Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΡΛΑ (Ε)-Περικλής Ροδάκης

welcome to RWFΤίτλος :
ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΡΛΑ (Ε)
Θέμα :
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Συνεντεύξεις

Περικλής Ροδάκης

(δραπέτης από τις φυλακές των Βούρλων)

Θέλω να μου πείτε κύριε Ροδάκη εσείς γιατί είχατε συλληφθεί;

Για παράβαση 375. Εγώ ήμουν φυλακή. Βγήκα από την φυλακή με πήγανε κατευθείαν στο Μακρονήσι. Μετά το Μακρονήσι γύρισα εδώ στις 2 του Δεκέμβρη του 1953. Γύρισα εδώ από το Μακρονήσι. Έμεινα εδώ, δούλευα, στην αρχή πήγα στον δρόμο και δούλεψα εργάτης στο Λυκαβηττό επάνω που φτιάχναμε αυτά και μετά πήγα στα βιβλία. Είχα κάνει την μετάφραση τότε «Ένα το κύμα» του Έρεμπουρ, έβγαλε την «Ιστορία της Ανθρωπότητος».

Και στα Βούρλα πότε βρίσκεστε;

Τώρα θα ακούσεις. Με πιάσανε στην διάρκεια που έκανα αυτή την δουλειά έχει έρθει εδώ ο Τσεφρένης και αυτοί, έχω συνδεθεί με την παράνομη οργάνωση εγώ που έφτιαχνα, που είχαμε φτιάξει εδώ και σε μια στιγμή θα μας πιάσουν όταν είχαν προκηρυχθεί δημοτικές εκλογές και εμείς συνεργαζόμαστε με Κατσώτα.



Έπρεπε να σπάσουν αυτό το πράγμα. Είναι μια ιστορία που εάν θες να στην εξηγήσω την κατάσταση της εποχής οι Αμερικάνοι εδώ μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και την φυγή τους έξω επέμεναν να επιβληθεί Αντικομουνιστικό κράτος. Αντικομουνισμός. Πρώτο ήταν αυτό το πράγμα. Λοιπόν και παθαίνουν την μια γκάφα μετά την άλλη. Προσπαθούνε στις πρώτες εκλογές που γίνεται που θεωρούσαν χαμένα τα πάντα, είναι δημοκρατική παράταξη, βγάζει 9,5%. Αυτοί τρελαθήκανε εδώ μέσα και αυτά. Οι Αμερικάνοι επιμένουν, οι Αμερικάνοι τώρα να στα δώσω τα έχω όλα αυτά τα στοιχεία. Άμα σε ενδιαφέρουν, θα βγει τώρα βιβλίο, βγαίνει βιβλίο τώρα.
 

Το θέμα μας είναι λοιπόν ότι μας πιάνουν, με πιάνουν ότι ήμουν στην παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ, ότι ήμουν κατάσκοπος. Γιατί Κομμουνιστές εφόσον έχουν επαφή με την ηγεσία τους αυτή είναι η θεωρία, πρέπει να είναι κατάσκοποι. Πάνε στις Ανατολικές χώρες και αυτά.

Αυτοί επανέφεραν, ενώ ο νόμος 375 περί κατασκοπείας είναι του Μεταξά τον οποίο δεν χρησιμοποίησε ο Μεταξάς παρότι τον έφτιαξε, έμεινε σαν νόμος γιατί τότε πριν από τον πόλεμο τον Ελληνοϊταλικό είχαν στριμωχτεί οι Ιταλοί εδώ μέσα και οι Γερμανοί, αλωνίζανε τα πάντα και είχε βγάλει υποτίθεται να αντιμετωπίσει αυτή την υπόθεση. Είναι ένας νόμος ο οποίος προβλέπει μόνο θάνατο για να καταλάβεις δηλαδή πόσο βαρύ είναι. Ο νόμος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε από τον Μεταξά. Χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του εμφυλίου πολέμου όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος χρησιμοποιήθηκε σε μερικές περιπτώσεις στο στρατό, για στρατιωτικές περιπτώσεις. Και πάλι δεν έδωσε ποινή θανάτου. Δεν έβαλαν ποινή θανάτου σε αυτή. Λοιπόν όταν πιάσανε τον Μπελογιάννη γιατί εκεί είναι το μεγάλο, πιάσανε τον Μπελογιάννη η ανασυγκρότηση που ξανά είχε γιατί όταν πιανόμαστε εμείς, πιανόμαστε τριακόσιοι. Είμαστε οργανωμένοι τριακόσιοι, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Βόλο, Πάτρα.

Λοιπόν και αυτοί με τον νόμο πάλι, οι Αμερικάνοι απαιτούσαν να γίνουν εκτελέσεις. Οι Αμερικάνοι και αυτόν τον Μπελογιάννη τον σκοτώνουν οι Αμερικάνοι με την αυτή, δεν είχε κανένας το θάρρος να αντισταθεί σε αυτούς. Λοιπόν και οι άνθρωποι βάλανε λοιπόν γραμμή να δικάσουν επειδή  δεν μπορούσαν να τον εκτελέσουν τον Μπελογιάννη με τον νόμο τον 509 όπως ήταν γιατί πια είχε σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος, είχαν δηλώσει, είχαν κάνει δήλωση στον ΟΗΕ το 49, 27 Σεπτεμβρίου που σταματάνε οι εκτελέσεις οι δικές μας, είχαν δηλώσει ότι δεν θα γίνουν εκτελέσεις με αυτά τα μέσα.

Δηλαδή με τον 509 με τα έκτακτα μέτρα αλλά και με τα κακουργιοδικεία που είχαμε δικαστεί εμείς οι κατοχικοί. Λοιπόν αυτή ήταν η κατάσταση. Επαναφέρουν όταν βγάλανε, δικάσανε τον Μπελογιάννη σε θάνατο. Ήταν ενενήντα πρόσωπα που περνάνε μαζί του. Δεν μπορεί να σκοτώσουν. Οι Αμερικάνοι επιμένουν να σκοτώσουν και τότε επαναφέρουν τον νόμο. Και βγάζουν την υπόθεση των ασυρμάτων. Οι ασύρματοι υπήρχαν. Τους ξέρανε δεν ήταν… Δεν είχε τίποτε. Η υπόθεση των ασυρμάτων βγαίνει όταν βγήκε η απόφαση για τον Μπελογιάννη που δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν και πάνε μπροστά βάζουν τον νόμο τον 375 για να ξεπεράσουν το εμπόδιο που δεν γινόντουσαν οι εκτελέσεις και φέρνουν τον νόμο 375. Αυτός είναι ο νόμος 375 ο οποίος εφαρμόστηκε στον Μπελογιάννη για πρώτη φορά και στον Κουλουμπίδη και στην συνέχεια παίρνει όλη την υπόθεση αυτή. Την υπόθεση αυτή για να στην εξηγήσω είναι:

Ήταν ο Τσεφρώνης εδώ επικεφαλής του κλιμακίου που είχαν στείλει εδώ στην Ελλάδα και έκαναν αναδιοργάνωση. Ο Τσεφρώνης είχε ανακληθεί να πάει έξω. Να φύγει και εστάλη ο Φλωράκης. Και στην αλλαγή αυτή, αυτοί έχουν άνθρωπο μέσα, έχουν τον Λιόλιο μέσα είναι υπόθεση αυτή και πιάνουν και τον Τσεφρώνη και τον Φλωράκη. Αυτή είναι η ιστορία. Τότε το κάνουν διότι γινόντουσαν οι εκλογές σου λέω με τον Κατσωτά. Έπρεπε εκεί στις εκλογές να την σπάσουν, να τρομοκρατήσουν τον κόσμο για αυτό και κάνει δηλώσεις ο Παπάγος την ώρα που μας έχει στα κρατητήρια που είναι τίποτα. Δεν έχουν, ούτε ανακρίσεις δεν έχουν. Δεν έχουν γίνει ούτε ανακρίσεις ακόμα, δηλώσεις ότι είναι κατάσκοποι και θα εκτελεστούν.

Βρισκόσαστε στα Βούρλα. Και τι συνθήκες επικρατούν;

Βρισκόμαστε στα Βούρλα, μας πιάσανε, με κρατήσανε 93 ημέρες στην Ασφάλεια Πειραιά. Εκεί έχω αυτά με τους ασφαλίτες, τον Παπαναστασίου και αυτά στον Πειραιά, με έχουν βασανίσει αγρίως και αυτά.

Τίποτα, δεν έχουν τίποτα. Εκεί είχαμε, ήμουν με ένα Μπουγιουκλάκη. Τον Γιάννη, εγώ είμαι στον Πειραιά συνδεδεμένος με την Οργάνωση Πειραιά με έστειλε εμένα. Ο Γιάννης είχε έρθει από εξορία. Λέω με τον Κατσώτα πιάνουν την υπόθεση αυτή στον Πειραιά. Μας πάνε στην Ασφάλεια. Με κρατάνε 93 ημέρες σε πλήρη απομόνωση και μάλιστα κρατούσα μια καρβουνιέρα που δεν είχες ούτε αέρα ούτε διάολο. Τίποτα μέσα, να μην σου πιάσω την ιστορία αυτή γιατί δεν είναι γιατί βγαίνει άλλο.

Είμαι βασανισμένος και μάλιστα δεν με αφήνανε, δεν μου είχαν μέσα τίποτα, δεν επιτρεπόταν τίποτα, ήμουν 14 σκαλιά κάτω μέσα. Καρβουνιέρα από κάτω. Το καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας οι αναθυμιάσεις ήταν απελπιστικές. Λοιπόν  αυτή ήταν η ζωή μου μέσα εκεί πάνω. Με ανεβάζουν κάποια στιγμή πάνω σε πλήρη απομόνωση, δεν γνώριζα και κανένα από αυτούς που ήταν μέσα. Δεν είχα γνωρίσει κανένα. Μια γυναίκα γνώριζα, την Τιμογιαννακάκη και την άκουσα που ζήταγε κάτι σε ένα κελί.

Εγώ πήγα, με ανεβάζουν επάνω εκεί στην απομόνωση μετά από 93 ημέρες. Εγώ άρχισα να μιλάω δυνατά, να φωνάζω, να θέλω εκείνο, να δώσω, για να δω ποιοι άλλοι είναι μέσα. Λοιπόν οπότε δίπλα μου είναι η Τιμογιαννάκη την οποία ήξερα. Ο άντρας της ήταν εξόριστος, ο Παναγιώτης ο κουνιάδος της είμαστε στενοί φίλοι, λοιπόν χτυπάω στον τοίχο και της λέω ο Ροδάκης είμαι από εδώ, είχαν δυο γυναίκες μέσα στο ίδιο κελί. Λοιπόν άρχισαν να φωνάζουν, έρχονταν επάνω αυτοί, απειλούσαν, θα σε δείρουμε, θα σε κάνουμε. Του λέω τι θα κάνεις; Θα κρατήσουμε και αυτά; Λοιπόν μέχρι την ημέρα που ήρθε ο Βασιλικός Επίτροπος για να με πάρει. Από πάνω με πήραν με κατέβασαν κάτω. Εμένα με κατέβασαν, δεν ξέρω εάν τα θέλεις αυτά όλα αλλά ..

Για τα Βούρλα. Με κατεβάζουν κάτω για ανάκριση και εκεί μάλιστα φέρνουν και την Τιμογιαννάκη σε άλλο από πίσω για να δούνε εάν θα μιλήσουμε και τα λοιπά και αρχίζουν πια ξύλο, αυτά. Περνάμε από την ανάκριση. Με πάνε για τα Βούρλα. Στα Βούρλα λοιπόν από την πρώτη στιγμή που με πάνε μέσα αλλά με πήγαν, ήταν μια ακτίνα χωριστή. Ήταν μια ακτίνα χωριστή. Είναι εκατόν τριάντα δύο άτομα. Τι είναι αυτοί; Ήταν συνήθως φυλακή αρρώστων. Δηλαδή φέρνανε εκεί πάνω που πηγαίνανε στα νοσοκομεία που πηγαίνανε από εδώ και από εκεί.

Έχουν περάσει, έχουν πάει από μένα, έχει πάει ο Καράς, με τον Καρά είμαι συνδεδεμένος εγώ, ο Τσεφρώνης, ο Καράς έχουν πάει και εκεί πέρα αρχίζουν πάλι σε μένα να μου ζητάνε ποιον ξέρω, τι ξέρω, τι κάνω. Τους λέω παρατάτε με ήσυχο. Εγώ τους είπα δεν πρόκειται να σας πω τίποτα και ότι θα σας πω θα σας πω μόνο ψέματα. Ωμά και καθαρά. Εγώ έχω κάνει αυτή την δήλωση τέσσερις φορές στην ασφάλεια ότι εγώ δεν πρόκειται να σας πω τίποτα. Μην με ρωτάτε. Πως με λένε; Θα σου πω ότι θες λοιπόν. Αλλά θα ξέρεις ότι δεν είναι σωστό τίποτα. Ήρθαν εκεί πάνω να με ρωτήσουν ξανά από ασφάλεια τώρα για να ρωτήσουν. Τους έδιωξα και μένουν στην φυλακή. Στην φυλακή λοιπόν υπήρξε μια ομάδα συμβίωσης. Στην ομάδα αυτή συμβίωσης ήσαν όσοι δεν είχαν κάνει δήλωση ή όσοι είχαν ανακαλέσει δήλωση. Δηλαδή υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που είχαν κάνει δήλωση, τους είχαν στην τρίτη ακτίνα.

Εκεί για πρώτη φορά μπήκε ένα θέμα. Για αυτό θα σου πω τώρα. Είχαν φέρει τον Δάλα από μέσα. Ο Δάλας ήταν αναπληρωματικός της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Δάλας μου λέει πήγαινε να… Ερωτούσαμε για μένα δικηγόρο που είχα εκεί, τον Κακουλίδη από τον Πειραιά γιατί τι γίνεται με τα παιδιά τα άλλα. Τα παιδιά είχαν έρθει από το εξωτερικό και τα πιάσανε φέρνοντας λεφτά μέσα στην παράνομη δουλειά. Ήταν ο Βασιλούλης, ο Καραγιάννης, ο Αθανασόπουλος ήταν τέσσερα πέντε παιδιά που είχαν έρθει και τα είχαν πιάσει στα σύνορα. Εκεί τα παιδιά σπάσανε αυτά. Τώρα εμείς δεν ξέρουμε τι ακριβώς έχουν πει και τι ακριβώς έχουν δώσει. Γιατί αυτοί έρχονταν εδώ, φέρνανε λεφτά μαζί τους και τα έδιναν στην Λούλα την Λογαρά. Την οποία συναντούσαν εδώ στην πλατεία Αττικής.

Δεν ξέραμε τι είχαν πει. Μου λέει ο Δάλας σε μια στιγμή ρε Περικλή εκεί που πας με τον Κακουλίδη δεν μπορείς να συνεννοηθείς να πούμε στον Κακουλίδη να πάρει και τους αυτούς απέξω να μάθουμε τι έχουν πει και τα λοιπά. Για πρώτη φορά ενώ μέχρι τώρα είχανε κάνει δήλωση, δεν σε δεχόντουσαν μέσα ποτέ, ο Δάλας θέτει ζήτημα να τα πάρουμε τα παιδιά αυτά μαζί μας. Ήταν μια αλλαγή. Όπως ο Δάλας πήρε την απόφαση για να κάνει δραπέτευση ενώ του ΚΚΕ έλεγε όχι δεν θα γίνεται δραπέτευση. Δηλαδή έχουμε αυτή την αλλαγή. Λοιπόν…

Εσείς σε ποιο κελί ήσαστε;

Στο έξη. Εγώ είμαι στο έξη κελί από την αρχή. Με πήγαν μέσα, ήσαν μέσα ο Γκολέμας, ο Παρασκευάς και δεν θυμάμαι και τα ονόματα τώρα. Ήσαν τέσσερις και εγώ πέντε.

Οι συνθήκες στα Βούρλα πως είναι; Το φαγητό;

Κοίταξε. Στα Βούρλα όλες οι φυλακές έχουν το ίδιο φαγητό. Είναι απαίσιο από όλες τις απόψεις. Δηλαδή κάθε βράδυ ας πούμε για το πρωί. Έδιναν τσάι. Ένα αυτό τσάι, έδιναν 80 δράμια ψωμί την ημέρα και το μεσημέρι θα είχε. Φασόλια τέσσερις φορές την εβδομάδα, κάνα μακαρόνι, κάνα τέτοιο και κάθε δέκα πέντε ένα κομματάκι κρέας και μια φορά την εβδομάδα, ένα φαγητό, ψάρι. Αυτό ήταν το φαγητό αλλά είναι σε όλες τις φυλακές. Το φαγητό στην φυλακή άλλαξε με την Χούντα. Λοιπόν εκεί μέσα το φαγητό συζούσαμε σε ομάδα συμβίωσης. Ότι φέρνανε απέξω έμπαιναν στην ομάδα, τα μοιράζαμε και αυτά.

Αυτή είναι η ιστορία. Έτσι συντηρηθήκαμε. Το από μέσα από εκεί, το φαγητό τους οι θερμίδες δεν έφταναν ούτε τις επτακόσιες. Για να καταλάβεις δηλαδή τι μιλάμε τώρα. Δεν είχες τίποτα. Το βράδυ μας είχαν λυσσάξει με κάτι σέσκλα κάθε βράδυ μια πιρουνιά σέσκλα με μια κουταλίτσα λάδι επάνω. Τίποτα άλλο.

Και σε σχέση με την λογοκρισία; Τα γράμματα;

Κοίταξε. Όλα τα γράμματα των φυλακών περνάνε από λογοκρισία όλα και τίποτα και δεν απαγορευόταν να έχεις χαρτί μέσα. Για να πάρεις χαρτί εγώ που έγραφα εκεί μέσα έπρεπε να το κλέβω. Δεν γινόταν αλλιώς, έκλεβα χαρτί και το χρησιμοποιούσα. Και βέβαια τα έβαζα σε τρύπες. Εγώ τα έφτιαχνα μέσα, τα έβγαλα εγώ έξω από την φυλακή. Εγώ έβγαλα δέκα πέντε χιλιάδες σελίδες πυκνογραμμένες από την φυλακή και τις δυο φορές που βγήκα.

Εκεί κάνατε και βιβλιοθήκη;

Είχα κάνει. Πως δεν είχα κάνει. Πρώτα, πρώτα εδώ με ξέρανε γιατί είχα ανακατευθεί και με τις εκδόσεις και μου στείλανε όλοι βιβλία. Έχε υπόψη ότι μου στείλανε γύρω στα διακόσια βιβλία. Μου στείλανε οι εκδότες που γνώριζα. Φέρανε μέσα και τον Ραγιά μια φορά μέσα για κάτι αυτά. Μου στέλνανε βιβλία είχαν το θέμα τον Κορνάρο που ήμαστε μαζί από παλιά. Βιβλία έπαιρνα πάντα εγώ μέσα. Και όλες οι φυλακές που έχω πάει εγώ υπήρχε βιβλιοθήκη κανονική. Εγώ έκανα μια αυτή. Τους έλεγα παιδιά θα σας στείλουν κανένα βιβλίο; Από την Αθήνα κυρίως. Να μην μας φέρνουν τα ίδια βιβλία, κρατάω ένα κατάλογο εγώ, φέρε το μέσα να πάρουμε άλλο βιβλίο. Δεν ερχόταν δεύτερο βιβλίο από τα ίδια μέσα. Έτσι λοιπόν είχαμε εξασφαλισμένο γιατί όλοι φέρνανε. Και στον Τσεφρώνη φέρνανε και στον Βελή φέρνανε και στον Γκαστόν φέρνανε. Αλλά και σε όλους. Στον Σωτηρόπουλο, ο Θόδωρος ο Βασιλόπουλος που ήταν Γραμματέας της φυλακής όταν πήγα εγώ εκεί είναι, τον έχουν λιγάκι στην άκρη βγάλει αλλά δεν έχει σημασία. Ο Θόδωρος είναι που έκανε όλη την δουλειά να έχεις υπόψη σου.

Πού τα κρύβατε;

Που τα κρύβαμε; Να σου πω, πώς τα κρύβαμε τα βιβλία. Να σου πω, απλά πράγματα. Μια κάσα από πετρέλαια που βάζουν δυο ντενεκέδες πετρέλαιο μέσα το έπαιρνες για να βάζεις τα πράγματά σου μέσα. Λοιπόν αυτό εγώ τις σανίδες τις έσκαβα μέσα τις σανίδες και άφηνα πετσούλα από εδώ, πετσούλα από εκεί και έβαζα μέσα εκεί και τα έκρυβα. Έτσι τα έβγαλα έξω. Πήγανε, κοιτάγανε, βρήκανε την κάσα εκεί, την πήρα και έφυγα.

Λοιπόν το δεύτερο είναι η νομιμοποίηση πια. Η νομιμοποίηση γινόταν το εξής. Αυτό έπρεπε να σου βάλουν σφραγίδα. Τα έφερα, θα τα δεις όλα σφραγισμένα από τις φυλακές. Όταν μου έβαζαν σφραγίδα εγώ αντέγραφα την σφραγίδα και την έβαζα και σε άλλα για να καταλάβεις τώρα την ιστορία. Η σφραγίδα αντιγράφεται με ένα βραστό αυγό. Ένα βραστό αυγό, το ασπράδι του αυγού κάνει την ίδια που έκανε ο ζελές που σου είπα που βγάζαμε τον πολύγραφο. Ζεστό το αυγό όπως ερχόταν, το έκοβες, το έβανες επάνω που ήταν η σφραγίδα, το σήκωνα και το έβανα σε άλλο βιβλίο. Έτσι λοιπόν όλα τα βιβλία που μπήκανε μέσα παράνομα είχαν σφραγίδα. Είχαν σφραγιστεί όλα, μέχρι αυτά.

Και μετά δεν ξέρανε ποια είναι δικά τους γιατί υπογραφή τους είχε μέσα. Εγώ είχα αντιγράψει την υπογραφή τους και την βάλαμε πάνω στο βιβλίο. Λοιπόν τώρα αυτά θες πολύ χρόνο να βγάλεις. Τούτη εδώ την κατάσταση θες πολύ χρόνο…

Το δεύτερο πράγμα είναι ότι τα βιβλία που ερχόντουσαν μέσα ότι και να ήταν παίρναμε και βιβλία πως τα λένε όπως είπα τα περιοδικά και τα αυτά τα έπαιρνα έτσι, νόμιμα.

Και στα Βούρλα είχατε κάνει αυτό;

Και στα Βούρλα. Σε όλους. Το πρώτο πράγμα που έκανα και σε όλες τις φυλακές από τον καιρό που ήμουν στην Κεφαλονιά, από τον καιρό που ήμουν στην Πάτρα ζήταγα από το Υπουργείο να μου εγκρίνει βιβλία. Έστελνε μια κατάσταση, έβαζα επάνω διακόσια, τριακόσια βιβλία ας πούμε στην κατάσταση. Και τους έλεγα εγκρίνετέ μου ποια θέλετε να πάρω. Θέλω να αγοράσω ογδόντα βιβλία. Από το Υπουργείο, στο Υπουργείο τελικά επί Χούντας, το Υπουργείο μου επέτρεψε να γράφω και να τα στέλνω έξω για να περνάνε από το Υπουργείο. Τα έστελνα ήταν μία κυρία εκεί πάνω που έκανε λογοκρισία. Του έλεγε του δικηγόρου πες του να γράψει ότι θέλει. Θα τα περάσω εγώ και θα τα στείλω. Λέω είχαμε αυτή την δουλειά εκεί. Κάναμε αυτή την δουλειά. Δηλαδή έβαζα σφραγίδες επάνω, αντέγραφα την σφραγίδα και την έβαζα επάνω στα βιβλία.

Οι κρατούμενοι στα Βούρλα διάβαζαν από τα βιβλία;

Πολύ. Όλοι διαβάζανε. Στις φυλακές διάβαζαν πάρα πολύ και μάλιστα ήσαν άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα από γράμματα. Είχα ένα από τα ωραία που θα σου πω τώρα για τον Βαρδή να γελάσεις. Είχαμε τον Ντάλα, ένα τύπο. Μεγάλος ήταν εξηνταπεντάρης τότε όταν είμαστε εμείς τριάντα χρόνων. Ο Ντάλας μπήκε στην φυλακή, δεν ήξερε γράμματα τίποτα ο άνθρωπος, τσοπάνης ήταν πάνω στα Χάσια. Λοιπόν τον μάθαμε γράμματα και άρχισε να διαβάζει. Άρχισε να διαβάζει και να ρωτάει και να κάνει και εκεί η μεγάλη πλάκα ήταν ότι πήγαινε ο κερατούκλης ο Βαρδής, είχε πάρει του Στάϊμπεκ τα Σταφύλια της οργής ο φουκαράς ο Ντάλας και διάβαζε. Έβαζε ένα χαρτάκι μέσα για να έχει την συνέχεια. Πήγαινε και του τράβαγε δέκα σελίδες πίσω και ξανά… Ήταν λοιπόν μια σκηνή καταπληκτική δηλαδή. Σε μια στιγμή λέει ότι σε ένα δρόμο που καθόντουσαν αυτή ήταν μια χελώνα που πήγαινε να περάσει απέναντι και ήταν αυτοί που κάθονταν και κοιμούνταν δίπλα στον δρόμο. Οπότε έρχεται ο Ντάλας ύστερα από κάνα μήνα πάλι ρε Περικλή τούτη η χελώνα δεν περνάει από εδώ;

Λοιπόν διαβάζανε όλοι. Γίνονταν μαθήματα. Όλες οι φυλακές ήταν οργανωμένες από το 1945. Γίνονταν  κανονικά μαθήματα. Τα έχω μάλιστα πει σε μια κοπέλα έκανε εδώ στην Πάντειο διατριβή για εξωσχολική αυτή. Και της τα έλεγα λοιπόν.

Τα περιοδικά ήταν μέσα σε αυτά. Στα Βούρλα επειδή δεν είχαμε θάλαμο στις άλλες φυλακές υπήρχαν θάλαμοι και μαζευόμαστε καλύτερα στους θαλάμους. Εδώ μαζευόμαστε την ημέρα όμως. Χωρίζονταν σε ομάδες, είχαν μαθήματα μαρξιστικά, οικονομικά, πολιτικά και τα λοιπά, ιστορία, γεωγραφία. Έμαθα τον αυτόν, μιλάω τώρα με τα στελέχη που δεν ξέρανε, δεν είχανε, δεν ξέρανε να γράψουν ούτε το όνομά τους και τους πήρα, μάλιστα έναν από κάτω, πως τον λέγανε, τον Τιμογιαννάκη με τον οποίο είμαστε μαζί.

Ο Τιμογιαννάκης λοιπόν ήταν έτσι από εκείνους που δεν ήξερε γράμματα. Δεν ήξερε να κάνει πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση. Και αυτός ήταν και ένας άλλος από την Θεσσαλία επάνω Γραμματέας Πελοποννήσου του ΚΚΕ και δεν ήξερε να κάνει. Τον παίρνω λοιπόν και τον πήγα μέχρι που του έκανα στα Βούρλα με τον έφτασα να κάνει διαίρεση αλλά μόνο με ένα ψηφίο. Αλλά από εκεί και πάνω κόλλησε. Δεν μπόρεσε να το πάει. Γινόταν συστηματική δουλειά από όλες τις μπάντες. Για να είμαστε καλοεξηγημένοι. Είχαν συζητήσεις, πρώτα, πρώτα είχαν μαθήματα κανονικά. Χωρισμένοι οι άνθρωποι, όταν πήγαινες σε βάζανε σε κάποια δουλειά μέσα. Σε κάποια ομάδα μέσα και εκεί έδινες τα αυτά σου.

Πότε μαθαίνετε εσείς για την απόδραση;

Για την απόδραση εγώ έμαθα, είχαν προχωρήσει, είχαν κάνει την τρύπα κάτω και το μαθαίνω από τον Μιχάλη τον Κολοκοτρώνη. Στο κελί επάνω όταν αρχίζει αυτή η σκέψη, θα το δεις και στο κείμενο, το έχω γράψει μέσα. Η αρχική σκέψη έγινε από τον Δάλα και τον Θόδωρο τον Βασιλόπουλο. Ήταν μια σκέψη να ανοίξουμε τα κελιά, να βγούμε έξω, να πηδήξουμε από την ταράτσα έξω και να περάσουμε στον δρόμο. Αυτή ήταν η σκέψη.

Έτσι θα δεις ότι γράφω μέσα. Ο Θόδωρος ο Βασιλόπουλος είχε το κλειδί. Λοιπόν τι έγινε. Πως θα ανοίγαμε; Ένα κλειδί τέτοιο. Από εκείνα που είχαν τα κάστρα τα παλιά δηλαδή. Πως θα το κάναμε τώρα; Ο Θόδωρος πρώτα η σκέψη του ήταν να ανέβουμε στην ταράτσα. Αλλά πως θα βγάλουμε κλειδί; Το κλειδί, ο φύλακας όταν ερχόταν να ανοίξει το πρωί σου έδινε το κλειδί, έδινε σε ένα κρατούμενο και του έλεγε άνοιξε τα κελιά συνέχεια. Δεν καθόταν ο ίδιος να τα ανοίξει, άνοιγε τον πρώτο και του έδινε το κλειδί. Εκείνο ήταν το ψώνιο. Έχουμε πάρει κερί, το έχουμε λιώσει, το έχουμε βάλει μέσα στο αυτό και όπως πέρναγε αυτός που άνοιγε τα κελιά, πατ το πατήσαμε πάνω στο αυτό το κερί και βγήκε το κερί έξω. Το κερί δεν σε πείραζε κανένας, δεν ήταν τίποτα. Βγήκε έξω πήγανε σε ένα σιδεράδικο και το χύσανε και το φτιάξανε κλειδί.

Και το κλειδί το πώς έρχονται μέσα είναι τα δύσκολα τα μεγάλα. Αυτά πρέπει να βρεις τον Γκαστόν να γελάσεις γιατί με εκείνον έγινε το πικούνι. Πικούνι είναι το εργαλείο που έχουν στα μεταλλεία. Λοιπόν η αρραβωνιαστικιά του τότε ανέλαβε να το φέρει μέσα. Η αρραβωνιαστικιά του Βασιλόπουλου η Ειρήνη και αυτού του Γκαστόν φέρανε αυτό το πικούνι μέσα. Το μπικούνι λοιπόν το βάζει στον κόρφο της στο σουτιέν μέσα. Πηγαίναμε έξω που παίρναμε τα τρόφιμα, όταν έκανε επισκεπτήριο σου φέρνανε, έπρεπε να το ελέγξει ο φύλακας, το έβγαζε στην μπάντα και ήταν ένας από εκεί μέσα και τα έδινε μέσα πια στην πόρτα γιατί γινόταν το επισκεπτήριο. Λοιπόν εκεί έπρεπε να γίνει η μεγαλύτερη συναλλαγή από αυτά τα παράνομα που λέμε γιατί φέρανε μέσα αρκετά πράγματα. Φέρανε και τον δήμο, τους χάρτες του δήμου, είχαν έρθει μέσα όλα, με αυτά δούλεψαν δηλαδή.

Τώρα ερχόταν το αυτό. Έχω τον Γεωργίου που σκοτώθηκε ο κακομοίρης πρώτος μόλις βγήκε έξω πήγε να φύγει για τα σύνορα και.. Λέει ο Γεωργίου στον Γκαστόν. Θα στην φιλήσω την αρραβωνιάρα σου. Έκανε αυτός, τώρα συνεννοημένα, άντε ρε που θα μου κάνεις εμένα... Θα πήγαινε ο Γεωργίου έξω για να φέρει τα τρόφιμα μέσα. Λοιπόν όταν του λέει, του κάνει νόημα η κοπελιά που έφερε το αυτό, την αγκαλιάζει, βουτάει το αυτό, το βάζει στην τσέπη του, όπως την αγκαλιάζει, το παίρνει από το στήθος της και το βάζει μέσα.

Οπότε ο Γκαστόν εν τω μεταξύ κάθεται από πίσω και τον βλέπει και αρχίζει να φωνάζει για τον φύλακα, να απασχολήσει τον φύλακα μπας και κάνει κανένα αστείο. Ρε.. έκανε ο Γκαστόν, φωνές ο Γκαστόν, μπαίνει μέσα ο Γεωργίου, να τον κυνηγάει μέσα στην ακτίνα να κάνει ολόκληρη πλάκα. Αυτός είναι ο τρόπος που μπήκαν μέσα. Γιατί υπάρχει μία, θα ακούσεις από μερικούς που δεν ξέρανε το πώς ερχόταν να μιλάνε ότι τα πήραν από φύλακες και τα λοιπά. Δεν τα πήραν από φύλακες. Δεν τα πήρανε, τα πήρανε έτσι, τρεις γυναίκες κάνανε αυτή την δουλειά. Πήγανε, είδανε τον δρόμο, ήρθαν και μας δώσανε τα μέτρα, τα δώσανε αυτά όλα και στο τέλος κάμανε και την αυτή.

Τα φέρανε οι γυναίκες έτσι μέσα. Τα φέρανε με τρόπο μέσα. Το πώς πέρναγαν σου λέω, εκεί που δίνανε τα πράγματα για να τα πάρεις μέσα πήγαινε ένας και έδινε τα πράγματα. Τον ερευνήσανε, πήραν τα πράγματα, τον πάνε μέσα. Την ώρα που τα παίρνουν γινόταν κάποια λαθροχειρία, σου έδινε, έπαιρνες, έδινες και αυτά. Έτσι μπήκε μέσα το πικούνι με το οποίο δούλεψαν τον περισσότερο καιρό.

Εγώ το μαθαίνω μετά από δέκα ημέρες. Όταν σπάσανε την τρύπα, όταν έκαναν το σπάσιμο της τρύπας, αυτό μετριέται πρώτα σχέδιο. Το πρώτο σχέδιο ήταν του Βασιλόπουλου να βγούμε επάνω. Όταν βγήκαν επάνω και είδαν ότι υπάρχει απόσταση, υπάρχει εκατό μέτρα πέρα κενό και θα πέσει μέσα στην αυτή και ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσεις εκεί, το εγκαταλείψανε. Τα γράφω αυτά μέσα δεν είναι τίποτα. Θα τα συμπληρώσεις.

Είπα κάτι. Ότι αυτό, αυτοί όταν ήρθε όταν ο Δάλας με τον αυτόν, δυο πράγματα, μου έκοψες το άλλο που σου είπα. Ο Δάλας με τον Βασιλόπουλο φτιάξανε το κλειδί. Το πήρανε το κλειδί, το βράδυ που το φέρανε έξω και καθαρίζαμε και μέσα, ανεβήκανε επάνω στην ταράτσα. Πήγαν είδαν επάνω, δεν γίνεται τίποτα οπότε σταματήσανε αυτό το πράγμα. Όταν θα έρθει ο Τσεφρώνης πέρα θα ξανάσυζητηθεί. Ήρθε ο Καράς πρώτα με τον αυτό και μετά ο Τσεφρώνης, θα ξανάσυζητηθεί η σκέψη να δραπετεύσουμε. Αυτό είναι το μυστικό.

Η σκέψη του να δραπετεύσουμε ήταν η πρώτη αυτή. Τώρα το πρώτο σχέδιο απορρίφτηκε γιατί δεν γινόταν τίποτα. Το κλειδί το είχαμε μέσα όμως. Το κλειδί το είχαμε βάλει στην αποθήκη. Στην αποθήκη που είχανε, είχαμε και το κλειδί το μεγάλο μέσα. Στην δεύτερη αυτή στα έχω σου λέω λεπτομερειακά γραμμένα γιατί εκείνοι που κάνουν είναι ο Σωτηρόπουλος, ο Τσεφρώνης και ο Καράς είναι μηχανικοί και οι δύο. Ο Τσεφρώνης και ο Καράς είναι μηχανικοί και οι δύο. Κανονίσανε αυτοί πως θα γίνουν. Λοιπόν αρχίζει τώρα μια έρευνα. Που θα πάρουμε τα χώματα, πως θα το κάνουμε, να πάμε να κάνουμε τρύπα. Εκεί στο κελί αυτό είχαν κάνει απόπειρα και την κατοχή έχε υπόψη σου. Είχαν ανοίξει τρύπα στην κατοχή. Αλλά έμειναν έτσι, το εντοπίσανε, το βρήκανε που είναι και λοιπά.

Ανοίξαμε, θα ξαφνιαστείς όταν περιγράφει και ο Σωτηρόπουλος, περιγράφουν όλοι αυτοί το τι έγινε, όταν έκαμαν αυτή την σκέψη πια τρύπησαν εκεί. Έσπασε ο Χατζηπέτρος το αυτό με το καλέμι, θα σου πω, κάνουν την πρώτη σκέψη. Πως πρέπει να πάρουν εργαλεία μέσα. Εργαλεία γενικότερα. Είπαμε να φτιάξουμε σκάφες για να πλένουμε τα ρούχα μας γιατί μας είχαν τριάντα τέσσερις ανθρώπους και δεν είχαν. Μια σκαφούλα είχαν μέσα εκεί. Πως θα πλύνουν τα ρούχα; Κάνουμε αίτηση στο Υπουργείο να μας εγκρίνει, να φτιάξουμε αυτές, σκάφες μέσα. Ανέλαβε ο Χατζηπέτρος που ήταν υδραυλικός να φτιάξει τις αυτές μέσα. Του δώσανε σιδερόβεργες, του δώσανε αυτά και έφτιαξε λοιπόν  σκάφες. Έφτιαξε δέκα σκάφες. Ήρθαν αυτά μέσα. Κράταγε τσιμέντο, κράταγε αυτά, κράταγε υλικά.

Η προεργασία. Στην προεργασία αυτή εγώ δεν παίρνω καθόλου μέρος, δεν είμαι εκεί. Είμαι εκεί βέβαια, είμαι με τους ανθρώπους αλλά δεν ανακατεύομαι. Αυτή η συζήτηση γίνεται μεταξύ τεσσάρων, πέντε ανθρώπων. Θα τα δεις μέσα και τα ονόματα και τα αυτά που τα έχω γραμμένα. Όταν αποφάσισαν λοιπόν να σπάσουν υπήρχε το δεύτερο θέμα τι θα κάνουμε τα χώματα. Είπαν θα τα ρίξουμε, δηλαδή αποφασίσανε σκέψη να τα ρίξουμε στο μέρος. Στο μέρος όμως ήταν, αυτό είναι του Πιπινέλη το χτίριο, της μαμάς του Πιπινέλη που ήταν αρχιτσατσά του Πειραιά για να καταλάβεις τώρα. Ξέρεις τι σου μιλάω τώρα. Το μπουρδέλο που υπήρχε εκεί, στο αυτό υπήρχε μπουρδέλο. Το μπουρδέλο αυτό το έφτιαξε η μαμά του Πιπινέλη και πετάξανε μέσα τις προσφυγοπούλες που ήρθαν από την Μικρά Ασία μέσα εκεί. Από εκεί δε τις πουλήσανε κάτω στην Μέση Ανατολή στους σεΐχηδες και στα αυτά.

Τα κελιά είναι για μπουρδέλο, με συγχωρείς την αυτή αλλά είναι για μπουρδέλο. Η κάθε γυναίκα είχε μέσα που είχε μια αυτή που ήταν ο ένας με τον άλλο. Η αποχέτευση ήταν δύσκολη. Δηλαδή ήταν είκοσι τέσσερις σε κάθε ακτίνα, τρεις ακτίνες, τρεις επί είκοσι τέσσερις, εβδομήντα τέσσερις ήταν μέσα. Τρεις τέσσερις δώδεκα, εβδομήντα δύο πόσες πάνε. Αυτές ήταν μέσα. Δεν ήταν πολύ φαρδιά. Όταν ρίξανε λοιπόν, όταν θα ρίξουν τα πρώτα, στα λέω λίγο έτσι, όταν ήρθαν τα πρώτα αυτά μέσα ρίχνανε βαρέλια μεγάλα βενζίνης, βαρέλια για νερό μέσα για να τα πάρει αλλά δεν… φράκαρε.

Φράκαρε, μένουν. Εδώ τα ξέρω πια. Εδώ τώρα το πρόβλημα ήταν ότι φέραμε, αποφασίσανε, ρίξανε μέσα τα πρώτα χώματα. Τα πρώτα χώματα φράκαραν. Και σταματάει η δουλειά. Εδώ τώρα έπρεπε να βρεθεί τρόπος να απεγκλωβιστούμε από αυτά. Και κάνουμε αυτά, βουλώσανε, η αποχέτευση βούλωσε και εμείς αναλαμβάνουμε να την φτιάξουμε. Εκεί ήταν κάπου τριακόσιες πενήντα χιλιάδες το κόστος για να ανοίξουν τα αυτά. Αυτοί λοιπόν λένε να τα φτιάξουμε εμείς για να βάλουν τα λεφτά στη τσέπη τους κάποιοι από το Υπουργείο.

Και εκεί είναι η μεγάλη πλάκα. Οι φύλακες που ήσαν βγάζανε δικούς μας έξω να πάνε να βρουν, να το ανοίξουν και αυτά. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Φίλης ο οποίος ήταν καθηγητής μαθηματικών. Οι φύλακες τώρα γίνονταν όργιο με τους φύλακες. Γελούσαν γιατί βλέπανε ένα καθηγητή είχε μπει στα σκατά ως εδώ, αυτή ήταν η φάση κι ερχόταν ο Ευθυμίου, τον είχαν στείλει για καρφί αυτόν. Ήταν ο Ευθυμίου όταν το είδε ελάτε να δείτε ρε τον καθηγητή που έχει μπει μέσα στα σκατά. Εκείνο ήταν η μεγάλη πλάκα. Και ο Γκαστόν πήγε μέσα και όλοι. Δεν είχαν αυτή. Γιατί ο Γκαστόν, ο Βελής και ο Φίλης ήταν παρεούλα.

Εσείς από ποιον πληροφορείστε για την απόδραση;

Σου είπα κάτι. Εγώ δεν πήρα είδηση. Ο Κολοκοτρώνης που ήταν στο τρία κελί και δούλευε ήταν φίλος μου και ερχόταν και κάναμε και πλάκα. Κάνω έτσι, ροζιασμένα τα χέρια του. Τι έκανες ρε εδώ; Και τα λοιπά. Εγώ ήξερα ότι φτιάχναμε κρύπτες παλιά. Του λέω φτιάχνεις καμιά κρύπτα, του λέω στο διάολο πες μου τι είναι! Και μου λέει μα… μα… μα… Κάτι κάνουμε και τα λοιπά. Από εκεί μαθαίνω την υπόθεση. Έτσι σε μένα είχαν έρθει όμως, είχαν κάνει μια έρευνα πόσους  μπορούν να πάρουν.

Σου είπα. Ερχόντουσαν και σου έλεγαν. Έχεις να κρύψουμε ένα άνθρωπο έξω; Έχεις μέρος να τον κρύψουμε; Άμα έλεγες όχι, αυτό το πάθανε πολλοί και τους είπαν δεν έχω. Τον αφήνανε. Άμα έλεγες ότι έχω έναν άνθρωπο σε αρχίζανε μετά και που είναι και πως είναι και αυτά τα πράγματα, εμένα με είχαν αρχίσει αυτή την κουβέντα. Δεν είχα καταλάβει όμως ότι ήταν ακριβώς για δραπέτευση. Είπα ότι κάποιον θα είναι παράνομος έξω εντάξει και εγώ παράνομος δούλευα, ήμουν… Το παίρνω χαμπάρι όμως με το βούλωμα εδώ που γίνεται. Όταν έγινε το βούλωμα και πήγαινε ο Φίλης έξω και γινόταν της μουρλής του λέω του Κολοκοτρώνη. Δηλαδή αυτόν εκεί, είχα και τον Βαρδή και ερχόταν στο περίφημο Γιασεμί.

Μπροστά στην πόρτα μου ήταν ο χώρος που ήταν το γιασεμί. Αυτό το γιασεμί είδε και έπαθε γιατί ήταν ένα δύο μέτρα με εξήντα πόντους φάρδος. Έβγαινε όλο το χώμα, κατεβήκαμε. Πήγε ενάμισι μέτρο κάτω βάθος, έβγαζε το χώμα έξω, το κοκκινίζαμε και το ξανά ρίχναμε το χώμα επάνω και ρίχναμε χαλίκια μέσα που μένανε από αυτά. Από εκεί και πάνω το ξέρω γιατί είναι μπροστά στο κελί μου που γίνεται. Θα μου πεις οι άλλοι το πήραν χαμπάρι; Όχι. Δεν το πήραν χαμπάρι. Ο Γκολέμας που ανακατεύεται εκεί με τα βιβλία είμαστε δίπλα, δίπλα στην αυτή. Δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Κατάλαβες τώρα; Λοιπόν γινόταν με το αυτό και με τα λουλούδια. Ποια λουλούδια; Πως τα λέμε αυτά που κρατάνε, θέλει λίγο χώμα, ελάχιστο χώμα, όχι κατιφέδες αυτό…

Όχι ριζούλες που κάνει κάτι μικρές ριζούλες και βγάζει πολλά, μεγάλα, τέτοια αυτά. Θα το θυμηθώ, θα στο πω μετά. Γέμισε ο τόπος με τέτοια γλαστράκια. Φτιάχναμε λοιπόν όπου κονσέρβα ερχόταν, ότι ερχόταν γινόταν γλαστράκι και έβαζαν από αυτό επάνω. Το γεμίζανε δηλαδή χαλίκι, βάλανε τόσο μόλις χώμα από εκείνο που βγάζαμε μέσα από το γιασεμί και γινόταν μια γλαστρούλα. Είχαν γεμίσει τα παράθυρα, οι διάδρομοι γύρω, γύρω και πάλι δεν φτάνανε. Ρίχναμε τα χοντρά χαλίκια στην αρχή πήγαινε και έψαχνε τις σκάφες ο Χατζηπέτρος. Έπαιρνε και έριχνε εκεί που έφτιαχνε τις σκάφες έκανε στρώμα τόσο κάτω. Δηλαδή δεν γκρεμίζονται πια αυτές . Είχαμε αυτή την δυνατότητα και τότε το πήρα χαμπάρι εγώ. Πήρα ότι είναι τέτοιο πράγμα. Φυσικά δεν συζήτησα, ήταν και αυτό ένα θέμα. Παρότι τον Μιχάλη, βλέπω τα χέρια του ροζιασμένα και του λέω τι έγινε ρε, τι κάνεις εδώ, γέλαγα με την αυτή. Δεν προχώρησα πέραν τούτου.

Λοιπόν ξέρω τι γίνεται πίσω. Παρακολουθώ τον Βαρδή, παρακολουθώ τους αυτούς. Καμιά φορά έλεγα του Σταύρου του Καρά άμα θες τίποτα φώναξε. Τίποτα άλλο. Λοιπόν επίσημα ανακοινώνεται όταν φτάσαμε, όταν έγινε το τούνελ κάτω. Επίσημα πια ανακοινώθηκε. Δηλαδή είπαμε καμία δεκαπενταριά μέρες πριν από την δραπέτευση. Δηλαδή είπαμε ότι πάμε καλά. Γιατί αντιμετωπίσανε και προβλήματα. Αντιμετωπίσαμε τρεις φορές πρόβλημα. Την μία με τους βόθρους, την δεύτερη ένα βράδυ, τα έχω μέσα βαλμένα και θα τα δεις, ένα βράδυ είχε έρθει η χωροφυλακή, ένας αξιωματικός της χωροφυλακής είχε έρθει να δει κάποιον επάνω στην σκοπιά.

Ανεβαίνοντας επάνω, περνώντας από κάτω με το αυτοκίνητο, τα έπιασε τα λάστιχα του αυτοκινήτου έπιασαν τους κτύπους που γίνονταν μέσα. Κατεβαίνει, κατευθείαν πάει στην.. μονάχα το καλό για μας και για το κακό για αυτόν ήταν ότι τα έπιασε στο δώδεκα κελί πίσω. Το δέκα τρία ήταν στην από κει μεριά. Ο διάδρομος, το δώδεκα και το δέκα τρία στην άλλη μπάντα. Λοιπόν το πιάνει λοιπόν, πάει κάτω στην αυτή, του λέει του αρχιφύλακα δραπετεύουν, θα φτάσει ο Λάμπρου κάτω της Ασφάλειας, της Γενικής Ασφάλειας, είναι ολόκληρη ιστορία. Και του λέει μπαίνουν μέσα λοιπόν σπάνε την αυτή και μπαίνουν μέσα.

Μπήκαν μέσα. Ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν μέσα στις δώδεκα την νύχτα. Ο Βαρδής φύλαγε σκοπός εκείνη την ώρα. Κάτω ήταν ο Σταύρος ο Σιδέρης και ο Κολοκοτρώνης που ήταν μέσα που δουλεύανε. Ο Βαρδής, ήταν ρομαντικός τώρα τον βλέπεις, κοίταζε το φεγγάρι και τα αυτά επάνω. Έρχεται ο Σταύρος ο φύλακας από την αυτή τον οποίο κάναμε πλάκα γιατί τον στέλναμε και τον δουλεύαμε ότι οι Μανουσογιανναίοι ή οι Βαρδινογιανναίοι είναι οι μεγαλύτεροι καπετάνιοι. Φώναζε αυτός. Οι Μανουσογιανναίοι. Οι Βαρδινογιανναίοι έκανε ο άλλος. Και τον δουλεύαμε, είχαμε αυτό το πράγμα. Βλέπουμε τον Μανουσογιάννη και πάει κατευθείαν στο δώδεκα κελί. Μετράει μέσα, τους βλέπει πέντε μέσα. Γυρνάει από το δώδεκα, έντεκα, δέκα, περνάει σε μένα, φτάνει στο πρώτο και γυρνάει από το είκοσι τέσσερα να πάει να ολοκληρώσει τον κύκλο.

Ο Βαρδής παρακολουθεί. Ειδοποιεί να σταματήσουν κάτω και τα λοιπά, δεν μπορούν να βγουν επάνω, είναι μέσα. Κάθονται μέσα. Δεν μπορούν να βγουν επάνω. Λοιπόν λέει ο Βαρδής, τι έγινε ρε Σταύρο; Του λέει ε ντε, ντε. Την φράση σου λέω ακριβώς. Ε, ντε, ντε λέει ο Σταύρος. Μου έκοψαν την χολή ρε Βαρδή. Τι έγινε ρε; Μας είπαν ότι δραπετεύετε. Αλλά εγώ τους μέτρησα και τους βρήκα όλους σωστούς. Τι κάνανε; Είχαν βάλει στα κρεβάτια των δύο που ήσαν κάτω, είχαν βάλει ομοιώματα. Και είχαν ρίξει το σεντόνι μέχρι επάνω να μην φαίνεται, μπήκαν μέσα, ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε. Τα βρήκε όλα εντάξει και έφυγε ο Σταύρος.

Και αυτή την φορά γίνεται χαμός. Βγήκαν από κάτω, το κλείσανε, το κάνανε και υπάρχει ένα θέμα. Έρχεται ο Λάμπρου να κάνει έρευνα ο ίδιος. Και πηγαίνει ένα που ήταν παλιός, δικός μας ήταν αριστερός, είχε κάνει δήλωση, είχε βγει έτσι και πήγαινε, του είπαν κάτι να ψάξει και αυτός να κοιτάξει και αυτό και τον παίρνει μαζί ο Λάμπρος και τον έφερνε γύρω, γύρω στην φυλακή να βρούνε τι έχει γίνει. Κάμανε έρευνα ας πούμε στην φυλακή. Σκάψανε από την σκοπιά μέχρι το δώδεκα κελί γιατί και δώδεκα, περάσανε κάνα μέτρο πέρα, γιατί μέσα στο προαύλιο ήταν δυόμισι μέτρα, δεν ήταν τίποτα. Περάσανε και μέσα στο προαύλιο αλλά δεν φτάσανε στο δέκα τρία. Δηλαδή πήγανε δυο μέτρα πριν από το δέκα τρία. Δηλαδή θα βρίσκανε εάν προχωρούσαν δυο μέτρα ακόμα. Λοιπόν είχαμε και αυτά γιατί σταμάτησε.

Πότε σας γίνεται η επίσημη ενημέρωση για την δραπέτευση; Πότε δηλαδή σας λένε φεύγουμε;

Την ημέρα εκείνη δεν ήξερε κανένας τίποτα. Είχαν κάνει συζητήσεις, ρώταγαν εάν έχεις να κρύψεις έναν άνθρωπο και τα λοιπά αλλά δεν σου είχαν πει ότι φεύγεις. Και την.. αλλά όλοι καταλαβαίναμε τώρα δεν ήταν πια, υποτίθεται ότι το ξέρανε δώδεκα άνθρωποι. Υποτίθεται ότι ήσαν δώδεκα άνθρωποι. Πέντε στο ένα κελί, πέντε στο δίπλα που ήταν ο Τσεφρώνης και ο αυτός. Ήρθε μέσα ο Μπραϊμης επί παραδείγματι και τους κοίταζε και τους έριχνε και τους λέει εδώ μου μαζευτήκατε όλοι τους λέει ο Μπραϊμης. Μην κάνετε καμιά τρύπα ρε; Πετάχτηκε ο Τσακίρης, ήταν και ο Τσακίρης, όχι… έχεις πάρει το βιβλίο του Κυριάκου του Τσακίρη; Το έχεις πάρει;

Το έχω πάρει, ναι.

Και του Βαρδή το πήρες; Του Βασιλόπουλου δεν το έχεις πάρει. Ούτε του Παπούλια;

Τα έχετε;

Δεν τα έχω εδώ τώρα. Δεν ξέρω που τα έχω, έχω πάει τα μισά βιβλία στο Πόρτο και τα μισά εδώ μέσα.

Θέλω να σας ρωτήσω για εκείνη την ημέρα. Και έρχεται δέκα εφτά του μηνός, σαν σήμερα…

Ναι από την προηγούμενη ημέρα να είσαστε έτοιμοι. Σε μένα ήρθε ο Σωτηρόπουλος και μου λέει για κοίταξε να δούμε τι θα γίνει. Να δούμε τι θα γίνει. Έχουν φτάσει, το πώς είναι η περιγραφή το πώς σκάψανε είναι κοινό των άλλων. Εγώ στα έχω δώσει σε αυτή αλλά θα σου πούνε εκείνοι που δούλευαν μέσα. Δεν ξέρω ποιος ζει τώρα. Δεν ζει κανένας. Μόνο ο Βαρδής είναι. Άλλος που κατέβηκε κάτω ήταν, πρέπει να κατέβηκε και ο Γκαστόν μια ημέρα. Μια ημέρα όμως όχι για τίποτα.

Τώρα εκείνο που σου λέω εγώ είναι το εξής. Εγώ μαθαίνω ότι θα φύγουμε. Γιατί ήρθαν και μου είπαν ότι εγώ είχα και έκρυβα τα βιβλία και αυτά. Είχαμε φέρει λοιπόν, είχα κάμποσα βιβλία μέσα τα οποία έπρεπε να τα πιάσουνε καταρχήν. Έπρεπε να πάω να τα προετοιμάσω. Μου λέει ο Σωτηρόπουλος επειδή κάπου πρέπει να ασφαλίσεις τα βιβλία και τα λοιπά. Τώρα παίρνω εγώ τον Πέτρο τον Ξιφαρά. Ο Πέτρος ο Ξιφαράς λοιπόν είναι ένας Μανιάτης. Εγώ είχα πάρει κάτι λεξικά Ρωσοαγγλικά λεξικά είχα πάρει μέσα και του λέω του…

Ο Πέτρος μου έλεγε ρε Περικλή θα πάω για την Κέρκυρα, θα φύγω σε λίγες ημέρες, εσύ θα βρεις άλλο λεξικό. Δώσε το να το πάρω μαζί μου. Και του λέω όχι δεν στο δίνω. Με έτρωγε συνέχεια, κάθε ημέρα. Λοιπόν εκείνη την ημέρα πάω και του λέω. Πέτρο να σου πω. Λοιπόν υπάρχει μια αυτή ότι θα έχουμε έρευνα τρομερή, πρέπει να τα κρύψουμε, του έδινα να αναλάβει να κρύψει όλα τα βιβλία τώρα, κατάλαβες; Πρέπει να τα κρύψουμε για να μην μας τα βρούνε. Μου λέει πότε, πότε τι θα γίνει; Θα γίνει τώρα. Αφού σου λέω θα γίνει, θα γίνει. Λοιπόν συνεννοούμαστε από την προηγούμενη ημέρα. Κάναμε αυτή την συζήτηση. Του λέω που είναι τα βιβλία, να τα βάλει σε κουτιά, να τα βάλει σε μια αποθήκη που δεν μας τα παίρνανε γιατί δεν σε αφήνανε από την αποθήκη να πάρεις τίποτα, ήταν φύλακας μπροστά. Λοιπόν του λέω να τα βάλεις έτσι και τα λοιπά για να τα πάρεις. Και να πάρεις και το λεξικό. Το λεξικό του είχα βάλει σφραγίδα τώρα εγώ, αντιγραφή της σφραγίδας με ένα αυγό, ντάκα, ντάκα τα είχαμε σφραγισμένα όλα αυτά. Λέω κρύφτα όμως.

Την άλλη ημέρα λοιπόν φτάνουμε κατά τις δέκα τώρα να σου πω ότι στις έντεκα αρχίζει η κίνηση γιατί μιάμιση φεύγουμε. Μας άφηναν ανοιχτούς το μεσημέρι. Ήταν η ακτίνα ανοιχτή, ήταν ανοιχτά επειδή ήταν νοσοκομειακοί οι περισσότεροι μέσα. Λοιπόν έρχεται ο Πέτρος εκεί πάνω και μου λέει τι θα γίνει; Εγώ τα έκρυψα. Καθόμουν ήταν ένα ραφείο μπροστά εκεί πέρα που είχαμε ένα ραφείο. Έραβαν ρούχα μέσα. Μπροστά στο ραφείο καθόμουν και εγώ και κοίταζα να δω τι γίνεται.

Ξεκινήσανε οι άνθρωποι, μπήκα πρώτα, ο Κιουρτσής πρώτος. Μπήκε μετά ο Βαρδής, ο Τσεφρώνης, ο Καράς, που ήσαν εκεί στα κελιά τα δύο, τα δύο κελιά, η πρώτη πεντάδα που μπαίνει μέσα. Ο Κιουρτσής βγήκε πρώτα για παλικαράς. Ο Κιουρτσής ήταν γεροδεμένος. Βγήκε πρώτα εάν βρεθεί επάνω να πλακωθεί με τον αυτόν. Και ακολούθησαν οι άλλοι. Λοιπόν προχωράνε τώρα αυτοί. Μπαίνουν μέσα, αρχίζουν να μπαίνουν μέσα. Εγώ τους βλέπω που περνάνε μπροστά μου, ξέρω τι είναι. Ένας, ένας που πάει μέσα. Ο Πέτρος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Περνάνε από εκεί χάμω οι άνθρωποι και εγώ κάθομαι στην άκρη και σε κάποια στιγμή έρχεται ο Δουκάκης γιατί ο Δουκάκης ήταν επικεφαλής στην πεντάδα που θα έφευγα και εγώ μαζί. Λοιπόν μου κάνει νόημα ο Βασίλης αυτά. Του λέω Πέτρο είπαμε, εντάξει τα ταχτοποίησες; Εντάξει. Μου λέει έλα ρε Περικλή πάμε τώρα να μου τα δώσεις τα αυτά και να μου δώσεις και κάτι άλλα. Του λέω Πέτρο τώρα δεν μπορώ.

Εγώ πήρα μήνυμα να φύγω. Ο Πέτρος επέμενε να καθίσουμε εκείνη την ώρα. Λοιπόν του λέω Πέτρο πήγαινε και θα γυρίσω σε μισή ώρα. Λοιπόν ο Πέτρος πάει λίγο χολωμένος πια, για αυτό σου λέω. Εκείνος που έχει μεγάλη πλάκα είναι ο Πέτρος σε αυτή την υπόθεση. Μου λέει καλά ρε, καλά. Βρε του λέω θα γυρίσω σου λέω. Μπαίνω μέσα που λες και κατεβαίνω κάτω. Ο Δουκάκης ερχόταν τελευταίος. Ο επικεφαλής είναι τελευταίος αφού ειδοποιούσε τον επόμενο που θα έστελνε τον ένα.

Εδώ έχει γίνει ένας μύθος γύρω από μένα επειδή ήμουν χοντρός ότι φρακάρισα, ότι δεν μπορούσα να βγω, τρίχες είναι αυτά όλα. Λοιπόν ήταν άνετο μέσα που πήγα. Αλλά μπαίνω μέσα, βγαίνω επάνω και βρίσκομαι μπροστά στο φύλακα. Εδώ είναι το….

Εάν θες να δεις το δικό μου τώρα πόσο. Βρίσκω τον φύλακα μέσα, έχω τον Σταύρο τον Σιδέρη και τον Καλέ τον Βασίλη που είναι τώρα στην Μόσχα. Μου λένε ότι εμείς είμαστε να μείνουμε τελευταίοι. Αυτό δεν το ήξερα πως θα έμενε ο Βασίλης ο Καλές. Τον κοιτάζω, τι θα κάνετε ρε; Ο γέρος είχε, τι γέρος, σαράντα πέντε χρόνων ήταν, δεν ήταν τίποτα, γεροδεμένος και γεροδεμένος. Λοιπόν ο Σταύρος εκεί μην κουνηθείς, θα σε σφάξω, θα σε κάνω, τίποτα, τρίχες. Δεν είχε τίποτα στα χέρια του. Του λέω κάτσε ρε, φύγε από εκεί. Πάω και του λέω. Μπάρμπα άκουσε εδώ να δεις. Εμείς είμαστε κομμουνιστές και θα φύγουμε. Α ρε παιδάκι μου ακόμα βγαίνουν; Εν τω μεταξύ βγαίνανε μέσα από την γη.

Εγώ κοίταξα, δεν ξέρω και εγώ τι. Εγώ ήξερα ότι είναι κάπου δέκα πέντε στην σειρά. Ήταν ακόμα άλλοι δέκα πέντε, άλλοι δώδεκα ξέρω εγώ. Λοιπόν του λέω όσοι είναι να φύγουν, θα φύγουν. Τον κοίταξα. Εάν φωνάξεις θα υποχρεωθώ να σου κλείσω το στόμα. Τώρα δεν είναι αυτό και ούτε θέλω να το κάνω αυτό το πράγμα. Του έδωσα τσιγαράκι του γέρου, κάπνιζε… Ήξερα ότι ήταν χωροφύλακας ο γιος του, ήξερα όλη αυτή την ιστορία. Λοιπόν κάπνισε το τσιγάρο, ακόμα ρε παιδί μου, ακόμα ρε παιδί μου; Ακόμα; Ο γέρος. Στο τέλος λέω στον Σταύρο σήκω φύγε. Του λέω Σταύρο δεν μπορώ να σε αφήσω. Δεν μπορώ να σε αφήσω. Εδώ είναι αυτός θηρίο.

Λοιπόν καλά μου λέει, φοβόντουσαν κιόλας να μην τους πουν δειλία εδώ. Για αυτό. Του λέω ρε παιδάκι μου εγώ σε αναλαμβάνω τώρα και δεν μπορείς να κάνεις.. Κάθομαι λοιπόν εγώ και λέω στον γέρο. Αφού φύγανε οι τελευταίοι, ο Σταύρος ο Σιδέρης και εγώ, είναι πεντάδα τώρα που φεύγουν. Αφού βγαίνουν έξω του λέω δώσε μου το κλειδί της από εδώ πόρτας. Είχε δυο πόρτες αυτό. Μου λέει ο γέρος, δεν κάνει ρε παιδί μου, μου λέει. Για να σου δώσω το κλειδί θα πάω μέσα. Και άμα πάω μέσα πρέπει να ειδοποιήσω. Δεν κατάλαβες τώρα; Δεν με άφησες να πάω. Ωραία φέρθηκε και ο γέρος εδώ. Πολύ ωραίος. Του λέω εντάξει. Εν τω μεταξύ στην διάρκεια που ήταν, όπως πηγαίναμε έξω φορούσαμε, στα έχουν πει οι άλλοι, τι φορούσαν μια κάλτσα στο κεφάλι, μια αυτή, πιτζάμες από πάνω για να… Έγώ όπως έβγαινα εκείνο είναι το αυτό.

Κάπου η κάλτσα πιάστηκε και σκίστηκε λιγάκι εκεί και έπεσε γλινόχωμα, γλίνα μέσα και έκανε ένα σημάδι σαν πληγή εδώ. Λοιπόν δεν το παίρνω χαμπάρι, έριξα νερό στο πρόσωπο, πλύθηκα δηλαδή αλλά δεν κοίταξα στον καθρέφτη. Είχα τον γέρο κοντά μου και δεν μπορούσα εγώ να κάνω τίποτα. Δεν κοίταξα δίπλα μου τίποτα. Του λέω λοιπόν μπες μέσα σε ένα από τα πλυντήρια. Οι γυναίκες εκεί κάνανε μπάνιο γιατί ήταν λουλάκι, λουλάκι έβγαζε. Όλοι ήσαν με την σκόνη μέσα. Όταν βγαίνανε κάνανε μπάνιο. Είχε δώδεκα μπάνια μέσα. Του λέω μπες σε ένα, εγώ έχω δει ένα δοκάρι εκεί χάμω, το βάζω, βγαίνω, το στηρίζω γερά και τον αφήνω μέσα. Του λέω θα έρθουν να σου ανοίξουν δεν είναι κάνα πρόβλημα. Εντάξει ρε παιδάκι μου, εντάξει. Άντε γεια.

Βγαίνοντας έξω βλέπω την Καίτη. Η Καίτη με ένα νεαρούλη και το ψιλοκουβεντιάζανε. Από την μια μεριά ένα δρομάκι στενό είναι που έβγαινε μέσα, φορτώνανε τα αυτοκίνητα. Το δρομάκι εκείνο ήταν από εδώ ο ένας, από εκεί ο άλλος και το ψιλοκουβεντιάζανε. Λοιπόν ταραγμένη η Καίτη μου λέει ποιος είσαι εσύ κύριε; Της λέω πήγαινε μέσα να σου πούνε ποιος είμαι. Είναι μέσα ο φύλακας του εργοστασίου, πήγαινε μέσα να σου πει ποιος είμαι. Μα, μα κύριε, έτρεμε η κακομοίρα. Έτρεμε κυριολεκτικά. Της λέω, λέει το παιδί. Άφησέ τον καλέ και μάλιστα εκεί στο τότε το έχουν κάνει «μωρέ». Δεν είναι «μωρέ» είναι «καλέ». «Καλέ» της είπε το παιδί. Αστυνομικός είσαι και εσύ όπως οι άλλοι; Του λέω ναι, πήγαινε μέσα να σου πουν του λέω αφού είναι μέσα ο φύλακας του λέω. Μαζί ήμουν με τον φύλακα. Εγώ ήμουν ο τελευταίος που φεύγω. Άντε.

Φορούσα ένα κοντομάνικο. Με πιάνει από το μανίκι η Καίτη. Ρε άντε στο διάολο της λέω που θα μου κρατήσεις τώρα; Και φωνάζει πιάστε τον, πιάστε τον δυνατά. Και ερχόταν από πίσω μου, πιάστε τον, πιάστε τον. Είχαμε πει ότι δεν παίρνουμε λεωφορείο. Εγώ όμως βρέθηκα σε αδιέξοδο αυτή την στιγμή. Λοιπόν ο οδηγός του λεωφορείου και θα σου πω τώρα ζει ο εισπράκτορας, εδώ τον είχα μια ημέρα, ακούει το πιάστε τον, πιάστε τον και νομίζει ότι έγινε κανένα επεισόδιο να τον πάνε σε αυτόφωρο λέει. Είχε ξεκινήσει, στάθηκε λοιπόν, πάω και εγώ πηδάω επάνω και λέω, τώρα δεν μπορώ, ερχόταν πίσω η Καίτη και φώναζε πιάστε τον, πιάστε τον. Λοιπόν μπαίνοντας μέσα ευτυχώς ότι δεν είχα λιανά. Είχα πενηντάρι και το εισιτήριο ήταν εξήντα λεπτά.

Λοιπόν του δίνω το πενηντάρι και δεν είχε να μου δώσει ρέστα. Κατάλαβες. Διότι εάν μου έδινε, εάν του έδινα τα αυτά θα κατέβαινα στην 1η στάση που σημαίνει μπροστά στην πόρτα της φυλακής γιατί ο δρόμος κάνει έτσι μια καμπύλη και βγαίνει μπροστά την πόρτα της φυλακής. Θα πήγαινα σαν του μπούφου το πουλί στην αυτή. Οπότε λέω τώρα κάθισα εκεί. Είχε παντρευτεί με μια κομμώτρια που ήταν με την Βάσω την γνώριζε και μου ήρθε εδώ χάμω και το κουβεντιάζαμε. Μου λέει εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Εγώ είπα ότι είσαι, κάτι έγινε και λέω άντε να τον πετάξουμε πιο πέρα μην τον πάνε αυτόφωρο. Και μου τα είπε και ο οδηγός.

Φτάνοντας στον Πειραιά, με το λεωφορείο στον σταθμό του Πειραιά πηγαίνω πίσω που ήταν ταξί, βλέπω ένα ταξί και μπαίνω μέσα. Ο ταξιτζής υποψιάστηκε από αυτό. Πρέπει να ήμουν αναστατωμένος. Γιατί πιάστε τον, πιάστε τον δεν ήταν αστείο πράγμα. Λοιπόν και θα σου εξηγήσω μετά τι έγινε. Όλα θα στα δώσω, τι έκανε η Καίτη και τα λοιπά, θα στα πω. Το θέμα μας είναι εδώ τώρα. Ότι μπαίνω στο ταξί μέσα. Με βλέπει ο ταξιτζής. Για πού; Για την Κουμουνδούρου. Θα πάω στην Χαλυβουργική, το και το, δουλεύω εκεί πάνω.

Με είδε ότι πήγα και κάθισα στο πίσω κάθισμα. Δεν πήγα μπροστά να καθίσω όπως συνήθως ο πελάτης μπαίνει μέσα. Εγώ πήγα μέσα γιατί εγώ τα αυτιά μου εξακολουθούσαν να βουίζει πιάστε τον, πιάστε τον και δεν μπορεί να σταμάτησε. Του λέω λοιπόν πάμε στην Αθήνα, του έδωσα δέκα λεπτά περιθώριο. Μου λέω δεν ξέρω εάν προλάβουμε. Του λέω προχώρα όσο μπορείς. Τίποτα άλλο. Αυτό τον ερέθισε ακόμα πιο πολύ. Λοιπόν με κοίταζε λοξά. Εγώ είχα ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα και κοίταζα δεξιά, αριστερά τι γίνεται. Με τραβάει, με τράβηξε από κάτι στενά επάνω, πράγματι ο άνθρωπος για να με βγάλει γρηγορότερα, με έβγαλε από σημείο πολύ πιο γρήγορα και όταν βγαίνω στον κεντρικό δρόμο, προς το Μοσχάτο δηλαδή, αυτό που ανεβαίνουμε επάνω, βλέπω από δίπλα και έρχεται, αυτό άκουσέ το καλά.

Βλέπω από δίπλα και έρχεται ένα Ι.Χ και τρέχει, νεαροί μέσα και με κοιτάζουν στα μάτια. Ρε γαμώτο λέω τώρα το πιάστε τον, πιάστε τον εξακολουθούσε να βουίζει στα αυτιά μου. Λέω λοιπόν τι έγινε; Να πάρει ο διάολος! Τώρα τι να κάνουμε; Να του πω σταμάτα να κατέβω; Δεν προλαβαίνω, με έχουν, μπροστά μου είναι. Αυτοί με κοιτάζουν συνέχεια. Και φτάνουν δίπλα μου και φωνάζουν. Ολυμπιακός! Έπαιζε ντέρμπι Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός την ημέρα εκείνη. Εκεί έζησα μερικά λεπτά πραγματικής αγωνίας. Ολυμπιακός! Λοιπόν οι ανησυχίες μου τις έβλεπε ο ταξιτζής και του δημιουργήθηκε ακόμη περιέργεια. Φτάνω στην Κουμουνδούρου. Το κανονικό είναι αφού πάω βιαστικά να του πω κάνω τον γύρο να πάμε μπροστά στο λεωφορείο. Εγώ του λέω όπως ερχόμουν την Πειραιώς επάνω πηδάω δίπλα και του λέω, γιατί ως να στρίψουμε θα μας έχουν μπελά. Τον πληρώνω κανονικά τον ταξιτζή, είχα κάνει λιανά από το λεωφορείο. Ήταν μου φαίνεται δώδεκα δραχμές, κάτι τέτοιο. Δέκα δραχμές ήταν.

Και πηδάω κάτω. Έκατσε ο κερατάς μέχρι που πήγα στα λεωφορεία. Και εγώ λοξοκοίταζα πίσω, μέχρι που πήγα στο λεωφορείο. Όταν με είδε και πήγα πίσω από το λεωφορείο τότε ξεκίνησε και έφυγε. Πίσω από τα λεωφορεία είχε ταξί. Την πλατεία Κουμουνδούρου την ξέρω, εκεί είχα δουλειές, είχα αυτά. Λοιπόν μπαίνω σε άλλο ταξί. Εδώ είναι το αποκορύφωμα της πλάκας, γιατί εκεί είναι. Με παίρνει αυτός, μου λέει που πάμε; Του λέω Περιστέρι, Ιερόθεο. Για Ιερόθεο ήθελα να πάω, στο Περιστέρι, είναι μια συνοικία ο Ιερόθεος επάνω. Του λέω για τέρμα Περιστερίου και θα προχωρήσουμε πιο πάνω. Λοιπόν αυτός χαζο… μου λέει γιατί πας εκεί πάνω; Μου λέει ότι ήταν της Αγίας Μαρίνας. Τότε έμαθα ότι ήταν της Αγίας Μαρίνας γιατί δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Μου λέει πας στην Άγια Μαρίνα; Ναι, ναι του λέω. Θυμήθηκα τώρα την εκκλησία.

Εκεί πηγαίνουν και κάνουν πανηγύρι. Πηγαίνουν με περίπτερα με αυτά και κάνουν αυτά… Λοιπόν λέω, ναι λέει έχεις περίπτερο; Ναι λέω έχω ένα περίπτερο, προχωράμε που λες και φτάνουμε στο τέρμα Περιστερίου τότε που ήταν και της Αναπαύσεως που λέγεται ο δρόμος εκεί μετά. Και μάλιστα είναι απέναντι από το μαγαζί που είχε ο κουνιάδος μου, ο αδελφός της Βάσως, χωρίς να γνωριζόμαστε. Δεν είχαμε γνωριστεί.

Μπαίνουμε λοιπόν, φτάνουμε εκεί πάνω, βλέπω χωροφύλακες μπροστά. Τώρα λέω τι κάνεις; Πάλι βουίζει το μυαλό μου. Οι χωροφύλακες ήταν εκεί και περιμένανε εκεί στον δρόμο. Προχωράμε λιγάκι πέρα, δεν του λέω σταμάτα για να πάω στην Άγια Μαρίνα τώρα αλλά ήταν χωματόδρομος και μάλιστα ανώμαλος χωματόδρομος με πέτρα πολύ. Του λέω, περιμένω ότι θα κάνουν κάποια κίνηση, δεν κάνουν κίνηση. Αυτοί κοίταζαν να ρυθμίσουν την συγκοινωνία. Λοιπόν περνάω μπροστά τους, πάω πενήντα μέτρα πιο πέρα, του λέω σταμάτα μωρέ μην σου χαλάσω το αυτοκίνητο πάνω στις πέτρες. Τον πληρώνω, δεν κατάλαβε τίποτα αυτός. Καλές δουλειές μου λέει, έφυγα και πάω επάνω.

Ανεβαίνω λοιπόν και θα πάω στο σπίτι ενός φίλου παλιού που ήμασταν στο αντάρτικο μαζί και τα λοιπά, εντάξει είχε σπάσει για μια στιγμή αλλά πως το λένε αλλά με εμπιστοσύνη πλήρη στον Φώτη γιατί εγώ και όταν ήμουν έξω τον είχα χρησιμοποιήσει πάλι. Πάω για το σπίτι του Φώτη. Όχι για να κάτσω. Να πάω να μου βρει σπίτι. Αυτό είναι. Πάω λοιπόν είναι τρεις και δέκα μεσημέρι. Αύγουστος, καταλαβαίνεις τι γινόταν από ζέστη και τα λοιπά. Χτυπάω την πόρτα. Κοιμόταν. Πετάγεται επάνω, ποιος είναι; Του λέω άνοιξε Φώτη, ο Περικλής είμαι. Ποιος Περικλής; Ο Περικλής είναι στην φυλακή λέει. Σκάσε του λέω και έλα άνοιξέ μου εδώ. Ανοίγει ο κακομοίρης και του λέω τσιμουδιά. Μου λέει τι έγινε εδώ; Τι έγινε; Τα έχασε ο Φώτης. Και το ευτύχημα σε μένα είναι ότι ο Φώτης, στον Φώτη δεν μπορούσα να κάτσω, θα τον πιάνανε. Αφού δούλευε ο άνθρωπος παράνομα πια. Στο σπίτι του θα έκαναν έρευνα. Δίπλα ήταν επίσης ένας άλλος φίλος και συμμαθητής μου, μένανε μαζί εκεί πάνω, κάνανε τον πλασιέ σε κοσμήματα και τέτοια. Και αυτός του είχε δώσει το κλειδί ένας δεξιότατος, δεξιότατος για να ποτίζει τα λουλούδια και για να ταΐζει κάτι γατιά και κάτι αυτά που είχε εκεί μέσα.

Λοιπόν μου λέει όταν πήγα μέσα η Γιούλη που σου λέω τώρα η Τσουμπού είναι καθηγήτρια φιλόλογος, ήταν τεσσάρων χρόνων. Μέσα, λοιπόν κουβεντιάζαμε μετά, και όταν μεγάλωσε μου λέει, και όμως το θυμάμαι μου λέει. Ξέρεις λέει πως το θυμάμαι; Γιατί όπως ήρθες μέσα, αλαφιασμένοι όλοι μου λέει, αυτά. Και με πάνε στο σπίτι αυτό. Μένω λοιπόν τέσσερις ημέρες σε αυτό το σπίτι και περνάγανε οι χωροφύλακες πάνω, κάτω, ψάχνανε, κάπου εντοπίσανε ότι ήμουν εγώ. Την πέμπτη ημέρα θα φύγω από εκεί. Δηλαδή το πρόβλημα που έχω είναι το εξής. Που θα πάω τώρα; Του είπα εγώ του Φώτη θα πας εκεί, θα βρεις την ξαδέλφη μου εκεί την Τασία και θα της πεις ότι ο Περικλής θέλει να πάω επάνω.

Δεν έφερε καμία αντίρρηση, ζει η κακομοίρα η Τασία αλλά δεν είναι, στην Πάτρα κάπου είναι τώρα. Λοιπόν και θα πάω να φύγω. Άντε να δεις πως φεύγεις. Περνάγανε τρεις, τέσσερις φορές την ημέρα μπροστά από το σπίτι. Δηλαδή κάτι είχαν υποψιαστεί από ότι κατάλαβα. Φεύγω με τα πόδια και κατεβαίνω κάτω στο τέρμα Κολοκυνθούς. Έκοψα ίσα κάτω να πάω στο τέρμα Κολοκυνθούς με τα πόδια. Για να δω και τι γίνεται δηλαδή. Λοιπόν φτάνοντας στο τέρμα Κολοκυνθούς εγώ θα πέρναγα για την Πεντέλη. Φτάνοντας στο τέρμα της Κολοκυνθούς ήξερα ότι ήταν ταξί από κάτω. Λέω πάω να πάρω ταξί. Πηδώντας να κάνω τον από κάτω δρόμο για να βγω στο ταξί τσακώνονται δυο ταξιτζήδες και πλακώνονται και φτάνει η αστυνομία. Ω ρε γαμώτο λέω. Τώρα να δεις τι γίνεται. Αρχίζω να τρέχω λοιπόν και φτάνω στο τραμ. Μπαίνω στο τραμ. Εδώ να δεις συμπτώσεις…

Μπαίνω στο τραμ μέσα και κάθομαι στο πίσω μέρος. Σε κίνηση το τραμ. Ανέβηκα πάνω σε κίνηση. Η μεγάλη πλάκα. Μπροστά, μπροστά στο πρώτο κάθισμα να κάθεται ένας υπαρχιφύλακας των φυλακών της Κεφαλονιάς που με ξέρει σαν κόκκινο εικοσάρι από μακριά. Ρε που έπεσα τώρα λέω. Λοιπόν φτάνουμε στην πλατεία, στον Άγιο Κωνσταντίνο εδώ κάτω. Όπως ερχόμουν να πηδήξω κάτω να φύγω διότι εάν γυρίσει πίσω και με δει με ξέρει πια. Δεν ήξερα όμως, Λυκούδης λεγόταν αυτός ότι οι κόρες του, δυο κορίτσια είχε ήσαν όλες στο ΚΚΕ. Δεν ήξερα τίποτα. Μετά τα έμαθα.

Λοιπόν όπως φτάνουμε εδώ στον Άγιο Κωνσταντίνο πηδάω κάτω από την πίσω πόρτα, μόλις άνοιξε, μόλις σταμάτησε πηδάω κάτω. Πηδάει και αυτός, ο Λυκούδης από μπροστά. Εγώ όπως κατεβαίνω κάτω, κατεβαίνει και ο άλλος, αμάν λέω τώρα και αρχίζω να τρέχω προς τα πίσω. Όπως πήγαινα όλη αυτή την ταραχή με γραπώνει ένα γυναικείο χέρι από το αυτό. Γνωστή μου. Λοιπόν ήταν δημόσιος υπάλληλος ήταν. Στην Τράπεζα Ελλάδος δούλευε, ήταν αυτή. Αλλά αυτή έλεγε, ήθελε να με δει. Πρόσεξε. Είχε ένα παιδάκι, ένα κοριτσάκι και έκαναν βόλτες εκεί χάμω. Επειδή  εγώ πήγαινα στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην περιοχή σου λέει κάπου θα περάσει αυτός από εδώ και έκανε βόλτες για να με δει. Με πιάνει, κάνω έτσι, κοιτάζω και λέω τι θες εδώ; Έλα κοντά, ακολούθησέ με. Βρε φύγε από εδώ! Δεν καταλαβαίνεις; Είσαι και δημόσιος υπάλληλος και ο άντρας της δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ο άντρας της. Βρε παιδάκι μου φύγε από εδώ χάμω. Έλα κοντά! Με παίρνει από κοντά και με πάει, με πιάνει από το χέρι και μου λέει έλα κοντά. Αυτή είχε μάθει ότι όταν με έπιασε ο Παρίσης θα ακούσεις τώρα μια τρομερή είδηση. Λοιπόν ο Παρίσης ήταν ένας Διοικητής της Ασφαλείας Πειραιώς με τον Ταβουλάρη μαζί, οι δυο τους.

Με είχαν χτυπήσει, τα μαθαίνει αυτή, δεν στα είπα αυτά γιατί δεν θα βρεις άκρη με τούτα. Ήταν φίλη της Τασίας που πήγαινα εγώ, έκαναν πολύ παρέα μαζί. Στο σπίτι της Τασίας. Η Τασία είναι μια ξαδέλφη μου δεν είναι… που θα πήγαινα εκεί πάνω. Έμαθε λοιπόν ότι με χτύπησε ο Παρίσης. Και μου παρήγγειλε στην φυλακή να με βάλεις μάρτυρα και θα τον τινάξω εγώ στον αέρα. Ρε τρελή είσαι; Βρε παιδάκι μου; Βρε καλή είσαι; Όχι θα με βάλεις μάρτυρα!

Λοιπόν μου παρήγγειλε με τον δικηγόρο και μου έστειλε τον Μιχαλοκόπουλο τον Μίχο, τον αδελφό του παλιού του Αντρέα του Μιχαλακόπουλου που είχε βαφτίσει την Τασία, αυτή την άλλη που σου λέω να με βρει στην Ασφάλεια. Και μου λέει κάτσε εκεί που είσαι μου λέει ο Μιχαλακόπουλος, ήταν δεξιός ο Μιχαλακόπουλος από εκεί και θα δούμε, θα ξεμπερδέψουμε από την Ασφάλεια και μετά να δούμε τι θα κάνουμε. Λοιπόν με πάει επάνω στο σπίτι. Πάω στο σπίτι λέω μωρέ πρέπει να πάω επάνω. Μου λέει θα κάτσεις εδώ απόψε και θα φύγεις αύριο. Κάθομαι εκεί πάνω και μου λέει γιατί δεν με βάζεις μάρτυρα; Να σου εξηγήσω μου λέει τι είναι το θέμα για να ξέρεις.

Ο Παρίσης είναι εκείνος που σκότωσε τον Τζιγάντες. Τον σκότωσε, τον παρέδωσε στους Ιταλούς του Τζιγάντες. Ήταν ο Παρίσης ο διοικητής της Ασφαλείας. Μου λέει εγώ, τότε η Παρίσενα, ήταν μια καμπαρετζού η γυναίκα αυτού του Παρίση, μια καμπαρετζού σε Ιταλικά καμπαρέ την οποία χρησιμοποίησαν όταν οι Εγγλέζοι κατήγγειλαν τον Τζιγάντες γιατί, αυτά τώρα είναι γραμμένα, θα στα δώσω να τα διαβάσεις. Και πρέπει να τον καταγγείλουμε στους Ιταλούς. Πήγε λοιπόν για να τον καταγγείλουν, να τον σκοτώσουν. Πρόσεξε. Τον ειδοποίησαν τον Τζιγάντες να σταματήσει την κίνηση που έκανε εδώ, ο Τζιγάντες δεν σταματούσε και θα πάνε να τον σκοτώσουν.

Πάει λοιπόν η Παρίσενα και τον καταδίδει η καμπαρετζού στους Ιταλούς. Θα πήγαινε ο Παρίσης να τον πάρει. Γιατί κοίταξε ο Τζιγάντες βρισκόταν εδώ με δυο βαλίτσες, τρεις, τριάντα τρεις και τριάντα τρεις χιλιάδες χρυσές λίρες είχε έρθει εδώ από την Μέση Ανατολή.

Θα πάω στην Τασία την Χάλαρη την φιλενάδα της αυτηνής που είναι στα Μελίσσια. Στα Μελίσσια επάνω ήταν ο αδελφός της, ξάδελφός της Τασίας, ο Θοδωρής ο Χάλας έχει πεθάνει τώρα. Παντρεμένος εκεί μια νοσοκόμα που ήταν στου Παπαδημητρίου και εγώ έπρεπε να πάω εκεί. Αλλά για να πάω εκεί έπρεπε να κάνω δυο στάσεις. Δεν πηγαίνει μονοκόμματα, πώς να στο πω; Και δεν ήθελα να πάει να ξέρουνε, να μπερδέψω πήγαινα. Ανεβαίνω επάνω και πηγαίνω σε αυτό. Είχα, ειδοποίησα την Τασία με το τηλέφωνο από την άλλη την Αρτεμισία ότι θα πήγαινα επάνω οπότε πηγαίνω που λες επάνω στα Μελίσσια. Στα Μελίσσια που πήγα ο Θόδωρος ήταν στον ΟΤΕ, δούλευε στον ΟΤΕ και είχε, ήταν ιδιαίτερα αποσπασμένος στα τηλέφωνα του Καραμανλή του Υπουργού Δημοσίων Έργων. Πάω επάνω τι θα κάνω τώρα; Έχουν βρει ένα σπίτι εκεί πάνω. Έχει βρει η Τασία ένα σπίτι που νοικιάζεται. Πάω λοιπόν εκεί πάνω στο σπίτι, λέμε τώρα η Γιούλη ήταν η κόρη του Τσουμπού. Λοιπόν ο Τσουμπός πέθανε. Φίλος στενός και τα λοιπά.

Τον ΟΤΕ τώρα ο Θόδωρος ο Χάλας είναι στον ΟΤΕ. Είναι κοντά στου Καραμανλή το τηλέφωνο. Μένω, έχω νοικιάσει ένα σπιτάκι που πηγαίνουν εκεί πάνω άρρωστοι φυματικοί για τέτοια πράγματα. Και μάλιστα και βαριά αρρώστια. Εγώ είχα το νεφρό τότε. Μου είχαν σπάσει το νεφρό στο ξύλο και είχα κάνει μια πέτρα τόση. Την έβγαλα μετά στην φυλακή όταν θα πάω πάλι, θα με πάνε για να την βγάλω. Πονούσα, είχα πόνους. Και είχα πείσει τον κόσμο, την γειτονιά εκεί ότι εγώ είμαι άρρωστος. Μένω λοιπόν εκεί πάνω. Πήγαινα το βράδυ στον Θόδωρο, πήγαινα από εδώ, από εκεί με εκείνον κανόνισα, βρήκα τα παιδιά εγώ τους δικούς μου, δυο του Γαβριηλίδη, τον Μαντέο, τους αυτούς. Συνδέθηκα ξανά και δεν είχα και λεφτά, δεν είχα και τίποτα. Είχα και αυτό τον μπελά.

Εδώ θα σου πω το πώς με πιάσανε. Απλά θα σου κάνω αυτό. Λοιπόν πως με πιάνουν τώρα; Ο Δουκάκης μένει, δεν έχει που να πάει. Περιφερόταν και πήγε στο σπίτι του Ηλιού. Εκεί να καταλάβεις. Δεν είχε που να πάει. Μου παραγγέλνει λοιπόν ότι δεν έχω που να πάω. Βρίσκω μια κοπέλα που ήξερα, την παίρνω τηλέφωνο και της λέω θα πάρεις ένα φίλο μου πάνω στο σπίτι. Γιατί δεν έρχεσαι εσύ μου λέει; Άσε με εμένα της λέω. Του λέω πήγαινε εκεί πάνω θα σε πάρει να σε ταχτοποιήσει σε κάποιο σπίτι δικό της. Ήξερα ότι έχει σπίτια και ήταν δεξιά τα σπίτια αυτά. Δεν τα καταφέρνει. Πήγε, φοβήθηκε τι έκανε, φεύγει από πάνω από το Μελίσσι και πηγαίνει κάτω και μου γυρνάει κατά είναι τέσσερις του Δεκέμβρη, κατά τις μία ώρα. Γυρνάει, εκεί που πήγε τον πήραν μαζί και έρχονται επάνω. Αυτό είναι το δραματικό στοιχείο. Μάλιστα είχαμε πάρει ένα αδιάβροχο που θα κατέβαινε γιατί έβρεχε, ένα αδιάβροχο να κατέβει κάτω και του λέω τι έγινε ρε Βασίλη; Δεν την βρήκα μου λέει. Δεν μπορεί του λέω. Ήρθε, δεν ήρθε; Δεν είναι δυνατόν να μην έρθει. Μου λέει κάπου μπερδεύτηκα, κάπου έκανα, κάπου τα έκανα. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έκανε εκεί ο Βασίλης. Τελικά δεν την βρήκε. Ανεβαίνοντας επάνω, εκεί που πήγε όμως πήγε στο σπίτι του Ηλιού πάλι. Αυτό είναι το κακό. Από το σπίτι του Ηλιού τον παίρνουν από πίσω και έρχονται επάνω μαζί. Έρχεται με το μπάσιμο μέσα στο σπίτι, ένα σπίτι μοναχικό.

Εγώ μάλιστα τότε είχα φτιάξει, μια γραφομηχανή και έβγαζα προκηρύξεις για τους, είχαν κρεμάσει τον Δημητρίου και τον Καραολή στην Κύπρο και είχα βγάλει προκηρύξεις για αυτά τα πράγματα. Πρέπει να ξέρεις ότι εκεί επάνω που έκατσα έκανα επαφή με τον κόσμο, έβγαλα Πρόεδρο Δημοτικού Συμβουλίου, έβγαλα αυτά και κάναμε αυτή την ιστορία.

Ο Βασίλης έρχεται από εκεί πάνω και πάει να δώσει το αδιάβροχο που είχαμε πάρει στο διπλανό σπίτι, είχε γυρίσει ο γιος της οικογένειας που πήγαινε στο Λύκειο ακόμα τότε στο Γυμνάσιο-Λύκειο, πάω να το δώσω μου λέει το αυτό. Πήγαινε του λέω. Φεύγει ο Βασίλης ακούω ένα σκυλάκι σε ένα δίπλα σπίτι που το ήξερα και γάβγιζε δαιμονισμένα. Λέω τι γίνεται τώρα; Πετάγομαι έξω, λάμπα είχα δεν είχα αυτό, σβήνω το φως και βγαίνω έξω, είμαι με πιτζάμες. Που έμοιαζε με τον ασβέστη που ήταν ασβεστωμένο το σπιτάκι, είναι ένα σπιτάκι, ένα δωμάτιο ήταν ουσιαστικά, εξοχικό, τίποτα άλλο. Βγαίνοντας έξω κάθομαι έτσι δίπλα στον τοίχο. Σε ένα άστραμμα βλέπω λοιπόν μπροστά μου πέντε χωροφύλακες με τα πιστόλια στα χέρια. Απόσταση είκοσι με είκοσι πέντε μέτρα. Το σπιτάκι ήταν κτισμένο πάνω σε ένα νταμάρι στην κορυφή του νταμαριού που έπεφτε απότομα μέσα από πίσω. Εγώ το ήξερα αυτό και ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα κανονικά, εγώ πήδαγα κάτω στο νταμάρι και χωνόμουν από κάτω για να βγω από εκεί. Εάν με στριμώξουν είχα κανονίσει πως θα φύγω. Λοιπόν δεν με είδαν με το άστραμμα. Αλλά φτάνουν στην πόρτα, εκεί που υποτίθεται ότι ήταν η πόρτα και ήταν δεμένη με σύρμα. Την είχα δέσει εγώ την πόρτα που είχαμε για να μην φαίνεται. Και παλεύανε να λύσουν το σύρμα.

Με το έτσι πηδάω εγώ, με βλέπουν, μου πετάνε, μου είπαν ότι ήταν χειροβομβίδα, δεν ξέρω τι είναι, άλλο τίποτα δεν μπορούσαν να με ψάξουν γιατί μου ρίξανε δέκα σφαίρες, δεν είναι δυνατόν. Ότι πέταξαν χειροβομβίδα αλλά δεν τράβηξαν την ασφάλειά της. Και τους έλεγα μετά όταν μου τα λέγανε στο τμήμα που με πήγανε. Τους είπα ρε κερατούκληδες εάν έσκαγε εσείς θα σκοτωνόσαστε. Εγώ ήμουν ένα μέτρο από κάτω από την επιφάνεια. Εσάς θα σας θέριζε εδώ. Γιατί είσαστε επάνω. Πηδάω εγώ να τους φύγω. Τρέχουν αυτοί από πάνω, μπήκαν μέσα, ανοίξανε, τα κόψανε τα σύρματα και μπήκαν μέσα. Και άρχισαν να τρέχουν. Είναι είκοσι μέτρα μήκος το οικόπεδο. Φτάνοντας επάνω εγώ είχαν ανοίξει ένα δρόμο που περνούσε από το νταμάρι, περνούσε δίπλα και έβγαινε στην από εκεί μπάντα και πήγαινε στο σπίτι που είχε πάει ο Βασίλης ο Δουκάκης.

Και δίπλα ήταν το αμπέλι τους ένα μεγάλο αμπέλι, τέσσερα, πέντε στρέμματα αμπέλι δηλαδή είχαν εκεί πάνω και βγαίνω τώρα πούθε να πάω. Για να πάω προς τα κάτω, προς το χωριό δεν πήγαινα γιατί αυτοί έρχονταν από κάτω, δεν θα πήγαινα. Φτάνοντας εκεί στα σύρματα μου ρίχνουν δέκα σφαίρες και μου φέρανε μάλιστα τους κάλυκες την άλλη ημέρα, όταν με πιάσανε δηλαδή για να.. Λοιπόν με παίρνει μία στο γόνατο. Έχω φάει μία πάνω στο γόνατο. Ξεμάτωσα αλλά δεν το κατάλαβα ότι με χτύπησε, ότι είχα φάει σφαίρα. Σε μια στιγμή άρχισε το πόδι μου, δεν με κράταγε και πέφτω κάτω. Και νόμισα ήταν μάλιστα αμπέλι σκαμμένο και τα λοιπά, και νόμισα ότι κάτι έπαθα μέσα εκεί, ότι βούλιαξα μέσα στην αυτή. Σηκώνομαι επάνω, αυτοί δεν έρχονται κοντά μου, με βλέπουν ότι φεύγω και πάω προς την ράχη. Ήταν ένα εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ερημιά δηλαδή. Είναι βουνό.

Είμαι προς την Πεντέλη τώρα, προς την Νέα Πεντέλη. Οι άλλοι πάνε από εκεί στο άλλο σπίτι, ο Βασίλης με τον νεαρό είχαν βάλει διαπασών ραδιόφωνο και κάτι κουβεντιάζανε. Δεν πήρανε χαμπάρι τίποτα, δέκα σφαίρες πέσανε και δεν άκουσαν τίποτα. Και φεύγει λοιπόν πάει από εκεί πάνω και θα πιάσουν τον Βασίλη τον Δουκάκη. Εγώ φεύγω, δεν με πιάνουν και ανεβαίνω επάνω στον Αι Ηλιά, τρέχοντας φορούσα παπούτσια Ελβιέλα. Σου είπα φορούσα πυτζάμες την ώρα που με κυνηγήσανε. Φορούσα κάτι παπούτσια Ελβιέλα και μου φεύγει το ένα το παπούτσι και είμαι με ένα παπούτσι και το άλλο πόδι γυμνό και είμαι πάνω στις πέτρες και στα κοτρόνια, αγκάθια, πέτρες, κοτρόνια. Και τρέχει το αίμα, να τρέχει το αίμα, να έχω ξεματώσει. Κατεβαίνω πάλι και πάω στον φίλο μου τον ξάδελφό μου τον Θόδωρο τον Χάλα. Πηγαίνω όμως από, το μέρος το ήξερα πια. Λοιπόν αυτοί πιάνουν τον Βασίλη τον Δουκάκη, πιάνουν και τον σπιτονοικοκύρη που είχα από εκεί, τον πιάνουν και αυτόν και τους οδηγούν προς τα κάτω.

Ήταν ένας δρόμος, ήταν μάντρα από εδώ και από εκεί περάσανε μέσα στον δρόμο. Εγώ ήμουν πίσω από την μάντρα τους ακούω που συζητάνε. Τι θες ρε; Που είσαι του λέγανε του Ιωσήφ, ένα παιδί ήταν εκεί πέρα, πως το λένε Πόντιος, και τα είχε χάσει, δεν καταλάβαινε ο άνθρωπος, δεν ήξερε ο άνθρωπος, ήξερε ότι ήμουν άρρωστος. Τους αφήνω περνάνε και μετά πάω κάτω. Μπαίνω στον Θόδωρο, τα χάνουν και αυτοί. Τι έγινε; Του λέω με μπλοκάρανε και δεν ξέρω τι έγινε, δεν μπορώ να κάτσω εδώ, θα πρέπει να φύγω πάλι. Δεν έχω παπούτσια, δεν έχω τίποτα, που να πάω. Που να πάω με τις πιτζάμες;

Είχαν ένα κοτέτσι που βγάζανε κότες και κάτι τέτοια πράγματα, κάτι κουνέλια, και τα λοιπά, ήταν έρημο τώρα. Δεν είχε τίποτα μέσα. Του λέω Θόδωρε πήγαινε να μου φέρεις ρούχα, παπούτσια γιατί ο Θόδωρος ήταν τόσος. Δεν μου έκανε ούτε ρούχο του ούτε παπούτσι του ούτε τίποτα. Του είπα λοιπόν ειδοποίησε την Τασία να μου πάρει ρούχα, τους έστειλα πήγανε, πήρανε και θα μου τα φέρουν την άλλη ημέρα το πρωί. Έμεινα εκεί πάνω. Δεν ήρθε κανένας. Όμως αυτοί εντοπίσανε ότι εγώ είμαι εκεί μέσα.

Να βρέχει κατακλυσμιαία, εγώ να είμαι μέσα στο κοτέτσι και να είναι απέναντί μου στα τριάντα μέτρα ο χωροφύλακας σκοπός και να λέει τι του χρωστάω του πούστη γαμώτο εδώ μέσα και με τρώει τώρα το αυτό εμένα να κάθομαι. Ακούω όλη αυτή την συζήτηση από πάνω περνούσε ο δρόμος. Από εκεί κάνανε έρευνες σε σπίτια, εγώ μέσα στο κοτέτσι τώρα. Εδώ είναι το παράξενο. Και την άλλη ημέρα το πρωί και φέρνει η Τασία τα ρούχα επάνω. Το ωραίο είναι ότι μου φέρνει παντελόνι και ήταν πιο χοντρός εκείνο που την έστειλα από μένα. Και δεν έχω ζωστήρα. Έτσι πιάνομαι εγώ γιατί δεν έχω ζωστήρα. Κατάλαβες αυτό; Μένω όλη την ημέρα, κατέβηκα κάποια στιγμή κάτω με το νύχτωμα και λέω να φύγω. Τι έπρεπε να κάνουμε τώρα για να φύγω; Με κοιτάζει η γυναίκα του αλλουνού, νοσοκόμα ήταν του Θόδωρου, ρε μου λέει; Της λέω χτύπησα. Τι χτύπησες; Σφαίρα είναι. Τότε κατάλαβα ότι είχα φάει την σφαίρα. Είχα ξεματώσει, με έδεσε πραγματικά με έδεσε με όλα αυτά τα πράγματα και την άλλη ημέρα το πρωί πάω να φύγω. Πούθε να πάω; Δεν μπορούσα να πατήσω τίποτα. Δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι. Δεν το κούναγα καθόλου. Ήταν, είχε ξεματώσει, είχε γίνει τόσο.

Μου λέει ο Θόδωρος κοίταξε είναι ένα σπίτι εδώ, μου έχουν αφήσει τα κλειδιά πήγαινε να μπεις μέσα να κάτσεις εκεί μέσα. Δεν έμενε επάνω, είχε φύγει. Ήταν χειμώνας, Δεκέμβρης και είχε φύγει. Λοιπόν ξεκινάω να πάω. Η ξαδέλφη μου η Τασία μπροστά, εγώ κάνω λοξά, έχω το κλειδί στην πόρτα. Με το κρ που βάζω το κλειδί στην πόρτα και κάνει κρ ακούω Γρηγορείτε, γρηγορείτε! Είχαν ζώσει το μέρος και δίνανε το σύνθημα μεταξύ τους για να συνεννοηθούν. Με το γρηγορείτε λέω με πιάσανε. Και πάω προς τα κάτω. Και λέω που να πάω; Παίρνω την Τασία, κοντούλα και αυτή σου λέω, μπαστούνι την είχα κάνει την κακομοίρα και κατέβηκα, κατεβαίνω κάτω στον δρόμο που πηγαίνει για το Μαρούσι. Φτάνουμε μέχρι κάτω με τα πόδια. Να μην μπορώ να περπατήσω, να πονάω.

Φτάσαμε σε ένα σημείο έπρεπε να περάσω από την στροφή του Μαρουσιού. Λέω έχουν κάνει έρευνα τώρα σε όλη την περιοχή. Μαθαίνω, είχα στείλει τον Θόδωρο κάτω, κατέβηκε δυο φορές κάτω μου λέει κάνουν έρευνα παντού. Να περάσω με τα πόδια. Έχει στην στροφή; Όχι. Μου λέει δεν έχει. Η στροφή δεν έχει. Να βγω πέρα από την στροφή και να πάρω το ταξί, είχα ειδοποιήσει ταξί να έρθει δηλαδή, να βγω πέρα από την στροφή και να το πάρω για να μην με…

Λοιπόν όπως καθόμαστε εκεί χάμω και έχω την Τασία κοντά μου την ξαδέλφη μου της λέω τώρα, μου λέει δεν πρέπει να είναι τίποτα. Πέρασα και εγώ βρε Περικλή, δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Δυο χωροφύλακες τους είχαν στείλει από το Μαρούσι να πάνε να φυλάξουν νυχτερινή σκοπιά και είχαμε βροχή και κακό και την αράξανε από εκεί χάμω και καθόντουσαν στην άκρη του δρόμου. Πάω να περάσω πέρα μου λέτε αλτ. Δεν μπορώ να περπατήσω, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ποιος είσαι; Του είπα ένα όνομα εκεί, κολοκύθια δηλαδή, του λέω πάω πιο πάνω. Πάμε στο σπίτι του λέω να σε πάω να δεις ποιος είμαι. Όχι εγώ βρήκα την ευκαιρία να μην πάω στην σκοπιά. Σε πάω πάνω στο Μαρούσι.

Δεν το πιστεύω!

Αυτό που δεν το πιστεύεις. Με πάει επάνω στο Μαρούσι που λες. Πρόσεξε να δεις τώρα. Εδώ να δεις να γελάσεις. Εδώ να δεις την συνέχεια της.. Μου λέει, μπαίνω μέσα. Που ήσουν ρε; Έρχεται ένας ανθυπομοίραρχος.

Βγήκα έξω μωρέ, άρρωστος είμαι. Βγήκα έξω, του λέω αυτού. Εντάξει εγώ δεν έχω την ταυτότητά μου. Η κοπέλα έχει. Γιατί τι την θες; Ναι να φύγει αυτή και την διώχνει την κοπέλα. Φεύγει η κοπέλα, εγώ λέω τώρα κάτσε να κάνω τον αυτό, να φύγει, να απομακρυνθεί, να μην είναι εδώ πάνω. αι φώναζε και η Τασία όχι θα έρθω κοντά. Μωρέ καλά έκανε και το έλεγε αλλά λοιπόν… Όταν φτάνω επάνω μου λέει ο Ανθυπομοίραρχος πως ήσουν έξω; Του λέω εκεί χάμω βγήκα έξω και με πιάσανε, τι να κάνω του λέω; Δεν πήρα μαζί μου τίποτα. Βγήκα από το σπίτι, εκατό μέτρα πέρα από το σπίτι είμαι. Λοιπόν αρχίζει να ρωτάει ποιος είσαι, με κοιτάζανε, είχαν τους δραπέτες όλους μπροστά. Το θέμα όμως, εμένα με έχουν, θα το δεις μέσα εκεί που σου έδωσα, με έχουν… Eγώ δεν έχω λαιμό. Το βλέπεις έχω κοντό λαιμό. Με έχουν φωτογραφήσει από κάτω για να με παρουσιάσουν τερατόμορφο που λέμε, με φωτογραφίζουν από κάτω και βγάζω λαιμό. Έχω βγάλει ένα λαιμό τόσο. Και δεν ταιριάζει τώρα η αυτή. Μου λέγανε ότι είμαι ο Βελής.

Ποιος είναι αυτός ο Βελής τους έκανα εγώ; Τους κρατάω περί την μία ώρα και. Να ψάχνουν, να .. Μου λέει σε μια στιγμή φύγε. Βγαίνω έξω στην πόρτα ήταν ένας Ανθυπασπιστής από τους Καραβανάδες τους παλιούς. Μόλις με βλέπει έτσι βλέπει ότι παντελόνι έπαιζε, δεν κρατιόταν στην μέση. Που είναι η ζωστήρα σου μου λέει; Οπότε φωνάζει, Ταγματάρχης ήταν μέσα. Κύριε Ταγματάρχα μου τον αφήνετε εμένα; Και με γυρνάει πίσω αυτός. Βρε ποιος είσαι; Βρε ποιος είσαι; Δεν τους έλεγα. Λοιπόν πάω, ειδοποιούν αυτοί τώρα γιατί πιάσανε τον Δουκάκη, ξέρανε ότι είμαι εγώ πια εκεί πάνω. Και φωνάζουν ένα συμμαθητή μου που ήταν στην Ασφάλεια από το Γυμνάσιο το δικό μου, ένας Μαλής και όπως ήμουν και μίλαγα εγώ μπροστά με τους αυτούς και που και πως ήσουν και που μένεις και πως είναι το σπίτι; Στείλανε στο σπίτι για να καταλάβεις που τους είπα και δεν βρήκαν τίποτα.

Τους λέω δεν βρήκατε εσείς. Εγώ θα σας πω; Θα σας πάω εγώ να δείτε. Εγώ περίμενα να φύγει η κοπέλα. Λοιπόν έρχεται ο Μαλής και με φωνάζει και γυρνάω πίσω. Αυτός είναι ο Μαλής. Με το αυτός είναι με πιάνουν, με δένουν και τα λοιπά. Αυτό αρχίζει τώρα το καινούργιο βάσανο για τον εξής λόγο. Γιατί και τον Βασίλη που είχαν πιάσει τα μπέρδεψε κάπου, τον Δουκάκη, μου τα μπέρδεψε κάπου. Εγώ έλεγα ότι δεν ξέρω κανένα, ότι δεν έχω καμία δουλειά, δεν έχω τίποτα εκεί πάνω. Τον Βασίλη τον πιάσανε στο σπίτι το άλλο όμως. Και το άλλο το σπίτι ξέρανε ότι είχαμε σχέσεις. Το ήξερε όλη η γειτονιά γιατί τους πιάσανε. Πιάσανε τέσσερις από την γειτονιά μαζί με τον Βασίλη. Και αρχίζει η άλλη ιστορία τώρα. Η ανάκριση, θα πάμε για δικαστήριο. Τώρα τι θες από αυτό τώρα; Σε ενδιαφέρει;

Τι έγινε στο δικαστήριο ένα χρόνο μετά;

Δεν είναι ένα χρόνο. Μόλις δυο μήνες. Όχι το δικαστήριο την μεγάλη, την μεγάλη, είναι άλλο πράγμα. Θα σου δώσω ένα τόμο για την μεγάλη..

Όχι το 60. Δεν λέω για αυτή. Την προηγούμενη, για την απόδραση.

Κοίταξε να δεις. Με πιάνουν εκεί, με κρατήσανε τρεις, τέσσερις ημέρες, δεν μου έδιναν ούτε νερό να πιω, ούτε τίποτα. Το θέμα είναι ότι εγώ σε αυτούς δεν τους έδωσα ούτε μία κουβέντα. Εδώ είναι ο Δουκάκης, είναι εδώ εκείνος, είναι εκεί εκείνος, είναι ο Γιοβάνης, είναι εδώ, Γιοβάνογλου λεγόταν, οι Γιοβαναίοι σε ξέρουν και τα λοιπά. Μωρέ τι μου το λες εμένα; Ήταν ένας Υπομοίραρχος. Τι μου το λες; Του λέω τι μου το λες; Εγώ ψέματα θα σου πω, τι θα σου πω; Τι κάθεσαι τώρα; Τι ψάχνεις από μένα; Δεν πρόκειται να σου πω. Έτσι μου αρέσει. Κάνε ότι θέλεις.

Μετά από τρεις ημέρες πια με παραπέμπουν για δραπέτευση τώρα και για αυτά. Με παραπέμπουν κάτω. Μας έχουν, μας πάνε κάτω στην σήμανση την κεντρική. Εντάξει, δεν κάμανε, δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο εδώ. Το θέμα είναι ότι…

Πότε πάτε στην δίκη;

Θα πάμε τον Φλεβάρη. Εδώ είναι Δεκέμβρης, Φλεβάρη πάω στην δίκη.

Πόσοι;

Τέσσερις. Ο Δουκάκης, ο Μυριανθόπουλος, ο Παπούλιας και εγώ. Τέσσερις. Πάμε εκεί πάνω εκεί είναι που έχει σχέση με αυτό. Θα σου πω και τα υπόλοιπα που είναι αυτά. Η Καίτη έρχεται εκεί πάνω, με γνώρισε, με είδε. Μου λέει ο Παπούλιας μην λέμε τίποτα, άφησε. Εντάξει του λέω. Μένουμε εκεί.

Ερχόταν όλη την ημέρα γύρω, γύρω σου είπα. Ερχόταν γύρω, γύρω να της μιλήσουμε. Δεν της μίλησα. Το βράδυ λοιπόν αρχίζει η δίκη. Ρωτάει ο Πρόεδρος τον Επιθεωρητή των φυλακών. Τι έχει, τι έκανε, τι ζημιά έκανε. Του λέει ο Δαμασκηνός πάμε να ρίξουμε δυο τσουβάλια τσιμέντο και θα είναι πιο ασφαλές το σημείο και σε μια στιγμή θα φωνάξουν και την Καίτη. Της λένε τι ξέρεις; Δεν ξέρω τίποτα. Δραπετεύσανε, εμένα ρωτάς του λέει; Εσύ τους έχεις κρατούμενους. Για να τους έχεις εδώ τους έχεις γιατί σου δραπετεύσανε.

Εκεί καθόμαστε με την Καίτη. Την ρωτάνε την Καίτη, να σας πω τώρα την αυτή. Όταν τους είδες τι έκανες; Πήγα μέσα, είδα τον πατέρα μου και μου λέει πήγαινε να ειδοποιήσεις την αυτή. Πήγα λέει απέναντι, ήταν η σκοπιά. Πάω στην σκοπιά λέει και φωνάζω τον χωροφύλακα και του λέω τι φυλάς εκεί, σου φύγανε. Πάψε μωρή που μου φύγανε λέει. Εγώ τι κάνω εδώ; Και επειδή επέμενε της γυρίζει το όπλο και της λέει θα στην ανάψω εσένα. Λοιπόν και φεύγει και πάει γύρω, γύρω μπροστά στην πόρτα της φυλακής. Και το λέει το πρωί. Μόλις ακούει ο Μπραϊμης έτσι βουτάει να τους βάλει μέσα. Λοιπόν τότε εδώ είναι ο Αλεπάκος που λες. Ο Αλεπάκος λοιπόν όταν τον πηγαίνουν σπρώχνοντας τον ανήφορο, του φωνάζουν. Τι έγινε ρε Αλεπάκο; Από τις άλλες ακτίνες που ακούγανε την φασαρία. Και λέει Δικτατορία λέει ο Αλεπάκος. Θα δεις. Ήταν ο Καραμανλής, ο Παπάγος πέθανε, πέθανε μετά από πέντε έξη ημέρες ο Παπάγος και ανέβηκε ο Καραμανλής.

Πείτε μου για την κ. Καίτη που την κρατάει ο Δικαστής.

Ποιο θέλεις; Η Καίτη λέει, δεν είδες κανέναν; Λέει είδα κύριε Πρόεδρε, είδα πρώτα τους τρεις, τέσσερις, δεν είδα και καλά του λέει και μετά ερχόταν ένας τελευταίος τον είδα λέει, εντάξει. Αλλά τέτοια λαχτάρα που είχα δεν καταλαβαίνω τίποτα του λέει. Που να συζητήσω. Εγώ είχα πάθει τέτοια ταραχή που δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου του λέει. Και όταν θα σηκωθεί να φύγει η Καίτη θα σου εξηγήσω και τι άλλα είπε εκεί πέρα. Ότι πήγε κάτω, πήγε στον αυτόν, αυτό έγινε… Και μετά με χαιρετάει όταν φεύγει..

Όταν λοιπόν την ρώταγε, την βασάνιζε κάμποση ώρα να την ρωτάει. Μα δεν είδες κανένα; Για κοίταξε καλά, για κοίταξε από εδώ, όχι δεν γνωρίζω κανένα, δεν βλέπω κανένα. Δεν έβλεπα τίποτα. Και μετά περνάει δίπλα μας, καληνύχτα παιδιά, χαμογελώντας. Οπότε σπάει το δικαστήριο όλο, οι δικαστές που δικάζανε, πέσανε στα γέλια κάτω. Λοιπόν φεύγει. Τώρα μας δικάσανε εφτά χρόνια για αυτό και εγώ δεν βγαίνω. Όταν βγήκαν οι άλλοι το εξήντα δεν βγήκα. Έμεινα μέσα. Έχω οχτώ μήνες υπόλοιπο ακόμα.

Την υπόθεση την πρώτη δεν απαλλαχτήκαμε. Αθωωθήκαμε. Ότι δεν έγινε η πράξη κατασκοπείας καθόλου. Κατά συνέπεια αθωωθήκαμε. Εγώ όμως είχα δικαστεί για τις προκηρύξεις που έβγαζα για του Κύπριους και για την δραπέτευση είχα δικαστεί εφτά χρόνια. Εφτά χρόνια. Εν τω μεταξύ θα είχα τα χρόνια μέσα αλλά δεν πιανόταν ο πρώτος χρόνος. Οι οχτώ μήνες, εννιά οι πρώτοι δεν πιανόντουσαν, πιαστήκανε από τον καιρό που έγινε η δραπέτευση και μετά. Και έτσι έμεινα οχτώ μήνες μετά, έμεινα μέσα. Λοιπόν τώρα να σου πω ένα τώρα που σε ενδιαφέρει. Πήγε μέσα ο Μπραϊμ.

Πώς είναι το συναίσθημα ενός ανθρώπου που βρίσκεται φυλακισμένος και ξαφνικά μέσα από μια σήραγγα βγαίνει ελεύθερος.

Τίποτα. Δεν υπάρχει συναίσθημα εκείνη την ώρα. Εκεί πρέπει να καταλάβεις ότι η αγωνία που έχεις που πας να φύγεις, που ξέρεις ότι πας, δραπετεύεις, η αγωνία είναι τέτοια που δεν υπάρχει συναίσθημα τίποτα. Αυτό το μετρήσαμε ούτε όταν έφυγα με το αυτοκίνητο ούτε όταν πήγα στο… αλλά όταν κατέληξα κάπου. Όταν άρχισα να σκέφτομαι. Δηλαδή εκείνη την ώρα δεν σκέφτεσαι τίποτα. Ήταν να φύγω. Να φύγω. Σου είπα πόσα πέφτουν επάνω. Το ένα πάνω στο άλλο πέσανε πολλά.

Λοιπόν τι κάνουμε; Εκείνη την ώρα σκέφτεσαι τι κάνεις αυτή την στιγμή. Συναίσθημα δεν υπάρχει. μετά το σκέφτεσαι και μάλιστα όταν με είχανε στο κρατητήριο στο Μαρούσι, στο κρατητήριο μου ρίξανε νερό μέσα. Για πλάκα τούτο εδώ. Με πάνε στο Μαρούσι στο κρατητήριο και εγώ ήμουν ψόφιος, λιώμα γινωμένος, κατάλαβες; Και ενώ με κλειδώνουν μέσα για μια στιγμή ότι θα ξανά γυρνάγανε, εγώ το παίρνω και ροχάλιζα.

Ροχάλιζα. Οπότε έρχονται εσύ, ξύπνησα λιγάκι, πάλι πήγα να τον πάρω. Βρε θα μας μουρλάνει αυτός εδώ μέσα. Όχι εμείς αυτόν. Και έρχονται μέσα και μου δίνουν κάτι κλωτσιές και το πόδι μου ήταν σπασμένο. Το πόδι μου τώρα. Την νύχτα τους φωνάζω το πόδι μου είναι σπασμένο, θα την πληρώσετε και εσείς αυτό το πράγμα. Λοιπόν φέρανε γιατρό της αστυνομίας, να με αλλάξει και τι να σου κάνω λέει; Τι να μου κάνεις του λέω; Σπασμένο δεν είναι το πόδι; Κάτι πρέπει να βάλεις επάνω. Δεν έδωσε σημασία καθόλου. Κοίταξε να δει μήπως ήταν επικίνδυνο να μείνω στα χέρια τους, είδαν ότι δεν ήταν επικίνδυνο, με διώξανε. Έφυγε και ο γιατρός.

Πώς κανονίστηκαν οι πεντάδες;

Να σου πω ρε παιδί μου. Το βράδυ, τις τελευταίες ημέρες, όταν φτάσανε, αυτά στα έχουν πει οι άλλοι… Για το σκάψιμο, όταν σκάβανε φτάσαμε σε ένα σημείο που πέσανε επάνω σε αυτό που λέω… Περίμενε, θα σου πω τώρα. Περίμενε. Κανονίσανε, όχι εμείς, εγώ δηλαδή δεν είμαι μέσα σε εκείνους που κανονίζουν, πως θα τους χωρίσουν. Πρώτα, πρώτα μας έστειλαν λίγα λεφτά. Μας έδωσαν από πεντακόσιες δραχμές του καθενός. Τώρα τα λεφτά τα έχει πει η Λιναρδάτου, τα έχει γράψει και αυτή σε ένα περιοδικό τα είχε.

Τα έστειλε η Γιούλη τελικά και χωρίς την έγκριση του κόμματος. Λοιπόν παίρνουμε από ένα πεντακοσάρικο. Το πεντακοσάρικο του καθενός από μας που έδωσαν το πήρε ο Δουκάκης από μένα και μαζί πάμε Περικλή. Η τρίτη ή η τέταρτη ομάδα είμαστε, πεντάδα που θα φεύγαμε. Πρώτος είναι ο Κιουρτσής που βγήκε έξω που πήγε να πιάσει τον αυτόν, οι ομάδες λοιπόν τις χώρισαν αυτοί και τις χώρισαν με βάση ποιον ξέρεις, τι ξέρεις. Γιατί κάπου έπρεπε να συνδεθείς μετά. Πήρανε όλα αυτά τα δεδομένα. Ήξεραν ότι εγώ με τον Δουκάκη μέναμε μαζί. Το κατάλαβες; Λοιπόν θα πάτε μαζί. Εντάξει. δεν είχα καμία αντίρρηση. Ούτε είχε αντίρρηση κανένας. Ο καθένας είχα κανονίσει ποιος θα συναντηθεί και που.

Πότε γίνανε αυτά, αυτή η συνομιλία, αυτός ο κανονισμός, πότε έγινε;

Την παραμονή που θα φεύγαμε. Την παραμονή που φεύγαμε, αυτό είναι το θέμα. Το συζητούσαν μεταξύ τους ο Τσεφρώνης, Καράς, Τσακίρης και τα λοιπά, τα συζητούσαν μεταξύ τους. Αλλά δεν μας έλεγαν τίποτα. Ξέραμε ότι θα φύγουμε δυο τρεις ημέρες γρηγορότερα, κάτι γίνεται, ετοιμαστείτε, κάτι αυτά. Έτσι χωρίς να σου ονοματίζουν. Και μας ονομάτισαν το πρωί που σηκωθήκαμε, πήγαμε κάναμε μπάνιο, κάναμε αυτά και τα λοιπά και φεύγουμε.

Θέλω να μου πείτε για τα ρούχα, πώς ετοιμαζόσαστε;

Κοίταξε. Όταν μας είπαν ότι θα φύγουμε είχαν σκεφτεί τι θα κάνουν. Ότι θα περάσουν μέσα από ένα τούνελ, θα πέρναγες από χώματα, από τέτοια πράγματα. Λοιπόν για να βγεις έξω, για να βγεις με χώματα και τα λοιπά δεν μπορούσες να βγεις. Έθεσαν λοιπόν ένα ζήτημα. Θα βάλουμε τις πιτζάμες από πάνω, θα φορέσεις ένα κουστούμι, φορούσαμε ότι είχαμε, παντελόνι και μπλουζάκι επάνω ή πουκάμισο επάνω. Από εκεί κρατούσες και ένα σακάκι στα χέρια. Γιατί δεν ξέρεις που… Tο έπαιρνες μαζί σου και σερνόσουν μαζί. Στο κεφάλι έβαζες μια κάλτσα για να μην πέσουν χώματα επάνω. Για να μην βγεις έξω σαν αλευρωμένος ποντικός, πως το λέμε. Για να μην σε γνωρίσουν. Δεν ήταν τίποτα, δεν έγινε καμία ιδιαίτερη προετοιμασία. Απλά φόρεσες επάνω τις πιτζάμες να τις πετάξεις για να μην σου μαζευτούν λερώματα επάνω και εγώ την έπαθα σου λέω. Την έπαθα. Με τούτο εδώ δεν σου λέω τώρα τι είναι.




Τα κείμενα που δημοσιεύονται αποτελούν την ακριβή απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων, χωρίς καμία επεξεργασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.