Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Μακρυγιάννης: Η πατρίδα να μην κυβερνιέται με το “έτζι θέλω”

Επέτειος 3ης Σεπτεμβρίου 1843-Αποσπάσματα από τα «Απομνημονεύματα» * του Μακρυγιάννη
Είδα ότι η Κυβέρνησή µας έφυγε όλως-διόλου από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη δια την πατρίδα του και του-λόγου-του “να µην κυβερνιέται µε το “”έτζι-θέλω”””.
Αφού κατήχησα όλο το κράτος ” µε τις υπογραφές, έκρινα εύλογον να βάλω και πολιτικούς εις την πρωτεύουσα. Κανένας άλλος δεν ήταν να είχα ‘µπιστοσύνη -ο Μεταξάς, ότι έδειξε και χαραχτήρα εις την προεδρία του Μαυροκορδάτου. Τότε ορκιζόµαστε ότι να κάµωµεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταµα, να διοικιώµαστε τοιούτως. Κι’ αν ο Βασιλέας υπογράψη, να ήµαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είµαστε αναντίοι, ότι τότε θα µας σκοτώση….είπα θα δέσουµεν τον Βασιλέα µε νόµους. (…)
Η εξέγερση
Το βράδυ πάλε συνάζω ανθρώπους και βάνω το σκέδιον εις την ενέργειαν. Ο Θεός στράβωσε την εξουσίαν και την ενέκρωσε, από την δικαιοσύνη οπού είχε• κι’ ο Βασιλέας κι’ όλοι αυτείνοι κοιµάτον. Συνάζονταν άνθρωποι µε τ’ άρµατά τους κι’ έρχονταν εις το περιβόλι µου και εις το σπίτι µου και οι δραγάτες.(…)
Σηκώθηκα και πήγα εις τις εικόνες και κάνω την προσευκή µου και “λέγω• “”Κύριε, βλέπεις σε τι κατάστασιν έφτασα. Ο µόνος σωτήρας είναι ” η παντοδυναµία σου και η εσπλαχνία σου ‘σ εµάς οπού κιντυνεύοµεν και “εις την µατοκυλισµένη µας πατρίδα””.
Τότε η άπειρη εσπλαχνία του Θεού ” και η αγαθότης του µου ‘δωσε φώτισιν και θάρρος. Πιάνω και φκειάνω µίαν “σηµαία και γράφω• “”Εθνική Συνέλεψη, Σύνταµα””. Λέγω• “”Εις το όνοµα ” “του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σηµαία της πατρίδος!”” Και ” την είχα έτοιµη.
Γράφει τη διαθήκη του
Τελειώνοντας αυτό, έφκειασα την διαθήκη µου (ότι άλλαξα ιδέα το να καγούµεν όλοι• είπα µπορώ να βγω έξω να σκοτωθώ. Το-λοιπόν σκοτώνοµαι εγώ και µένουν αυτείνοι οι αδύνατοι. ‘Ολοι οι ‘Ελληνες δεν θα είναι θερία). Φκειάνω την διαθήκη µου κ’ έβαλα και κηδεµόνας τίµιους ανθρώπους. Τότε την διαθήκη την δίνω της γυναικός µου και της “λέγω• “”Πάρ’ το αυτό το χαρτί και βάλ’ το σε µίαν πέτρα από-κάτου να ” είναι σίγουρο, να-µην κάψουν το σπίτι και καγή• κι’ αν πάθω εγώ, να το “‘χετε εσείς και ν’ ακολουθήσετε καθώς γράφω””. Με φωνές και δαρµούς το ” πήρε η φαµελιά µου όλη και το έκρυψαν. Τότε ησύχασε η ψυχή µου και το σώµα µου έλαβε άλλη ψύχωσιν. ‘Οτι µ’ έτυπτε η συνείθησή µου δι’ αυτούς τους αδύνατους και µ’ αυτό µου φάνηκε ότι τους δίκιωσα. Τότε συγύρισα όλα µου τα όπλα, τα ‘βαλα εις την θέσιν τους. Κατέβηκα µε την σηµαία κάτου-εις το σπίτι και είδα τι άνθρωποι µείναν• και µέτρησα όλους εφτά και “τέσσερα παιδιά.
Αποφασισμένοι μπροστά στον κίνδυνο

Τότε τους λέγω• “”Αδελφοί, έκαµα αυτό το κίνηµα ότι ” αδικέσασταν εσείς οι αγωνισταί κι’ όλο το έθνος από τις Κυβέρνησές µας και είπα ίσως και µ’ αυτό σώνονταν τα δεινά µας ολουνών των Ελλήνων. ∆εν ήταν τυχερόν. ‘Εχοµεν ακόµα αµαρτίες να µας παιδέψουν. Εµείς, όσ’ είµαστε εδώ, είµαστε τώρα αδύνατοι και οι άλλοι οπού µας έχουν κλεισµένους πολλοί• να µην χαθήτε κ’ εσείς αδίκως ελάτε να σας ανοίξω την πόρτα να φύγετε. ∆εν θέλω να σας έχω εις το λαιµό µου να χαθήτε κ’ εσείς. Κ’ εγώ µένω εις την βοήθεια του Θεού. Και σάβανον έχω την σηµαία οπού ‘φκειασα• και ‘σ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος µου και θρησκείας “µου””.
Τότε, µά τ’ όνοµα του Θεού και της πατρίδας, µε δάκρυα καυτερά” θυµώµαι εκείνη την βραδειά και την απάντησιν αυτεινών των γενναίων “αντρών και των αθώων παιδιών• “”∆εν ήρθαµεν εις τον γάµο σου να χαρούµεν, ” ήρθαµεν να πεθάνωµεν εκεί οπού θα πεθάνης εσύ µε την σηµαίαν της πατρίδος µας και θρησκείας µας. Εσύ την θέλεις σάβανο και δεν την θέλοµεν “εµείς; Θέλοµεν να ζούµεν είλωτες των Μπαυαρέζων κι’ αλλουνών όµοιών” “τους, οπού µας καταδικούνε; ∆εν µετρηθήκαµεν να φύγωµεν όσοι µείναµεν, ” µετρηθήκαµεν να πεθάνωµεν• και είµαστε έτοιµοι ό,τι οδηγίες θα µας πης “ν’ ακολουθήσωµεν””.
Τους αγκάλιασα και τους φίλησα, τους έδωσα κι’ από ‘να” κρασί. ∆οξάσαµεν τον Θεό και την βασιλεία του και τους οδήγησα εις τις πόρτες κι’ άλλες θέσες, όποτε µας ριχτούνε να πεθάνοµεν. ‘Ισως µου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι µείναν όταν σκοτώθης• ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου -κ’ εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της “πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας -κ’ εµείς ‘σ αυτό ετοιµαζόµαστε””.”
Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους µωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς µωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, δια-να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί-οπού τελειώσαµεν αυτά κι’ ετοιµαζόµαστε να πεθάνωµεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη-Κώστα µ’ άλλους πέντε• κι’ από µέσα-από αυτούς -ο Θεός τους στραβώνει και δεν τους βλέπουν. Και τους ανοίγω και µπαίνουν αυτά τα έξι λιοντάρια.
«Δεν θέλαµεν να ρίξωµεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί µας κι’ εκείνοι.»
Σε ολίγον µο’ ‘ρχεται κι’ ο γενναίος Κυργιάκος Αργυροκαστρίτης µ’ άλλους οχτώ πατριώτες του από τον Περαία• ότι τον είχα εις τον όρκον και του παράγγειλα• και το-ίδιον στράβωσε τους απατεώνες ο Θεός -µπήκαν κ’ αυτείνοι οι γενναίοι άντρες άβλαβοι, οι απόγονοι του Πύρρου. Σε κάνα δυο ώρες έρχονται και οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες ο Γιαννάκη Σούλιος µε τον αδελφόν του ∆ηµητράκη και γαµπρό του Γκίτζα κι’ ο Μελέτης-Παπαδάµη Κουντουργιώτης µε εικοσιπέντε ανθρώπους, και µε µεγάλον κίντυνον της ζωής τους αυτείνοι όλοι σώθηκαν µέσα, ότι τους είδαν τα στρατέµατα αυτούς• τότε άρχισε το ντουφέκι από τους αναντίους, κι’ αυτείνοι οι γενναίοι κι’ αγαθοί πατριώτες όλοι, οι εικοσιπέντε, από-µέσα απ’ ούλους τους αναντίους ρίχτηκαν ως λιοντάργια• τους ρίχτηκαν απάνου τους οι αναντίοι όλοι. Ρίξαν και σκότωσαν µόνον έναν νωµατάρχη. Αυτός µόνον εσκοτώθη εις το Σύνταµα• ότι όσα ‘νεργάγει η Θεία Πρόνοια έτζι γένονται. Τότε µπήκαν όλοι µέσα κι’ ανάψαµεν το ντουφέκι και οι µέσα και οι έξω. ‘Οµως εµείς δεν θέλαµεν να ρίξωµεν εις το κρέας, ότι ήτον αδελφοί µας κι’ εκείνοι. Τότε ντουφεκισµούς εµείς κι’ εκείνοι, “κι’ αρχίσαµεν εµείς• “”Ζήτω το Σύνταµα κ’ η Εθνική Συνέλεψη!””
‘Αρχισαν από το κάστρο εκείνοι οπού ‘χα οδηγήση και οι φωτιές από τα βουνά. Τις καµπάνες πήγε ο προδότης δήµαρχος Ανάργυρος Πετράκης κι’ ο αστυνόµος Μιµίκος Μισαραλιώτης και οι οπαδοί τους και δεν άφησαν να βαρέσουν. Μάλιστα ήρθαν εις το σπίτι µου, εις τον καφφενέ µου, και γύρευαν µε προδοσιά, ως φίλοι, να µε βγάλουν έξω να µιλήσωµεν, να µε πιάσουν µ’ απιστιά να µε δώσουν εις τους φίλους τους. Αυτό το σκέδιον τ’ απέτυχαν.
Η επανάσταση επικρατεί-Ο Μακρυγιάννης αποτρέπει τα έκτροπα
Τότε κινήθη και το ταχτικόν και ιππικόν µε τον Καλλέργη και Σκαρβέλη, ακούγοντας τους ντουφεκισµούς µας, και πήγαν εις το Παλάτι. Ευτύς κι’ εγώ άφησα την αναγκαία φρουρά και πήγα κι’ εγώ. Βγαίνοντας έξω µ’ ακολούθησαν όλοι οι πολίτες. ‘Ηρθαν κι’ από τα χωριά, οπού τους είχα παραγγείλη.
Και µας πήραν εις τα χέρια όλους ο λαός. Χάλευαν να µπούνε από τα παλεθύρια εις το Παλάτι.
Τότε τους µίλησα να ‘χουν την µεγαλύτερη αρετή “και πατριωτισµόν• “”Εµείς θέλοµεν να µας δώση ο Βασιλέας µας εκείνο ” οπού αποχτήσαµεν µε το αίµα µας και θυσίες µας, οπού το καταπάτησε κι’ ο Καποδίστριας.
Οι ∆ύναµες τον οδήγησαν να µας δώση σύνταµα, όταν τον αναγνώρισαν βασιλέα µας και ήρθε εδώ• και υποσκέθη• κι’ ως σήµερον δεν το ‘βαλε ‘σ ενέργεια. Να το βάλη τώρα και είναι Βασιλέας µας. Και να µας κυβερνάγη συνταµατικώς. ∆ι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαµεν και κιντυνέψαµεν, κι’ όχι να κάµωµεν αταξίες• ούτε εις το περιβόλι να µην πλησιάση κανένας “και πειράξετε ούτ’ ένα φύλλο”. (…)
«Όλο εφύλιους πολέµους κι’ άλλες ακαταστασίες κάναµεν. Και χάθηκαν εις αυτά περισσότεροι από τους πολέµους των “Τούρκων»
∆ια-να µην γένη καµµιά αταξία τους σύναξα όλους έξω-εις τον κάµπο και τους βάvω ένα λόγο, πως σηκώσαµεν την απανάστασιν, πως ήµαστε εις τον αγώνα ξυπόλυτοι και γυµνοί και νηστικοί τις περισσότερες φορές• πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι σκλαβώθηκαν, πόσοι τούρκεψαν• κ’ έγινε γης Μαδιάµ η πατρίδα µας• και τίποτας δεν κέρδησαν οι τίµιοι άνθρωποι από την ανοησία µας και κακία µας, εµάς κ’ εκεινών οπού µας κυβερνούσαν αρχή και τέλος• όλο εφύλιους πολέµους κι’ άλλες ακαταστασίες κάναµεν. Και χάθηκαν εις αυτά περισσότεροι από τους πολέµους των “Τούρκων• “”Ιδού, αδελφοί, ο Θεός πάλε έκαµεν το έλεός του και µας έφερε ” µόνος του το αγαθό του δώρο και µας προστάτεψε κ’ εµάς και τον Βασιλέα µας, ούτε αυτός ν’ αγαναχτήση αναντίον µας, ούτε εµείς εις τον Βασιλέα µας. Και φώτισε και τα δυο µέρη εις-το-εξής θα ζήσωµεν µε την ευλογίαν του Θεού ως πατέρας µε τα παιδιά.
Απελαύνονται χωρίς έκτροπα οι Βαυαροί
∆ιώχνοµεν αύριον και τους Μπαυαρέζους. Και να είµαστε γενναίοι εις αυτούς, να µην θυµηθή κανένας πάθος από ‘µάς να πειράξη κανέναν, ή τον διατιµήση όσο-να πάνε εις την ευκή του Θεού. Τώρα εσείς όλοι οι αγαθοί άνθρωποι να πάγη ο καθένας εις το σπίτι του ν’ αφήση τ’ άρµατα του, καθώς τ’ άφησα κ’ εγώ και βαστώ εις το χέρι µου το µπαστούνι µου, οπού βλέπετε• και πήρα το σκαλιστήρι µου κ’ εργάζοµαι εις τον κήπο µου και εις τ’ αµπέλι µου κ’ ελιές µου, ότι ζυγώνει κι’ “ο τρύγος. Αυτά είχα να σας ειπώ, αδελφοί””.
Σε δυο ώρες δεν έµεινε κανένας” από αυτούς. Φέραµεν και πλοία και µπαρκαρίσαµεν όλους τους Μπαυαρέζους. Τους πήγα εις τον Περαία, οπού είχαν ‘Ελληνες αδικήση, κατατρέξη, χτυπήσητους µεταχειρίζονταν χερότερα από τους Τούρκους. ∆εν στάθη τρόπος να θυµηθή κανένας ‘Ελληνας παραµικρά από αυτά και να κατατρέξουν κανέναν. Τους µπαρκαρίσαµε όλους και πάνε εις την δουλειά τους.
* Το πλήρες κείμενο των “Απομνημονευμάτων” έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο η Ιερά Μητρόπολη Λαγκαδά.

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.