. Καθώς η ίθαγενώς εκπατρισμένη διανόηση, αυτάρκης στον βλαχαδερό της «εκσυγχρονισμό». Ανδρείκελα που κομπάζουν τον πιθηκισμό τους, λείχουν δημόσια το ναρκισσικό τους εγώ, διαλαλούν ξεδιάντροπα την ξιπασμένη τους ανεστιότητα. Τι σημαίνει Ελλάδα, όταν δεν είναι σάρκα του ιερού, τι σημαίνει γη δίχως βωμούς, δίχως «ήθεα», δίχως τάφους προγόνων;
Και καθάπερ Ηράκλειτος λέγεται προς τους ξένους
ειπείν
τους βουλομένους εντυχείν αυτώ
οι επειδή προσιόντες είδον αυτόν θερόμενον προς τώ
ιπνώ έστησαν,
εκέλευε γαρ αυτούς εισιέναι θαρρούντας· είναι γαρ
και ενταύθα θεούς.
Υπονομευμένη από τη θεότητα ακόμα και η πυροστιά όπου λούφαζε ο Ηράκλειτος. Άλλοτε. Σήμερα απόμεινε ο κλαυθμός του ποιητή που δέχεται σαν χάρη την αφή της γης. Μετέωρος σε διαμέρισμα μεταξύ οικοδομήσιμου «αέρα» και νεκρής ασφάλτου.
Κλαίω· που ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα.
Χάρισμα η αίσθηση της γης και χάρισμα η ποίηση που την κάνει κλαυθμό. Δώρο ατίμητο ο λυγμός του ποιητή που μας κελεύει εισιέναι θαρρούντας στην εγγύτητα του απωτάτου. Να ψηλαφήσουμε την εύρεση του απορριμμένου λίθου, να συλλαβίσουμε ελεγεία στην οξώπετρα, να ψάλλουμε μαζί του
τον Ιησού του ήλιου, τον μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντα.
Γιατί μόνο η νίκη καταπάνω στο θάνατο σπονδυλώνει τη ζωή, αναπιάνει το κοινό ζυμάρι της φθοράς σε ουράνιο άρτο, κανει την πατρίδα ερωτική προτύπωση της μένουσας πόλης. Μόνο αν βεβαιωθεί ο θάνατος ως ανατολή
ο θάνατος, ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
Έλληνας εγώ, σε έτος μη-σωτήριο, έτος απολωλός, και δικαιούμαι να ευλογώ τον Οδυσσέα Ελύτη. Για την άρρητη βεβαιότητα που την έκανε λόγο.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Αντί”, το 1992 – λίγους μήνες μετά την έκδοση της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη «Τα ελεγεία της Οξώπετρας». Αναρτάται σήμερα στο Αντίφωνο στην επέτειο του θανάτου, του μεγάλου μας ποιητή.
Πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.