Ο Απόστολος Δοξιάδης με το παρακάτω εκτενές ρεπορτάζ περιγράφει πώς το σύστημα Τσίπρα (Καλπαδάκης, Τζανακόπουλος, Θάνου, Τσιριγώτη, Καραβίας) διαχειρίστηκε την υπόθεση των οχτώ Τούρκων αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα. Ο ρόλος της διπλωμάτου Φεϊζά Μπαρουτσού, πρόσωπο πιστό στο καθεστώς Ερντογάν, που διατηρούσε δεσμό εκείνο το διάστημα με τον διπλωματικό σύμβουλο του Τσίπρα, Β. Καλπαδάκη, μας ήταν γνωστός και από προηγούμενα δημοσιεύματα. Τα καινούργια στοιχεία που φέρνει το ρεπορτάζ του Απ. Δοξιάδη είναι τα σχετικά με το σύστημα που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση Τσίπρα για βίαιες επαναπροωθήσεις αιτούντων πολιτικό άσυλο, που διώκονταν από το καθεστώς Ερντογάν (την ίδια ώρα που τα σύνορα της χώρας ήταν σουρωτήρι για οποιονδήποτε άλλον), το οποίο δρούσε σε στενή συνεργασία με τις τουρκικές αρχές. Το πιο παράδοξο είναι ότι ένα κομμάτι αυτού του συστήματος, ίσως το πιο νευραλγικό, παραμένει και επί της παρούσας κυβέρνησης. Η ΝΔ διατήρησε διευθυντή στην Υπηρεσία Ασύλου τον Μάρκο Καραβία, φίλο των αδελφών Τζανακόπουλων, και πρόσφατα ο Ν. Μηταράκης τον αναβάθμισε σε διοικητή της υπηρεσίας και του ανανέωσε τη θητεία. Περίεργη αίσθηση, αν μη τι άλλο, συνέχειας του κράτους υπάρχει στο Μαξίμου και στο υπ. Μεταναστευτικής Πολιτικής. Α.Ρ.
Η σκιά μιας ερωτικής ιστορίας πέφτει βαριά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επί ΣΥΡΙΖΑ και στους χειρισμούς του Μαξίμου ειδικά στο θέμα των «Οκτώ». Πώς ο τότε Πρωθυπουργός κάλυψε πολιτικά τον δεσμό του Διπλωματικού Συμβούλου του, Βαγγέλη Καλπαδάκη, με την Φεϊζά Μπαρουτσού, στέλεχος της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα.
Του Απόστολου Δοξιάδη από το protagon.gr
Αν οι κανόνες της γραφιστικής μού επέτρεπαν μακρύτερο, και άρα ακριβέστερο τίτλο, αυτός θα ήταν «Η φοβική ερντογανολατρεία του Τσίπρα και του περιβάλλοντός του, στο ζήτημα των τούρκων αντικαθεστωτικών στην Ελλάδα, και οι παράδοξες καταβολές της». Αυτό που με ενδιαφέρει να περιγράψω είναι η γένεση και η εξέλιξη της σχέσης του περιβάλλοντος Τσίπρα με τον διωγμό των τούρκων φυγάδων στην Ελλάδα, οι αιτίες της και οι καταστροφικές συνέπειές της για κάποιους συνανθρώπους μας, αλλά και για την εθνική μας αξιοπρέπεια. Τούρκοι πολίτες, που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήταν αντίθετοι στον Ερντογάν, έπεσαν στην Ελλάδα θύματα «άνισης μάχης και αγώνα» –που λέει και το παλιό κομμουνιστικό πένθιμο εμβατήριο– με θύτη ένα καθεστώς που δημόσια μεν κήρυττε την εθνική ανεξαρτησία, και δήθεν πίστευε στον ανθρωπισμό, αλλά φέρθηκε παράνομα και απάνθρωπα σε ικέτες στα χώματά μας, ανθρώπους που ζητούσαν μόνο την ελευθερία τους. Σε κάποιες, ελάχιστες περιπτώσεις, τους έσωσαν η κοινωνία των πολιτών και η ελληνική Δικαιοσύνη. Αλλά στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, θριάμβευσαν ο δόλος, η ιδιοτέλεια και εν τέλει η, εκ των αποτελεσμάτων, υποτέλεια των κυβερνητικών στην τουρκική πολιτική.
Η θλιβερή και ταυτόχρονα εξοργιστική αυτή ιστορία έχει στο επίκεντρό της ένα συμβάν και δύο σχέσεις. Το συμβάν είναι η ουδέποτε ευθέως διαψευσθείσα υπόσχεση του Τσίπρα στον Ερντογάν, ότι θα επιστρέψει τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη χώρα μας στις 16 Ιουλίου 2016 με στρατιωτικό ελικόπτερο –το «τάξιμο» αυτό ήταν πολλαπλά μοιραίο συμβάν. Οσο για τις δυο σχέσεις, που συνδέονται μεταξύ τους με τη μεταβατική ιδιότητα (η σχέση Α επηρεάζει τη σχέση Β και η σχέση Β επηρεάζει τη σχέση Γ, άρα και η σχέση Α επηρεάζει της σχέση Γ) είναι, η πρώτη, η σχέση εμπιστοσύνης του Τσίπρα με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, νεαρό και άπειρο διπλωμάτη που όρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, και η δεύτερη η συμβίωση του Καλπαδάκη με την τουρκάλα διπλωμάτη Feyza Barutçu (Φεϊζά Μπαρουτσού), που λίγο αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και ο Καλπαδάκης ανέλαβε την υψηλή του θέση, μετετέθη (σύμπτωση;) από το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα, σε ανώτατη θέση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, επισήμως υπεύθυνη για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά και για τις «προσφυγικές ροές», με τη δεύτερη αρμοδιότητα σύντομα να αποκτά μακάβρια σημασία. Και, βέβαια, φτάνοντας στην Αθήνα, η Barutçu άρχισε να συζεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Θα αρχίσω από αυτή, τη δεύτερη σχέση. Ο έρωτας στην κοινωνία μας ευτυχώς είναι ελεύθερος και, φυσικά, αυτό ισχύει και για τους διπλωμάτες. Αλλά όταν κάποιος άνθρωπος, διπλωμάτης ή μη, κατέχει κρατική θέση ύψιστης διαβάθμισης και μέγιστης εθνικής ευαισθησίας σε μια χώρα –όπως είναι προφανώς αυτή του σύμβουλου του πρωθυπουργού για την εξωτερική πολιτική– απλούστατα δεν είναι δυνατόν να διατηρεί τόσο στενό δεσμό με ένα όργανο της κυβέρνησης μιας άλλης χώρας, χώρας μάλιστα με την οποία η σχέση της πρώτης είναι τόσο ευαίσθητη, επικίνδυνη και συχνότατα απειλητική, όσο της Τουρκίας με την Ελλάδα. Μπορούσε κάλλιστα ο Καλπαδάκης να βάλει πάνω από όλα τον έρωτά του για την Barutçu –παρεμπιπτόντως, αν το έκανε θα ανέβαινε αφάνταστα στην εκτίμησή μου ως άνθρωπος– και να αρνηθεί στον Τσίπρα την υψηλή του θέση, ζητώντας να πάει σε ένα πόστο σε μια άσχετη χώρα, στο Λουξεμβούργο ή το Καμερούν αδιάφορο· ή, πάλι, αν σαν ιψενικός ήρωας έβαζε το καθήκον πάνω από τον έρωτα, να διακόψει τη σχέση του με τη σύντροφό του για να πάει στο Μαξίμου. Το ότι δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι απλώς απαράδεκτο. Σε άλλη περίπτωση, θα λέγαμε «το καημένο το παλικάρι, ο έρωτας το τύφλωσε». Αλλά σε τέτοια εθνικά ευαίσθητη θέση, οι προσωπικές δικαιολογίες δεν έχουν εφαρμογή. Αυτό που έκαναν ο Τσίπρας και ο Καλπαδάκης δεν είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων –για όνομα του Θεού!
Iσως το μεγαλύτερο διπλωματικό-πολιτικό σκάνδαλo του 20ού αιώνα αποκαλύφθηκε σε όλο του το μεγαλείο όταν, τον Ιούνιο του 1963, ο Τζoν Προφιούμο, ο τότε βρετανός υπουργός Αμυνας, παραδέχθηκε ότι είχε ερωτικό δεσμό με ένα κολ-γκερλ, την Κρίστιν Κίλερ, που είχε ταυτόχρονα εραστή και τον σοβιετικό στρατιωτικό ακόλουθο στο Λονδίνο. Ο Προφιούμο όχι απλώς παραιτήθηκε, αλλά μαζί του έπεσε και η κυβέρνηση, τερματίζοντας την πολιτική καριέρα του πανίσχυρου ως τότε πολιτικού, πρωθυπουργού Χάρολντ ΜακΜίλαν. Φανταστείτε τώρα –αυτή είναι η αναλογία με την κατάσταση Καλπαδάκη-Barutçu– αντί να είχαν κοινή φιλενάδα, ο Προφιούμο και ο σοβιετικός ναυτικός ακόλουθος να είχαν ερωτική σχέση, μεταξύ τους, και να συζούσαν. Αλλά βέβαια τότε δεν θα είχε γίνει σκάνδαλο. Γιατί, απλώς, σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Προφιούμο δεν θα είχε τη θέση που είχε. Κι αυτό γιατί η σχέση του θα τον απέκλειε από κάθε δημόσιο αξίωμα. Αυτό, δηλαδή, σε μια χώρα που διατηρεί στοιχειωδώς τα λογικά της.
Και όμως, αυτό συνέβη στην Ελλάδα του 2015: ο έλληνας πρωθυπουργός διόρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του έναν άνθρωπο που συζούσε με ανώτερη τουρκάλα διπλωμάτη, με πολιτικά καθήκοντα. Όταν, το 2017, βρέθηκα στο Παρίσι για την υπόθεση των Οκτώ, συνάντησα τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, θρύλο του «Μάη του ’68» και σήμερα στενό φίλο και σύμβουλο του Μακρόν, και του ανέφερα τη σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, νόμισε ότι τον δούλευα. Αλλά όταν, ύστερα από πολλή προσπάθεια, τον έπεισα ότι δεν το κορόιδευα και ότι η σχέση υπήρχε, σήκωσε τους ώμους, κούνησε το κεφάλι και σχολίασε: «Τι να πω; Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ακούω μια περίπτωση επίσημου κατασκόπου». «Επίσημο κατάσκοπο» εννοούσε φυσικά την Barutçu. Είναι αφελής ή άπειρος διεθνούς πολιτικής ο Κον-Μπεντίτ; Δεν έχει δώσει τέτοια δείγματα.
Είναι βασικό να το καταλάβουμε –γιατί μοιάζει να μην το έχουν καταλάβει πολλοί: από τη στιγμή που συμπίπτει η θέση του κ. Καλπαδάκη και η σχέση και η συμβίωσή του με ισχυρό πολιτικό παράγοντα της τουρκικής πρεσβείας, το πλεονέκτημα της αμφιβολίας για κάθε πιθανό ξεστράτισμα παύει να ισχύει, και γι’ αυτόν και για τον Τσίπρα. Σε κάθε επιζήμια πιθανή βλάβη στις διεθνείς μας σχέσεις και στην εθνική μας αξιοπρέπεια, που μπορεί να έγινε μέσω άτυπων ή «αθώων» συζητήσεων του ζεύγους, παύει να ισχύει το «μπορεί και να μην έγιναν». Εφ’ όσον υπήρχαν ταυτόχρονα η θέση και η σχέση, το «πιθανόν να έγιναν» πρέπει να θεωρείται δεδομένο, στη φύσει καχύποπτη και θεσμικά –και σωστά– παρανοϊκή λογική ενός συστήματος προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Γι’ αυτό υπάρχουν οι διαβαθμίσεις και τα απόρρητα. Γι’ αυτό ελέγχονται διεξοδικά, διεθνώς, οι άνθρωποι που λαμβάνουν δημόσια αξιώματα, σε σχέση με το παρελθόν τους, το ποινικό μητρώο και τις σχέσεις τους, από τις υπηρεσίες ασφαλείας.
Εν προκειμένω, το σκανδαλώδες γεγονός της σχέσης, ως προς την τοποθέτηση του κ. Καλπαδάκη, το κατάπιε ο πρωθυπουργός αμάσητο. Από εκεί και πέρα, κανένα επιχείρημα υπεράσπισής του για πιθανή επιρροή δεν ισχύει. Είναι δυνατόν να πιστέψει λογικός άνθρωπος ότι το ζεύγος δεν συζητούσε ποτέ πολιτικά; Είναι δυνατόν να πιστέψει λογικός άνθρωπος ότι ο κ. Καλπαδάκης, όπως κάθε εργαζόμενος, δεν έπαιρνε τα έγγραφα της δουλειάς του κάποτε στο σπίτι; Ή δεν άφηνε ποτέ το τηλέφωνο του αφύλαχτο; Ή μήπως πρέπει να πιστέψουμε στις αγνές προθέσεις της κ. Barutçu, που μονίμως έβαζε τον έρωτα πάνω από το καθήκον; Ως άνθρωπος, ευχαρίστως να το κάνω. Ως σχολιαστής της δημόσιας πολιτικής, αυτό μου απαγορεύεται.
Πάντως, επειδή δεν καταφεύγω στις θεωρίες συνωμοσίας παρά μόνο αν δεν ευσταθεί για ένα γεγονός καμία άλλη εξήγηση, ψάχνοντας να βρω αιτία για την ταυτόχρονη ύπαρξη των δύο αυτών σχέσεων, την αποδίδω πρωτίστως σε γνωσιακά και πολιτισμικά ελλείμματα του τότε πρωθυπουργού. (Προφανώς και του κ. Καλπαδάκη, αλλά η μέγιστη ευθύνη είναι του πρώτου). Ο διορισμός στο Μαξίμου του Καλπαδάκη, ενώ είχε τη σχέση –που είχε– με την Barutçu, μου επιβεβαιώνει δηλαδή την άποψή μου ότι, εκτός από την κουτοπονηριά του, την καπατσοσύνη του στα εσωτερικά του κόμματός του, και το ταλέντο του να ξεγελάει τον κόσμο λέγοντας ξεδιάντροπα ψέματα, ο Τσίπρας δεν είναι πολύ έξυπνος. Επιπλέον, είναι αφελής, γεγονός που έχει ως αιτία, πέρα από πιθανή έμφυτη προδιάθεση και έλλειψη φυσικών χαρισμάτων νόησης και διάκρισης, την τραγική υστέρηση στην ευρύτερη παιδεία του, χάρη στην παραμονή του για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γυάλινη σφαίρα της κομμουνιστικής θεωρίας και ιστοριογραφίας, ένα χρυσόψαρο στη γυάλα ενός παραμορφωμένου κοσμοειδώλου.
Αλλά, πέρα από τον ίδιο τον Τσίπρα, το γεγονός ότι η σκανδαλώδης σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, που έγινε δημόσια γνωστή από τον Δεκέμβριο του 2016, δεν προκάλεσε ποτέ γενική κατακραυγή, ούτε καν έγινε θέμα στον αντιπολιτευόμενο Τύπο και στις θεωρούμενες σοβαρές εφημερίδες –αντίθετα, το σκάνδαλο Προφιούμο το ξεσκέπασε πρώτη, με επιμονή, η εφημερίδα «Γκάρντιαν», ενώ το διερεύνησαν μετά η Σκότλαντ Γιαρντ και η αντικατασκοπεία, ΜΙ5– ότι δεν ξεσηκώθηκαν δηλαδή και οι πέτρες γι’ αυτή την κατάσταση, είναι μέτρο της εθνικής κατάντιας μας. Δείχνει το πόσο ανεπαρκής είναι ο Τύπος μας, αλλά και πόσο δραματικά εξαντλημένα είναι τα αντανακλαστικά μας, ως κοινωνίας, πόσο αδύναμοι είναι οι θεσμοί μας, επίσημοι και άτυποι, όπως και το πόσο τυφλές και τελικά ευνουχισμένες είναι οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ του τόπου. Εδώ δεν υπήρξε, για να το πω έτσι, «Γκάρντιαν», και όσο για τις αντίστοιχες Σκότλαντ Γιαρντ και ΜΙ5, δηλαδή την ΕΛΑΣ και την ΕΥΠ, αυτές λειτουργούσαν επί ΣΥΡΙΖΑ –όπως συχνά έχουν λειτουργήσει στην Ελλάδα– ως κομματικά ενεργούμενα.
Επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ, τη σχέση Καλπαδάκη-Barutçu τη δημοσιοποίησε πρώτος, επισημαίνοντας το απαράδεκτό της, ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός και, ακολουθώντας την αποκάλυψη, την έθεσε στη Βουλή (εδώ) ο Ανδρέας Λοβέρδος. Αλλά οι επισημάνσεις τους πνίγηκαν αμέσως με την κατηγορία του «σεξισμού», επειδή, λέει, η Barutçu ήταν γυναίκα! Δηλαδή αν η Barutcu ήταν άνδρας, και ο Καλπαδάκης γυναίκα, δεν θα ήταν «σεξιστική» η καταγγελία; Προφανώς τα ίδια θα ακούγαμε. Αν δε η Barutçu ήταν άνδρας και αυτή, όπως και ο κ. Καλπαδάκης, και είχαν τον ίδιο δεσμό, ως γκέι, απλούστατα θα άλλαζε η κατηγορία: από τον «σεξισμό» θα κατηγορούνταν οι καταγγέλλοντες για «ομοφοβία» –λες και εκεί ήταν το θέμα. Ο Τζανακόπουλος, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος τότε, με ύφος ηθικής απέχθειας, είπε ότι «ντρέπεται» για τον Λοβέρδο και την ερώτηση. Και έτσι έκλεισε το θέμα. Τύπος, πολιτικοί, δημόσιοι διανοούμενοι, απόλυτη σιγή. Κακόμοιρη Ελλάδα!
Σε κάθε περίπτωση, η όποια επιρροή της σχέσης Καλπαδάκη-Barutçu στα πολιτικά μας πράγματα δεν είχε γίνει αισθητή στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –και μπορεί, λέω καλοπροαίρετα, τότε να μην υπήρχε, αν και όλοι μας γνωρίζουμε εκ πείρας το πόσα μυστικά μοιράζονται τα ζευγάρια, εκτός δουλειάς, με την ασφάλεια του θρυλούμενου απόρρητου της συζυγικής εστίας. Άλλωστε, κάποιοι τότε συνάδελφοι τής Barutçu στην τουρκική πρεσβεία, σήμερα φυγάδες στη Δύση, την περιγράφουν κατά την περίοδο ως τον Ιούλιο του 2016 ως «φιλελεύθερη και με απόψεις μοντέρνες, όχι συντηρητική ή θρησκόληπτη». Έστω ότι ήταν έτσι –ή εμφανιζόταν έτσι. Αλλά οι πολιτικές και κοινωνικές απόψεις της Barutçu άλλαξαν, όπως και δεκάδων χιλιάδων άλλων τούρκων κρατικών λειτουργών, αμέσως μετά τη 15η Ιουλίου εκείνου του χρόνου, όταν έγινε η φερόμενη ως «απόπειρα πραξικοπήματος των γκιουλενιστών», όπως τη θέλει η προπαγάνδα του Ερντογάν.
Δυο λόγια επ’ αυτού πριν συνεχίσω: το ότι ο Φετουλάχ Γκιουλέν και η οργάνωσή του δεν είχαν καμία σχέση με ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ στην Τουρκία, είναι πια ευρύτατα αποδεκτό στη Δύση, με πρώτο να το ανακοινώνει επίσημα, προ ετών, από έρευνές του, ο διευθυντής των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών. Και όσο για το αν όντως έγινε εκείνο το βράδυ κάποια μικρή στρατιωτική κίνηση κατά του καθεστώτος Ερντογάν –ο ίδιος σε καμία στιγμή δεν κινδύνευσε, όντας από πολλές ώρες πριν ενήμερος και απομονωμένος– υπάρχουν πλέον σοβαρότατες αμφιβολίες. Ήδη, πολλοί σοβαροί πολιτικοί αναλυτές αλλά και πολιτικοί στη Δύση αποκαλούν το γεγονός «ψευδο-πραξικόπημα», ενώ δεν υπάρχει κανείς σχεδόν που να δέχεται την εκδοχή που κατασκεύασαν ο Ερντογάν και η ΜΙΤ, η μυστική υπηρεσία του, σχετικά με αυτό. Ακόμα μεγαλύτερες αμφιβολίες, βάσει της αρχής τού «δες ποιος ωφελείται από το έγκλημα», δημιουργεί η δήλωση του Ερντογάν, λίγες ημέρες μετά, ότι το φερόμενο ως πραξικόπημα ήταν «δώρο Θεού». Κι αυτό, βέβαια, γιατί του έδωσε την ευκαιρία να εξαπολύσει εκτενέστατο και αιματηρό διωγμό κατά των πολιτικών αντιπάλων του, κι έτσι να μετατρέψει το καθεστώς του από ημι-αυταρχικό σε δικτατορία, με κάποια ψευτοφτιασίδια δημοκρατίας. Μαζί δηλαδή με «δώρο Θεού», το φερόμενο ως πραξικόπημα ήταν μια καλοστημένη προβοκάτσια.
Αυτά φυσικά δεν είναι δικές μου εικασίες, ούτε και είναι δική μου η άποψη για την πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Τουρκία. Το Freedom House, που παράγει τον πιο έγκυρο δείκτη δημοκρατικότητας των καθεστώτων του κόσμου, με άριστα το 100 (αυτό παίρνουν μόνο η Φινλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία) δίνει στην Τουρκία 30 –κάτω απ’ τη βάση δηλαδή– και την χαρακτηρίζει «ανελεύθερη», βάζοντας τη στην τελευταία βαθμίδα της κατάταξής της, μαζί με τη Σομαλία, τη Βόρεια Κορέα, το Καζακστάν, την Ιορδανία και άλλες χώρες στις οποίες κανείς μας δεν θα ήθελε να ζει.
Ομως ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός δεν ασπάστηκε την αξιολόγηση του Freedom House. Οι τούρκοι αξιωματούχοι που βρίσκονταν εκείνη τη μοιραία μέρα στην Τουρκία –εκτός από τις δεκάδες χιλιάδες που συνελήφθησαν αμέσως, ως «γκιουλενιστές», «τρομοκράτες», «δολοφόνοι» κ.λπ.– εντάχθηκαν, από δική τους επιλογή, ο καθένας σε μία από τρεις κατηγορίες. Αυτό παρεμπιπτόντως συμβαίνει ιστορικά σε όλες τις δικτατορίες και τα απολυταρχικά καθεστώτα. Το ξέρουμε από μελέτες καθεστώτων ακροδεξιού και ακροαριστερού ολοκληρωτισμού, και το ζήσαμε σε μικροκλίμακα και στη δική μας δικτατορία 1967-1974: όσοι δημόσιοι λειτουργοί ή άλλοι που έχουν συναλλαγές με το κράτος είναι εκτός φυλακής ή σε αυτοεξορία, χωρίζονται αμέσως μετά την επιβολή μιας δικτατορίας σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη, που πάντα αντιπροσωπεύει ελάχιστο ποσοστό, είναι αυτή των αντιστασιακών, εκ των οποίων σήμερα μέσα στην Τουρκία υπάρχουν ελαχιστότατοι (εκτός φυλακής) καθώς η άγρια καταστολή δεν επιτρέπει αντίσταση παρά μόνο σε ήρωες –και οι ήρωες είναι πάντα ελάχιστοι. Η δεύτερη κατηγορία, που αντιπροσωπεύει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις το μέγιστο ποσοστό, είναι των ανθρώπων τού «εγώ κοιτάω τη δουλειά μου», του «σιγά μην μπλέξω», δηλαδή όσων συνεχίζουν να επιτελούν τα καθήκοντά τους, πολλοί παρά τις εσωτερικές ενστάσεις τους στο καθεστώς.
Το είδαμε και στη δική μας δικτατορία: ο μέγιστος αριθμός δημόσιων λειτουργών δεν ήταν «χουντικοί» με την πλήρη σημασία της λέξης, όπως δεν ήταν ούτε το μέγιστο ποσοστό των αξιωματικών. Ούτε και οι περισσότεροι αστυνομικοί ήταν βασανιστές. Οι βασανιστές και οι καταδότες ανήκουν σε τέτοιες περιπτώσεις στην τρίτη κατηγορία. Εκεί εντάσσονται αυτοί που, είτε από δικαιολογία ή από συμφέρον, υπηρετούν με φανατισμό το καθεστώς.
Η περίοδος που έγινε το αντίστοιχο ξεκαθάρισμα στο προσωπικό της τουρκικής αντιπροσωπείας στην Ελλάδα κράτησε λίγες ημέρες. Έχουμε αρκετά καλή εικόνα τού τι συνέβη τότε, από διπλωμάτες, υπαλλήλους και αξιωματικούς, σε θέσεις του ΝΑΤΟ, σήμερα φυγάδες στη Δύση. Το βράδυ του πραξικοπήματος, συγκεκριμένα, ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας, τότε Αντιπλοίαρχος Halis Tunç, είχε επικοινωνία μέσω Whatsapp με την Barutçu, περίπου στις 11 μ.μ., ως ακολούθως:
Barutçu: Κύριε Πλοίαρχε, τι φασαρίες κάνουν οι δικοί σας (οι ένοπλες δυνάμεις);
Tunç: Το Γενικό Επιτελείο έκανε πραξικόπημα.
Barutçu: Τι είδους πραξικόπημα; Ο Πρόεδρος, ο Πρωθυπουργός, έχουν αντιδράσει;
Tunç: Μόνο αυτό ξέρω.
Barutçu: Να με ενημερώσετε αν έχετε πρόσθετες πληροφορίες.
Hδη, από το γεγονός ότι την επικοινωνία αυτή με τον στρατιωτικό ακόλουθο την έκανε η Barutçu –κανονικά θα ήταν ρόλος του πρέσβη, ή έστω του πρώτου γραμματέα– έχουμε μια ένδειξη ότι από τις πρώτες στιγμές εκείνη ήταν που έδρασε ως ο πολιτικός προστάτης στην πρεσβεία της καθεστωτικής ορθοδοξίας.
Την επόμενη ημέρα, 16 Ιουλίου 2016, συνέβη το καθοριστικότερο γεγονός στην ιστορία που αφηγούμαι. Αργά το πρωί, οκτώ τούρκοι αξιωματικοί προσγειώθηκαν με ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη, ζητώντας άσυλο από την Ελλάδα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Τσίπρας υποσχέθηκε στον Ερντογάν ότι «θα σου τους στείλω πίσω σε δύο βδομάδες το πολύ», κατά τη διατύπωση που μετέφερε ο ίδιος ο Ερντογάν. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, και για τον ίδιο τον Τσίπρα και για τη χώρα. Και εδώ αρχίζει η μεγάλη σημασία του ζεύγους, με την Βarutçu να έχει περάσει πλέον ενεργά στη θέση του φανατικού υποστηρικτή του καθεστώτος Ερντογάν, δηλαδή στην τρίτη κατηγορία.
Δεν ξέρω τι έσπρωξε αυτή την ως τότε «φιλελεύθερη» προς αυτή την κατεύθυνση. Πιθανώς επηρεάστηκε από τις καταβολές της: ο πατέρας της, τότε ανώτερος αξιωματικός, θεωρείται άνθρωπος με επαφές με το βαθύ κράτος, που τάχθηκε τότε με τον Ερντογάν, όπως μαρτυρεί και η μετέπειτα σταδιοδρομία του, ως ανώτατου στελέχους αμυντικής βιομηχανίας φίλιας στο καθεστώς, σήμερα. Πιθανώς να επηρέασε την Barutçu και η θέση της, η φιλοδοξία της ή και ο έρωτάς της. Αλλά τίποτε από αυτά δεν την καθιστά τραγική ηρωίδα ή θύμα των περιστάσεων, αφού όντας στην Ελλάδα, είχε την ελεύθερη επιλογή να εγκαταλείψει τη θέση της, όπως έκαναν τις πρώτες ημέρες πολλοί συνάδελφοί της, που χρησιμοποίησαν τα διαβατήριά τους για να διαφύγουν στη Δύση. Αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, από την επόμενη μέρα του φερόμενου ως πραξικοπήματος, πέρασε στη σκληρή γραμμή ταύτισης με το νέο καθεστώς. Γνωρίζουμε μάλιστα από μαρτυρίες ότι, μεταξύ άλλων, πήγαινε στα σπίτια στην Αθήνα των συναδέλφων της που διέφευγαν στη Δύση, για να τα ψάξει. Φυσικά, αυτό δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα ενός διπλωμάτη, αλλά ενός ασφαλίτη.
Oσο για το κύριο συμβάν, ότι ο Τσίπρας «έταξε» τους Οκτώ στον Ερντογάν, είναι εντελώς βέβαιο. Η βούληση έχει ομολογηθεί άλλωστε δημόσια, επανειλημμένως και από αρκετούς –χώρια από τη συχνά επαναλαμβανόμενη μαρτυρία του Ερντογάν, που ο Τσίπρας ποτέ δεν διέψευσε. Η εντυπωσιακότερη δημόσια ομολογία από ανώτατο στέλεχος είναι του τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Αποστολάκη που, ως γνωστόν, σε πρόσφατη συνέντευξή του, σπιλώνοντας μια κατά τη γνώμη μου λαμπρή στρατιωτική καριέρα –ομολογώ ότι ως τότε τον εκτιμούσα ιδιαίτερα– δήλωσε ότι «προσπαθήσαμε να τους στείλουμε πίσω» τις πρώτες ώρες. Αλλά δεν τα κατάφεραν, λέει, «γιατί μπλέχτηκε μετά η Δικαιοσύνη». Εδώ, βέβαια, κάνει λάθος: η Δικαιοσύνη μπλέχτηκε μέρες αργότερα. Τις πρώτες ώρες, ο κύριος λόγος που σώθηκαν οι Οκτώ από τη βούληση του Τσίπρα και του Ερντογάν– ήταν η τεράστια τηλεοπτική-ειδησεογραφική κάλυψη του θέματος, λόγω του άκρως φωτογενούς θεάματος ενός τουρκικού ελικοπτέρου με φυγάδες σε ένα διεθνές αεροδρόμιο. Αυτή η δημοσιότητα κατέστησε αδύνατη μια κρυφή αποπομπή. Αλλά δεν εμπόδισε το κράτος να κάνει άλλα, στα κρυφά.
Φρικτή εντύπωση προκαλεί το γεγονός –δεν έχει γίνει ως τώρα γνωστό– ότι στην πρώτη ανάκριση από την ΕΥΠ των Οκτώ, λίγες ώρες αφού προσγειώθηκαν, παρίσταντο και δύο τούρκοι αξιωματούχοι, στους οποίους οι έλληνες ομόλογοί τους έδιναν δικαίωμα να ανακρίνουν τους αξιωματικούς, λες και ήταν ίσα κι όμοια με εμάς. Και κατά μεταγενέστερη μαρτυρία του Halis Tunç, που από την τότε θέση του είχε τυπικά πρώτος το καθήκον να ζητήσει να επιστραφούν οι Οκτώ, ξέρουμε ότι συνεννοήθηκε με τους έλληνες αξιωματούχους να έρθει στην Αλεξανδρούπολη τουρκικό ελικόπτερο με δύο πληρώματα και φρουρά από τη στρατιωτική αστυνομία. Το ένα πλήρωμα θα επέστρεφε το ελικόπτερο που είχε έρθει με τους Οκτώ, ενώ με το άλλο, και με φύλακες τους στρατονόμους, θα επιστρέφονταν οι Οκτώ, δεσμώτες. Έτσι του είχαν πει. Όμως με τη δημοσιότητα που πήρε σε λίγη ώρα η υπόθεση, το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε.
Ο ίδιος ο Τσίπρας δεν διέψευσε ποτέ ευθέως το «τάξιμο» των Οκτώ, ενώ ο Ερντογάν, σε κάθε ευκαιρία, του το θύμιζε δημόσια. Αλλά για την αλήθεια του «ταξίματος» υπάρχουν πολλές άλλες πηγές, άλλες δημόσιες και άλλες ιδιωτικές. Προσωπικά, μου το έχει επιβεβαιώσει ανώτατος πολιτειακός παράγοντας, παρουσία μάλιστα μάρτυρα, λέγοντας μου ότι την πράξη του την παραδέχτηκε στον ίδιο ο Τσίπρας.
Φυσικά, ο Τσίπρας δεν είχε κανένα δικαίωμα να υποσχεθεί την επιστροφή κανενός στον Ερντογάν. Σε μια δημοκρατική χώρα, αυτά τα αποφασίζουν μόνο τα δικαστήρια. Η υπόσχεσή του παρέβαινε το Σύνταγμα, τη διάκριση εξουσιών, και τους νόμους –αφήνω πια τις ανθρώπινες αξίες και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αλλά και πάλι, δεν θα καταφύγω σε συνωμοσίες ή κατηγορίες περί προδοτών, δωσίλογων κ.λπ. Θεωρώ ότι ο Τσίπρας, στο θέμα των Οκτώ, έδρασε υποκινούμενος αφ’ ενός από τη φοβία που του ενέπνεε το περιβάλλον του, για τις πιθανές συνέπειες της άρνησης –σε αυτό θα επανέλθω– αλλά επιπλέον, «έταξε» πιθανώς και από εν μέρει συγγνωστή άγνοια των νόμιμων δικαιωμάτων του αλλά και ασύγγνωστη αμέλεια, να μην ενημερωθεί γι’ αυτά, πριν δώσει μια τόσο σημαντική υπόσχεση.
Μετά, ο Ερντογάν έδεσε κόμπο τον λόγο του Τσίπρα, και με ήθη ανατολίτικα, θεώρησε ασυγχώρητο παράπτωμα την αθέτησή του. Αλλά το θέμα είχε πια πάει στη Δικαιοσύνη, οπότε και η Άγκυρα έκανε επίσημο αίτημα έκδοσής των Οκτώ. Η κυβέρνηση και το κράτος μας είχαν φερθεί στο ζήτημα άθλια από την αρχή, και συνέχισαν. Τους Οκτώ τους είχαν πρώτα σε έναν στενό κελί στην Αλεξανδρούπολη, και κατόπιν σε ένα ημιυπόγειο κρατητήριο στην Αττική –το επισκέφθηκα αρκετές φορές– σε έναν χώρο σιδερόφρακτο, με ελάχιστο φυσικό φως, οκτώ ανθρώπους σε 20 τετραγωνικά μέτρα, με μισή ώρα προαυλισμού την ημέρα, σε ένα σιδερόφρακτο στενό διάδρομο. Εκεί τους κράτησε το ανθρωπιστικό καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ πάνω από δυο χρόνια.
Ο Τσίπρας ήξερε πια ότι μόνο μέσω δικαστηρίων μπορούσε να φανεί πιστός στην υπόσχεσή του στον Ερντογάν να επιστρέψει τους Οκτώ. Από ό,τι μου έλεγαν τότε όλοι οι νομομαθείς φίλοι, το ότι δεν εκδίδεις ανθρώπους σε ένα καθεστώς κατάργησης του κράτους δικαίου, όπως είχε διαμορφωθεί σαφώς το τουρκικό, ήταν «στις γνώσεις πρωτοετούς της Νομικής». Και όμως, εκείνο τον Νοέμβριο –για κάποιον λόγο οι Οκτώ είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες, και δικάζονταν χωριστά– η πρώτη σύνθεση του Εφετείου δέχθηκε το αίτημα της Άγκυρας για την έκδοσή τους, και ενώ οι άλλες δύο το απέρριψαν, αμέσως άσκησε έφεση κατά της απόφασης ο Εισαγγελέας Εφετών. Προφανώς, το θέμα είχε ξεπεράσει τις γνώσεις του πρωτοετούς της Νομικής και είχε γίνει πολιτικό –ως μη όφειλε. Οπότε το θέμα παραπέμφθηκε να κριθεί στον Άρειο Πάγο. Και πρόεδρος του Αρείου Πάγου ήταν τότε η Βασιλική Θάνου, τοποθετημένη σε αυτή τη θέση από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Οι στενές σχέσεις της Θάνου με τον Τσίπρα ήταν από τότε ευρύτερα γνωστές, και επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά αργότερα, όταν μετά τη συνταξιοδότησή της ανέλαβε σύμβουλός του στο Μαξίμου. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι το κλίμα τρόμου που είχε προσπαθήσει προκαταβολικά αλλά και κατά τη διάρκεια των διασκέψεών της να μεταφέρει στους αρεοπαγίτες που θα δίκαζαν την υπόθεση των Οκτώ. Η απώτατη πηγή της τρομοκρατίας αυτής βρίσκεται στο περιβάλλον του Μαξίμου, που διαβουλευόταν και αποφάσιζε για τα θέματα αυτά. Και στο οποίο βέβαια καθοριστικός παράγων ήταν ο κ. Καλπαδάκης. Αυτό, με τη σειρά του μεταδιδόταν στον αλήστου μνήμης Κοντονή και τη Θάνου. Το μήνυμα του Μαξίμου, που προφανώς κάπως –πώς άραγε;– μας είχε διαμηνυθεί από την Τουρκία, ήταν «εκδώστε τους για το καλό σας, γιατί αλλιώς αλίμονο στην Ελλάδα, μαύρο φίδι που σας έφαγε!». Το μήνυμα αυτό το Μαξίμου το διέδιδε, τάχα εμπιστευτικά, προς όλες τις κατευθύνσεις, δημοσιογράφους, πολιτικούς άλλων παρατάξεων, παράγοντες του δημόσιου βίου. Και πολλοί το έχαφταν, αμάσητο.
Στην περίοδο που χώριζε τις δίκες του Εφετείου από του Αρείου Πάγου, κάπου ενάμιση μήνα, κάποιοι ενεργοί πολίτες βαλθήκαμε να κάνουμε το ζήτημα των Οκτώ πρώτο θέμα στην επικαιρότητα, και επίσης να το βάλουμε στη διεθνή αρθρογραφία. Ο στόχος ήταν συγκεκριμένος: γνωρίζοντας τις απειλές που διέρρεε το περιβάλλον Τσίπρα στον Άρειο Πάγο, θέλαμε να αντιτάξουμε στην πίεση της προπαγάνδας ένα δημόσιο τείχος πίστης στο Σύνταγμα, στη διάκριση των εξουσιών και στον νόμο, με αυτό τον τρόπο δείχνοντάς ότι η κοινωνία των πολιτών στηρίζει τις δημοκρατικές και ευρωπαϊκές αξίες, έτσι βάζοντας έναν αντίβαρο δημοκρατικής και εθνικής υπερηφάνειας στον τρόμο. Επίσης, με την αρθρογραφία και τις παρεμβάσεις μας, αποδομούσαμε τις κινδυνολογίες που πήγαζαν από το Μαξίμου. Τις κινδυνολογίες οι άνθρωποι του Μαξίμου όμως τις πίστευαν. Αυτό μπορώ να το μαρτυρήσω εξ ιδίας πείρας.
Τις τελευταίες ημέρες πριν εκδοθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου, όταν άκουγα από έγκυρες πηγές ότι η Θάνου βυσσοδομούσε, ενσπείροντας πανικό στους δικαστές που συσκέπτονταν για την υπόθεση, έκανα συναντήσεις με δύο, ως τότε προσωπικά άγνωστά μου, ανώτατα στελέχη του καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ –για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Τις επεδίωξα εγώ, και με δέχθηκαν αμφότεροι αμέσως, προφανώς περίεργοι να μάθουν τις απόψεις μου ή ίσως ελπίζοντας σε κάτι να με επηρεάσουν. Ο δικός μου σκοπός ήταν, για να το πω απλά, να τους ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου. Ήθελα να τους επισημάνω ότι έτσι και συνεχίσουν να πιέζουν τη Δικαιοσύνη, ο αγώνας που είχαμε κάνει για να σώσουμε τους Οκτώ στην ελληνική δημόσια σφαίρα θα μεταφερόταν στη διεθνή, με αποδείξεις για τις παρεμβάσεις τους. Ήμουν τυπικά ευγενής αλλά εμφανώς θυμωμένος –ομολογώ ότι ήμουν και σε μεγάλη νευρική ένταση και αγωνία εκείνες τις ημέρες, και πρέπει να φαινόταν.
Καθώς ήταν γνωστός ο ρόλος μου στην τεράστια κινητοποίηση για τους Οκτώ, όπως και η εκτενής αρθρογραφία μου, σε ελληνικά μέσα αλλά και σε μεγάλες ξένες εφημερίδες, τα δυο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με άκουσαν με προσοχή –έτσι κι αλλιώς, οι πολιτικοί πάνω από όλα τη δημοσιότητα λογαριάζουν. Οι δύο ήταν άλλου χαρακτήρος και είχαν τελείως άλλη αντιμετώπιση. Ο πρώτος, κάπως ηλικιωμένος, ήταν γλυκύτατος, με κράτησε δύο ώρες στο γραφείο του, προτείνοντάς μου ενδιάμεσα, καφεδάκια, κουλουράκια και μετά ουζάκια και λουκανικάκια, που ευγενώς αρνιόμουν, και δίνοντάς μου χαζοχαρούμενες διαβεβαιώσεις του τύπου «μα ο Αλέξης είναι καλό παιδί, πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα», «αποκλείεται να θέλει να τους εκδώσει», «αποκλείεται να μίλησε στη Θάνου», και άλλα τέτοια.
Ο δεύτερος δεν ήταν άλλος από τον κ. Καλπαδάκη. Το κλίμα ήταν εδώ τελείως διαφορετικό. Πάλι τυπικά ευγενικό, αλλά οι ματιές μας τώρα έβγαζαν φωτιές. Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: «Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!». Τα λόγια μου ακούγονται ίσως φαιδρά σήμερα –στο κάτω-κάτω, ποιος ήμουν εγώ να απειλώ μια κυβέρνηση με τέτοια τρομερά πράγματα;– αλλά στη στιγμή και στον τόνο που λέγονταν έβλεπα ότι έπιαναν τόπο. Ο κ. Καλπαδάκης ήξερε άλλωστε, όπως μου είπε, ότι όλη τη δημοσιότητα για τη σωτηρία των Οκτώ, που περιλάμβανε ήδη και τον ξένο Τύπο αλλά και προειδοποιήσεις προς την Ελλάδα διεθνών πολιτικών οργανισμών, την είχα ξεκινήσει εγώ.
Αλλά αφού είχε διαπιστώσει το κίνητρό μου να τον συναντήσω, σε κάποια στιγμή, προς μεγάλη μου κατάπληξη ομολογώ, σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, ο «Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ». «Ε, ας θυμώσει», του είπα εγώ. «Δεν είναι έτσι απλό», συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. «Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες». Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. «Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;», ρώτησα. «Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς». (Οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Barutçu.) Η παράκλησή του πάντως δεν είχε αποτέλεσμα, και χωρίσαμε, με εκείνον να μου λέει ότι θα μεταφέρει τα λεγόμενά μου στον Τσίπρα, και εμένα να του λέω ότι ήμουν στη διάθεσή του αν ήθελε να μου μεταφέρει κάποιο σχόλιο ή ερώτηση. Δεν επικοινώνησε ξανά.
Με τον κ. Καλπαδάκη είχα όμως και μια δεύτερη συνάντηση, αυτή μάλιστα με παρόντα, μαζί μου, έναν διακεκριμένο πολίτη, επιστήμονα και δημόσιο διανοούμενο. Αυτή έγινε δύο χρόνια μετά την πρώτη, όταν, ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες των υπουργών Μετανάστευσης, διαδοχικά, Μουζάλα και Βίτσα, να ακυρώσουν με παρεμβάσεις τους τις αποφάσεις απονομής ασύλου στους Οκτώ, που είχαν εκδώσει οι αρμόδιες επιτροπές, η υπόθεσή τους κερδήθηκε θριαμβευτικά στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ομόφωνη απόφαση. Όμως, ο στενός φίλος των αδελφών Τζανακόπουλων, Μάρκος Καραβίας, που είχε στο μεταξύ διορισθεί, ως πρωθυπουργικός εκλεκτός, επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου, αρνιόταν να τους χορηγήσει το άσυλο. Δηλαδή, με κοτζάμ Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας να το έχει αποφασίσει ομόφωνα, αυτός προτιμούσε να υπακούει τις εντολές του Μαξίμου. Είδαμε λοιπόν τον κ. Καλπαδάκη, μαζί με τον διακεκριμένο πολίτη που ανέφερα, για να διαμαρτυρηθούμε. Αλλά εκείνος μας ειρωνευόταν, με «αααα, ξέρετε πόσες άλλες χιλιάδες αιτήσεις ασύλου έχουν προτεραιότητα», και διάφορα παρόμοια. Και όταν του είπα ότι από όσο ήξερα καμία από αυτές τις άλλες δεν είχε πίσω της ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι υπήρχαν και ένδικα μέσα για να τους πιέσουμε, εκείνος απάντησε, με αντίστοιχο τόνο, «ααα, ξέρετε τι φοβερό πράγμα είναι η γραφειοκρατία;». Τον ρώτησα να μου πει ειλικρινά, γιατί αυτά τα καραγκιοζιλίκια, και τι στην ευχή του Θεού φοβόταν αν δινόταν το άσυλο στους Οκτώ, απλώς υπακούοντας το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Και, πες, πες, ξαναφτάσαμε στη μαγική λέξη: «Πόλεμος».
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. «Πάλι πόλεμος;», του είπα. «Και με τον Άρειο Πάγο μού λέγατε ότι θα γίνει πόλεμος, αν δεν εκδοθούν οι Οκτώ, και δεν έγινε». «Ναι », μου είπε ο δαίμων αυτός της διπλωματίας. «Αλλά δεν ξέρετε τι αγώνα δώσαμε εμείς για να μη γίνει!». Δεν άντεξα να συγκρατήσω τα γέλια μου, καθώς τον φαντάστηκα, μαζί με τον Τσίπρα, αντιμέτωπους με τον στρατηλάτη Ερντογάν επικεφαλής των ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων του, να τον πείθουν να κάνει όπισθεν.
Στην προηγούμενη συνάντησή μας είχα καταλήξει ότι ο άνθρωπος αυτός, που υπό το καθεστώς τρόμου που του είχε εμπνεύσει η τουρκική πολιτική ηγεσία, ότι τάχα θα μας επιτεθούν αν δεν εκδώσουμε ή δώσουμε άσυλο στους Οκτώ, ήταν αφελής σε βαθμό ανοησίας. Τη δεύτερη φορά όμως, όταν άκουσα ότι περίμενε να πιστέψω ότι δεν έγινε πόλεμος χάρη στις προσπάθειές «τους», κατάλαβα ότι πρέπει να θεωρεί ανόητο και εμένα. Αυτό μου το επιβεβαίωσε στο τέλος της συνάντησης, όταν μείναμε ένα λεπτό οι δυο μας, στην πόρτα του γραφείου του, και ο κ. Καλπαδάκης μου είπε κατ’ ιδίαν ότι έχει από μένα ένα παράπονο. Τον ρώτησα ποιο ήταν και μου είπε ότι ανέμειξα την προσωπική του ζωή στην πολιτική –αυτό, καθώς είχα ήδη σχολιάσει δημόσια τη σχέση του με την κ. Barutçu. Του είπα ότι, να με συμπαθάει, αλλά η σχέση αυτή, εφ’ όσον εκείνος κατείχε τη θέση που κατείχε, δεν ήταν θέμα προσωπικής ζωής, αλλά εθνικής ασφάλειας. Και τότε μου είπε το αμίμητο: «Οι αρμόδιες υπηρεσίες (η ΕΥΠ του Ρουμπάτη υποθέτω εννοούσε) ενημερώθηκαν και δεν βρήκαν στο γεγονός της σχέσης τίποτε το επιλήψιμο». Του είπα ότι η σχέση όντως δεν ήταν επιλήψιμη: απαγορευτική ήταν η συνύπαρξη της σχέσης και της θέσης του στο Μαξίμου. «Οι αρμόδιες υπηρεσίες θεώρησαν ότι δεν ήταν», μου είπε. Αυτή τη φορά δεν γέλασα. Για κλάματα ήταν το θέμα –με δάκρυα οργής για τα χάλια μας.
Σε κάθε περίπτωση, το κακό που δεν κατάφερε να κάνει η παρέα του Μαξίμου στους Οκτώ, χάρη σε κάποια ενεργά μέλη της κοινωνίας των πολιτών, τους ανιδιοτελείς και άξιους δικηγόρους τους και τους υψηλόφρονες δικαστές μας, ξέσπασε εναντίον εκατοντάδων άλλων αθώων ανθρώπων, που οι υποθέσεις τους δεν είχαν δυστυχώς τη δημοσιότητα των Οκτώ. Στα σκοτεινά έφταναν στην Ελλάδα, φυγάδες από τον Ερντογάν, και στα σκοτεινά, διώχνονταν, βάρβαρα και απάνθρωπα, και παραδίνονταν στα χέρια των δεσμωτών τους.
Βλέπετε, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, η παρέα του Μαξίμου ήταν πλέον σε απόλυτο πανικό, αφού ο Ερντογάν έπνεε μένεα εναντίον του Τσίπρα, που τον «είχε γελάσει» με τους Οκτώ. Από την πλευρά του βέβαια, και με τα μυαλά του, επί προσωπικού ο Ερντογάν είχε δίκιο: ο Τσίπρας είχε κατ΄αυτόν αθετήσει τον λόγο του. Και αντιδρώντας στην οργή του Ερντογάν, εικάζω υπερενισχυμένη από το ηχείο της κυρίας Barutcu, οι «τσιπραίοι» υπερέβαλλαν εαυτόν, να δείξουν με κάθε τρόπο στον Ερντογάν ότι το μήνυμα είχε ληφθεί. (Ξεφεύγω από το ύφος μου αποκαλώντας το περιβάλλον Μαξίμου «τσιπραίους», αλλά τους το χρωστάω: γιατί ξέρω καλά ότι η παρεούλα του πρωθυπουργού αποκαλούσε τους αμπαροκλειδωμένους Οκτώ «χουνταίους»). Ήθελε λοιπόν πάση θυσία ο Τσίπρας να περάσει το μήνυμα στον τούρκο πρόεδρο, ότι δεν μπόρεσε μεν να του επιστρέψει τους Οκτώ –«εγώ ήθελα, Ταγίπ μου, αλλά βλέπεις αυτοί οι δικαστές», κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ερντογάν– αλλά δεν θα είχαν την ίδια καλή τύχη άλλοι τούρκοι φυγάδες, που θα προσπαθούσαν να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα.
Και έτσι στήθηκε ένας σκοτεινός μηχανισμός επαναπροωθήσεων. Η αντιστράτηγος Ζαχαρούλα Τσιριγώτη, όχι μόνο άνθρωπος με ισχυρή κομματική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ –σήμερα άλλωστε είναι επίσημα σύμβουλος του Τσίπρα– αλλά στενή φίλη της Barutcu, και τακτική συνδαιτυμόνας του ζεύγους, διορίσθηκε Γενική Επιθεωρητής Αλλοδαπών και Φύλαξης Συνόρων, θέση που δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνη, τότε. Όλοι μας φυσικά έχουμε εικόνα για το πόσο «καλά» φυλάγονταν τα σύνορά μας επί της θητείας της. Σε έναν όμως ειδικά τομέα, αρίστευε: οι τούρκοι φυγάδες από τον Ερντογάν που έφταναν με χίλιους κόπους και κινδύνους, για να ζητήσουν άσυλο στη δική μας πλευρά του Έβρου, μόλις έδιναν τα στοιχεία τους και αν ήταν καταζητούμενοι από τον Ερντογάν, επαναπροωθούνταν, βίαια και, φυσικά, παράνομα. Όσο για το ότι τους είχε στον στόχο ο Ερντογάν, οι δικοί μας δεν το μάθαιναν από λίστες της Ιντερπόλ, που αποτελούν τις μόνες νόμιμες πηγές βάσει των οποίων μπορεί μια χώρα να συλλάβει –όχι όμως να επαναπροωθήσει– κάποιον που περνά τα σύνορά της και καταζητείται από άλλη χώρα, απλούστατα γιατί σε αυτές τις λίστες δεν υπήρχαν. Η πληροφορία ότι καταζητούνταν μπορούσε άρα να προέρχεται μόνο από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Ερντογάν. Δυστυχώς έλληνες κρατικοί λειτουργοί συμμετείχαν σε αυτό το βάρβαρο, απάνθρωπο παιχνίδι.
Τα παρακολουθούσα στενά εκείνο τον καιρό και ξέρω πάμπολλες περιπτώσεις επαναπροωθήσεων. Λιγοστοί καταζητούμενοι φυγάδες που, είτε από εξυπνάδα είτε από φόβο, δήλωναν ψεύτικα ονόματα, και με μπόλικη παραπανήσια τύχη στο πλευρό τους, κατάφεραν και πέρασαν ασφαλώς, με τα μπουλούκια των άλλων εθνικοτήτων, που η φύλαξ των συνόρων Τσιριγώτη άφηνε να περνούν. Όσοι όμως τούρκοι φυγάδες (δυστυχώς οι περισσότεροι) έδιναν τα χαρτιά τους, και έκαναν από πάνω το λάθος να πούνε ότι διώκονται, πιστεύοντας αφελώς ότι αυτό σε μια πολιτισμένη χώρα αποτελεί αιτία παροχής ασύλου, στέλνονταν πίσω πάραυτα.
Η διαδικασία ήταν σκοτεινή και φρικαλέα και βεβαίως, βαθύτατα παράνομη –με μπόλικα κακουργήματα φορτωμένη. Οι ταλαίπωροι ικέτες παραδίδονταν από έλληνες κουκουλοφόρους, οι οποίοι, σε βανάκια χωρίς πινακίδες τους πήγαιναν ως την όχθη του Έβρου, αφού πρώτα είχαν ειδοποιήσει τη ΜΙΤ ότι φθάνουν. Με βάρκες πέρναγαν τους δύσμοιρους αυτούς ανθρώπους απέναντι και τους παρέδιδαν στους τούρκους πράκτορες, που τους περίμεναν από την άλλη. Συχνά, τα ονόματα όσων επαναπροωθούνταν τα βλέπαμε την επομένη στα τούρκικα μέσα με την περιγραφή «συνελήφθη στο Εντιρνέ (Αδριανούπολη) προσπαθώντας να αποδράσει στην Ελλάδα». Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν, και η προειδοποίηση στους άλλους που θα τολμούσαν, της επαναπροώθησης.
Στα κατορθώματα της Τσιριγώτη έχω και ένα μικρό που με αφορά προσωπικά: άνθρωποί της παρακολουθούσαν και μένα για ένα διάστημα, λες και ήμουν κανένας κακούργος –υποθέτω χωρίς εισαγγελική εντολή. Αυτό σταμάτησε όταν τους φωτογράφισα κρυφά και της έστειλα τις φωτογραφίες τους, και της έγραψα ότι οι επόμενες θα είναι στο Facebook. Και επιπλέον, μας ξεγέλασε, ύπουλα και μπαμπέσικα, εμένα αλλά και κάποιους από τους νομικούς παραστάτες των Οκτώ, ζητώντας να πάμε στο γραφείο της τάχα «για να μας μιλήσει για την προστασία ενός από αυτούς», που είχε απελευθερωθεί από τις επιτροπές ασύλου, ώστε οι άνθρωποί της να τον αρπάξουν κατά την απουσία μας.
Για τις επαναπροωθήσεις τούρκων αντικαθεστωτικών στην Τουρκία επί ΣΥΡΙΖΑ, και την παράδοσή τους, από κουκουλοφόρους, στους τούρκους ασφαλίτες, γράφτηκαν τότε αρκετά πράγματα, και καταγγέλθηκαν πολλά περιστατικά από αρμόδιους φορείς, με ονόματα, στοιχεία, υλικό και μάρτυρες, ανάμεσά τους από την Ελληνική Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, αλλά και διεθνείς οργανισμούς, ανάμεσά τους την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως και πολλούς πολίτες. Επιπλέον, έγιναν για αυτές αρκετές μηνύσεις από συγγενείς θυμάτων, που όμως οι περισσότερες έχουν καταλήξει. Αυτό ήταν εν μέρει κατανοητό από δικαστικής πλευράς, γιατί οι μηνύσεις γίνονταν από φόβο «κατά παντός υπευθύνου», αντί συγκεκριμένων αξιωματικών, κατηγορία που δύσκολα φτάνει στο ακροατήριο, και βέβαια χωρίς μάρτυρες αστυνομικούς. Αλλά τα εγκλήματα έγιναν. Και οι εγκληματίες υπήρξαν, βάσει των επίσημων ελληνικών και διεθνών καταγγελιών. Και ελπίζω κάποτε, με τα στοιχεία που έχουν συλλεγεί και συλλέγονται ακόμα, οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν αν όχι στη Δικαιοσύνη, τότε στην Ιστορία.
Βλέποντας το θέμα εκ των υστέρων, πολιτικά, το «τάξιμο» των Οκτώ από τον Τσίπρα, και οι απεγνωσμένες προσπάθειες του περιβάλλοντός του να τους επιστρέψουν με κάθε παράνομο τρόπο, ήταν η αρχή κάθε κακού. Αν ο Τσίπρας, έχοντας πληροφορηθεί από νομικούς ότι δεν ήταν στις αρμοδιότητές του να υποσχεθεί κάτι τέτοιο, έστω και αφού το είχε κάνει, παραδεχόταν δημόσια ότι είχε κάνει λάθος τάζοντας τους Οκτώ, και ότι τα καθήκοντά του, όπως ορίζονται από το Σύνταγμα, δεν του το επέτρεπαν, δηλαδή αν είχε τολμήσει να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό, θα είχε ανακτήσει την αξιοπρέπειά του και θα είχε φερθεί ως όφειλε, ως ηγέτης, μένοντας μακριά από κάθε παιχνίδι με τη Δικαιοσύνη. Αλλά αυτό το λάθος του, άπαξ και δεν ομολογήθηκε, εξελίχθηκε από το κακό στο χειρότερο. Το λάθος έγινε έγκλημα.
Είχε βέβαια προϋπάρξει η απαράδεκτη και ασύγγνωστη πράξη του να διορίσει Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του τον Καλπαδάκη, που τον είχε ήδη σύμβουλο από το 2014. Το έκανε επειδή ο Καλπαδάκης ήταν ανιψιός του κ. Βούτση, επειδή τον συμπαθούσε, επειδή του φαινόταν πειθήνιος; Δεν ξέρω. Γεγονός είναι, πάντως, ότι η θέση αυτή ανατίθεται πάντα σε παλιούς διπλωμάτες, με τον βαθμό του πρέσβη, εν ενεργεία ή συνταξιούχους, και πάντως ανθρώπους με τεράστια πείρα και γνώση. Αντίθετα, ο Καλπαδάκης ήταν ένας νεαρός, άπειρος διπλωμάτης, που μόλις είχε επιστρέψει από τριετή τοποθέτηση στην Άγκυρα, όπου αναπτύχθηκε το ειδύλλιο με την Barutçu. (Αν πίστευα στις θεωρίες συνωμοσίας, θα έλεγα ότι υπήρξε στην αρχή του ειδυλλίου κάποια ενθάρρυνση, από τουρκικής πλευράς).
Από εκεί και πέρα, με τη σχέση δεδομένη, και την άφιξη στην Αθήνα της Barutçu, μόλις ανέλαβε στο Μαξίμου ο Καλπαδάκης, η υπόλοιπη θητεία του είναι εξ ορισμού σκανδαλώδης. Η επιλογή του Καλπαδάκη από τον Τσίπρα, αλλά και η ανεπάρκεια και φοβικότητα του δεύτερου, τους έκαναν να πιστεύουν για την Τουρκία όσα τους σέρβιρε η πλευρά Ερντογάν, άλλα μέσω δημοσιότητας, άλλα μέσω κρεβατομουρμούρας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι την εθνική μας πολιτική, τουλάχιστον στο ζήτημα της τήρησης του διεθνούς δικαίου, του σεβασμού του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και της ανθρωπιάς, σε θέματα ασύλου, τη διαχειρίζονταν φοβικά ανθρωπάρια. Πρίμο-σεκόντο, το Μαξίμου από τη μία, και από την άλλη η Τσιριγώτη στην Αστυνομία και ο Καραβίας στην Υπηρεσία Ασύλου.
Τέλος πάντων, άλλαξε το καθεστώς και η νέα κυβέρνηση, υπακούοντας στον νόμο, έδωσε στους Οκτώ το άσυλο, όπως άλλωστε ήταν υποχρεωμένη από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η θλιβερή παρένθεση του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε. Αλλά, αναρωτιέμαι, τι κατάλοιπα άφησε στην κοινωνία, τα ΜΜΕ, την κοινή γνώμη αλλά και την πολιτική μας, εκείνη η καραμέλα που ακούγαμε τότε, για τον «δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Τουρκίας», όπως πάντα αναφερόταν ο Τσίπρας στον Ερντογάν –«και ο Χίτλερ δημοκρατικά εκλεγμένος ήταν» θύμισε καίρια ο αλησμόνητος Σταύρος Τσακυράκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αντικρούοντας τους νομικούς ισχυρισμούς της κυβέρνησης κατά του ασύλου των Οκτώ– και πόσοι ακόμα πιστεύουν τα περί «χουνταίων», όχι μόνο για τους Οκτώ, αλλά για όλους τους εχθρούς του Ερντογάν; Και, ακόμα περισσότερο, αναρωτιέμαι πόσο παραμένει σήμερα ζωντανή η φοβικότητα που τότε δημιουργήθηκε και έγινε ενδημική στο πολιτικό περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στο πώς εκφράζεται στο ζήτημα των τούρκων ικετών στα χώματά μας; Οι άνθρωποι φεύγουν από το προσκήνιο. Αλλά κάποτε τα φαντάσματά τους μένουν.
Τελειώνω λέγοντας ότι από τα ονόματα που αναφέρθηκαν εδώ, πλην των δύο πρωταγωνιστών, Ερντογάν και Τσίπρα, και των γνωστών πολιτικών, για τους οποίους ενημερωνόμαστε από τα ΜΜΕ, οι κ.κ. Αποστολάκης, Καλπαδάκης και Τσιριγώτη ανήκουν τώρα επίσημα στο σκιώδες ΚΥΣΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Ρουμπάτης, πήγε σπίτι του. Η σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, από όσο γνωρίζω έχει λήξει. Εκείνη, με το που άλλαξε η κυβέρνηση στην Αθήνα, επέστρεψε το καλοκαίρι του 2019 στην Αγκυρα και υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνση Αεροναυτιλίας και Ασφάλειας Συνόρων, αν αυτό σας λέει κάτι. Ο κ. Καραβίας ωστόσο παραμένει και σήμερα διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο άνθρωπος αυτός είναι για μένα ένα μυστήριο: κολλητός των αδελφών Τζανακόπουλων, άνθρωπος του στενού κύκλου του συριζαίικου Μαξίμου, που τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου για φιλικούς και κομματικούς λόγους, παρέμεινε στη θέση του μετά την ήττα της κυβέρνησης που τον διόρισε. Δέχομαι ότι αρχικά η σημερινή κυβέρνηση τον άφησε να ολοκληρώσει τη θητεία του, για να μην κάνει κομματικούς διωγμούς. Και αυτό είναι με κάποια έννοια αξιέπαινο.
Αλλά δεν εξηγεί τη στάση του κ. Μηταράκη, ο οποίος πρόσφατα αναβάθμισε τον κ. Καραβία, από «διευθυντή» σε «διοικητή», παρατείνοντας τη θητεία του. Γιατί άραγε; Και ο ίδιος ο Καραβίας γιατί έμεινε, αν και αρχικά διορισμένος ως κομματικός εγκάθετος; Δύο πιθανούς λόγους βρίσκω: ή συνηθίζει να προσκολλάται στην εξουσία από όπου και αν προέρχεται, ή αλλιώς παραμένει πιστός στην προηγούμενη παρέα του και αποτελεί στη θέση αυτή πολιτικά παρείσακτο, «εισοδιστή» που λέγαν και παλιοί κομμουνιστές, που συνεχίζει την πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά για τους τούρκους φυγάδες –θα επανέλθω στο ζήτημα, με νέο άρθρο. Δεν ξέρω ποιος γνωρίζει τα πραγματικά κίνητρα του κ. Καραβία, εκτός από τον ίδιο. Πάντως σίγουρα όχι ο κ. Μηταράκης.
Σημείωση: Οσες πληροφορίες περιέχονται σε αυτό το άρθρο και δεν είναι δημόσια γνωστές, προέρχονται από δικές μου προσωπικές πηγές και συναντήσεις, που άλλες αναφέρω και κάποιες οφείλω, για λόγους είτε υπόσχεσης είτε δεοντολογίας, να προστατεύσω, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Αυτές τις έχω όλες καταγράψει, αλλού, και υπάρχουν διαθέσιμες. * O Aπόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας. Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.