του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
(Μια μυθιστορηματική αφήγηση που φωτίζει το πρόσωπο του τελευταίου μαρτυρικού Αυτοκράτορα της Ρωμανίας, βασισμένη σε ιστορικές αναφορές)
Φέτος συμπληρώνονται 561 χρόνια, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Το γεγονός ήταν τεράστιας σημασίας στην εποχή του. Ο απόηχος του, ακόμη και σήμερα, δεν έχει κοπάσει. Οι συνέπειες του ήταν τεράστιες για την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή. Για το Έθνος μας, ακόμη περισσότερο, σήμανε την κατάλυση της πολιτικής μας ανεξαρτησίας, αφού η Κωνσταντινούπολη, ήταν η χιλιόχρονη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μας.
Φανταστείτε, λοιπόν, κάποιον, να πετάει μια μεγάλη πέτρα στα νερά μιας μικρής λίμνης. Οι κυματισμοί των ομόκεντρων κύκλων, απλώνονται ολόγυρα και φτάνουν μέχρι τις όχθες. Όσο πιο κοντά στο σημείο της ρίψης, είναι ο κυματισμός, τόσο πιο ισχυρός είναι. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο ανεπαίσθητος. Αυτή η εικόνα μας είναι χρήσιμη, αν στον ορισμό του γεγονότος, της ρίψης δηλαδή της πέτρας (ενέργεια-αιτία) και των κυματισμών (αποτέλεσμα), αντικαταστήσουμε τους κατά αναλογία παρανομαστές, με τις έννοιες των διαστάσεων, του χώρου και του χρόνου. Έτσι, μπορούμε να αποκτήσουμε μια πολύ καλή αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο, ένα ιστορικό γεγονός, προϊόντος του χρόνου εξελίσσει τις συνέπειες του στο χώρο. Και το ίδιο συμβαίνει με το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο γεγονός, πράξη, ενέργεια ακόμη και λόγο.
Όμως, η άλωση της Πόλης σήκωσε κύματα! Και τα κύματα αυτά, αν και πιο μικρά τώρα, πιο αδύναμα, συνεχίζουν ωστόσο να μεταφέρουν την ιστορική μνήμη. Ακόμη εξελίσσονται, καθώς φτάνουν στις «όχθες» μας. Έχω όμως την αίσθηση, ότι δεν θα προλάβουν να ηρεμήσουν. Ένα άλλο «χέρι», ίσως είναι έτοιμο να ρίξει πάλι μια πέτρα στη λίμνη. Αυτήν τη φορά, ίσως από άλλη πλευρά.
Ωστόσο, δεν είχα σκοπό να γράψω ένα συμβατικό ιστορικό άρθρο για την Άλωση. Ζωγράφος είμαι, όχι ιστορικός. Για το λόγο αυτό, θα επιχειρήσω να φωτίσω το πρόσωπο του τελευταίου μαρτυρικού αυτοκράτορα, σα να πρόκειται για ένα πορτρέτο της τραγικότητας. Διότι, το όνομα που έρχεται δεύτερο στο νου, μετά από την Αγία Σοφία, μιλώντας για την Άλωση, είναι το όνομα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Όλοι μιλούν για την Πόλη και τον αυτοκράτορα, δεν ξέρω όμως κάποιον που να εστίασε ποτέ στον άνθρωπο. Έτσι, δεν με ενδιαφέρουν τώρα η Πόλη, και οι συμπλεκόμενοι στρατιώτες. Αυτά τα αφήνω, όπως στο έργο μου, σε δεύτερο επίπεδο. Τώρα με ενδιαφέρει μόνο εκείνος. Όπως τον φαντάστηκα και τον ζωγράφισα. Μόνος, λαβωμένος, ηθικά αήττητος. Λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα της δόξας και της τιμής. Ένας Μάρτυρας του Έθνους.
Θα ήθελα να δούμε για λίγο τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, σαν έναν απλό άνθρωπο. Έναν από εμάς. Κάποιον, που το πικρό πεπρωμένο του, ήθελε να είναι εκείνος, ο τελευταίος Βασιλέας μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Πίσω από τους τίτλους και τα αξιώματα. Πίσω από τους θρύλους και τις παραδόσεις. Πίσω από την ασπίδα και την περικεφαλαία του. Είναι ο άνθρωπος και η ψυχή του. Για αυτά θα σας μιλήσω.
‘Εγινε Δεσπότης του Μυστρά, απελευθέρωσε τον Μωριά και ανέβηκε στον θρόνο μόνο για 4 χρόνια, τα τελευταία. Αποδείχθηκε ο πιο κατάλληλος, για όσα είχε ανάγκη η αυτοκρατορία εκείνες τις στιγμές, και ήταν ο πιο άξιος από τους αδελφούς του. Ήταν 49 χρόνων, όταν έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος μπροστά στα τείχη της πόλης. Ήταν ακόμη εκείνος, που σαν αμνός, έπρεπε να πληρώσει με το αίμα του, όλες τις αμαρτίες της αυτοκρατορίας και της μακραίωνης παρακμής της, για την οποία ο ίδιος ήταν ανεύθυνος. Φαντάζεστε την πίκρα του, όταν έβλεπε ότι αυτή η βραδυφλεγής βόμβα αιώνων, ήταν έτοιμη πια να σκάσει στα χέρια του; Το βάρος που έπεφτε πάνω στους ώμους του, να υπερασπίσει την αβοήθητη Πόλη και ό,τι είχε απομείνει, από την πάλαι ποτέ κραταιά και λαμπρή αυτοκρατορία; Και από που να ζητήσει βοήθεια;
Μπορείτε να φανταστείτε τη λύπη του, να είναι αναγκασμένος να τριγυρνάει στη Δύση ταπεινωμένος; Να φιλάει τις κατουρημένες ποδιές, να υπόσχεται Ένωση που δεν πίστευε, για να εξασφαλίσει τη βοήθεια που θα έσωζε την Βασιλεύουσα του. Ένα ένδοξο απομεινάρι, που η πριγκιπική του μοίρα του κληρονόμησε, ως ένα πολύτιμο μαργαριτάρι. Και αυτό το ερείπιο που παρέλαβε, το αγάπησε. Έτσι όπως ήταν. Για αυτό που υπήρξε. Διότι γνώριζε την απόλυτη αξία που είχε η Πόλη για το Έθνος του, και πως ήταν το διαμάντι στο στέμα του. Και την αγάπησε τόσο, που έδωσε και τη ζωή του για αυτήν.
Φαντάζεστε τη μοναξιά του; Ήταν Βασιλέας αυτός και απόλυτος μονάρχης. Έπαιρνε μόνος τις αποφάσεις, που καθόριζαν το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και της Κωνσταντινούπολης. Δεν ήταν Δημοκρατία, ώστε να ψάχνει έπειτα συνενόχους για την καταστροφή. Η ευθύνη ήταν όλη δική του. Και η ευθύνη αυτή, σημαίνει απέραντη μοναξιά και ας είχε εκατό συμβούλους. Και την ανέλαβε.
Φαντάζεστε την θλίψη του, καθώς έβλεπε να καταρρέουν γύρω του τα πάντα; Όλος ο κόσμος του! Όσα γνώριζε, όσα είχε ζήσει και όσα του είχαν διηγηθεί οι παλαιότεροι. Τόσο καιρό πολιορκία, να τριγυρνάει στα συμβούλια και στις επάλξεις, να βλέπει το λαό του ταλαιπωρημένο στους δρόμους και στις πλατείες, πεινασμένο, πληγωμένο, εξουθενωμένο από τις ανάγκες και τις κακουχίες της πολιορκίας. Όλα αυτά τα έβλεπε. Μάτωνε η ψυχή του. Όλοι αυτόν κοίταζαν. Από αυτόν περίμεναν τη λύση στη δυστυχία τους. Όμως, δεν άφησε τα συναισθήματα να αδυνατίσουν τη θέληση του. Και αυτό, θα πρέπει επίσης να το εκτιμήσουμε στην σκιαγραφία που κάνουμε, φωτίζοντας τον χαρακτήρα του ανθρώπου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τη δύναμη του χαρακτήρα του, δηλαδή, και την ακλόνητη αποφασιστικότητα και σταθερότητα που έδειξε. Στοιχεία, στην φθορά των οποίων, αποσκοπούσε και ήλπιζε μάταια ο εχθρός.
Κουρασμένος και ο ίδιος από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. Αδυνατισμένος και άγρυπνος, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Που χρόνος να κοιμηθεί; Ο φολιδωτός θώρακας, έχει γίνει πια ένα με το δέρμα του. Η ένταση είναι καθημερινή και ασταμάτητη. Οι πυρκαγιές και η επιδιόρθωση των τειχών, απαιτούν συνεχή εποπτεία. Οι επάλξεις και οι υπερασπιστές έχουν ανάγκη από την ηθική τόνωση που δίνει εκεί η βασιλική παρουσία. Ο Κωνσταντίνος, είναι πολεμιστής και το σπαθί του κόβει. Βασίζεται στον εαυτό του και έχει την βεβαιότητα, πως και οι σύντροφοι του είναι αποφασισμένοι. Δεν ήταν από εκείνους, που κάθονται στην ασφάλεια και από μακριά δίνουν εντολές σε ανθρώπους αποκτηνωμένους και φοβισμένους, όπως ο Μωάμεθ! Ο Κωνσταντίνος έχει μόνο συντρόφους, όπως ο Ιουστινιάνι, ο Φραντζής κα, που θα έδιναν την ζωή τους για αυτόν. Όπως και την έδωσαν πολλοί.
Τον φαντάζεστε να κλαίει σιωπηλά; Βαθιά μεσάνυχτα, στην ησυχία του δώματος, μόνος απέναντι στον Πλάστη Του. Προσευχόμενος για την σωτηρία της Πόλης του, από τα δόντια των αλλόδοξων βαρβάρων της στέπας. Ή μήπως, μια τέτοια λεπτομέρεια, δεν ταιριάζει στη δυναμική εικόνα του ήρωα; Σας φαίνεται δύσκολο, να αφήσετε τη στερεότυπη εικόνα της εξιδανίκευσης, που περιβάλλει πάντα ένα ένδοξο ιστορικό πρόσωπο, και που το μεταμορφώνει σε μια ψυχρή ανέκφραστη οντότητα, υπερανθρώπου φύσεως; Ναι, μπορεί και να έκλαψε, λοιπόν! Αλλά αυτό τον έκανε δυνατό και όχι αδύναμο. Τον έκανε απλά ανθρώπινο. Τακτοποίησε τις «εκκρεμότητες» του με τον Θεό. Ήταν έτοιμος, πλέον, να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του!
Τι λέτε; Σαν άνθρωπος, δεν θα σκέφτηκε, έστω και για μια μόνο στιγμή τη συνθηκολόγηση και τη σωτηρία, πριν απωθήσει με αποστροφή τη σκέψη αυτή; Γνωρίζετε, κάποιον, που να αγαπά τον θάνατο περισσότερο από την ζωή; Που, αν μπορούσε να αποφύγει τον χάροντα, δεν θα το έκανε; Σίγουρα, θα το σκέφτηκε! Είναι ανθρώπινο. Αρκεί που κοίταζε ψηλά από τα τείχη τα πολυάριθμα στίφη των Οθωμανών, που έμοιαζαν να είναι ατέλειωτοι, όσοι και αν σκοτώνονταν. Οι δικοί του λιγόστευαν. ήταν περίπου 7-8.000. Εμείς δεν τα γνωρίζουμε αυτά στα χρόνια μας, έτσι είμαστε εύκολοι στις κρίσεις και στα λόγια μας.
Δεν ξέρουμε πως είναι, να τρέμουν τα γόνατα από το φόβο του θανάτου, να χτυπάνε τα σωθικά από την ένταση και την αδρεναλίνη. Να φεύγουν κεφάλια, γύρω σου, πόδια, χέρια, να ανοίγουν κοιλιές. Μεταλλικοί ήχοι σπαθιών και κρότοι κανονιών και τηλεβόλων. Και πάνω από όλα, αυτές οι μυριόστομες εφιαλτικές κραυγές, σε όλες τις γλώσσες, τα ουρλιαχτά του πόνου ή της παράνοιας του φόβου, που μεταβάλλεται σε απεγνωσμένη ηχητική επιθετικότητα. Να ξέρεις, ότι είναι πολύ πιθανόν να μην επιζήσεις. Ακόμη χειρότερα, να προβλέπεις, πως σίγουρα θα σκοτωθείς. Εδώ σε θέλω κάβουρα! Πολλών τα πόδια τρέμουν, άλλοι τα κάνουν πάνω τους, κάποιοι άλλοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, μερικοί το ευχαριστιούνται κιόλας.
Στο κάτω-κάτω, τόσες προτάσεις του είχε κάνει ο Μωάμεθ, θα μπορούσε να δεχθεί να παραδώσει την Πόλη, να εξευτελιστεί με ατιμωτικούς όρους, αλλά να διασώσει μια ευνουχισμένη βασιλεία και τη ζωή τη δική του και του λαού. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει, αν το έκανε, εκτός από τη συνείδηση του; Κανένας! Ήδη, πολλοί αξιωματούχοι του είχαν αποδεχθεί ανεπίσημα αυτή την άποψη. Άλλοι του είχαν προτείνει να τον φυγαδεύσουν από την Πόλη, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα, συγκεντρώνοντας δυνάμεις (1) . Δεν το δέχθηκε. Απάντησε οριστικά όχι!
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»
Νέες αρετές της προσωπικότητας του, αναδεικνύονται τώρα. Αξιοπρέπεια, φιλότιμο, ανδροπρέπεια, αντίληψη της ιστορικότητας των στιγμών. Αυτό και μόνο, καθιστά τον θάνατο του συνειδητή θυσία, όπως ακριβώς του Λεωνίδα και του Παπαφλέσσα. Αυτοί οι τρεις, ως παραδείγματα θυσίας, συνδέονται, και όχι τυχαία, αντιπροσωπεύουν τις τρεις εποχές του Έθνους μας. Την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεώτερη.
Είναι, όμως και ευγενής στον χαρακτήρα, φιλόφρων και ταπεινόφρων. Άξιος να αγαπηθεί. Ο Φραντζής, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, μας πληροφορεί στο Χρονικό του για την Άλωση, ότι ο Κωνσταντίνος την τελευταία νύχτα συγκέντρωσε τους εξαντλημένους υπερασπιστές για να τους απευθύνει τον τελευταίο λόγο (2). Γράφει πως τους είπε, μεταξύ άλλων:
«Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».
Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό. Τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
Ο,τι και αν εννοούσε ο Κωνσταντίνος, μιλώντας για την «δίκαια απειλή Του», το πιο πιθανό είναι, ότι πέρα από τις γενικότητες, αναφερόταν στην λανθασμένη προσπάθεια που κατέβαλε για την Ένωση των Εκκλησιών και την υποταγή στον Πάπα, κάνοντας μάλιστα το γνωστό «συλλείτουργο» του Δεκεμβρίου του 1452. Είναι αξιοσημείωτο, πως από τότε, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, είχε μείνει αλειτούργητος, σα μαγαρισμένος, μέχρι τη νύχτα που αναφέρθηκε πιο πάνω, στις 28 Μαϊου του 1453! Επί 6 ολόκληρους μήνες, η Αγία Τράπεζα έμεινε χωρίς την αναίμακτη Θυσία, και κανένα πόδι πιστού δεν πέρασε το κατώφλι της! Αυτό είναι τεράστιας σημασίας γεγονός, για τα δεδομένα της Αυτοκρατορίας. Δυστυχώς, όμως, παραβλέπεται ως λεπτομέρεια, επειδή αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. Και όμως, οι ιστορικοί των γεγονότων, αυτόπτες οι ίδιοι, όπως ο Κριτόβουλος (από την πλευρά των Οθωμανών), έχουν καταγράψει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα τις διάφορες αρνητικές «θεοσημείες», που λάμβαναν χώρα στην Πόλη, λίγες ημέρες πριν από την Άλωση (3). Ο Θεός είχε εγκαταλείψει πλέον την Πόλη, αλλά πρώτα τον είχαν εγκαταλείψει οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Και συνεχίζει ὁ φραντζῆς:
«Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὅλοι ἀπαντοῦν: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν». Καὶὁ Βασιλέας ἀκούγοντάς τους, μὴν συγκρατώντας οὔτε αὐτὸς πιὰ τὰ δάκρυά του, τοὺς εὐχαριστεῖ. Καὶ οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, ἀκούοντες τὸν Βασιλέα, «καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν»· καὶἀγκαλιάζονταν δακρυσμένοι, συγχωροῦντες ὁἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ Βασιλέας, ἀκολουθούμενος ἀπὸἄλλους πολλοὺς ἐπῆγε στὴν Ἅγια-Σοφιὰ καὶ μετέλαβε τὰἄχραντα μυστήρια. Καὶ μετὰ επέρασε ἀπὸ τὰἈνάκτορα, γιὰ νὰἀποχαιρετίσει φίλους καὶ συγγενεῖς· «ἐν τῇδε τῇὥρᾳ τὶς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢἐκπέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι» «Καὶἀναβὰς ἐφ᾿ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]»
Αλλάζουμε, λοιπόν, τώρα και εμείς το σκηνικό και ερχόμαστε στα τείχη. Ο Κωνσταντίνος με τον Φραντζή περιήρθαν τα τείχη και τα οχυρώματα, όπου λαϊκοί, γυναίκες και μοναχοί, βοηθούσαν στα γεμίσματα και στην πρόχειρη επιδιόρθωση των πεσμένων τειχών, στη μεταφορά λίθων και χώματος και στα πρόχειρα νοσοκομεία, όπου περιθάλπονταν οι εκατοντάδες πληγωμένοι. Ο Κωνσταντίνος εμψύχωνε τους πάντες με το ηθικό του μεγαλείο. Στο τέλος, όταν αποχωρίστηκαν εκείνη τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαϊου, ήταν η τελευταία φορά που ο Φραντζής έβλεπε τον Κωνσταντίνο. Λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να ξεκουραστούν, ξεκίνησε ξαφνικά η πρώτη μεγάλη επίθεση των Οθωμανών ατάκτων. Νωρίς τα χαράματα, νύχτα ακόμη. Ξύπνησε η κόλαση από τις χιλιάδες κραυγές τους. Πύρινες βολίδες φωτιάς διέσχισαν τον ορίζοντα και φώτισαν τον νυχτερινό ουρανό πάνω από την πόλη, προκαλώντας πυρκαγιές, καίγοντας ανθρώπους.
Ο Κωνσταντίνος, έτρεξε στο σημείο που είχε επιλέξει να υπερασπιστεί ο ίδιος, λόγω της αδύνατης θέσης του. Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, που απέναντι της είχε στήσει το τσαντήρι του ο Μωάμεθ. Πέταξε από πάνω του το μανδύα με τα αυτοκρατορικά διάσημα, που εμπόδιζε τις κινήσεις του και έμεινε μόνο με την πανοπλία του. Ίσος με τους άλλους. Κράτησε μόνο τα αυτοκρατορικά ερυθρά πέδιλα, με τους χρυσοκεντημένους Δικέφαλους Αετούς. Τράβηξε το ξίφος από την θήκη του και περιστοιχιζόμενος από την επίλεκτη φρουρά του, ανέβηκε στις επάλξεις. Για περισσότερες από δύο ώρες κράτησε η επίθεση των ατάκτων, που στο τέλος υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες. Το ηθικό ήταν υψηλό, όμως η κούραση μεγάλη.
Λίγο πριν τα χαράματα επιτέθηκε το δεύτερο κύμα, αυτή τη φορά από τον τακτικό στρατό μαζί με ατάκτους. Σφαγή, τρόμος και πανικός! Σαν κύματα σπάζουν πάνω στα τείχη και συντρίβονται. Ο Κωνσταντίνος και οι περί αυτού, έρχονται σε άμεση επαφή με όσους Οθωμανούς καταφέρνουν να αναρριχηθούν στα τείχη. Τους ρίχνουν από τις σκάλες και τους πετσοκόβουν με τα σπαθιά. Δύο-τρεις φορές κινδύνεψε η ζωή του. Χιλιάδες βέλη και βόλια διασταυρώνονται στον αέρα. Αλίμονο σε όποιον βρεθεί στην πορεία τους. Έπειτα από το γλυκοχάραμα, το δεύτερο κύμα αποσυρόταν νικημένο και με τεράστιες ζημιές. Οι υπερασπιστές ήταν νικητές, αλλά αυτή η νίκη μεταφραζόταν σε πολύτιμες απώλειες και σε διαρκή κάματο. Οι Οθωμανοί ήταν ξεκούραστοι. Έτσι, μετά από την ανατολή του ηλίου, ξεκίνησε η τρίτη και τελευταία γενική επίθεση, με τα σώματα των δεκάδων χιλιάδων επίλεκτων Γενιτσάρων.
Τώρα, ο Κωνσταντίνος, μπροστά από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, έχει μεταμορφωθεί σε έναν άγγελο του θανάτου, για όσους εχθρούς τυχαίνουν μπροστά του. Ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε βαριά και εγκατέλειψε τη θέση του. Η πίεση είναι τώρα μεγαλύτερη. Οι εχθροί αμέτρητοι και ξεκούραστοι, μεθυσμένοι από τις υποσχέσεις για δώρα, εκ μέρους του Μωάμεθ. Σκοτώνει ασταμάτητα. Καθώς το αίμα πιτσιλάει πάνω του, με την έντονη μυρωδιά του σιδήρου στα ρουθούνια, παραμορφώνει την όψη του, τα γένια του, στη μορφή ματωμένου θηρίου. Ποτάμι ρέει το αίμα από τις επάλξεις. Υπερχειλίζει. Αγώνας άνισος, ανέλπιδος. Τα πλοία με την υποσχεμένη βοήθεια των Ευρωπαίων, δεν ήρθαν ποτέ (4). Οι σύντροφοι του γύρω, πέφτουν ένας-ένας. Η αντίσταση αραιώνει, τα ανοίγματα διευρύνονται, οι γραμμές σπάζουν. Κοιτάζει τριγύρω, ότι έχει μείνει μόνος, με ελάχιστους. Γνωρίζει πλέον, τι μέλλει γενέσθαι. Η τραγικότητα των στιγμών, τον μεταβάλλει σε μάρτυρα της ανθρώπινης φύσης. Έχει κτυπηθεί και ο ίδιος, οι δυνάμεις του πλέον τον εγκαταλείπουν. Είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το φρικτό, αλλά ένδοξο τέλος, του ηττημένου από υπέρτερο εχθρό, βασιλέα. Σαν τον Λεωνίδα.
Λένε πως φώναξε, μένοντας ως το τέλος αξιοπρεπής και για να μη γίνει, είτε αυτόχειρας, είτε ως αιχμάλωτος, ο εμπαιγμός του βαρβάρου:
«Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;»
Όμως, δεν υπάρχει κανείς! Οι ήχοι των σπαθιών σιώπησαν εκεί κοντά του. Όλα τέλειωσαν πια. Ο Κωνσταντίνος, αιμορραγώντας και με σπασμένο σπαθί, έχει γονατίσει, πλέον, δίπλα στα κουφάρια των σκοτωμένων Οθωμανών. Κάποιοι Γενίτσαροι τον βλέπουν μόνο, σαν γονατισμένο και πληγωμένο λέοντα και τον πλησιάζουν, με θράσος συνάμα και φόβο. Ευτυχώς, δεν αναγνωρίζουν ποιος είναι, μοιάζει με όλους τους άλλους. Έτσι, πέφτουν πάνω του σαν κοπάδι από ύαινες και τον αποτελειώνουν…
Τι να σκεφτόταν, τις τελευταίες εκείνες στιγμές; Ίσως όλη η ζωή του, να περνούσε με εικόνες, μπροστά από τα μάτια του. Ιδιαίτερα οι ευτυχισμένες και ανέμελες στιγμές. Μνήμες, που όπως λένε, βλέπουν αστραπιαία με την φαντασία τους, όσοι είναι πια κοντά στον θάνατο. Ίσως να θυμήθηκε τη στέψη του στον Μυστρά ή τον γάμο του, το 1428, στό κάστρο του Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, με την Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, που αληθινά την είχε αγαπήσει. Δυστυχώς, η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας. Τό 1441, μετά από επιμονή άλλων, και αφού είχε ξεπεράσει την απώλεια της Θεοδώρας, ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου. Αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος, σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του.
Η μέρα έλαμπε και ήταν ειρωνικά όμορφη. Μια λεπτομέρεια ασήμαντη τράβηξε την προσοχή του. Είναι εκπληκτικό, τι μπορεί να παρατηρήσει ένας άνθρωπος, τέτοιες στιγμές. Ένα μικρό αγριολούλουδο, είχε φυτρώσει ανάμεσα στις πέτρες του τείχους, στο σημείο που βρισκόταν εκείνος. Τόσοι και τόσοι είχαν σκοτωθεί τριγύρω του. Εκείνο, όμως, παρέμενε όμορφο μέσα στη ανθρώπινη φρίκη και ανέπαφο με το όμορφο γαλάζιο χρώμα του, να κάνει αντίθεση στις αμέτρητες κόκκινες στάλες του αίματος. Θυμήθηκε, τότε, πως είναι άνοιξη. Χαμογέλασε, καθώς το αίμα έτρεχε από το στόμα του…
Ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Δεν ανήκε πια στη γη και στη ματαιότητα της. Του φάνηκε, μέσα στην παραίσθηση του μυαλού του, πως άκουσε να δονούν καμπάνες μελωδικές και φτερά αγγέλων να χτυπούν τον αέρα. Είδε μπροστά του να λάμπει ένα Φως και σκιές φωτεινές, να τον πλησιάζουν οι πρόγονοι. Σηκώθηκε να τις συναντήσει. Δυνατός, καθαρός, φωτεινός, με αστραφτερή πανοπλία. Κοίταξε πίσω του. Είδε το βασανισμένο κορμί του, ματωμένο, πεσμένο ανάσκελα ανάμεσα στα χαλάσματα και στα κουφάρια. Χαμογέλασε, καθώς μια φωνή υπερκόσμια ακούστηκε να λέει:
«Πάλι με χρόνια, με καιρούς…»
Πίνακας: Γεράσιμου Γερολυμάτου: «Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», λάδια σε καμβά, 125Χ100,2011.
1. Ο ανώνυμος συγραφέας του Ρωσσικού Χρονικού μας περιγράφει πως οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου τόν ικέτευαν νά δραπετεύσει από τήν Πόλη καί νά συναντήσει ή τόν Καστριώτη ο οποίος πολεμούσε στά βουνά της Ιλλυρίας, ή τά αδέλφια του Δημήτριο καί Θωμά στόν Μοριά καί μέ ενισχύσεις νά αναγκάσει τόν σουλτάνο νά λύσει τήν πολιορκία. Σύμφωνα μέ τό Ρώσσο χρονογράφο, οποίος πιθανώς νά ήταν καί αυτόπτης μάρτυρας η απάντηση του Αυτοκράτορα είχε ως εξής:
“Η συμβουλή υμών είναι εξαίρετος. Ευχαριστώ υμάς επ’αυτή, αλλά ουδέποτε θαποφασίσω νά εγκαταλείψω εν τοιαύτη συμφορά τόν κλήρο μου καί τάς αγίας εκκλησίας καί τήν πρωτεύουσαν, τόν θρόνον καί τόν λαό μου. Τί θά έλεγε περί εμού η οικουμένη; Σας ικετεύω απ’εναντίας, όπως ζητήσετε παρ’εμού νά μή σας εγκαταλίπω. Ναί, επιθυμώ ναποθάνω εδώ μεθ’υμών.
2. «Χρονικό» του Γεωργίου Σφραντζή, Ελληνα αξιωματούχου που έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο όλη την ιστορία της Άλωσης.
3. Τό βράδυ της 26ης Μαΐου, μέσα στό σκοτάδι, εμφανίστηκε ένα παράξενο φώς πάνω στόν τρούλλο της Αγίας Σοφίας. Γιά τό φώς αυτό έγραψαν καί οι ιστορικοί πού βρέθηκαν τότε εντός των τειχών καί ο Κριτόβουλος, ο οποίος τό παρατήρησε καί ο οποίος βρισκόταν έξω από τά τείχη. Τό φαινόμενο αυτό τάραξε ακόμα περισσότερο τούς πολιορκουμένους καί τό θεώρησαν δυσμένεια του Θεού εναντίον τους.
4. Sir Edwin Pears “η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι τήν παραφροσύνη. Αυτοί καί οι λαοί τους έμελλε νά τιμωρηθούν σκληρά γιά τήν αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα καί του λαού της.
http://peritexnisologos.blogspot.gr/2014/05/blog-post_3000.html#more
(Μια μυθιστορηματική αφήγηση που φωτίζει το πρόσωπο του τελευταίου μαρτυρικού Αυτοκράτορα της Ρωμανίας, βασισμένη σε ιστορικές αναφορές)
Φέτος συμπληρώνονται 561 χρόνια, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Το γεγονός ήταν τεράστιας σημασίας στην εποχή του. Ο απόηχος του, ακόμη και σήμερα, δεν έχει κοπάσει. Οι συνέπειες του ήταν τεράστιες για την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή. Για το Έθνος μας, ακόμη περισσότερο, σήμανε την κατάλυση της πολιτικής μας ανεξαρτησίας, αφού η Κωνσταντινούπολη, ήταν η χιλιόχρονη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μας.
Φανταστείτε, λοιπόν, κάποιον, να πετάει μια μεγάλη πέτρα στα νερά μιας μικρής λίμνης. Οι κυματισμοί των ομόκεντρων κύκλων, απλώνονται ολόγυρα και φτάνουν μέχρι τις όχθες. Όσο πιο κοντά στο σημείο της ρίψης, είναι ο κυματισμός, τόσο πιο ισχυρός είναι. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο ανεπαίσθητος. Αυτή η εικόνα μας είναι χρήσιμη, αν στον ορισμό του γεγονότος, της ρίψης δηλαδή της πέτρας (ενέργεια-αιτία) και των κυματισμών (αποτέλεσμα), αντικαταστήσουμε τους κατά αναλογία παρανομαστές, με τις έννοιες των διαστάσεων, του χώρου και του χρόνου. Έτσι, μπορούμε να αποκτήσουμε μια πολύ καλή αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο, ένα ιστορικό γεγονός, προϊόντος του χρόνου εξελίσσει τις συνέπειες του στο χώρο. Και το ίδιο συμβαίνει με το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο γεγονός, πράξη, ενέργεια ακόμη και λόγο.
Όμως, η άλωση της Πόλης σήκωσε κύματα! Και τα κύματα αυτά, αν και πιο μικρά τώρα, πιο αδύναμα, συνεχίζουν ωστόσο να μεταφέρουν την ιστορική μνήμη. Ακόμη εξελίσσονται, καθώς φτάνουν στις «όχθες» μας. Έχω όμως την αίσθηση, ότι δεν θα προλάβουν να ηρεμήσουν. Ένα άλλο «χέρι», ίσως είναι έτοιμο να ρίξει πάλι μια πέτρα στη λίμνη. Αυτήν τη φορά, ίσως από άλλη πλευρά.
Ωστόσο, δεν είχα σκοπό να γράψω ένα συμβατικό ιστορικό άρθρο για την Άλωση. Ζωγράφος είμαι, όχι ιστορικός. Για το λόγο αυτό, θα επιχειρήσω να φωτίσω το πρόσωπο του τελευταίου μαρτυρικού αυτοκράτορα, σα να πρόκειται για ένα πορτρέτο της τραγικότητας. Διότι, το όνομα που έρχεται δεύτερο στο νου, μετά από την Αγία Σοφία, μιλώντας για την Άλωση, είναι το όνομα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Όλοι μιλούν για την Πόλη και τον αυτοκράτορα, δεν ξέρω όμως κάποιον που να εστίασε ποτέ στον άνθρωπο. Έτσι, δεν με ενδιαφέρουν τώρα η Πόλη, και οι συμπλεκόμενοι στρατιώτες. Αυτά τα αφήνω, όπως στο έργο μου, σε δεύτερο επίπεδο. Τώρα με ενδιαφέρει μόνο εκείνος. Όπως τον φαντάστηκα και τον ζωγράφισα. Μόνος, λαβωμένος, ηθικά αήττητος. Λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα της δόξας και της τιμής. Ένας Μάρτυρας του Έθνους.
Θα ήθελα να δούμε για λίγο τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, σαν έναν απλό άνθρωπο. Έναν από εμάς. Κάποιον, που το πικρό πεπρωμένο του, ήθελε να είναι εκείνος, ο τελευταίος Βασιλέας μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Πίσω από τους τίτλους και τα αξιώματα. Πίσω από τους θρύλους και τις παραδόσεις. Πίσω από την ασπίδα και την περικεφαλαία του. Είναι ο άνθρωπος και η ψυχή του. Για αυτά θα σας μιλήσω.
‘Εγινε Δεσπότης του Μυστρά, απελευθέρωσε τον Μωριά και ανέβηκε στον θρόνο μόνο για 4 χρόνια, τα τελευταία. Αποδείχθηκε ο πιο κατάλληλος, για όσα είχε ανάγκη η αυτοκρατορία εκείνες τις στιγμές, και ήταν ο πιο άξιος από τους αδελφούς του. Ήταν 49 χρόνων, όταν έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος μπροστά στα τείχη της πόλης. Ήταν ακόμη εκείνος, που σαν αμνός, έπρεπε να πληρώσει με το αίμα του, όλες τις αμαρτίες της αυτοκρατορίας και της μακραίωνης παρακμής της, για την οποία ο ίδιος ήταν ανεύθυνος. Φαντάζεστε την πίκρα του, όταν έβλεπε ότι αυτή η βραδυφλεγής βόμβα αιώνων, ήταν έτοιμη πια να σκάσει στα χέρια του; Το βάρος που έπεφτε πάνω στους ώμους του, να υπερασπίσει την αβοήθητη Πόλη και ό,τι είχε απομείνει, από την πάλαι ποτέ κραταιά και λαμπρή αυτοκρατορία; Και από που να ζητήσει βοήθεια;
Μπορείτε να φανταστείτε τη λύπη του, να είναι αναγκασμένος να τριγυρνάει στη Δύση ταπεινωμένος; Να φιλάει τις κατουρημένες ποδιές, να υπόσχεται Ένωση που δεν πίστευε, για να εξασφαλίσει τη βοήθεια που θα έσωζε την Βασιλεύουσα του. Ένα ένδοξο απομεινάρι, που η πριγκιπική του μοίρα του κληρονόμησε, ως ένα πολύτιμο μαργαριτάρι. Και αυτό το ερείπιο που παρέλαβε, το αγάπησε. Έτσι όπως ήταν. Για αυτό που υπήρξε. Διότι γνώριζε την απόλυτη αξία που είχε η Πόλη για το Έθνος του, και πως ήταν το διαμάντι στο στέμα του. Και την αγάπησε τόσο, που έδωσε και τη ζωή του για αυτήν.
Φαντάζεστε τη μοναξιά του; Ήταν Βασιλέας αυτός και απόλυτος μονάρχης. Έπαιρνε μόνος τις αποφάσεις, που καθόριζαν το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και της Κωνσταντινούπολης. Δεν ήταν Δημοκρατία, ώστε να ψάχνει έπειτα συνενόχους για την καταστροφή. Η ευθύνη ήταν όλη δική του. Και η ευθύνη αυτή, σημαίνει απέραντη μοναξιά και ας είχε εκατό συμβούλους. Και την ανέλαβε.
Φαντάζεστε την θλίψη του, καθώς έβλεπε να καταρρέουν γύρω του τα πάντα; Όλος ο κόσμος του! Όσα γνώριζε, όσα είχε ζήσει και όσα του είχαν διηγηθεί οι παλαιότεροι. Τόσο καιρό πολιορκία, να τριγυρνάει στα συμβούλια και στις επάλξεις, να βλέπει το λαό του ταλαιπωρημένο στους δρόμους και στις πλατείες, πεινασμένο, πληγωμένο, εξουθενωμένο από τις ανάγκες και τις κακουχίες της πολιορκίας. Όλα αυτά τα έβλεπε. Μάτωνε η ψυχή του. Όλοι αυτόν κοίταζαν. Από αυτόν περίμεναν τη λύση στη δυστυχία τους. Όμως, δεν άφησε τα συναισθήματα να αδυνατίσουν τη θέληση του. Και αυτό, θα πρέπει επίσης να το εκτιμήσουμε στην σκιαγραφία που κάνουμε, φωτίζοντας τον χαρακτήρα του ανθρώπου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τη δύναμη του χαρακτήρα του, δηλαδή, και την ακλόνητη αποφασιστικότητα και σταθερότητα που έδειξε. Στοιχεία, στην φθορά των οποίων, αποσκοπούσε και ήλπιζε μάταια ο εχθρός.
Κουρασμένος και ο ίδιος από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. Αδυνατισμένος και άγρυπνος, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Που χρόνος να κοιμηθεί; Ο φολιδωτός θώρακας, έχει γίνει πια ένα με το δέρμα του. Η ένταση είναι καθημερινή και ασταμάτητη. Οι πυρκαγιές και η επιδιόρθωση των τειχών, απαιτούν συνεχή εποπτεία. Οι επάλξεις και οι υπερασπιστές έχουν ανάγκη από την ηθική τόνωση που δίνει εκεί η βασιλική παρουσία. Ο Κωνσταντίνος, είναι πολεμιστής και το σπαθί του κόβει. Βασίζεται στον εαυτό του και έχει την βεβαιότητα, πως και οι σύντροφοι του είναι αποφασισμένοι. Δεν ήταν από εκείνους, που κάθονται στην ασφάλεια και από μακριά δίνουν εντολές σε ανθρώπους αποκτηνωμένους και φοβισμένους, όπως ο Μωάμεθ! Ο Κωνσταντίνος έχει μόνο συντρόφους, όπως ο Ιουστινιάνι, ο Φραντζής κα, που θα έδιναν την ζωή τους για αυτόν. Όπως και την έδωσαν πολλοί.
Τον φαντάζεστε να κλαίει σιωπηλά; Βαθιά μεσάνυχτα, στην ησυχία του δώματος, μόνος απέναντι στον Πλάστη Του. Προσευχόμενος για την σωτηρία της Πόλης του, από τα δόντια των αλλόδοξων βαρβάρων της στέπας. Ή μήπως, μια τέτοια λεπτομέρεια, δεν ταιριάζει στη δυναμική εικόνα του ήρωα; Σας φαίνεται δύσκολο, να αφήσετε τη στερεότυπη εικόνα της εξιδανίκευσης, που περιβάλλει πάντα ένα ένδοξο ιστορικό πρόσωπο, και που το μεταμορφώνει σε μια ψυχρή ανέκφραστη οντότητα, υπερανθρώπου φύσεως; Ναι, μπορεί και να έκλαψε, λοιπόν! Αλλά αυτό τον έκανε δυνατό και όχι αδύναμο. Τον έκανε απλά ανθρώπινο. Τακτοποίησε τις «εκκρεμότητες» του με τον Θεό. Ήταν έτοιμος, πλέον, να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του!
Τι λέτε; Σαν άνθρωπος, δεν θα σκέφτηκε, έστω και για μια μόνο στιγμή τη συνθηκολόγηση και τη σωτηρία, πριν απωθήσει με αποστροφή τη σκέψη αυτή; Γνωρίζετε, κάποιον, που να αγαπά τον θάνατο περισσότερο από την ζωή; Που, αν μπορούσε να αποφύγει τον χάροντα, δεν θα το έκανε; Σίγουρα, θα το σκέφτηκε! Είναι ανθρώπινο. Αρκεί που κοίταζε ψηλά από τα τείχη τα πολυάριθμα στίφη των Οθωμανών, που έμοιαζαν να είναι ατέλειωτοι, όσοι και αν σκοτώνονταν. Οι δικοί του λιγόστευαν. ήταν περίπου 7-8.000. Εμείς δεν τα γνωρίζουμε αυτά στα χρόνια μας, έτσι είμαστε εύκολοι στις κρίσεις και στα λόγια μας.
Δεν ξέρουμε πως είναι, να τρέμουν τα γόνατα από το φόβο του θανάτου, να χτυπάνε τα σωθικά από την ένταση και την αδρεναλίνη. Να φεύγουν κεφάλια, γύρω σου, πόδια, χέρια, να ανοίγουν κοιλιές. Μεταλλικοί ήχοι σπαθιών και κρότοι κανονιών και τηλεβόλων. Και πάνω από όλα, αυτές οι μυριόστομες εφιαλτικές κραυγές, σε όλες τις γλώσσες, τα ουρλιαχτά του πόνου ή της παράνοιας του φόβου, που μεταβάλλεται σε απεγνωσμένη ηχητική επιθετικότητα. Να ξέρεις, ότι είναι πολύ πιθανόν να μην επιζήσεις. Ακόμη χειρότερα, να προβλέπεις, πως σίγουρα θα σκοτωθείς. Εδώ σε θέλω κάβουρα! Πολλών τα πόδια τρέμουν, άλλοι τα κάνουν πάνω τους, κάποιοι άλλοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, μερικοί το ευχαριστιούνται κιόλας.
Στο κάτω-κάτω, τόσες προτάσεις του είχε κάνει ο Μωάμεθ, θα μπορούσε να δεχθεί να παραδώσει την Πόλη, να εξευτελιστεί με ατιμωτικούς όρους, αλλά να διασώσει μια ευνουχισμένη βασιλεία και τη ζωή τη δική του και του λαού. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει, αν το έκανε, εκτός από τη συνείδηση του; Κανένας! Ήδη, πολλοί αξιωματούχοι του είχαν αποδεχθεί ανεπίσημα αυτή την άποψη. Άλλοι του είχαν προτείνει να τον φυγαδεύσουν από την Πόλη, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα, συγκεντρώνοντας δυνάμεις (1) . Δεν το δέχθηκε. Απάντησε οριστικά όχι!
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»
Νέες αρετές της προσωπικότητας του, αναδεικνύονται τώρα. Αξιοπρέπεια, φιλότιμο, ανδροπρέπεια, αντίληψη της ιστορικότητας των στιγμών. Αυτό και μόνο, καθιστά τον θάνατο του συνειδητή θυσία, όπως ακριβώς του Λεωνίδα και του Παπαφλέσσα. Αυτοί οι τρεις, ως παραδείγματα θυσίας, συνδέονται, και όχι τυχαία, αντιπροσωπεύουν τις τρεις εποχές του Έθνους μας. Την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεώτερη.
Είναι, όμως και ευγενής στον χαρακτήρα, φιλόφρων και ταπεινόφρων. Άξιος να αγαπηθεί. Ο Φραντζής, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, μας πληροφορεί στο Χρονικό του για την Άλωση, ότι ο Κωνσταντίνος την τελευταία νύχτα συγκέντρωσε τους εξαντλημένους υπερασπιστές για να τους απευθύνει τον τελευταίο λόγο (2). Γράφει πως τους είπε, μεταξύ άλλων:
«Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».
Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό. Τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
Ο,τι και αν εννοούσε ο Κωνσταντίνος, μιλώντας για την «δίκαια απειλή Του», το πιο πιθανό είναι, ότι πέρα από τις γενικότητες, αναφερόταν στην λανθασμένη προσπάθεια που κατέβαλε για την Ένωση των Εκκλησιών και την υποταγή στον Πάπα, κάνοντας μάλιστα το γνωστό «συλλείτουργο» του Δεκεμβρίου του 1452. Είναι αξιοσημείωτο, πως από τότε, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, είχε μείνει αλειτούργητος, σα μαγαρισμένος, μέχρι τη νύχτα που αναφέρθηκε πιο πάνω, στις 28 Μαϊου του 1453! Επί 6 ολόκληρους μήνες, η Αγία Τράπεζα έμεινε χωρίς την αναίμακτη Θυσία, και κανένα πόδι πιστού δεν πέρασε το κατώφλι της! Αυτό είναι τεράστιας σημασίας γεγονός, για τα δεδομένα της Αυτοκρατορίας. Δυστυχώς, όμως, παραβλέπεται ως λεπτομέρεια, επειδή αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. Και όμως, οι ιστορικοί των γεγονότων, αυτόπτες οι ίδιοι, όπως ο Κριτόβουλος (από την πλευρά των Οθωμανών), έχουν καταγράψει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα τις διάφορες αρνητικές «θεοσημείες», που λάμβαναν χώρα στην Πόλη, λίγες ημέρες πριν από την Άλωση (3). Ο Θεός είχε εγκαταλείψει πλέον την Πόλη, αλλά πρώτα τον είχαν εγκαταλείψει οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Και συνεχίζει ὁ φραντζῆς:
«Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὅλοι ἀπαντοῦν: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν». Καὶὁ Βασιλέας ἀκούγοντάς τους, μὴν συγκρατώντας οὔτε αὐτὸς πιὰ τὰ δάκρυά του, τοὺς εὐχαριστεῖ. Καὶ οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, ἀκούοντες τὸν Βασιλέα, «καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν»· καὶἀγκαλιάζονταν δακρυσμένοι, συγχωροῦντες ὁἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ Βασιλέας, ἀκολουθούμενος ἀπὸἄλλους πολλοὺς ἐπῆγε στὴν Ἅγια-Σοφιὰ καὶ μετέλαβε τὰἄχραντα μυστήρια. Καὶ μετὰ επέρασε ἀπὸ τὰἈνάκτορα, γιὰ νὰἀποχαιρετίσει φίλους καὶ συγγενεῖς· «ἐν τῇδε τῇὥρᾳ τὶς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢἐκπέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι» «Καὶἀναβὰς ἐφ᾿ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]»
Αλλάζουμε, λοιπόν, τώρα και εμείς το σκηνικό και ερχόμαστε στα τείχη. Ο Κωνσταντίνος με τον Φραντζή περιήρθαν τα τείχη και τα οχυρώματα, όπου λαϊκοί, γυναίκες και μοναχοί, βοηθούσαν στα γεμίσματα και στην πρόχειρη επιδιόρθωση των πεσμένων τειχών, στη μεταφορά λίθων και χώματος και στα πρόχειρα νοσοκομεία, όπου περιθάλπονταν οι εκατοντάδες πληγωμένοι. Ο Κωνσταντίνος εμψύχωνε τους πάντες με το ηθικό του μεγαλείο. Στο τέλος, όταν αποχωρίστηκαν εκείνη τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαϊου, ήταν η τελευταία φορά που ο Φραντζής έβλεπε τον Κωνσταντίνο. Λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να ξεκουραστούν, ξεκίνησε ξαφνικά η πρώτη μεγάλη επίθεση των Οθωμανών ατάκτων. Νωρίς τα χαράματα, νύχτα ακόμη. Ξύπνησε η κόλαση από τις χιλιάδες κραυγές τους. Πύρινες βολίδες φωτιάς διέσχισαν τον ορίζοντα και φώτισαν τον νυχτερινό ουρανό πάνω από την πόλη, προκαλώντας πυρκαγιές, καίγοντας ανθρώπους.
Ο Κωνσταντίνος, έτρεξε στο σημείο που είχε επιλέξει να υπερασπιστεί ο ίδιος, λόγω της αδύνατης θέσης του. Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, που απέναντι της είχε στήσει το τσαντήρι του ο Μωάμεθ. Πέταξε από πάνω του το μανδύα με τα αυτοκρατορικά διάσημα, που εμπόδιζε τις κινήσεις του και έμεινε μόνο με την πανοπλία του. Ίσος με τους άλλους. Κράτησε μόνο τα αυτοκρατορικά ερυθρά πέδιλα, με τους χρυσοκεντημένους Δικέφαλους Αετούς. Τράβηξε το ξίφος από την θήκη του και περιστοιχιζόμενος από την επίλεκτη φρουρά του, ανέβηκε στις επάλξεις. Για περισσότερες από δύο ώρες κράτησε η επίθεση των ατάκτων, που στο τέλος υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες. Το ηθικό ήταν υψηλό, όμως η κούραση μεγάλη.
Λίγο πριν τα χαράματα επιτέθηκε το δεύτερο κύμα, αυτή τη φορά από τον τακτικό στρατό μαζί με ατάκτους. Σφαγή, τρόμος και πανικός! Σαν κύματα σπάζουν πάνω στα τείχη και συντρίβονται. Ο Κωνσταντίνος και οι περί αυτού, έρχονται σε άμεση επαφή με όσους Οθωμανούς καταφέρνουν να αναρριχηθούν στα τείχη. Τους ρίχνουν από τις σκάλες και τους πετσοκόβουν με τα σπαθιά. Δύο-τρεις φορές κινδύνεψε η ζωή του. Χιλιάδες βέλη και βόλια διασταυρώνονται στον αέρα. Αλίμονο σε όποιον βρεθεί στην πορεία τους. Έπειτα από το γλυκοχάραμα, το δεύτερο κύμα αποσυρόταν νικημένο και με τεράστιες ζημιές. Οι υπερασπιστές ήταν νικητές, αλλά αυτή η νίκη μεταφραζόταν σε πολύτιμες απώλειες και σε διαρκή κάματο. Οι Οθωμανοί ήταν ξεκούραστοι. Έτσι, μετά από την ανατολή του ηλίου, ξεκίνησε η τρίτη και τελευταία γενική επίθεση, με τα σώματα των δεκάδων χιλιάδων επίλεκτων Γενιτσάρων.
Τώρα, ο Κωνσταντίνος, μπροστά από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, έχει μεταμορφωθεί σε έναν άγγελο του θανάτου, για όσους εχθρούς τυχαίνουν μπροστά του. Ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε βαριά και εγκατέλειψε τη θέση του. Η πίεση είναι τώρα μεγαλύτερη. Οι εχθροί αμέτρητοι και ξεκούραστοι, μεθυσμένοι από τις υποσχέσεις για δώρα, εκ μέρους του Μωάμεθ. Σκοτώνει ασταμάτητα. Καθώς το αίμα πιτσιλάει πάνω του, με την έντονη μυρωδιά του σιδήρου στα ρουθούνια, παραμορφώνει την όψη του, τα γένια του, στη μορφή ματωμένου θηρίου. Ποτάμι ρέει το αίμα από τις επάλξεις. Υπερχειλίζει. Αγώνας άνισος, ανέλπιδος. Τα πλοία με την υποσχεμένη βοήθεια των Ευρωπαίων, δεν ήρθαν ποτέ (4). Οι σύντροφοι του γύρω, πέφτουν ένας-ένας. Η αντίσταση αραιώνει, τα ανοίγματα διευρύνονται, οι γραμμές σπάζουν. Κοιτάζει τριγύρω, ότι έχει μείνει μόνος, με ελάχιστους. Γνωρίζει πλέον, τι μέλλει γενέσθαι. Η τραγικότητα των στιγμών, τον μεταβάλλει σε μάρτυρα της ανθρώπινης φύσης. Έχει κτυπηθεί και ο ίδιος, οι δυνάμεις του πλέον τον εγκαταλείπουν. Είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το φρικτό, αλλά ένδοξο τέλος, του ηττημένου από υπέρτερο εχθρό, βασιλέα. Σαν τον Λεωνίδα.
Λένε πως φώναξε, μένοντας ως το τέλος αξιοπρεπής και για να μη γίνει, είτε αυτόχειρας, είτε ως αιχμάλωτος, ο εμπαιγμός του βαρβάρου:
«Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;»
Όμως, δεν υπάρχει κανείς! Οι ήχοι των σπαθιών σιώπησαν εκεί κοντά του. Όλα τέλειωσαν πια. Ο Κωνσταντίνος, αιμορραγώντας και με σπασμένο σπαθί, έχει γονατίσει, πλέον, δίπλα στα κουφάρια των σκοτωμένων Οθωμανών. Κάποιοι Γενίτσαροι τον βλέπουν μόνο, σαν γονατισμένο και πληγωμένο λέοντα και τον πλησιάζουν, με θράσος συνάμα και φόβο. Ευτυχώς, δεν αναγνωρίζουν ποιος είναι, μοιάζει με όλους τους άλλους. Έτσι, πέφτουν πάνω του σαν κοπάδι από ύαινες και τον αποτελειώνουν…
Τι να σκεφτόταν, τις τελευταίες εκείνες στιγμές; Ίσως όλη η ζωή του, να περνούσε με εικόνες, μπροστά από τα μάτια του. Ιδιαίτερα οι ευτυχισμένες και ανέμελες στιγμές. Μνήμες, που όπως λένε, βλέπουν αστραπιαία με την φαντασία τους, όσοι είναι πια κοντά στον θάνατο. Ίσως να θυμήθηκε τη στέψη του στον Μυστρά ή τον γάμο του, το 1428, στό κάστρο του Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, με την Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, που αληθινά την είχε αγαπήσει. Δυστυχώς, η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας. Τό 1441, μετά από επιμονή άλλων, και αφού είχε ξεπεράσει την απώλεια της Θεοδώρας, ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου. Αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος, σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του.
Η μέρα έλαμπε και ήταν ειρωνικά όμορφη. Μια λεπτομέρεια ασήμαντη τράβηξε την προσοχή του. Είναι εκπληκτικό, τι μπορεί να παρατηρήσει ένας άνθρωπος, τέτοιες στιγμές. Ένα μικρό αγριολούλουδο, είχε φυτρώσει ανάμεσα στις πέτρες του τείχους, στο σημείο που βρισκόταν εκείνος. Τόσοι και τόσοι είχαν σκοτωθεί τριγύρω του. Εκείνο, όμως, παρέμενε όμορφο μέσα στη ανθρώπινη φρίκη και ανέπαφο με το όμορφο γαλάζιο χρώμα του, να κάνει αντίθεση στις αμέτρητες κόκκινες στάλες του αίματος. Θυμήθηκε, τότε, πως είναι άνοιξη. Χαμογέλασε, καθώς το αίμα έτρεχε από το στόμα του…
Ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Δεν ανήκε πια στη γη και στη ματαιότητα της. Του φάνηκε, μέσα στην παραίσθηση του μυαλού του, πως άκουσε να δονούν καμπάνες μελωδικές και φτερά αγγέλων να χτυπούν τον αέρα. Είδε μπροστά του να λάμπει ένα Φως και σκιές φωτεινές, να τον πλησιάζουν οι πρόγονοι. Σηκώθηκε να τις συναντήσει. Δυνατός, καθαρός, φωτεινός, με αστραφτερή πανοπλία. Κοίταξε πίσω του. Είδε το βασανισμένο κορμί του, ματωμένο, πεσμένο ανάσκελα ανάμεσα στα χαλάσματα και στα κουφάρια. Χαμογέλασε, καθώς μια φωνή υπερκόσμια ακούστηκε να λέει:
«Πάλι με χρόνια, με καιρούς…»
Πίνακας: Γεράσιμου Γερολυμάτου: «Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», λάδια σε καμβά, 125Χ100,2011.
1. Ο ανώνυμος συγραφέας του Ρωσσικού Χρονικού μας περιγράφει πως οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου τόν ικέτευαν νά δραπετεύσει από τήν Πόλη καί νά συναντήσει ή τόν Καστριώτη ο οποίος πολεμούσε στά βουνά της Ιλλυρίας, ή τά αδέλφια του Δημήτριο καί Θωμά στόν Μοριά καί μέ ενισχύσεις νά αναγκάσει τόν σουλτάνο νά λύσει τήν πολιορκία. Σύμφωνα μέ τό Ρώσσο χρονογράφο, οποίος πιθανώς νά ήταν καί αυτόπτης μάρτυρας η απάντηση του Αυτοκράτορα είχε ως εξής:
“Η συμβουλή υμών είναι εξαίρετος. Ευχαριστώ υμάς επ’αυτή, αλλά ουδέποτε θαποφασίσω νά εγκαταλείψω εν τοιαύτη συμφορά τόν κλήρο μου καί τάς αγίας εκκλησίας καί τήν πρωτεύουσαν, τόν θρόνον καί τόν λαό μου. Τί θά έλεγε περί εμού η οικουμένη; Σας ικετεύω απ’εναντίας, όπως ζητήσετε παρ’εμού νά μή σας εγκαταλίπω. Ναί, επιθυμώ ναποθάνω εδώ μεθ’υμών.
2. «Χρονικό» του Γεωργίου Σφραντζή, Ελληνα αξιωματούχου που έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο όλη την ιστορία της Άλωσης.
3. Τό βράδυ της 26ης Μαΐου, μέσα στό σκοτάδι, εμφανίστηκε ένα παράξενο φώς πάνω στόν τρούλλο της Αγίας Σοφίας. Γιά τό φώς αυτό έγραψαν καί οι ιστορικοί πού βρέθηκαν τότε εντός των τειχών καί ο Κριτόβουλος, ο οποίος τό παρατήρησε καί ο οποίος βρισκόταν έξω από τά τείχη. Τό φαινόμενο αυτό τάραξε ακόμα περισσότερο τούς πολιορκουμένους καί τό θεώρησαν δυσμένεια του Θεού εναντίον τους.
4. Sir Edwin Pears “η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι τήν παραφροσύνη. Αυτοί καί οι λαοί τους έμελλε νά τιμωρηθούν σκληρά γιά τήν αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα καί του λαού της.
http://peritexnisologos.blogspot.gr/2014/05/blog-post_3000.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.