από Φώτης Σχοινάς
Ὁ ἀθλητισμός εἶναι τό σύγρονο ὅπιο τῶν λαῶν
Ἰονέσκo
Μέ τό παρόν σημείωμα θέλω νά σκιαγραφήσω σέ γενικώτατες καί ἁδρές γραμμές πῶς ἀντιλαμβανόταν ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη τόν ἀθλητισμό, γιά νά καταδειχθεῖ σαφῶς ἡ ἀπόκλιση τοῦ συγχρόνου ἀθλητισμοῦ ἀπό τό αὐθεντικό ἀρχαῖο ἀθλητικό πνεῦμα, ὅπως εἶναι ἐκπεφρασμένο ἀπό τούς ἐπιφανεστέρους ἐκπροσώπους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανοήσεως. Χάριν τῆς ἱστορίας νά σημειώσουμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ὀλυμπιακοί ἀγῶνες ἐτελέσθησαν τό πρῶτον τό 776 π.Χ. στήν Ὀλυμπία τῆς Ἠλείας καί καταργήθηκαν τό 393 μ.Χ. ἀπό τόν Μέγα Θεοδόσιο ὡς ἀπάδοντες πρός τό πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὅμηρος καί ἀθλητισμός
Ἤδη ἀπό τόν Ὅμηρο, «τόν ἡγεμόνα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας», ἔχουμε τήν πρώτη νύξη γιά τήν ἀσχολία καί ἐπίδοση τῶν Ἑλλήνων σέ ἀθλητικές δραστηριότητες (Βλ. Ὀδύσσεια θ στιχ. 110-130) Ὅμως, ὅπως σαφῶς καταφαίνεται ἀπό τήν προσβλητική πρός τόν Ὀδυσσέα ἀπάντηση τοῦ Εὐρυάλου ἡ ἀθλητική δραστηριότητα ἀντιδιαστέλλεται πρός κάθε ἐμποροναυτική δραστηριότητα πού ἀποσκοπεῖ στήν κτήση κέρδους: «Καί τοῦ ἀπάντησε τότε ὁ Εὐρύαλος μέ λόγια προσβλητικά: Ναί, ναί, ξένε, γιατί δέν μοιάζεις μέ ἄνθρωπο πού ἔχει ἐμπειρία στούς ἀγῶνες, πού ξέρει ὁ κόσμος, ἀλλά μοῦ φαίνεσαι ἕνας ἀπό κείνους, πού, περιπλανώμενοι μέ πολύκοπα πλοῖα, ἐπιβλέπουν τούς ναῦτες, πού εἶναι ἔμποροι καί καταγράφουν τά φορτία κι ὁ νοῦς τους εἶναι στά ἐμπορεύματα καί στά ἀποταμιευμένα κέρδη. Καθόλου δέν μοιάζεις μέ ἀθλητή». (Ὁμήρου, Ὀδύσσεια θ στιχ. 158-164, μετάφραση Παναγιώτης Γιαννακόπουλος, τόμος 2, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 1992, σελ. 125). Τώρα κατά πόσον ἡ ὅλη σύγχρονη ἀθλητική δραστηριότητα εἶναι ἀμέτοχη καί δέν ἀποβλέπει σέ χρηματικό κέρδος εἶναι ζήτημα ἐκτός πάσης συζητήσεως.
Ὁ Πλάτων καί ὁ ἀθλητισμός
Ὁ Ἀθηναῖος φιλόσοφος θεωρεῖ τήν γυμναστική ἀναγκαῖο συμπλήρωμα τῆς μουσικῆς στήν ἐκπαίδευση τῶν νέων: «Μετά δή μουσικήν γυμναστικῇ θρεπτέοι οἱ νεανίαι» (Πλάτωνος Πολιτεία 403 c). Ἡ ἀξιολογική προτεραιότητα ὅμως δίδεται στήν ἄσκηση τῆς ψυχῆς καί ὄχι τοῦ σώματος: «Ἐγώ δηλαδή ἔχω τήν ἰδέα, πώς δέν εἶναι τό γερό καί καλό σῶμα ἐκεῖνο πού μέ τήν ἀξία του κάνει καλή καί τήν ψυχή, ἀλλά τό ἐναντίον, ἡ καλή ψυχή εἶναι πού μέ τήν ἀρετή της κάνει καί τό σῶμα ὅσο γίνεται πιό καλό». Πλάτωνος Πολιτεία 403 d – μετάφραση Ἰωάννη Γρυπάρη, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, πρῶτος τόμος, Ἀθῆναι 1954, σελ. 219). Ἔτσι λοιπόν κατά τόν Πλάτωνα παραλλήλως πρός τό σῶμα πρέπει νά ἀσκεῖται καί ἡ ψυχή καί μάλιστα ἡ προτεραιότητα πρέπει νά δίδεται σ᾿ αὐτήν. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει οἱ ἐπιπτώσεις θά εἶναι ἀδυσώπητες τόσο γιά τό ἦθος ὅσο καί γιά τήν διανοητική ἀλκή τοῦ ἐκπαιδευομένου. Ὁσον ἀφορᾶ τό ἦθος ἡ μονομερής ἐνασχόληση μέ τό σῶμα θά τόν καταστήσει ἀναποδράστως ἀγροῖκο, μέ τήν κυριολεκτική σημασία τῆς λέξεως, σκληρό καί βάναυσο: «Δέν παρετήρησες ποιά διάθεση παίρνει ὁ χαρακτήρας ἐκείνων, πού σ᾿ ὅλη τους τή ζωή καταγίνονται ἀποκλειστικά μέ τή γυμναστική, χωρίς νά γευτοῦν διόλου ἀπό μουσική μόρφωση ἤ καί ὅταν συμβαίνει τό ἐναντίο; Γιά τί πρᾶγμα λές; Νά· γιά τήν ἀγριότητα καί τή σκληρότητα τῶν πρώτων, γιά τόν μαλακό καί ἥμερο χαρακτῆρα τῶν ἄλλων. Πραγματικῶς τό παρετήρησα κ᾿ ἐγώ, πώς ὅσοι ἐπιδοθοῦν ἀποκλειστικά στή γυμναστική καταντοῦν πιό ἄγριοι ἀπ᾿ ὅσο πρέπει, κι᾿ ὅσοι πάλι στή μουσική, πιό μαλακοί ἀπ᾿ ὅ,τι τούς ἁρμόζει. Καί μολοταῦτα αὐτό τό ἄγριο δέν μπορεῖ νά προέρχεται παρά ἀπό μιά φύση ὁρμητική καί φλογερή, πού ἄν καλλιεργηθῆ ὅπως πρέπει θά γίνη ἀντρεία, ἐνῶ ἄν τό παρατεντώση πιότερο ἀπ᾿ ὅ,τι πρέπει, θά καταντήση, φυσικά, σέ σκληρότητα καί βαναυσότητα». (Πλάτωνος Πολιτεία 410 c d – μετάφραση Ἰωάννη Γρυπάρη, ἔν. ἀν., σελ. 237). Ὡσαύτως ἡ ὑπερβολική ἐνασχόληση τοῦ ἐκπαιδευομένου μέ τή γυμναστική καί ἐν γένει μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ σώματος μειώνει τήν ἱκανότητά του νά μετέρχεται ἐπιτυχῶς τίς ἰδιωτικές καί τίς δημόσιες ὑποθέσεις, μειώνει, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο καί ἀντιφατικό, τή μαχητική του ἱκανότητα στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις καί γενικά ἀμβλύνει τήν ὀξύνοια καί ὑποβαθμίζει τίς πνευματικές λειτουργίες του: «Τόν ἐμποδίζει, ναί μά τόν Δία, κι᾿ ἀπό κάθε ἄλλο μάλιστα περισσότερο, αὐτή ἡ ὑπερβολική φροντίδα τοῦ σώματος πού περνᾶ τά ὅρια τῆς ἁπλῆς γυμναστικῆς· γιατί τόν κάνει ἀνίκανο γιά τίς ἰδιωτικές του ὑποθέσεις καί στίς ἐκστρατεῖες καί γιά ὅποιαν ἄλλη δημοσία ἀρχή μέσα στήν πόλη. Καί τό σπουδαιότερο, πώς εἶναι ὁλωσδιόλου ἀσυμβίβαστη μέ κάθε μάθηση καί σπουδή καί μέ ὁποιαδήποτε συγκέντρωση τοῦ νοῦ, γιατί κάνει τόν ἄνθρωπο νά φαντάζεται πάντα γιά κεφαλαλγίες καί ζαλάδες, πού τίς ἀποδίδει στή φιλοσοφία τάχα, ὥστε νά τοῦ παρουσιάζεται σάν ἐμπόδιο παντοῦ ὅπου ἐξασκεῖται καί δοκιμάζεται ἡ ἀρετή· τόν κάνει νά νομίζη αἰωνίως πώς εἶναι ἄρρωστος, καί νά μήν παύη ποτέ νά γογγύζη γιά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του»(Πλάτωνος Πολιτεία 407 c − μετάφραση Ἰωάννη Γρυπάρη, ἔν. ἀν., σελ. 229). Κατόπιν αὐτῶν τῶν ἐπισημάνσεων τοῦ Πλάτωνος ἐγείρεται τό ἀμείλικτο ἐρώτημα: ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τόν πάσης φύσεως ἀθλητισμό, εἴτε ἐνεργητικά, κάνοντας πρωταθλητισμό ἤ ἐρασιτεχνικά, εἴτε παθητικά, παρακολουθώντας τηλεοπτικές ἀθλητικές ἐκπομπές, φροντίζουν ἀντιστοίχως νά καλλιεργοῦν τό πνεῦμα τους ἐνεργητικά ἤ ἔστω καί παθητικά ἤ περιέρχονται στήν κατάσταση πνευματικῆς ὑπνώσεως, μᾶλλον ἀποχαυνώσεως πού περιγράφει ὁ Πλάτων; Κάτι ἀκόμη πρέπει νά προσεχθεῖ στό ἀνωτέρω χωρίο τῆς Πολιτείας τοῦ Πλάτωνος: ὅτι δηλαδή ἡ ὑπερβολική ἐνασχόληση μέ τή γυμναστική μειώνει τήν ἱκανότητα ἐπιτυχοῦς ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδιωτικῶν καί δημοσίων ὑποθέσεων. Μήπως ἡ ὑπερβολική ἐνασχόληση μέ τόν ἀθλητισμό, ἔστω καί παθητικά, ἔχει καθοριστική συμμετοχή στό σύγχρονο φαινόμενο τῆς πολιτικῆς ἀπάθειας καί ἰδιώτευσης, δηλαδή τῆς ἀδιαφορίας γιά τά κοινά, πού ἴσως ἀποτελεῖ τόν μεγαλύτερο κίνδυνο γιά τή σύγχρονη δημοκρατία, ἀφοῦ αὐτή προϋποθέτει ὡς sine qua non ὅρο ὁμαλῆς λειτουργίας της τό ἐνδιαφέρον καί ἐν γένει τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ πολίτη στά κοινά; Ὁ Σοφοκλῆς στό ἀνθρωπολογικό στάσιμο τῆς Ἀντιγόνης, (πού ἔχει ἰδιάζουσα ἀξία κατά τόν Κορνήλιο Καστοριάδη γιά τήν κατανόηση τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ τύπου πού ἦταν κυρίαρχος στήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία στά μισά περίπου τοῦ Ε΄ αἰώνα), στούς στιχ. 354-356 γράφει γιά τή φύση τοῦ ἀνθρώπου: «Καί φθέγμα καί ἀνεμόεν φρόνημα καί ἀστυνόμους ὀργάς ἐδιδάξατο» (Σοφοκλέους Ἀντιγόνη στιχ. 353-354). Μετάφραση (Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου): «Βρῆκε ἀκόμα καί τή γλώσσα νά μιλεῖ καί ἰδέες ὑψηλές καί νόμους γιά τήν καλή διακυβέρνηση τῶν πόλεων» (Γερασίμου Μαρκαντωνάτου, Σοφοκλέους Ἀντιγόνη, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1985, σελ. 111). Αὐτή ἡ ἀστυνόμος ὀργή, ὁ σφοδρός πόθος τοῦ θέτειν νόμους μέσα στά πλαίσια τῆς πόλεως, ὁ σφοδρός ἀνθρώπινος ἵμερος τοῦ θεσμίζειν τήν πολιτική κοινωνία κατά τόν Κ. Καστοριάδη, τοῦ θεσμίζειν σημασίες, κώδικες, νόμους καί νόρμες τείνει νά ἐκλείψει στή σύγχρονη κοινωνία καί στή συνείδηση τοῦ σύγχρονου πολίτη. Θεωροῦμε πώς καί ἡ σύγχρονη ἀθλητική, τηλεοπτική ἀποχαύνωση ἔχει ποσοστό συμμετοχῆς στήν ἐμφάνιση τοῦ ἀρνητικοῦ αὐτοῦ φαινομένου, ἀφοῦ γιά σημαντική μερίδα τοῦ συγχρόνου πληθυσμοῦ ὁ πάσης φύσεως ἀθλητισμός μονοπωλεῖ τό ἐνδιαφέρον τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀπομυζώντας του ἐν τέλει κάθε ἄλλο ἐνδιαφέρον.
Ἐξάλλου ἀπό τήν ὀξυτάτη ματιά τοῦ Πλάτωνος δέν διαφεύγει τό γεγονός, δυστυχῶς μέ τό ντόπινγκ τόσο ἐπιτεινόμενο καί συνηθέστατο στίς μέρες μας, ὅτι οἱ ἀθλητές μέ τήν ἐξεζητημένη δίαιτα, στήν ὁποία ὑποβάλλονται, ὑποσκάπτουν τήν ὑγεία τους: «Θά τούς ταίριαζε λοιπόν τάχα ἡ δίαιτα αὐτῶν τῶν συνηθισμένων ἀθλητῶν; Ἴσως. Ναί, μά εἶναι κἄπως ὑπνιάρικη αὐτή, καί δέν τούς ἐξασφαλίζει ἀρκετά σταθερή ὑγεία. Ἤ δέν βλέπεις πώς κοιμοῦνται ὅλη τους τή ζωή κι᾿ ἄν βγοῦνε λιγάκι ἔξω ἀπό τήν ὡρισμένη δίαιτα, προσβάλλονται ἀπό μεγάλες καί σοβαρές ἀρρώστιες οἱ ἀθληταί;» (Πλάτωνος Πολιτεία 404 a – μετάφραση Ἰωάννη Γρυπάρη, ἔν. ἀν., σελ. 219).
Ὁ Ἀριστοτέλης καί ὁ ἀθλητισμός
Συμφωνεῖ ἐπίσης καί ὁ Ἀριστοτέλης γιά τήν ἀναγκαιότητα συμπεριλήψεως καί τῆς γυμναστικῆς στό ἐκπαιδευτικό πρόγραμμα τῶν νέων: «Ὅτι μέν οὖν χρηστέον τῇ γυμναστικῇ, καί πῶς χρηστέον, ὁμολογουμένον ἐστιν» (Ἀριστοτέλους Πολιτικά 1338 b 39-40). Μετάφραση (Πηνελόπης Τζιώκα-Εὐαγγέλου): «Συμφωνοῦμε λοιπόν ὅτι εἶναι χρήσιμη ἡ γυμναστική ἀγωγή καί μέ ποιόν τρόπον εἶναι χρήσιμη» (Ἀριστοτέλους Πολιτικά VII, VIII,τόμος Δ´, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Πηνελόπη Τζιώκα-Εὐαγγέλου, πρόλογος Γιάννης Πλάγγεσης, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 253). Βεβαίως ὁ Ἀριστοτέλης δέν παραλείπει νά ἐπισημάνει τίς ἐκτροπές ἀπό τήν ὑπερβολική γυμναστική, ἰδιαιτέρως κατά τήν παιδική ἡλικία. Ἡ ὑπερβολική ἐπίδοση στήν γυμναστική κατά τήν παιδική ἡλικία ἐξασθενίζει ἀντί νά ἐνδυναμώνει τό σῶμα. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ ὅτι σπανιώτατες εἶναι οἱ περιπτώσεις – δύο ἤ τρεῖς ‒ Ὀλυμπιονικῶν καί ὡς παίδωνστούς ἀγῶνες τῶν παίδων καί ὡς ἀνδρῶν στούς ἀγῶνες τῶν ἀνδρῶν: «Ὡς τήν ἐφηβική ἡλικία χρειάζεται νά δίνονται ἐλαφρότερες γυμναστικές ἀσκήσεις, νά ἀποφεύγονται ἡ αὐστρή δίαιτα καί ὁ ἐξαναγκασμός σέ ἐπίπονες ἀσκήσεις, γιά νά μήν ἐμποδίζεται καθόλου ἡ φυσιολογική ἀνάπτυξη τοῦ σώματος. Ἰσχυρή ἀπόδειξη τῆς δυνατῆς αὐτῆς ἐπίπτωσης εἶναι τό γεγονός ὅτι στούς πίνακες τῶν Ὀλυμπιονικῶν σέ δυό τρεῖς μόνο περιπτώσεις θά εὕρισκε κανείς ὅτι νίκησαν στούς ἀγῶνες οἱ ἴδιοι ἀθλητές ἀγωνιζόμενοι ὡς παιδιά καί ὡς ἄντρες, ἐπειδή οἱ ὑποχρεωτικές καί ἐπίπονες ἀσκήσεις κατά τή νεότητά τους ἐξάντλησαν τή δυναμικότητά τους» (Ἀριστοτέλους Πολιτικά VII, VIII, 1338 b 38-40 – 1339 a 5, τόμος Δ´, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Πηνελόπη Τζιώκα-Εὐαγγέλου, πρόλογος Γιάννης Πλάγγεσης, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 253).
Αὐτή ἡ τελευταία παρατήρηση τοῦ Ἀριστοτέλη προσλαμβάνει δραματική ἐπικαιρότητα στό σύγχρονο ἀθλητισμό, ὅπου ἡ ὑπεράνθρωπη καί ἀφύσικη γιά τά ἀνθρώπινα μέτρα προετοιμασία τῶν συγχρόνων ἀθλητῶν γιά τούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, προστεθειμένης τῆς χρήσεως ἀναβολικῶν πρός μεγιστοποίηση τῆς ἀθλητικῆς ἐπιδόσεως, ἐξαντλεῖ καί ὑποσκάπτει ἀνεπανορθώτως τήν ὑγεία τους.
Ὁ Σταγιρίτης φιλόσοφος, συμφωνώντας μέ τόν μεγάλο διδάσκαλό του Πλάτωνα, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ὑπερβολικός σωματικός κάματος ἐπιβαρύνει τήν ἄρτια διανοητική λειτουργία: «ἄρα γάρ τῇ τε διανοίᾳ καί τῷ σώματι διαπονεῖν οὐ δεῖ, τοὐναντίον γάρ ἑκάτερος ἀπεργάζεσθαι πέφυκε τῶν πόνων, ἐμποδίζων ὁ μέν τοῦ σώματος πόνος τήν διάνοιαν ὁ δέ ταύτης τό σῶμα» (Ἀριστοτέλους Πολιτικά 1339 a 8-11). Μετάφραση (Πηνελόπης Τζιώκα-Εὐαγγέλου): «Γιατί δέν ἐνδείκνυται νά καταπονοῦνται συγχρόνως καί τό πνεῦμα καί τό σῶμα, καθώς τό κάθε εἶδος ἄσκησης ἀντίστοιχα ἀπό μόνο του καταπονεῖ τό ἀντίθετό του, δηλαδή ὁ σωματικός κόπος ταλαιπωρεῖ τό πνεῦμα καί ὁ πνευματικός κόπος τό σῶμα» (Ἀριστοτέλους Πολιτικά VII, VIII,τόμος Δ´, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Πηνελόπη Τζιώκα-Εὐαγγέλου, πρόλογος Γιάννης Πλάγγεσης, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 253). Ἑπομένως, ἄν διαβάζουμε σωστά τόν Ἀριστοτέλη, ἡ διανοητική καί ἡ σωματική δραστηριότητα ‒ ὀρθότερον ἡ ἐπίταση τῆς διανοητικῆς καί σωματικῆς δραστηριότητος ‒ εἶναι δραστηριότητες ἐναντίες, ἄρα ἀλληλοαποκλειόμενες καί ἀλληλοαναιρούμενες. Σύροντες λοιπόν τή συλλογιστική τοῦ Ἀριστοτέλη ἕως τίς ἔσχατες συνέπειές της, μποροῦμε βάσιμα νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἡ ὑπερβολική σωματική δραστηριότητα ἀποκλείει καί ἀκυρώνει τήν διανοητική δραστηριότητα. (Πρός ἀποφυγή πάσης παρεξηγήσεως οἱ λέξεις-κλειδιά τοῦ ἀνωτέρω συλλογισμοῦ εἶναι ἡ ἐπίταση καί ἡ ὑπερβολή τῆς σωματικῆς δραστηριότητος, διότι ἡ μετρία καί λελογισμένη χρήση τῆς σωματικῆς ἀσκήσεως οὐδόλως εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ ὅτι ἐπιδρᾶ τόσο καταλυτικά στή διανοητική δραστηριότητα − τό ἐναντίον μάλιστα. Ἑπομένως αὐτό εἶναι τό ζητούμενον: ἡ μετρία καί λελογισμένη σωματική δραστηριότητα καί ὄχι ἡ ἐπιτεταμένη, ὑπερβολική, μή φυσιολογική καί καταστροφική, θά ἔλεγα, στήν ὁποία ἐπιδίδονται δυστυχῶς οἱ σύγχρονοι ἀθλητές, προκειμένου νά ἀποσπάσουν ἕνα Ὀλυμπιακό μετάλλιο).
Ὁ Εὐριπίδης καί ὁ ἀθλητισμός
Ὁ Ἀθηναῖος τραγικός Εὐριπίδης, ζώντας πρός τό τέλος τοῦ Ε΄ αἰώνα, ἐν μέσῳ τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς τοῦ γνησίου Ἑλληνικοῦ ἤθους πού αὐτός ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἐπέφερε καί βλέποντας τόν ἤδη συντετελεσμένο ἐκφυλισμό τοῦ αὐθεντικοῦ Ὀλυμπιακοῦ πνεύματος καί τόν στυγνό ἐπαγγελματισμό τῶν συγχρόνων του ἀθλητῶν, προβαίνει στή διατύπωση τῆς πικρόχολης γνώμης γιά τό ἦθος καί τή χρησιμότητα τῶν ἀθλητῶν σ᾿ ἕνα σωθέν ἀπόσπασμα τῆς χαμένης τραγωδίας του Αὐτόλυκος, πού ὅμως πρέπει νά στοιχεῖ καί νά ἀπηχεῖ, κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον, τή σύγχρονή του πραγματικότητα: «κακῶν γάρ ὄντων μυρίων καθ᾿ Ἑλλάδα,/ οὐδέν κάκιόν ἐστί ἀθλητῶν γένους/ οἵ πρῶτα μέν ζῆν οὔτε μανθάνουσιν εὖ/ οὔτ᾿ ἄν δύναιντο· πῶς γάρ ὅστις ἔστ᾿ ἀνήρ/ γνάθου τε δοῦλος νηδύος θ᾿ ἡσσημένος/ κτήσαιτ᾿ ἄν ὄλβον εἰς ὑπερβολήν πατρός; / οὐδ᾿ αὖ πένεσθαι κἀξυπηρετεῖν τύχαις/ οἷοί τ᾿· ἔθη γάρ οὐκ ἐθισθέντες καλά/ σκληρῶς μεταλλάσσουσιν εἰς τἀμήχανον./ λαμπροί δ᾿ ἐν ἤβῃ καί πόλεως ἀγάλματα/ φοιτῶσ᾿· ὅταν δέ προσπέσῃ γῆρας πικρόν,/ τρίβωνας ἐκβαλόντες οἴχονται κρόκας./ ἐμεμψάμην δέ καί τῶν Ἑλλήνων νόμον,/ οἵ τῶνδε ἕκατι σύλλογον ποιούμενοι/ τιμῶσ᾿ ἀχρείους ἡδονάς δαιτός χάριν./ τίς γάρ παλαίσας εὖ, τίς ὠκύπους ἀνήρ/ ἤ δίσκον ἄρας ἤ γνάθον παίσας καλῶς/ πόλει πατρῶᾳ ἤρκεσεν λαβών;/ πότερα μαχοῦνται πολεμίοισιν ἐν χεροῖν/ δίσκους ἔχοντες ἤ δι᾿ ἀσπίδων χερί/ θείνοντες ἐκβαλοῦσι πολεμίους πάτρας;/ οὐδείς σιδήρου ταῦτα μωραίνει πέλας/ στάς. ἄνδρας χρή σοφούς τε κἀγαθούς/ φύλλοις στέφεσθαι, χὥστις ἡγεῖται πόλει/ κάλλιστα σώφρων καί δίκαιος ὤν ἀνήρ,/ ὅστις τε μύθους ἔργ᾿ ἀπαλλάσσει κακά/ μάχας τ᾿ ἀφαιρῶν καί στάσεις· τοιαῦτα γάρ/ πόλει τε πάσῃ πᾶσί θ᾿ Ἕλλησι καλά» (Εὐριπίδου, Fragmenta 182, στιχ. 1-28). Καί ἡ μετάφραση τῆς φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου: «Ἐνῶ ὑπάρχουν κακά ἀναρίθμητα στήν Ἑλλάδα,/ τίποτε δέν εἶναι χειρότερο ἀπό τή φάρα τῶν ἀθλητῶν./ Αὐτοί πρῶτα πρῶτα δέν μαθαίνουν νά ζοῦν σωστά/ κι οὔτε θά τό μποροῦσαν· γιατί πῶς ἕνας ἄνθρωπος/ δοῦλος τοῦ σαγονιοῦ καί θῦμα τῆς κοιλιᾶς του/ θά μποροῦσε νά ἀποκτήσει περιουσία/ πού νά αὐξήσει τήν πατρική;/ Οὔτε πάλι μποροῦν νά ὑπομείνουν τή φτώχεια/ καί νά προσαρμοστοῦν στίς περιστάσεις./ Δέν ἔχουν συνήθειες καλές/ καί στίς δυσκολίες μέ δυσκολία ἀλλάζουν τακτική./ Λαμπροί στήν ἐφηβεία τους καί τῆς πόλης τους καμάρια/ περπατοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ·/ σάν ὅμως φτάσουν τά πικρά γεράματα,/ γρήγορα μοιάζουν μέ χιτῶνες ξεφτισμένους./ Θά κατηγοροῦσα καί τή συνήθεια τῶν Ἑλλήνων,/ πού γιά χάρη τους ὀργανώνουν συγκεντρώσεις/ καί τούς τιμοῦν μέ ἄχρηστες ἀπολαύσεις/ τραπέζια ἑτοιμάζοντας. Ποιός ἄντρας πού παλεύει καλά/ ἤ τρέχει γρήγορα ἤ ρίχνει τόν δίσκο ἤ γρονθοκοπᾶ/ τά σαγόνια καλά, θά βοηθήσει τήν πατρίδα του/ παίρνοντας τό στεφάνι; Μήπως τούς ἐχθρούς/ θά πολεμήσουν κρατώντας στά χέρια δίσκους/ ἤ μέ τήν ἀσπίδα τῆς γροθιᾶς τους/ θά σκοτώνουν τούς ἐχθρούς/ καί θά τούς διώξουν μακριά ἀπό τήν πατρίδα;/ Κανένας δέν κάνει τέτοιες ἀνοησίες σάν βρεθεῖ/ ἀπέναντι σέ σιδερένια ὅπλα. Μέ κλαδιά πρέπει/ τούς σοφούς κι ἐνάρετους ἄνδρες νά στεφανώνουμε/ κι ὅποιον κυβερνᾶ ἄριστα τήν πόλη/ ἄνθρωπος ὄντας συνετός καί δίκαιος,/ καθώς καί ὅποιον μέ τά λόγια του ἀπομακρύνει/ τίς συμφορές ἀπό τήν πόλη καί σταματᾶ/ ἀμάχες καί διχόνοιες. Τέτοια εἶναι καλά/ γιά ὅλη τήν πόλη καί ὅλους τούς Ἕλληνες» (Εὐριπίδου, Ἀποσπάσματα, τόμος 2, Κάκτος. Ἀθήνα 2003, σελ. 161 καί 163). Βλέπουμε σ᾿ αὐτό τό σαρκαστικό πορτραῖτο τοῦ συγχρόνου του ἀθλητοῦ ἡ ἀναμφισβήτητη ὀξυδερκής κριτική ματιά τοῦ Εὐριπίδη ἀμφισβητεῖ καί αὐτή ἀκόμη τήν πολυθρύλητη συμβολή τῶν Ὀλυμπιονικῶν στήν ἀμυντική καί πολεμική ἑτοιμότητα τῆς πόλεώς των. Ἀκόμη στό ἀξιακό σύστημα τοῦ Ἀθηναίου τραγικοῦ ἡ σοφία, ἡ ἀρετή καί ἡ πολιτική ἱκανότητα κατέχουν ὑψηλότερη θέση ἀπό τήν ἀθλητική ἐπίδοση καί θεωρεῖ ὡς παράλογες καί ἐξωπραγματικές, ἤγουν μή στοιχοῦσες πρός τήν πραγματική ἀξία τῶν ἀθλητῶν, τίς ὑπερβολικές τιμές πού τούς ἀποδίδονται- θέμα τό ὁποῖο θίγει καί ὁ Ξενοφάνης.
Ὁ Ξενοφάνης καί ὁ ἀθλητισμός
Ἀλλά καί ὁ προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀπό τό 570 ἕως τό 480 π. Χ., σέ μία ἐποχή δηλαδή, κατά τήν ὁποία τό Ὀλυμπιακό πνεῦμα βρισκόταν σέ πλήρη ἀκμή, χρησιμοποιεῖ πολύ αὐστηρή γλῶσσα γιά τίς ὑπερβολικές ἠθικές καί ὑλικές ἀμοιβές, πού ἀπέδιδαν οἱ πόλεις στούς Ὀλυμπιονίκες καί πού δέν παύει νά διατηρεῖ τήν δραματική ἐπικαιρότητά του καί σήμερα: «Ἀλλ᾿ ἐάν κάποιος θέλει νά κερδίσει νίκη ἐξαιτίας τῆς ταχύτητας τῶν ποδιῶν του, εἴτε ἀγωνιζόμενος στό πένταθλο, ἐκεῖ ὅπου κεῖται τό ἱερό τοῦ Διός κοντά στίς ροές τῆς Πίσας στήν Ὀλυμπία, εἴτε παλεύοντας ἤ μέ τό νά ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἀγωνίζεται τή φοβερή πυγμαχία. Εἴτε μέ τό νά ἀγωνίζεται τό τρομερό ἀγώνισμα πού λέγεται παγκράτιο, αὐτός εἶναι δυνατό νά φαίνεται περισσότερο ἔνδοξος στούς πολίτες, καί εἶναι δυνατό νά καταλάβει τήν τιμητική πρωτοκαθεδρία στούς ἀγῶνες, ἡ δέ συντήρησή του νά γίνεται μέ τά δημόσια ἔξοδα τῆς πολιτείας, ἤ καί νά ἔχει δῶρο πού δόθηκε σ᾿ αὐτόν ὡς κειμήλιο· ὁμοίως εἴτε πρόκειται νά κερδίσει {τό ἔπαθλο} μέ τούς ἵππους του· γενικά δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσει ὅλα αὐτά τά ἆθλα - ὅμως δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζω ἐγώ. Διότι ἡ δική μου σοφία εἶναι κατά πολύ ἀνώτερη τῆς δύναμης τῶν ἀνδρῶν καί τῶν ἵππων. Ὅμως ἡ γνώμη τῶν ἀνθρώπων ἐπ᾿ αὐτοῦ εἶναι πολύ συγκεχυμένη· οὔτε εἶναι δίκαιο ἡ σωματική δύναμη νά θεωρεῖται σπουδαιότερη τῆς σοφίας. Διότι οὔτε ἡ παρουσία ἱκανοῦ πυγμάχου μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως, οὔτε τοῦ καλοῦ ἀθλητοῦ τοῦ πεντάθλου ἤ παλαιστοῦ, οὔτε καί ἡ ὕπαρξη ἱκανοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ταχύτητα τῶν ποδιῶν – πρᾶγμα πού κρίνεται τό σπουδαιότερο ἀγώνισμα ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπάρχουν στούς ἀγῶνες – καί, γενικά, δέν συμβαίνει ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν νά ὑπάρχει ἡ εὐνομία στήν πολιτεία. Μικρή εἶναι ἡ εὐχαρίστηση τήν ὁποία θά δοκιμάσει ἡ πολιτεία γιά τοῦτο: ἐάν δηλαδή κάποιος κερδίσει νίκη ἀγωνιζόμενος κοντά στίς ὄχθες τῆς Πίσας· διότι αὐτά τά πράγματα δέν ἐμπλουτίζουν τά δημόσια θησαυροφυλάκεια» (Ξενοφάνους, ἀπόσπ. 2 - Βλ. Κωνσταντίνου Βουδούρη, Προσωκρατική φιλοσοφία, ἐκδ. Ἰωνία, Ἀθήνα 1988, σελ. 71). Στή σκέψη τοῦ Ξενοφάνη ἡ σοφία, ἡ εὐνομία ἀκόμη καί ἡ εὔρωστη οἰκονομία ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία καί σημασία στήν πολιτική κοινωνία ἀπό τόν ἀθλητισμό. Ἡ δέ συμβολή τοῦ ἀθλητισμοῦ στήν ἀνάπτυξη τῶν ἀνωτέρω μεγεθῶν εἶναι μηδαμινή. Σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ὁ μακαριστός καθηγητής Κ. Βουδούρης γράφει: «Μπορεῖ νά φαντασθεῖ κανείς τό πόσο αὐστηρή γλῶσσα θά χρησιμοποιοῦσε σήμερα ὁ Ξενοφάνης, ὅταν θά ἔβλεπε ὄχι μόνο τήν ἠθική ἀμοιβή τῶν ἀθλητῶν, ἀλλά καί τόν κατά ἐμπορικό τρόπο πλουτισμό τῶν ἀθλητῶν καί γενικά τήν πλήρη ἐμπορευματοποίηση τῆς ὀλυμπιακῆς ἰδέας καί τοῦ ἀθλητικοῦ ἰδεώδους» (Κωνσταντίνου Βουδούρη, Προσωκρατική φιλοσοφία, ἐκδ. Ἰωνία, Ἀθήνα 1988, σελ. 71).
Ὁ Γαληνός καί ὁ ἀθλητισμός
Ἀκόμη καί ὁ Γαληνός, ὁ μεγάλος ἰατρός τῆς ἀρχαιότητος, ἀσκεῖ δριμεῖα κριτική στόν ἀθλητισμό. Τήν κριτική αὐτή κάνει στό ἔργο του Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν ἀπό τό ἔννατο κεφάλαιο καί ἑξῆς μέχρι τό τέλος τοῦ ἔργου του. Στό ἔργο αὐτό ἀπευθύνεται στούς νέους, παροτρύνοντάς τους νά μήν ἀσχολοῦνται μέ τόν ἀθλητισμό. Ξεκινώντας τήν κριτική του γράφει: «Φοβᾶμαι μόνο τήν ἀσχολία τῶν ἀθλητῶν, ἡ ὁποία ὑπόσχεται τή δύναμη τοῦ σώματος καί τήν εὐρεῖα δόξα, καί κυρίως ἐπειδή ἀπό τούς πατεράδες πληρώνεται μέ δημόσιες καθημερινές πληρωμές καί γενικά ἔχει τήν ἴδια ἐκτίμηση μέ τούς πιό γενναίους, μήπως ἐξαπατήσει κάποιον ἀπό τούς νέους καί τήν προτιμήσει ἀπό κάποια τέχνη. Γι᾿ αὐτό εἶναι καλύτερο νά τό ἐξετάσουμε ἐκ τῶν προτέρων αὐτό· γιατί καθένας ἐξαπατᾶται εὔκολα σέ ὅσα δέν τά ἔχει μελετήσει» (Γαληνοῦ, Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν, 9, μετάφραση Φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, τόμος τρίτος, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 2000, σελ. 85).
Κατ᾿ἀρχήν ἰσχυρίζεται ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται ἀπό τά λοιπά ζῶα καί ὑπερτερεῖ ἔναντι αὐτῶν λόγῳ τῆς σκεπτικῆς-λογικῆς ἱκανότητός του καί τῶν πνευματικῶν του ἐπιδόσεων. Οἱ σωματικές του ἐπιδόσεις ὑστεροῦν σημαντικά ἔναντι τῶν ζώων, ὅσο καί ἄν ἀσκηθεῖ. Ἔτσι λοιπόν ταιριάζει καλύτερα καί ἁρμοδιότερα στήν ἀνθρώπινη φύση ἡ ἐξάσκηση τῶν πνευματικῶν ἱκανοτήτων της καί ἡ μεγιστοποίηση τῆς ἐπιδόσεως σ᾿ αὐτές παρά ἡ ἐξάσκηση τῶν σωματικῶν της ἱκανοτήτων καί ἡ προσπάθεια τῆς μεγίστης ἐπιδόσεως σ᾿ αὐτές. (Γαληνοῦ, Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν, 9)
Ἐπίσης ὁ Γαληνός ἀρνεῖται ὅτι οἱ ἀθλητές ἔχουν καλύτερη ὑγεία ἀπό τούς λοιπούς ἀνθρώπους. Τοὐναντίον διατείνεται ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τῶν ἀθλητῶν εἶναι ἀθλία, λόγῳ τῆς ὑπέρμετρης καταπονήσεως, στήν ὁποία ὑποβάλλουν τά σώματά τους. Μάλιστα ἡ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας τους ἐπιτείνεται ραγδαία ἐπί τά χείρω μετά τήν κατάπαυση τῆς ἐνασχολήσεώς των μέ τόν ἀθλητισμό. Ἡ ἀπόφανση αὐτή τοῦ Γαληνοῦ, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς στηρίζεται ὄχι μόνο σέ θεωρητικές ἀντιλήψεις, ἀλλά καί σέ ἐμπειρική παρατήρηση, λαμβάνει μεγαλύτερο βάρος καί κῦρος λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἰατρικῆς ἰδιότητός του, ἀλλά καί τῆς ἀναμφισβήτητης ἰατρικῆς αὐθεντίας του. Μάλιστα στό θέμα αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐπικαλεῖται καί τήν αὐθεντία τοῦ Ἱπποκράτη, ὁ ὁποῖος ὡσαύτως ἀποφαίνεται ὅτι: «ἡ σωματική κατάσταση τῶν ἀθλητῶν δέν εἶναι φυσιολογική» (Γαληνοῦ, Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν, 10, 11, μετάφραση Φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, τόμος τρίτος, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 2000, σελ. 91).
Ἀκόμη ὁ Γαληνός ἰσχυρίζεται ὅτι καί αὐτή ἀκόμα ἡ σωματική ὀμορφιά τῶν ἀθλητῶν καταρρέει μετά τήν παύση τῆς ἀθλήσεώς τους. Τά σώματά τους ζαρώνουν, γίνονται χαλαρά καί πλαδαρά καί γενικῶς ἡ αἰσθητική τους μειώνεται αἰσθητά (Γαληνοῦ, Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν, 12)
Ἐπιπλέον ὁ Γαληνός ἀμφισβητεῖ καί τήν μαχητική ἱκανότητα τῶν ἀθλητῶν καί τήν ἐν γένει συμβολή τους στήν ἀμυντική θωράκιση καί πολεμική ἀποτελεσματικότητα τῆς πατρίδας τους. Στό σημεῖο αὐτό ἐπαναλαμβάνει τά ἐπιχειρήματα τοῦ Εὐριπίδη. Ὅθεν καί αὐτός θεωρεῖ παράλογες τίς τιμές πού τούς ἀποδίδονται (Γαληνοῦ, Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν, 13)
Προσέτι ὁ Γαληνός ἀμφισβητεῖ καί αὐτόν ἀκόμη τόν προσπορισμό πλούτου ἀπό τήν ἐνασχόληση μέ τόν ἀθλητισμό. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ἴσως λοιπόν καυχῶνται ὅτι κερδίζουν τά περισσότερα χρήματα ἀπ᾿ ὅλους· ἀλλά ὅμως μποροῦμε νά τούς δοῦμε ὅλους αὐτούς νά χρωστᾶνε χρήματα ὄχι μόνο κατά τό χρονικό διάστημα πού ἀθλοῦνται, ἀλλά καί ὅταν σταματήσουν τόν ἀθλητισμό, δέν θά βρεῖς κανέναν ἀθλητή πιό πλούσιο ἀπό ἕναν ἐπιτυχημένο πλούσιο οἰκοδεσπότη. Δέν εἶναι ὅμως οὔτε γενικά ἀξιόλογος ὁ ἴδιος ὁ πλοῦτος ἀπό ἕνα ἐπάγγελμα, ἀλλά τό νά γνωρίζει κανείς μιά τέτοια τέχνη, ἡ ὁποία, καί ὅταν αὐτός ναυαγήσει, θα κολυμπήσει μαζί του» (Γαληνοῦ, Προτρεπτικός ἐπ᾿ ἰατρικήν, 14, μετάφραση Φιλολογικῆς ὁμάδας Κάκτου, τόμος τρίτος, ἐκδ. Κάκτος, Ἀθήνα 2000, σελ. 107)
Ἐν τέλει ὁ Γαληνός προτρέπει τούς νέους νά ἀσχοληθοῦν μέ μία τέχνη, ἡ ὁποία θά εἶναι οὐσιαστικῶς ὠφέλιμη καί ἀποτρέπει τούς νέους νά ἀσχοληθοῦν μέ τήν ἀθλητική τέχνη ὡς πολλαπλῶς ἐπιζήμια καί βλαβερή.
Συμπεράσματα
Σέ ὁρισμένους ἐκπροσώπους τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος ὁ ἀθλητισμός ὄχι μόνο δέν κατέχει τήν περίοπτη θέση πού τοῦ ἀποδίδει ἡ σύγχρονη περιρρέουσα κοινωνική καί πνευματική ἀτμόσφαιρα, ἀλλά τοὐναντίον ἀντιμετωπίζεται μέ ἐπιφύλαξη καί καχυποψία, πού ἐνίοτε σχεδόν ἐγγίζει καί τά ὅρια τῆς πλήρους ἀπαξιώσεως, ὅπως π.χ. συμβαίνει μέ τόν Γαληνό καί ἴσως μέ τόν Εὐριπίδη. Ἀλλά καί ὅσοι φιλόσοφοι διάκεινται θετικά ἀπέναντί του, ὅπως π.χ. ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης δέν παύουν νά στιγματίζουν τίς ὑπερβολές του καί νά ἀποδίδουν ἀξιολογική προτεραιότητα στήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς καί τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς.
Ὁ σύγχρονος ἀθλητισμός εἶναι πασιφανές ὅτι δέν ἀποφεύγει τίς ὑπερβολές ὅσον ἀφορᾶ τήν σωματική ἄσκηση καί ἀποβλέπει κυρίως στήν κάρπωση οἰκονομικοῦ - καί ὄχι μόνο - κέρδους.
ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/allotriosi-sygchronou-athlitismou/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.