Παγκόσμια ημέρα αγρότισσας!
«Αυτές που γίναν ένα με τη γη»
Αριάδνη, 90 χρόνων (Λούρος, Πρέβεζα):
Εμείς περάσαμαν κακή ζωή και το Κράτος δεν μας αποζημιώνει. Μας δίνει τριακόσια ευρώ. Τί να τα κάνομε; Δεν θέλεις να φας; να ντυθείς; Εμείς περάσαμαν κακή ζωή, αλλά τώρα που ήρθαν τα καλά να ζήσουμε και μεις λίγο καλύτερα, γεράσαμαν και δεν μπορούμε.
Ήμουν καί αγρότισσα καί γεωπόνος. Αμέσως καταλάβαινα με την πρώτη ματιά τι θέλει το δέντρο. Και λέω στα παιδιά μου, άμα σπούδαζα γεωπόνος θα γινόμουν. Είχα φυτέψει, μόνη μου, εκατόν πενήντα ελιές.
Ήμουν παντρεμένη και είχα τα παιδιά μικρά τότε. Τώρα γίναν θερία κλαριά.
Γεννήθηκα το 1916 στο Πολύβρυσο. Είναι κάτω από το Ζάλογγο. Είχε τρεις – τέσσερις βρύσες και πολύ νερό, πολύ νερό. Εκεί πλέναμαν και τα ρούχα.
Ήμασταν εφτά αδέρφια, τέσσερα αρσενικά και τρεις κοπέλες. Και χήρεψε η μάνα νέα. Πόσο χρονών; Θα σε γελάσω, δεν ξέρω. Εγώ ήμουν η τελευταία. Έξι μηνών τότε.
Ο πατέρας σκοτώθηκε μόνος του, κατά λάθος. Ήταν χειμώνας, του Αγίου Αθανασίου, και πήγε να κόψει κλαριά για να φάνε τα βόδια που τα είχαμε για τ’ όργωμα. Ανέβηκε στο δέντρο, έκοψε το κλαρί και πέταξε κάτω το μαχαίρι, πού ήταν πολύ μεγάλο, ένα μέτρο περίπου, κι αυτό έπεσε όρθιο. Καθώς κατέβαινε από το δέντρο, γλίστρησε, γιατί ψιλόβρεχε και φόραγε κάτι γρουνοτσάρουχα αντί για παπούτσια, και καρφώθηκε πάνω στο μαχαίρι…
Πόσο σ’ ήθελα μωρ’ κοπέλα, νάρθεις να ιδείς την ιστορία μας και να την γράψεις! Πότε θάρθει αυτή η κοπέλα; έλεγα…
ερίστριες με το μωρό στην κούνια και ξυλοκόποι στην Αγία Παρασκευή Τσαγκαράδας.
Στο σημείο που συνέβηκε αυτό ήταν ερημιά. Αλλά απ’ εκεί κοντά πέρναγαν δυο κοπέλες μ’ ένα μουλάρι, που είχε έναν κύπρο στο λαιμό. Ο πατέρας γνώρισε από το κουδούνισμα τίνος ήταν το μουλάρι και φώναξε:
Ουρανία! Ουρανία! ελάτε δω. Αυτές φοβήθηκαν. Ο πατέρας το κατάλαβε και τους είπε: Είμαι ο μπάρμπα-Δημήτρης. Κίνησαν με το μουλάρι και τι να ιδούν! Το αίμα μούσκεψε τα χορτάρια κι αυτές άρχισαν να φωνάζουν. Κράταγε ακόμη ο πατέρας, και τους είπε να φέρουν το μουλάρι σιμά σε μια πέτρα για ν’ ανέβει.
Προτού πεθάνω, έχω να σας πω ετούτο, είπε στα κορίτσια. Να πείτε στα παιδιά μου να μην έχουν μίσος με κανέναν. Μόνος μου σκοτώθηκα. Μετά ανέβηκε μόνος του στο μουλάρι. Δεν άφησε τα κορίτσια να τον βοηθήσουν. Πλημμύρισε το μουλάρι στο αίμα. Και τον παν στο σπίτι. Μόλις τον κατέβασαν πέθανε!
Ήμουν η μικρότερη, κι ο μεγάλος αδερφός μου δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος, και τον έλεγα πατέρα. Η μάνα μου ήταν φτωχιά και χήρα. Την σαρακοστή δεν με άρταινε, με κράταγε και μένα, δηλαδή δεν μου έδινε γάλα, τυρί, κρέας. Πέντε-έξι χρονών παιδάκι. Πήγα μια μέρα στα πρώτα μου ξαδέρφια και είδα να τρων γάλα. Α! Διονύσω μάνα… της λέω όταν γύρισα. Τι θες παιδί μου; μου λέει. Γιατί μάνα ο Θωμάς τρων γάλα και μένα δεν μου δίνεις; Α, παιδί μου αυτά έχουν πατέρα και συ δεν έχεις. Δεν έχω εγώ τον Σήφη πατέρα; Δεν τον έχεις πατέρα, τον έχεις αδερφό. Πατέρα- πατέρα τον έχω! Κι όταν γύριζε από το στρατό με άδεια, πατέρα-πατέρα τον φώναζα. Μ’ έπαιρνε αγκαλιά και μου έλεγε: Αδερφό μ’ έχεις! Αμέσως μετά η μάνα με πήρε στην αμασκάλη της και με πήγε στον τάλαρο και μ’ άρτυσε, μούδωκε τυρί. Γιατί της κακοφάνηκε που της μίλησα έτσι.
Γεωργία Σκοπούλη
ΠΗΓΗ:Από Γιώργος Βιδάκης :
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.