Γράφει η Χριστιάννα Λούπα
Μετέωρα μένουν τα δάχτυλα πάνω από τα πλήκτρα του υπολογιστή.
Κι η λαλιά, θαρρείς, μου κόπηκε κι αυτή.
Μέσα στην τύρβη των καιρών, μέσα στην καταχνιά του παράξενου αυτού καλοκαιριού, λόγια δεν έχω...
Πώς να συμπυκνώσεις τόσα συναισθήματα, αλήθεια, μέσα σε λίγες λέξεις;
Μερικούς στίχους ψυχής μονάχα, θα ΄θελα, φίλοι μου, να μοιραστώ μαζί σας, μήπως κι αλαφρύνει ο πόνος.
Μερικούς στίχους για την πατρίδα, που παλεύει να βρει το δρόμο της.
Και θα τον βρει...
Η ανάβαση*
Τριζοβολούν τα ξερά χόρτα
κάτω από τα βαριά μας βήματα,
καθώς ανεβαίνουμε την απότομη πλαγιά,
φορτωμένοι μ’ έναν σάκο ελπίδες στον ώμο,
ξορκίζοντας τα κρίματα.
«Εμπρός, αδέρφια!
Στην πίσω πλευρά του βουνού!».
Τα τζιτζίκια δε σταματούν το μονότονο τραγούδι,
σκάζουν τα κουκουνάρια από τη ζέστη.
Τα κύτταρά μας λιώνουν στο λιοπύρι
και στα μηνίγγια μας, ο κάθε της καρδιάς παλμός.
Καταπίνουμε τον αρμυρό ιδρώτα του προσώπου,
πεύκο και λυγαριά ανασαίνουμε βαθιά.
Ανθισμένα ρείκια και θυμάρι
κι οι μέλισσες τους κατακίτρινους ασπάλαθους τρυγούν.
Τα πόδια παραπατούν στο μονοπάτι,
κι από κάτω χάσκει ο γκρεμός.
Τριζοβολούν τα ξερά χόρτα
κάτω από τα βαριά μας βήματα,
καθώς ανεβαίνουμε την απότομη πλαγιά,
φορτωμένοι μ’ έναν σάκο ελπίδες στον ώμο,
ξορκίζοντας τα κρίματα.
«Εμπρός, αδέρφια!
Στην πίσω πλευρά του βουνού!».
Τα τζιτζίκια δε σταματούν το μονότονο τραγούδι,
σκάζουν τα κουκουνάρια από τη ζέστη.
Τα κύτταρά μας λιώνουν στο λιοπύρι
και στα μηνίγγια μας, ο κάθε της καρδιάς παλμός.
Καταπίνουμε τον αρμυρό ιδρώτα του προσώπου,
πεύκο και λυγαριά ανασαίνουμε βαθιά.
Ανθισμένα ρείκια και θυμάρι
κι οι μέλισσες τους κατακίτρινους ασπάλαθους τρυγούν.
Τα πόδια παραπατούν στο μονοπάτι,
κι από κάτω χάσκει ο γκρεμός.
Στο δρόμο συναντάμε κι άλλους.
Κι ολοένα πληθαίνουμε.
Κι ολοένα ανεβαίνουμε.
Χιλιάδες συνοδοιπόροι,
μέρες και νύχτες στην ίδια μοίρα όλοι μαζί δεμένοι,
τον ήλιο να βλέπουμε ν’ ανατέλλει και να γέρνει.
«Εμπρός, αδέρφια!
Στην πίσω πλευρά του βουνού!».
Ανεβαίνουμε ακόμα την πλαγιά,
με πείσμα και με λύσσα.
Έλιωσαν τα παπούτσια μας,
τα δάχτυλα φουσκάλες τυραννούν.
Τ' ανέφελο γαλάζιο τ’ ουρανού στους ώμους μας βαραίνει,
μύγες στη βρώμικη σάρκα μας κολλούν.
Ποια τύχη, άραγε, έναν ολόκληρο λαό να περιμένει;
Ξυπόλυτοι βαδίζουμε, μ’ όλο που πονάμε.
Tα πέλματα ματώνουν,
στερεύουν οι δυνάμεις,
όμως ούτε στιγμή δε σταματάμε.
Όλο και πιο ψηλά!
Άλλοτε στα τέσσερα πεσμένοι
κι άλλοτε σέρνοντας το κορμί πάνω στη χέρσα γη,
τη χιλιολατρεμένη.
«Εμπρός αδέρφια!
Στην πίσω πλευρά του βουνού!».
Λευκές πέτρες στραφταλίζουν στον ήλιο,
καίγονται στο άγγιγμά τους οι παλάμες.
Τα ρούχα έγιναν ένα με το υγρό μας δέρμα.
Ξεράθηκε το στόμα.
Θα φτάσουμε, άραγε, ποτέ στο τέρμα;
«Κουράγιο παιδιά, φτάνουμε!
Φάνηκε η κορυφή!».
Κι αναθαρρήσαμε όλοι.
Και καταπίνουμε τα σάλιο μας να ξεδιψάσουμε.
Κι ένας φόβος παραλυτικός μας τυραννά:
μην τύχει και πεθάνουμε και δεν προλάβουμε
στην πίσω πλευρά του βουνού να ξαποστάσουμε.
Κάποιοι δεν τα κατάφεραν.
Τους θάψαμε κάτω από τα λιόδεντρα
και πάνω στο φρέσκο χώμα βάλαμε ξύλινους σταυρούς,
για να τους προσκυνά ένας ολόκληρος λαός,
όταν απεγνωσμένα θα ζητά ήρωες κι αρχηγούς.
Με ματωμένα ρούχα
και σάρκες ξεσκισμένες
φτάνουμε στην κορφή.
Έχουμε γίνει πια μυριάδες.
Πέρα στο βάθος, ασημοπράσινοι ελαιώνες κι ακάματοι ψαράδες.
Νησάκια σπαρμένα στο Αιγαίο,
τρούλοι χρυσίζουνε στο φως
κι άρωμα λεμονανθών.
Και στ’ αυτιά, ήχος ολόδροσων νερών
και φωνές παιδιών,
που ξυπόλυτα κι ηλιοκαμένα τρέχουν
πάνω στα κυματοδαρμένα βράχια των άγονων νησιών.
Η πατρίδα, που νομίζαμε χαμένη, είναι εδώ,
στην πίσω πλευρά του βουνού.
Γαλήνεψε η ψυχή.
Ξεχάστηκαν τα βάσανα.
Οι πληγές θαρρείς και κλείσαν μονομιάς
κι ετοιμαστήκαμε για την καινούργια αρχή.
Σαν εμιγκρέδες στην ίδια μας τη γη.
Τη γη της θυσίας.
Τη γη της επαγγελίας.
*Συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή "Απόπειρες", Χριστιάννα Λούπα - Εκδόσεις Ιωλκός (υπό έκδοση)
ΠΗΓΗ:www.palmografos.co
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.