Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Αντρέι Πλατόνοφ Το ποίημα της σκέψης

Είναι τόσο ήρεμα πάνω στη γη που πέφτουνε αστέρια. Στην καρδιά μας νιώθουμε τη μελαγχολία και τη δίψα του αδύνατου. Η καρδιά είναι η ρίζα από την οποία φυτρώνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος, είναι η κατοικία της αιώνιας ελπίδας και του έρωτα. Το μεγαλύτερο θαύμα είναι ότι είμαστε όλοι μας ακόμη ζωντανοί, ζωντανοί στην παγωμένη άβυσσο, στη μαύρη έρημο τρύπα, που είναι γεμάτη αστέρια και φωτιές. Στο χάος, όπου συγκρούονται οι πλανήτες μεταξύ τους, σαν τύμπανα, όπου εκρήγνυνται ήλοι, όπου στροβιλίζεται σαν ανεμοθύελλα το φλεγόμενο έρεβος, ζούμε πολύ χαρούμενοι. Όλα όμως αλλάζουν, όλα υποτάσσονται στην πανίσχυρη δύναμη. Καθόμαστε λοιπόν και σκεφτόμαστε. Αν ήσασταν ευτυχισμένοι, δεν θα ερχόσασταν εδώ. Ο παγωμένος άνεμος της ερήμου αγκαλιάζει τη γη και οι άνθρωποι σφίγγονται ο ένας πάνω στο άλλον∙ ο ένας ψιθυρίζει στον άλλο λόγια απόγνωσης και ελπίδας, του λέει για τις αμφιβολίες του και ο άλλος τον ακούει, σα νεκρός. Όλοι ανοίγουν στον άλλον την καρδιά του κι εκείνος ακούει και ακούει.


Αν ο κόσμος είναι αυτός που είναι, έχει καλώς. Ζούμε και χαιρόμαστε, γιατί η ψυχή του ανθρώπου είναι πάντα ο μνηστήρας που αναζητάει τη μνηστή του. Η ζωή μας είναι πάντα ο έρωτας, το υψιπετές φλεγόμενο άνθος, για το οποίο είναι λίγο το νερό ολάκερου του πλανήτη. Υπάρχει και μια μυστική, πολύτιμη σκέψη, έχουμε το δικό μας βαθύ λάκκο. Εκεί βλέπουμε ότι και αυτή η ζωή και αυτός ο κόσμος μπορούν να είναι διαφορετικοί, να είναι πολύ καλύτεροι και πολύ πιο θαυμαστοί απ’ ό,τι είναι. Υπάρχουν αναρίθμητες ατραποί, εμείς όμως ακολουθούμε μόνο μία. Οι άλλες ατραποί παραμένουν ερημικές και άνετες, κανείς όμως δεν τις ακολουθεί. Εμείς πάλι ακολουθούμε ως ένα αγαπητικό χαρούμενο πλήθος μία τυχαία ατραπό. Υπάρχουν κι άλλες, ευθείες και μακρινές ατραποί. Μπορούμε να τις ακολουθήσουμε. Η οικουμένη θα μπορούσε να είναι διαφορετική και ο άνθρωπος θα μπορούσε να ακολουθήσει μια καλύτερη ατραπό. Δεν συμβαίνει όμως αυτό και, μάλλον, δεν θα συμβεί. Η σκέψη αυτή κάνει την καρδιά να σφίγγεται και παγώνει η ζωή. Όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, καλύτερα και υψιπετή, αλλά αυτό δεν θα συμβεί ποτέ.
Γιατί δεν μπορεί να σωθεί ο κόσμος, δηλαδή να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο∙ γιατί ανησυχεί, αλλάζει, αλλά παρόλα αυτά μένει ακίνητος στη θέση του;
Επειδή δεν μπορεί να έρθει ο σωτήρας, γιατί ακόμη κι  όταν έρχεται, αν έρθει, δεν μπορεί να ζήσει στον κόσμο τούτο για να το σώσει.
Δε θέλει ο κόσμος να σωθεί; Μήπως δεν χρειάζεται τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό του, μήπως είναι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος σα να είναι ξαπλωμένος μέσα στο φέρετρο. 


Προσέξτε όμως. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ένα μέρος του κόσμου και παρόλα αυτά μαραζώνουμε. Τρώμε διαρκώς και συνεχώς θέλουμε να φάμε. Αγαπάμε, ξεχνάμε και πάλι ερωτευόμαστε με το φλεγόμενο αίμα μας. Μεγαλώνει και μαραζώνει ο μίσχος, ανάβει και σβήνει το αστέρι, γεννιέται, γελάει και πεθαίνει ο άνθρωπος. Όλα αυτά όμως είναι επιφανειακά, το απατηλό σύννεφο της ζωής.
Όταν όμως η ζωή φτάνει μέχρι τους ουρανούς, γεμίζει πλήρως, φτάνει στα όρια της και τότε αυτή δεν θέλει άλλο πια τον εαυτό της. Το βράδυ η ησυχία είναι νεκρική. Το τραγούδι της κοπέλας και του ταξιδευτή είναι ανέκφραστο, η ψυχή του ανθρώπου δεν αντέχει τον εαυτό της. Ο ουρανός την ημέρα είναι γκρίζος, τη νύχτα όμως λάμπει, σαν το βυθό του πηγαδιού και δεν κάνει να τον κοιτάζεις.
Η μεγάλη ζωή δεν είναι μεγαλύτερη από μια στιγμή. Η ζωή είναι η έκρηξη του ενθουσιασμού, μετά ξανά η άβυσσος, όπου περιπλέκονται και είναι ανοιχτές όλες οι ατραποί μέχρι το τέλος του άπειρου.
Ο κόσμος είναι ανήσυχος, κουρασμένος και οργισμένος επειδή εξερράγη και δεν ηρέμησε μετά τη στιγμή, μετά το φως, το οποίο φώτισε όλα τα βάθη μέχρι τέλους, αλλά λιώνει και λιώνει, καίγεται και δεν φλέγεται και θα παγώνει στην αιωνιότητά του.
Αυτό και μόνο είναι αμαρτία. Μετά το θανάσιμο ύψος της ζωής, του έρωτα και της νηφάλιας σκέψης, η ζωή πληρώνεται και το δοχείο της πρέπει να εγκαταλειφτεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος που αγάπησε και κατανόησε τα πάντα μέχρι το τελευταίο θάμπος και τότε το σώμα του διαμελίζεται από τη φλεγόμενη δύναμη του θάμπους. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο.
Ο κόσμος δεν ζει, μα λιώνει. Αυτό είναι το έγκλημα και η ανεξαγόραστη αμαρτία του. Γιατί η ζωή δεν μπορεί να διαρκεί περισσότερο από μια στιγμή, όσο πιο πολύ διαρκεί η ζωή, τόσο πιο δύσκολη είναι. Σήμερα η οικουμένη ακολουθεί το δρόμο που ευθεία οδηγεί στην κόλαση. Στο χορτάρι και στον άνθρωπο ολοένα και πιο συχνότερα κυριαρχεί η παραφροσύνη. Πολλαπλασιάζονται τα μυστικά και δεν μπορεί να τα διαπεράσει ο πολιορκητικός κριός της σκέψης. Τα δεινά κάνουν πιο καθαρό και όμορφο το πρόσωπο της οικουμένης, πιο σιωπηλή την ηρεμία τα βράδια, αλλά στην καρδιά δεν φτάνει η αγάπη γι’ αυτά.
Γιατί άναψε ο ήλιος και φλέγεται, φλέγεται; Θα πρέπει να γίνει γαλάζιος από τις φωτιές και να μην διαρκέσει πάνω από μια στιγμή.
Η οικουμένη είναι μια φλεγόμενη στιγμή, η οποία ήρθε και έβαλε τάξη στο χάος. Η δύναμη όμως της οικουμένης, είναι ισχυρή μόνο όταν είναι επικεντρωμένη σε ένα χτύπημα.
1920 - 1921

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

ΠΗΓΗ:http://samizdatproject2.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.