του Γιώργου Καραμπελιά
Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας επισφραγίζει το τέλος της μεταπολίτευσης και από την πλευρά της συντηρητικής παράταξης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος ηγέτης της Ν.Δ. που εξελέγη σε απόλυτη αντιπαράθεση με την παραδοσιακή πολιτική και ιδεολογική σύνθεση της μεταπολιτευτικής ελληνικής Δεξιάς, δηλαδή τον «καραμανλισμό».
Βεβαίως, το ίδιο είχε συμβεί κατ’ αναλογία και με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1989, ο οποίος είχε εκλεγεί επίσης ως το αντίπαλο δέος του παπανδρεϊκού κρατισμού μετά την υπόθεση Κοσκωτά. Ωστόσο, αυτό το πρώτο «τέλος της μεταπολίτευσης» που σηματοδοτούσε η άνοδος Μητσοτάκη «ανεστάλη» το 1993 και το σύστημα επανήλθε στις μεταπολιτευτικές ράγες του μετά το 1993.
Σήμερα, όμως, όταν ο έτερος Μητσοτάκης, ο Κυριάκος, αναλαμβάνει την προεδρία της Ν.Δ., δεν υπάρχουν πλέον δυνατότητες επιστροφής στις παλιές μεταπολιτευτικές σταθερές, τις οποίες εξέφρασε από την πλευρά της Ν.Δ. η εκλογή του Κώστα Καραμανλή στην προεδρία. Ο Κώστας Καραμανλής υπήρξε η τελευταία «καραμανλική» επιλογή για τη Ν.Δ.
Βεβαίως, το ίδιο είχε συμβεί κατ’ αναλογία και με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1989, ο οποίος είχε εκλεγεί επίσης ως το αντίπαλο δέος του παπανδρεϊκού κρατισμού μετά την υπόθεση Κοσκωτά. Ωστόσο, αυτό το πρώτο «τέλος της μεταπολίτευσης» που σηματοδοτούσε η άνοδος Μητσοτάκη «ανεστάλη» το 1993 και το σύστημα επανήλθε στις μεταπολιτευτικές ράγες του μετά το 1993.
Σήμερα, όμως, όταν ο έτερος Μητσοτάκης, ο Κυριάκος, αναλαμβάνει την προεδρία της Ν.Δ., δεν υπάρχουν πλέον δυνατότητες επιστροφής στις παλιές μεταπολιτευτικές σταθερές, τις οποίες εξέφρασε από την πλευρά της Ν.Δ. η εκλογή του Κώστα Καραμανλή στην προεδρία. Ο Κώστας Καραμανλής υπήρξε η τελευταία «καραμανλική» επιλογή για τη Ν.Δ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη σε απευθείας αντιπαράθεση με το κρατικιστικό μεταπολιτευτικό μοντέλο. Και ποτέ δεν έκρυψε τις επιλογές του. Ήταν εκείνος που στην κυβέρνηση Σαμαρά είχε αναλάβει την εκκαθάριση και τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, γι’ αυτό εξάλλου ταυτίστηκε με την απόλυση των καθαριστριών και των σχολικών φυλάκων. Ήταν ο μόνος που δεν ακολούθησε τη Ν.Δ. στην εκλογή τουΠαυλόπουλου ως προέδρου, και τάχθηκε ανοιχτά ενάντια στην καραμανλική συναίνεση απέναντι στον Τσίπρα.
Έτσι όμως, με την ανοικτή του ταύτιση με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ενάντια στο δημόσιο, ολοκληρώνει τον απογαλακτισμό της συντηρητικής παράταξης από τον καραμανλισμό, που προσπαθούσε να επιτύχει μία συμπόρευση κρατικού και ιδιωτικού τομέα, ή μάλλον εξέφραζε έναν κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα όπως ήταν ο ελληνικός. Και ο Κώστας Καραμανλής, στην μετά το 2004 περίοδο είχε εξάλλου ενισχύσει το δημόσιο τομέα, εξ ου και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα της διακυβέρνησής του μέχρι το 2009.
Η «λαϊκή Δεξιά», στις συνθήκες των μεταπολιτευτικών παχιών αγελάδων, στηριζόταν τόσο στην αγροτιά και τους μικροϊδιοκτήτες του ιδιωτικού τομέα, όσο και σ’ ένα μέρος του δημόσιου τομέα. Η κρίση, κατά την περίοδο του παροξυσμού της, με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιτρέπει πλέον μια τέτοια συμμαχία. Τα πράγματα είναι σαφή. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται ως οι αποκλειστικοί «υπερασπιστές» του κρατισμού εξ ου και οι αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους, τη στιγμή που κατακρεουργούν τις συντάξεις και αποτελειώνουν τον μικρομεσαίο ιδιωτικό τομέα με τις εισφορές και τη φορολογία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκφράζει πλέον το τέλος αυτής της παλιάς κοινωνικής συμμαχίας και θέλει να στηρίξει την εκλογική του βάση αποκλειστικάστον ιδιωτικό τομέα, προς όφελος βέβαια των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και των Γερμανών.
Η πολιτική του Καραμανλή, η οποία εδώ και ενάμισι περίπου χρόνο υπονόμευε τη Ν.Δ. του Σαμαρά με τα ανοίγματά του προς τον Τσίπρα, και έφτασε πρόσφατα να προωθεί μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ., έστειλε μαζικά τους νεοδημοκράτες ψηφοφόρους και μάλιστα τους νεότερους και τους ελεύθερους επαγγελματίες στον… Μητσοτάκη.
Χαρακτηριστική υπήρξε η αποτυχία του Τζιτζικώστα στον πρώτο γύρο ο οποίος, παρότι εμφανιζόταν ως φαβορί, εξαιτίας του ότι απευθυνόταν στο ίδιο κοινό περίπου με τον Μεϊμαράκη, το καραμανλικό, έχασε από τον ταξικά προσανατολισμένο, και στηριζόμενο στο μεγάλο κεφάλαιο, Μητσοτάκη. Έτσι, η πολιτική Καραμανλή, της ανοικτής σχεδόν στήριξης στον Τσίπρα από την εκλογή Παυλόπουλου και μετά, έσπρωξε μία ισχνή, έστω, πλειοψηφία των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες, προς τον Μητσοτάκη.
Ο δεύτερος παράγοντας που επισφράγισε αυτή την επιλογή υπήρξε ο νόμος Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό. Ένας νόμος που κατακρεουργεί κυρίως τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τους μισθωτούς με «μπλοκάκια», και τους έστειλε συστημένους στις κάλπες υπέρ του Μητσοτάκη. Και αυτό, παρ’ ότι οι μεγαλοεπιχειρηματίες, τους οποίους στην πραγματικότητα εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης, λίγες μέρες πριν, είχαν συμφωνήσει με τις επιλογές Τσίπρα-Κατρούγκαλου στο ασφαλιστικό! Διότι το ασφαλιστικό νομοσχέδιο στρέφεται κυρίως εναντίον των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και δεν αφορά τόσο το μεγάλο κεφάλαιο. Κοινός στόχος κουαρτέτου, κυβέρνησης και επιχειρηματιών –ιδιαίτερα των ξενοδόχων– είναι η μετάθεση των βαρών στη εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία, που μέχρι σήμερα αποτελούσε μια ελληνική ιδιαιτερότητα, και τους «απροστάτευτους» μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Και το πιο αστείο της υπόθεσης, αν δεν ήταν τραγικό, είναι πως ο εκπρόσωπος των μεγαλοεπιχειρηματιών και των ξένων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανίζεται ως υπερασπιστής του «ιδιωτικού τομέα» γενικά, τσουβαλιάζοντας τους ελευθέρους επαγγελματίες και τους μισθωτούς με «μπλοκάκι», κάτω από την ηγεμονία των μεγαλοεπιχειρηματιών, οι οποίοι την ίδια στιγμή συναλλάσσονται με τον «κρατιστή» Τσίπρα!
Πολιτική κυριαρχία, κοινωνική μειοψηφία, φιλελευθερισμός και εθνομηδενισμός
Η ήττα της «λαϊκής δεξιάς» και του καραμανλισμού συναρτάται με τη ρήξη των συμμαχιών και του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης, κάτω από τα χτυπήματα μιας σαρωτικής κρίσης και των μνημονίων. Και παρότι εμφανίζεται ως «θρίαμβος» του νεοφιλελευθερισμού, ολοκληρώνει ταυτόχρονα και παράδοξα το πολιτικό αδιέξοδο.
Από την πλευρά της «Αριστεράς», η κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ ήδη περιορίζεται αποκλειστικά στον δημόσιο τομέα, στον οποίο υπόσχεται ότι θα τον προστατεύσει προνομιακά απέναντι στον χειμαζόμενο ιδιωτικό τομέα, έστω και με τίμημα μειωμένες συντάξεις. [Προφανώς δε, σε λίγους μήνες, θα χάσουν και αυτή την κοινωνική βάση, διότι δεν θα έχουν χρήματα ούτε για μισθούς και συντάξεις στον δημόσιο τομέα. Και τότε θα τους απομείνουν μόνο οι πλουσιοπάροχα αμειβόμενοι «μετακλητοί» Συριζαίοι των υπουργείων.]
Από την πλευρά της «Δεξιάς», είναι αδύνατο το νεο-φιλελεύθερο μοντέλο να εκφράσει τη μάζα των κατεστραμμένων ή καταστρεφόμενων μικροϊδιοκτητών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Διότι ακόμα και η προσδοκία μιας επανεκκίνησης της οικονομίας από τον ιδιωτικό τομέα δεν αφορά άμεσα την πλειοψηφία αυτού του τομέα, που μαστίζεται από την ανεργία και το κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων. Μόνο ο τουριστικός τομέας, και ιδιαίτερα εκείνος του διεθνούς τουρισμού, κατορθώνει να επιβιώνει και έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της επιχειρηματικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.
Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη σηματοδοτεί μια νίκη των εθνομηδενιστικών αντιλήψεων που όχι μόνο είναι κυρίαρχες παραδοσιακά στο «μητσοτακέικο», αλλά αποτελούν και τη βάση για την οποία απολαμβάνει την ανοικτή στήριξη του «ξένου παράγοντα», τόσο του αμερικανικού (βλέπε τη Wall Street Journal) όσο και του γερμανικού (βλεπε την FAZ). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνο είναι μνημονιακός αλλά συντάσσεται και με την ενδοτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στο Κυπριακό, ή τα ελληνοτουρκικά και το Μακεδονικό. Παράλληλα, είναι οπαδός του «πολυπολιτισμού» και της αποδόμησης της ιστορίας μας. Είναι ένας κοσμοπολίτης νεο-φιλελεύθερος.
Έτσι, ο πολιτισμικός νεοφιλελευθερισμός και ο εθνομηδενισμός καθίστανται κοινή ιδεολογική βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας. Και αν σε αυτούς προστεθεί το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τουλάχιστον, τότε ενοποιείται ιδεολογικά η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων και των ηγετικών ελίτ στην κατεύθυνση του νεο-φιλελευθερισμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο, είπαν κάποιοι, που, και στη Γαλλία ή τη Γερμανία, τα δύο μεγάλα κόμματα, –τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα και την ανάδυση της Λε Πεν–, άσχετα από τις ιδεολογικές τους διαφορές, συμμερίζονταν την ίδια –κοινή– πολιτισμικά νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία.
Όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε Γαλλία/Γερμανία και Ελλάδα. Οι δύο πρώτες χώρες είναι χώρες ιμπεριαλιστικές, με ισχυρή οικονομία και εγχώρια αστική τάξη, που διατηρούν ακόμα ένα στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, ενώ η Ελλάδα είναι μία χώρα παρασιτικά εξαρτημένη από τη Δύση, που έχει υποστεί μια τεράστια οικονομική και κοινωνική καταστροφή και απειλείται στην ίδια της την εθνική ανεξαρτησία και υπόσταση από τον νεο-οθωμανισμό, τα μεταναστευτικά ρεύματα κ.λπ. Επομένως, οι νεο-φιλελεύθερες αντιλήψεις που ηγεμονεύουν στις πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές και πολιτιστικές ελίτ, εκφράζουν τη μειοψηφία του ελληνικού λαού και μπορούν και πρέπει να επιβάλλονται μόνο με τη συνδρομή των ξένων. Ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τους Αμερικανούς, και ο Μητσοτάκης δεν θα είχε εκλεγεί χωρίς την τεράστια στήριξη που του προσέφεραν ΜΜΕ, εφημερίδες και κανάλια, πρεσβείες, και αχυράνθρωποι του συστήματος (είναι χαρακτηριστική η στράτευση της Καθημερινής, του Σκάι, του Πρετεντέρη, του Βερέμη, ακόμα και της… ΕΡΤ, στο πλευρό του).
Επομένως, μπορεί η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποτέλεσε μια νίκη του εθνομηδενισμού και του νεο-φιλευθερισμού στην κορυφή του πολιτικού συστήματος, ταυτόχρονα όμως απομάκρυνε ακόμα περισσότερο αυτό το σύστημα από την πλειοψηφία των Ελλήνων, που, μπροστά στις καταστροφές που υφίστανται ή εκείνες που τους απειλούν στο άμεσο μέλλον, θα εγκαταλείψουν ακόμα περισσότερο το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό. Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί στην πραγματικότητα ένα παραπέρα βήμα στην αποξένωση της Νέας Δημοκρατίας και του συστήματος από τα ίδια τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε. Διότι αποτέλεσε μια ήττα –συντριπτική και ίσως τελεσίδικη– όχι μόνο για την καραμανλική Δεξιά αλλά –κάτι που ξεχνάμε– και για τον Αντώνη Σαμαρά και τους σαμαρικούς!
Πράγματι, η ήττα των καραμανλικών, οι οποίοι στήριξαν μαζικά τον Μεϊμαράκη, συσκοτίζει και αποκρύβει την κυριολεκτική αποσύνθεση των σαμαρικών, ως διακριτού ρεύματος στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Αρχικώς, αρκετοί, όπως ο Παπαμιμίκος ή ο Βορίδης, στήριξαν τον Τζιτζικώστα, άλλοι, κυρίως εν συνεχεία, διχάστηκαν μεταξύ Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη και στον δεύτερο γύρο στήριξαν τον… Κυριάκο, με πρώτο και καλύτερο τον Γεωργιάδη. Έτσι, ο «πατριώτης» Άδωνις – υπογείως και ο Σαμαράς– στήριξε τον εθνομηδενιστή Μητσοτάκη! Διότι είχαν κάτι κοινό, κατά πολύ ισχυρότερο, στην πραγματικότητα, ήταν και οι δύο νεο-φιλελεύθεροι και μνημονιακοί, παρότι διαχωρίζονται ως προς τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό – ο Μητσοτάκης υπέρ του «συμφώνου συμβίωσης», ο Άδωνις κατά. Έτσι το μνημόνιο καταβρόχθισε και τον «πατριώτη» Σαμαρά και έκανε «μητσοτακικό» τον Γεωργιάδη! Προτίμησαν τον νεο-φιλελεύθερο Μητσοτάκη, αποδεικνύοντας πως οι πατριωτικές τους θέσεις παραμένουν υποταγμένες στην κυρίαρχη νεο-φιλελεύθερη και μνημονιακή ιδεολογία και, επομένως στην πράξη εγκαταλείπονται.
Απεδείχθη, λοιπόν, για μια ακόμα φορά, αν χρειαζόταν, πως, στα δύσκολα, όλες σχεδόν οι ελίτ της χώρας, είτε δεξιές είτε «αριστερές», παραμένουν υποτελείς στα ξένα συμφέροντα και δεν έχουν τη δυνατότητα να αρθρώσουν κάποιον συνεκτικό πατριωτικό λόγο. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον κάποια εθνική αστική τάξη, ούτε μια εθνική πνευματική ελίτ, με πραγματικό βάρος στην ελληνική κοινωνία. Κατά συνέπεια για να εκφραστεί θα πρέπει να απομακρυνθεί οριστικά από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά στρατόπεδα, που ηγεμονεύονται πλέον από την ίδια ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού.
Και εκ των πραγμάτων θα ανοίξει μια κούρσα ανάμεσα στις δημοκρατικές και τις ολοκληρωτικές/φασιστικές δυνάμεις για το ποιος θα μπορέσει να εκφράσει έστω ένα σημαντικό μέρος αυτής της περιθωριοποιημένης και διαρκώς περιθωριοποιούμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Από την πλευρά της «Αριστεράς», η κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ ήδη περιορίζεται αποκλειστικά στον δημόσιο τομέα, στον οποίο υπόσχεται ότι θα τον προστατεύσει προνομιακά απέναντι στον χειμαζόμενο ιδιωτικό τομέα, έστω και με τίμημα μειωμένες συντάξεις. [Προφανώς δε, σε λίγους μήνες, θα χάσουν και αυτή την κοινωνική βάση, διότι δεν θα έχουν χρήματα ούτε για μισθούς και συντάξεις στον δημόσιο τομέα. Και τότε θα τους απομείνουν μόνο οι πλουσιοπάροχα αμειβόμενοι «μετακλητοί» Συριζαίοι των υπουργείων.]
Από την πλευρά της «Δεξιάς», είναι αδύνατο το νεο-φιλελεύθερο μοντέλο να εκφράσει τη μάζα των κατεστραμμένων ή καταστρεφόμενων μικροϊδιοκτητών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Διότι ακόμα και η προσδοκία μιας επανεκκίνησης της οικονομίας από τον ιδιωτικό τομέα δεν αφορά άμεσα την πλειοψηφία αυτού του τομέα, που μαστίζεται από την ανεργία και το κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων. Μόνο ο τουριστικός τομέας, και ιδιαίτερα εκείνος του διεθνούς τουρισμού, κατορθώνει να επιβιώνει και έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της επιχειρηματικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.
Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη σηματοδοτεί μια νίκη των εθνομηδενιστικών αντιλήψεων που όχι μόνο είναι κυρίαρχες παραδοσιακά στο «μητσοτακέικο», αλλά αποτελούν και τη βάση για την οποία απολαμβάνει την ανοικτή στήριξη του «ξένου παράγοντα», τόσο του αμερικανικού (βλέπε τη Wall Street Journal) όσο και του γερμανικού (βλεπε την FAZ). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνο είναι μνημονιακός αλλά συντάσσεται και με την ενδοτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στο Κυπριακό, ή τα ελληνοτουρκικά και το Μακεδονικό. Παράλληλα, είναι οπαδός του «πολυπολιτισμού» και της αποδόμησης της ιστορίας μας. Είναι ένας κοσμοπολίτης νεο-φιλελεύθερος.
Έτσι, ο πολιτισμικός νεοφιλελευθερισμός και ο εθνομηδενισμός καθίστανται κοινή ιδεολογική βάση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας. Και αν σε αυτούς προστεθεί το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τουλάχιστον, τότε ενοποιείται ιδεολογικά η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων και των ηγετικών ελίτ στην κατεύθυνση του νεο-φιλελευθερισμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο, είπαν κάποιοι, που, και στη Γαλλία ή τη Γερμανία, τα δύο μεγάλα κόμματα, –τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα και την ανάδυση της Λε Πεν–, άσχετα από τις ιδεολογικές τους διαφορές, συμμερίζονταν την ίδια –κοινή– πολιτισμικά νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία.
Όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε Γαλλία/Γερμανία και Ελλάδα. Οι δύο πρώτες χώρες είναι χώρες ιμπεριαλιστικές, με ισχυρή οικονομία και εγχώρια αστική τάξη, που διατηρούν ακόμα ένα στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, ενώ η Ελλάδα είναι μία χώρα παρασιτικά εξαρτημένη από τη Δύση, που έχει υποστεί μια τεράστια οικονομική και κοινωνική καταστροφή και απειλείται στην ίδια της την εθνική ανεξαρτησία και υπόσταση από τον νεο-οθωμανισμό, τα μεταναστευτικά ρεύματα κ.λπ. Επομένως, οι νεο-φιλελεύθερες αντιλήψεις που ηγεμονεύουν στις πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές και πολιτιστικές ελίτ, εκφράζουν τη μειοψηφία του ελληνικού λαού και μπορούν και πρέπει να επιβάλλονται μόνο με τη συνδρομή των ξένων. Ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τους Αμερικανούς, και ο Μητσοτάκης δεν θα είχε εκλεγεί χωρίς την τεράστια στήριξη που του προσέφεραν ΜΜΕ, εφημερίδες και κανάλια, πρεσβείες, και αχυράνθρωποι του συστήματος (είναι χαρακτηριστική η στράτευση της Καθημερινής, του Σκάι, του Πρετεντέρη, του Βερέμη, ακόμα και της… ΕΡΤ, στο πλευρό του).
Επομένως, μπορεί η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποτέλεσε μια νίκη του εθνομηδενισμού και του νεο-φιλευθερισμού στην κορυφή του πολιτικού συστήματος, ταυτόχρονα όμως απομάκρυνε ακόμα περισσότερο αυτό το σύστημα από την πλειοψηφία των Ελλήνων, που, μπροστά στις καταστροφές που υφίστανται ή εκείνες που τους απειλούν στο άμεσο μέλλον, θα εγκαταλείψουν ακόμα περισσότερο το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό. Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί στην πραγματικότητα ένα παραπέρα βήμα στην αποξένωση της Νέας Δημοκρατίας και του συστήματος από τα ίδια τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε. Διότι αποτέλεσε μια ήττα –συντριπτική και ίσως τελεσίδικη– όχι μόνο για την καραμανλική Δεξιά αλλά –κάτι που ξεχνάμε– και για τον Αντώνη Σαμαρά και τους σαμαρικούς!
Πράγματι, η ήττα των καραμανλικών, οι οποίοι στήριξαν μαζικά τον Μεϊμαράκη, συσκοτίζει και αποκρύβει την κυριολεκτική αποσύνθεση των σαμαρικών, ως διακριτού ρεύματος στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Αρχικώς, αρκετοί, όπως ο Παπαμιμίκος ή ο Βορίδης, στήριξαν τον Τζιτζικώστα, άλλοι, κυρίως εν συνεχεία, διχάστηκαν μεταξύ Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη και στον δεύτερο γύρο στήριξαν τον… Κυριάκο, με πρώτο και καλύτερο τον Γεωργιάδη. Έτσι, ο «πατριώτης» Άδωνις – υπογείως και ο Σαμαράς– στήριξε τον εθνομηδενιστή Μητσοτάκη! Διότι είχαν κάτι κοινό, κατά πολύ ισχυρότερο, στην πραγματικότητα, ήταν και οι δύο νεο-φιλελεύθεροι και μνημονιακοί, παρότι διαχωρίζονται ως προς τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό – ο Μητσοτάκης υπέρ του «συμφώνου συμβίωσης», ο Άδωνις κατά. Έτσι το μνημόνιο καταβρόχθισε και τον «πατριώτη» Σαμαρά και έκανε «μητσοτακικό» τον Γεωργιάδη! Προτίμησαν τον νεο-φιλελεύθερο Μητσοτάκη, αποδεικνύοντας πως οι πατριωτικές τους θέσεις παραμένουν υποταγμένες στην κυρίαρχη νεο-φιλελεύθερη και μνημονιακή ιδεολογία και, επομένως στην πράξη εγκαταλείπονται.
Απεδείχθη, λοιπόν, για μια ακόμα φορά, αν χρειαζόταν, πως, στα δύσκολα, όλες σχεδόν οι ελίτ της χώρας, είτε δεξιές είτε «αριστερές», παραμένουν υποτελείς στα ξένα συμφέροντα και δεν έχουν τη δυνατότητα να αρθρώσουν κάποιον συνεκτικό πατριωτικό λόγο. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον κάποια εθνική αστική τάξη, ούτε μια εθνική πνευματική ελίτ, με πραγματικό βάρος στην ελληνική κοινωνία. Κατά συνέπεια για να εκφραστεί θα πρέπει να απομακρυνθεί οριστικά από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά στρατόπεδα, που ηγεμονεύονται πλέον από την ίδια ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού.
Και εκ των πραγμάτων θα ανοίξει μια κούρσα ανάμεσα στις δημοκρατικές και τις ολοκληρωτικές/φασιστικές δυνάμεις για το ποιος θα μπορέσει να εκφράσει έστω ένα σημαντικό μέρος αυτής της περιθωριοποιημένης και διαρκώς περιθωριοποιούμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.