Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Τίτλος : «Εσύ ποιός είσαι;; Εγώ δεν είμαι» ---Νίκος Καρούζος

Η εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση

Φωτό Αλας εν τω μέσω της διαδρομής

petros kotzabasis street-photography


Αννα Αναγνώστη--Στάικου


Στην εφημερίδα ΡΗΞΗ που κυκλοφορεί σήμερα

ΑΚΛΙΤΟΝ



Ο Φώτης ένας γκρεμισμένος άνθρωπος
Μιλά απλά και κατανοητά.  Καταμετρά την γκρεμίλα σπιθαμή την σπιθαμή και βρίσκει και στην κατρακύλα μικρές κρυμμένες ομορφάδες.
«Σήμερα οι ανθρώποι αλλάξανε, προχτές φώναξα με το όνομά του, κάποιον που τον νόμισα φίλο παλιό και του τράβηξα λίγο το μανίκι - την πλάτη του έβλεπα-
Και άρχισε να φωνάζει και να λέει πως θα φωνάξει την αστυνομία και τέτοια.
Τάχασα, έφυγα τρέχοντας , αυτός ψαχνόταν μην και τον έκλεψα και εγώ αφού απομακρύνθηκα έχωσα το κεφάλι σ ένα τοίχο και με πήραν για τα καλά τα κλάματα

Τά βαλα με τον εαυτό μου. 55χρόνων μαντράχαλος και να κάνει σαν κοπέλι
Τέλος του μήνα πήγα στην τράπεζα να δω τι είχε περισέψει από τις παλιές οικονομίες
Ο ταμίας με ήξερε και επόμενα με κατανοούσε
Εχεις 10 ευρόπουλα
Φέρτα , του λέω και τράβα «μεδέν» στο πηλίκο Αλλωστε μηδεν -μηδέν=μηδέν
Με το θησαυρό 10 ολόκληρων ευρώ στο λόγο μου δεν ήξερα πού να πρωτοξοδέψω

Ξεκίνησα από τον ΟΑΕΔ, όλα αρνητικά, πέρασα από δυό φίλους, άρνηση , άλλωστε μπαίναν μέσα, μικρά μηχανουργεία είχαν, στο τέλος πλησίασα τον δρόμο της Λένας που αγάπησα πιο πολύ από όποιον άλλο άνθρωπο στη γη
Της καθάρισα μια μέρα κάποιου Γενάρη ένα πορτοκάλι -κοιμόταν ακόμη-έφτιαξα σχέδια με τις φλούδες σα να ταν παγωμένη λίμνη αλλά λουσμένη με χρυσαφί, κρέμασα χαρτάκια με όρκους αγάπης κι έφυγα

Επί ένα χρόνο με συντηρούσε το Λενάκι.
Για πάρτη μου έκανε υπερωρίες
Είχε χάσει κιλά και τελευταία ήταν αμίλητη και λυπημένη

Έφυγα Θα επέστρεφα εύρωστος οικονομικά
Θα την έπαιρνα αγκαλιά και θα σχεδιάζαμε ταξίδι στις Άλπεις ή στην Τοσκάνη ή όπου αλλού Μπορεί και στην Σκωτία.  Ένας φίλος είχε περιγράψει με λεπτομέρειες την Σκωτία Την είχα φανταστεί για τα καλά.

Είχαν περάσει 4 ολόκληρα γ@@@@@@ @ χρόνια
Δουλειές του ποδαριού και ίσα που έφτανε για να κρατώ ένα τρύπιο δώμα σε ταράτσα στα Πατήσια.
Τελευταία βγήκα από τα βάσανα. Άρχισα το διάβασμα. Πέρασαν από τα μάτια μου μεγάλες μούρες . Όλοι τους μέσα σε δυστυχήματα και οι συγγραφείς και οι ήρωες. Αυτό είναι, αναφώνησα.  Οι δικοί μου άνθρωποι είναι αυτοί.  Βρήκα γλυκειά παρηγοριά.  Αν ζωντάνευαν θα ήμουν πλήρης και κομπλέ.  Αλλά το μείον ήταν ότι όλοι αυτοί μόνο, μέσα στο μυαλό ήταν ζωντανοί.
Μέσα από όλο αυτό κάτι οι ποιητές κάτι ο Παπαδιαμάντης που με ευχαριστούσε (χωρίς να τον κατανοώ πολλές φορές) κάτι ο Σολωμός και οι πολιορκημένοι ξαναλάτρεψα την πατρίδα απ την αρχή.

Εβλεπα θάλασσα και αναπολούσα
Μέρες του Οκτώβρη.  Πλησιάζε η εθνική γιορτή.  Ο συγχωρεμένος πατέρας μου είχε πολεμήσει στην Αλβανία, στα βουνά, μετά ΕΑΜίτης μάχιμος κατά των Γερμανών.  Γέμιζα περηφάνια γι αυτό το παρελθόν.
Πως μου ΄ρθε αυτό το μήνα και γυάλισα με μπογιά τα παπούτσια μου.
Χτενίστηκα, καλοξυρίστηκα και τράβηξα για το επιτελείο στρατού.
Ήθελα να ρωτήσω εάν χρειάζονταν τεχνικό για καμιά δουλειά.
Εθελοντής να γινόμουν.
Να λεγα στο Λενάκι ωραίες ιστορίες τα πρώτα βράδια μας.
Φτάνω στην Πύλη.  Έβρεχε με το κανάτι.
Ούτε ένας δεν κυκλοφορούσε.
Βγάζω το σακάκι μου το φορώ σαν μικρό αντίσκηνο στο κεφάλι.
Φρουρός από πάνω μες την ομίχλη στη σκοπιά, με θωρεί.
«Αλτ τις εί;;»
Τι να πω;; Να πω είμαι ο Φώτης ;; Ηρθα να προσφέρω δουλειά;;
Όμως εγώ ήμουν ήδη αλλού.
Λευτερωμένος απ την μαύρη σκλαβιά.
Εγώ ήμουν απροσδιόριστος και τον ρωτώ κοιτώντας τον στα μάτια.
«εσύ κοπέλι μου ποιος είσαι γιατί εγώ δεν είμαι».
(ο σκοπός δεν κατάλαβε και του άνοιξε
Ο Φώτης μες στα νερά περπάτησε μέχρι τα γραφεία
Τον πήραν στην δουλειά
Κηπουρός έγινε
Έγραφε γράμματα κάθε μέρα στο Λενάκι περιγράφοντας τα νέα του δικού του μετώπου, και τ΄ ανοίγαν μαζί στο δείπνο τα γλυκά βράδια)
Έρρωσθε !

(έχει γραφτεί με αφορμή την επέτειο την 28η Οκτωβρίου)




ΠΗΓΗ:

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.