τοῦ Φώτιου Σταυρίδη
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στίς 3 Ἀπριλίου 1770 στό Ραμαβούνι Μεσσηνίας. Μητέρα του ἦταν ἡ Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κωτσάκη ἀπό τήν Ἁλωνίσταινα καί πατέρας του ὁ Κωνσταντῆς Κολοκοτρώνης ἡγέτης τῶν Ἁρματολῶν τῆς Κορινθίας.
Εἶχε τέτοια τρομερή φήμη ὁ Κωνσταντῆς πού οἱ Τουρκαλβανοί ὁρκίζονταν μέ τήν φράση “νά μήν σώσω ἀπό τοῦ Κολοκοτρώνη τό σπαθί!”
Ἡ φάρα τοῦ Κολοκοτρώνη, τό Κολοκοτρωνέϊκο, ποτέ δέν συμβιβάστηκε μέ τόν κατακτητή, ποτέ δέν τόν προσκύνησε καί ὅπου τόν συναντοῦσε τόν πολεμοῦσε.
Ὁ παππούς τοῦ Θεοδωράκη Γιάννης Κολοκοτρώνης εἶχε πέντε γιούς: τόν Ἀναγνώστη, τόν Βασίλη, τόν Κωνσταντῆ, τόν Ἀποστόλη καί τόν Γιώργη.
Οἱ τρεῖς τελευταῖοι σκοτώθηκαν στήν περίφημη μάχη τῆς Καστάνιτσας (1780). Ὅταν ὁ Γιάννης ἔμαθε γιά τή γέννηση τοῦ ἐγγονοῦ του, ἔκανε τήν λανθασμένη πρόβλεψη, ὅτι “ἀκόμα ἕνας Κολοκοτρώνης γεννήθηκε σκλάβος καί θά πέθαινε σκλάβος”. Ὁ ἴδιος ἀπαγχονίστηκε ἀπό τούς Τούρκους ἀφοῦ προηγουμένως τόν εἶχαν ἀκρωτηριάσει, τό 1772.
Ἡ καταγωγή τῆς οἰκογένειας κρατάει ἀπό τό ἀκατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι τοῦ Δήμου Φαλάνθου, νοτίως τῆς Βυτίνας. Στό ἐπίσης ἐγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Ἀρκουδόρεμα οἱ Κολοκοτρωναῖοι διατηροῦσαν τά λημέρια τους.
Μετά τήν ἐξόντωση τῆς οἰκογένειας, ὁ Ἀναγνώστης Κολοκοτρώνης φρόντισε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς χήρας του ἀδερφοῦ του καί τοῦ δεκάχρονου Θεοδωράκη φυγαδεύοντάς τους στό χωριό Μηλιά τῆς Μάνης, ὅπου ἔμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πῆγαν στήν Ἁλωνίσταινα, στούς πρόποδες τοῦ Μαίναλου, ἀπό ὅπου κρατοῦσε ἡ καταγωγή τῆς Ζαμπέτας. Στή συνέχεια ὁ θεῖος Ἀναγνώστης, τούς πῆγε στό χωριό Σαμπάζικα (Ἄκοβο), ὅπου ἡ Ζαμπέτα ξενοΰφαινε, καί ἔκοβε ξύλα τά ὁποῖα ὁ μικρός Θόδωρος τά κουβαλοῦσε στήν Τρίπολη καί τά πουλοῦσε. Ὅταν, μιά μέρα ὁ μικρός Θοδωράκης ἔμπαινε μέ τό γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, στήν Τρίπολη, τό ζῶο παραπάτησε σέ μία λακούβα μέ νερά μέ ἀποτέλεσμα νά βραχεῖ ἕνας Τοῦρκος πού περνοῦσε δίπλα του. Τότε αὐτός ἀγριεμένος τοῦ ἔδωσε δύο χαστούκια. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη δέν ξαναπῆγε στήν Τρίπολη. Θά ἔμπαινε ὕστερα ἀπό σαράντα χρόνια στρατηγός τῶν Ἑλλήνων καί ἐκδικητής.
Τό 1790 παντρεύτηκε σέ ἡλικία 20 χρονῶν τή θυγατέρα τοῦ προεστοῦ Καρούτσου τήν Αἰκατερίνη (1790) μέ τήν ὁποία ἔκανε ἕξι παιδιά. Βγῆκε ἀπό μικρός στήν κλεφτουριά καί γρήγορα ἔγινε πρωτοπαλίκαρο τοῦ Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη. Ὁ Ζαχαριᾶς, ὅταν παρατηροῦσε τό νεαρό κλέφτη νά μήν ἀποχωρίζεται τό τουφέκι του οὔτε ἀκόμα καί ὅταν χόρευε, εἶχε προβλέψει ὅτι κάποτε αὐτός θά πάρει τήν θέση του καί θά γίνει καπετάνιος. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σέ νεαρή ἡλικία, ἔγινε καπετάνιος, ἐπικεφαλῆς ἑξῆντα ἀνδρῶν καί ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι δέν μποροῦσαν νά τόν θανατώσουν τόν ἔκαναν ἀρματολό στήν ἐπαρχία Λεονταρίου καί Καρύταινας. Συμμετεῖχε καί στίς ἐμφύλιες διενέξεις μεταξύ τῶν οἰκογενειῶν τῆς Μάνης, βοηθώντας τόν μπέη Παναγιώτη Κουμουντουράκη πού μαχόταν ἐναντίον τοῦ μισητοῦ του ἀντιπάλου Ἀντώνμπεη Γρηγοράκη.
«Ἡ Μάνη ἐφθόνησε τόν Μπέϊ, ἦλθε καί ὁ Σερεμέτ Μπέϊς, διά νά βάλουν τόν Ἀντωνόμπεη Γληγοράκη. Ἦλθε ὁ Μπέϊς ὁ Κουμουντουράκης εἰς τήν Καλαμάτα μέ ἑξῆντα ἀνθρώπους, ἐγώ εἶχα δεκαοκτώ. Μέ ἐμπόδιζαν νά βοηθήσω τόν Κουμουντουράκη, ἀλλά ἔπρεπε νά τόν βοηθήσω ἐξ’ αἰτίας τῆς φιλίας. 3.000 Τοῦρκοι καί Μανιᾶται πηγαίνουν κατά τοῦ Κουμουντουράκη. (Συμμάχησε ὁ Γρηγοράκης μέ τούς Τούρκους γιά νά γίνει αὐτός μπέης τῆς Μάνης καί ἐπιτέθηκε στόν Κουμουντουράκη).
Βλέπω μικρά μπαϊράκια εἰς ταῖς Καπετανῖαις, συμβούλευσα νά μήν πᾶμε μέσα εἰς τήν Μάνη, ἠθέλαμε νά πιάσωμε τό κάστρο τοῦ Κουμουντουράκη τέσσαρες ὥραις μακρυά ἀπό τήν Καλαμάτα. Οἱ Καπετανάκιδες καί ἄλλοι Μανιάταις μας πολέμησαν, ἐλαβώθηκα.
Ἐπιάσαμε τόν πύργον, ἔπειτα διά νυκτός ἀνέβημεν εἰς τό κάστρο. Οἱ πατζαοῦρες (τά βόλια πού δέχτηκε ἀπό πυροβολισμό) τῆς λαβωματιᾶς ἦτον μέσα. Ὁ Παναγιώτης Μούρτζινος καί ὁ Χρηστέας, φίλοι πατρικοί, τούς γράφω ἕνα γράμμα, μέ κάθε συμβιβασμό νά ἔβγω, νά ὑπάγω εἰς τήν Μάνην νά γιατρευθῶ. Οἱ Μούρτζινοι λέγουν εἰς τόν Σερεμέτ Μπέη νά ἐβγάλουν τούς κλέφταις διά νά ἀδυνατίση ὁ Κουμουντουράκης, καί ἔτζι ἐγέλασαν τόν Σερεμέτ μπέϊ νά ἔβγω ἐγώ ἀπό μέσα, καί μοῦ εἶπαν νά ἔβγω μέ ὅλους μου τούς ἀνθρώπους. (Εἶπαν στούς Τούρκους νά βγοῦν οἱ Κλέφτες, τάχα γιά νά ἀδυνατίσει ὁ ἀντίπαλος, ἀλλά ἤθελαν νά βοηθήσουν τόν Κολοκοτρώνη πού ἦταν τραυματίας νά ξεφύγει. Βλέπουμε ὅτι οἱ Μανιάτες ἦταν χωρισμένοι καί πολεμοῦσαν οἱ μέν τούς δέ στίς ἐμφύλιες συρράξεις καί βεντέτες, ἀλλά μετά ἐπανασυνδέονταν.) Ὁ Κουμουντουράκης ἐπαραδόθηκε καί τόν πῆρε ἡ ἁρμάδα σκλάβον, ἐγιατρεύθηκα ἐγώ ἐπῆγα εἰς τό ἀρματωλίκι μου.
Μοῦ ἔπεσαν οἱ προεστοί καί ὁ κύρ Γιάννης (Δεληγιάννης) καί μοῦ λέγουν: δέν εἶναι καλόν νά κινδυνεύης εἰς τήν Μάνην καί νά φέρεις τήν φαμίλιάν σου εἰς τήν Καρύταινα. (Τοῦ εἶπαν οἱ προεστοί νά ἀφήσει τήν Μάνη καί νά γυρίσει μέ τήν οἰκογένειά του στήν Καρύταινα). Τά ἔβγαλα τά παιδιά μου εἰς τήν Καρύταινα καί ἐκατοίκησα εἰς ἕνα χωριό Στεμνίτζα.»
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
Τό 1792 βρέθηκε νά ὑποστηρίζει, μαζί μέ τόν Ζαχαριᾶ, τή μεγάλη ὑποχώρηση τοῦ θρυλικοῦ κλέφτη Ἀνδρίτσου (πατέρα τοῦ Ὀδυσσέα) ἀπό τή Μάνη πρός τίς βορεινές ἀκτές τοῦ Μοριά. Ἀπό τήν παραλία τῆς Βοστίτσας τόν συνόδευσαν ἀπέναντι στή Ρούμελη στό χωριό Ἄσπρα Σπίτια. Κατά τήν διάρκεια τῆς “Ξενοφώντειας” αὐτῆς πορείας, οἱ Ρωμιοί ἦρθαν σέ ἐπανειλημμένες συγκρούσεις μέ τούς Τούρκους καί τούς ἐπέφεραν ἀπώλειες μέ ἑκατοντάδες νεκρούς. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα θά ἄρχιζε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιά τήν κλεφτουριά τοῦ Μοριά.
Ἡ Ὑψηλή Πύλη ἔβαλε μπρός νά ἀφανίσει τούς κλέφτες πάσει θυσία. Ὁ σουλτάνος μοίρασε πολύ χρυσάφι καί πότε μέ ἐκβιασμούς πότε μέ ὑποσχέσεις κέρδισε τή συνεργασία τῶν κατσαμπάσηδων καί τῶν ἐπισκόπων. Οἱ προεστοί Ζαΐμης καί Ἰωάννης Δεληγιάννης συνεννοήθηκαν μέ τό βοϊβόντα τῶν Πατρῶν νά δολοφονήσουν τόν Πετμεζᾶ καί τόν Κολοκοτρώνη καί τά κατάφεραν στήν περίπτωση μόνο τοῦ Σουδενιώτη ἀγωνιστῆ.
«Ἐβγῆκε φερμάνι νά μᾶς σκοτώσουν καί τούς δύο Πετιμεζᾶ κι’ ἐμέ, 1802. Ἕνας βοϊβόδας τῆς Πάτρας ἐνήργησε αὐτό – τό φιρμάνι ἔλεγε: Ἤ τούς δύο ἠμᾶς ἤ τά κεφάλια τῶν κοτζαμπασίδων. Ἐσκότωσαν τότε τόν Πετιμεζᾶ εἰς τά Καλάβρυτα καί ἔστειλαν τό κεφάλι του εἰς τήν Τριπολιτζά. (Ὁ Ἀθανάσιος Πετιμεζᾶς, στίς 11 Ἰουνίου 1804 πολιορκήθηκε ἀπό τούς Τούρκους στόν οἰκογενειακό του πύργο στά Σουδενά καί ὕστερα ἀπό δεκάωρη ἀντίσταση τραυματίστηκε δόλια προδομένος ἀπό ἕναν ἔμπιστό του Ὀθωμανό καλούμενο Ἀχμέτ – Πετιμεζᾶ. Τό κεφάλι του στάλθηκε στό σεράϊ τοῦ μόρα – βαλεσί στήν Τρίπολη. Παιδιά του ἦταν οἱ Βασίλειος καί Νικόλαος Πετιμεζᾶς. “Τά παλικάρια Θανάση μου τά καλά, συντρόφοι τά σκοτώνουν”.)
Εἰς τά Μαγούλιανα ἐσκοτώσαμεν τούς Τούρκους, ἔκαια τά χωριά. Οἱ προεστοί βάζουν τόν Κόλια (Πλαπούτα), διά νά προσπέσει νά συμβιβασθοῦμε, νά ἡσυχάσουμε. Μᾶς ἔδωσαν τό ἀρματωλίκι. Περάσοντας τρεῖς τέσσαρους μῆνες, ὁ Δελιγιάννης ἤθελε νά μᾶς χαλάσει, πλήν δέν ἠμπόρουσε. (Ὁ δαιμόνιος Κολοκοτρώνης γλύτωσε καί αὐτή τή φορά).»
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
Τήν τύχη τοῦ Ἀθανασίου Πετμεζᾶ εἶχε καί ὁ Ζαχαριᾶς. Ὁ Ἀντώνμπεης Γρηγοράκης, εἶχε ρητή διαταγή ἀπό τόν Σερεμέτ Μπέη νά ἐξοντώσει τόν Μπαρμπιτσιώτη ἀρχικλέφτη. Ὁ Ἀντώνμπεης Γρηγοράκης δέν δυσκολεύτηκε νά ἐξασφαλίσει ἕνα φονιά γιά τήν ἐκτέλεση τοῦ Ζαχαριᾶ. Ὁ θρυλικός καπετάνιος δολοφονήθηκε ἄνανδρα μέσα στόν πύργο τοῦ κουμπάρου τοῦ Κουκέα, στά Τσέρια τῆς Ἀνδρούβιστας. Τό κεφάλι τοῦ Ζαχαριᾶ οἱ δολοφόνοι τό ἔστειλαν στίς Κιτριές ὅπου εἶχε ἀγκυροβολήσει ὁ Σερεμέτ μπέης.
Ἀργότερα, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό ἔκλεψαν Ἀρβανίτες καί ἕνας Ἕλληνας παπάς καί τό ἐνταφίασαν χριστιανικά στήν Τρίπολη. Ἄλλος θρυλικός κλέφτης πού ἐξοντώθηκε ἦταν ὁ Γιαννιᾶς ἀπό τήν Προστοβίτσα (Δροσιά) Τριταίας (1760 – 1805). Ὁ Γιαννιᾶς ἀπό μικρός εἶχε βγεῖ στήν κλεφτουριά καί συμμετεῖχε σέ μάχες μαζί μέ τόν Λάμπρο Κατσώνη, τόν Ζαχαριᾶ καί τόν Ἀνδρέα Ἀνδροῦτσο. Τό 1805 ἔπεσε σέ παγίδα πού τοῦ εἶχαν στήσει οἱ Τοῦρκοι, τραυματίστηκε καί τόν συνέλαβε στήν Κερτίζα (Ἁγία Κυριακή Ἠλείας) ὁ παλιός του φίλος Κονταχμέτης ὁ Λαλιώτης. Τόν μετέφεραν στήν Πάτρα καί τόν κρέμασαν σέ μία μελικοκιά πρό τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στή σημερινή Πλατεία Μαρούδα, μαζί μέ τόν γιατρό Τζιμίκο.
Ἡ ἐπιχείρηση τῶν Τούρκων γιά τόν χαλασμό τῆς κλεφτουριᾶς πέτυχε. Εὐτυχῶς, ὁ Κολοκοτρώνης κατάφερε νά διαφύγει τό 1805, στή ρωσοκρατούμενη Ζάκυνθο ὅπου συνάντησε Σουλιῶτες καί Ρουμελιῶτες ὁπλαρχηγούς καί ἀπό κοινοῦ ἔστειλαν ἀναφορά στόν τσάρο Ἀλέξανδρο τῆς Ρωσίας ζητώντας βοήθεια γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἡ Ἑλλάδα. Ἐκεῖ οἱ Ρῶσοι τούς πρότειναν νά ἐνταχθοῦν στό ρωσικό στρατό καί νά πολεμήσουν τούς Γάλλους στή Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ἀρνήθηκε δηλώνοντας ὅτι δέχεται νά πολεμήσει μόνο γιά τήν πατρίδα, ἀφοῦ μιά φορά βαπτίστηκε μέ τό λάδι καί τή δεύτερη θά βαπτισθεῖ μέ τό αἷμα τῆς ἐλευθερίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ Γέρος τοῦ Μοριά ἐπανῆλθε στήν Πελοπόννησο τό 1806. Ἡ ζωή τοῦ ὅμως ἦταν ἕνα μαρτύριο ἀφοῦ νυχθημερόν πολεμοῦσε τούς διῶκτες του σέ χωριά τῆς Μεσσηνίας καί τῆς Ἀρκαδίας, ὑποφέροντας διαρκῶς τό κρύο καί τά χιόνια, τήν κούραση, τήν πείνα, τίς κακουχίες καί τήν προδοσία.
«Τότε κάμνει ἕνα φερμάνι ὁ σουλτάνος νά σκοτώσουν τούς κλέφτας. Ἀφοριστικό ἔρχεται τοῦ Πατριάρχου διά νά σηκωθῆ ὅλος ὁ λαός, καί ἔτζι ἐκινήθηκεν ὅλη ἡ Πελοπόννησος, Τοῦρκοι καί Ρωμαῖοι, κατά τῶν Κολοκοτρωναίων. (Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ἀφόρισε τούς κλέφτες καί ὅλοι μαζί Τοῦρκοι καί Ἕλληνες κυνηγοῦσαν τούς Κολοκοτρωναίους). Ὁ Πετιμεζᾶς, ὁ Γιαννιᾶς καί ὁ Ζαχαριᾶς ἦτον χαϊμένοι πρωτήτερα, καί εὑρέθηκα μέ μόνον 150.
Ἐμάθαμεν ὅτι ἦλθε τό συνοδικό καί τό φιρμάνι. (Ἔμαθε γιά τόν ἀφορισμό καί τό φιρμάνι τῆς ἐξόντωσής τους ἀπό τόν σουλτάνο καί πρότεινε στά παλληκάρια του νά φύγουν πάλι γιά τή Ζάκυνθο). Ἑμάζωξα ὅλους ἕως 150 καί τούς εἶπα νά ἀναχωρήσωμεν νά πᾶμε εἰς τήν Ζάκυνθον. Αὐτοί ἀφοῦ ἄκουσαν ὅτι οἱ Ροῦσοι εἶχαν πάρει ὅλους τους Ἕλληνας καί τούς ἐπῆγαν εἰς τή Νεάπολι, μέ ἀπεκρίθηκαν ὅλοι μέ ἕνα στόμα, ὅτι “ἠμεῖς δέν πηγαίνομεν εἰς τήν Φραγκιά καί θέλομε ν’ ἀποθάνωμεν ἐπάνω εἰς τήν πατρίδα μας“. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης μέ εἶπε ὅτι: “θέλω νά μέ φάγουν τά ὄρνεα τοῦ τόπου μας“.
Τούς φίλους μας ὅπου εἴχαμεν εἰς τήν Μάνη, καθώς Κουμουντουράκιδες, Μούρτζινους καί λοιπούς, τούς εἶχεν ὁ Ἀντωνόμπεης ἐξορίσει εἰς τήν Ζάκυνθον, καί δέν εἴχαμεν πλέον καταφύγιον εἰς τήν Μάνη. Καί τά βουνά ἦταν γεμάτα χιόνια καί δέν εἰμπορούσαμε νά πᾶμε, ἀμή 30 ἐχωρίσθηκαν κατά τά Πηγάδια καί οἱ ἄλλοι ἀνοίξαμεν μπαϊράκι καί ἐτραβήξαμεν κατά τόν Ἅγιον Πέτρο. Ἐστείλαμεν εἰς τά Βέρβενα νά μᾶς στείλει ψωμί καί ζωοτροφίας, καί αὐτοί μας ἀποκρίθησαν: «Ἔχομε βόλια καί μπαρούτι», καί ἐπήγαμε καί τούς χαλάσαμε.
(Οἱ προεστοί στά Βέρβενα Κυνουρίας ἀρνήθηκαν νά τροφοδοτήσουν μέ τρόφιμα τούς κλέφτες καί τότε οἱ Κολοκοτρωναῖοι, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀδελφό του Θόδωρου, Γιάννη πού τόν ὀνόμαζαν Ζορμπᾶ γιά τόν ἀνυπόταχτο χαρακτήρα του, ρίχτηκαν στά σπίτια τοῦ χωριοῦ τά λεηλάτησαν καί τά ἔκαψαν. Ὅσοι ἀπό τούς προεστούς γλίτωσαν, ἔτρεξαν στό Μόρα βαλεσή τῆς Τριπολιτζᾶς καί ζήτησαν βοήθεια. Καί ὁ Σεϊτ Ὀσμᾶν, πού κείνη τήν ἐποχή ἦταν βαλής στό Μοριά, ὀργάνωσε ἕνα πανίσχυρο καταδιωκτικό σῶμα μέ ἀρχηγό τόν Κεχαγιάμπεη. Μάζεψε αὐτός πολύ στρατό, πῆρε μαζί του κρεμάλες, τσεκούρια, σφυριά, σοῦβλες, παλούκια κι ἄλλα ὄργανα βασανιστηρίων καί ξεκίνησε. γιά νά τιμωρήσει τούς κλέφτες. Στρατοπέδευσε στή Σκάλα Μεσσηνίας καί αὐτό τό χωριό ἀποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων καί μαρτυρίων γιά ἑκατοντάδες Χριστιανούς. Σέ ἕναν ἀνεμόμυλο πού ἔκτοτε ὀνομάστηκε Παλουκόραχη (παλκόραχη), ἐπί μῆνες ὁ Κεχαγιάμπεης παλούκωνε, ἔψηνε στίς σοῦβλες ἤ ἔκοβε σέ κομμάτια κάθε συλλαμβανόμενο κλέφτη ἤ ὕποπτο συνεργασίας. Στή συνέχεια, οἱ Τοῦρκοι χωρικοί μετέφεραν τά κεφάλια στήν Τριπολιτσά γιά νά πάρουν τό μπαξίσι ἀπό τόν πασά.)
Ἀπό ἐκεῖ ἀπεράσαμεν πίσω εἰς τά Σαμπάτζικα (Ἄκοβο). Τότε ἐπρόσταξε ὁ Πασσᾶς ὅλαις ταῖς ἐπαρχίαις διά νά ἔβγουν Τοῦρκοι καί Ρωμαῖοι νά μᾶς βαρέσουν. Ἀπό Σαμπάτζικα ἐκατεβήκαμεν εἰς τό Μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, καί ἐστείλαμεν εἰς τήν Καλαμάτα νά μᾶς στείλει ψωμί καί φουσέκια, καί οἱ Καλαματιανοί ἐφοβοῦντο νά μᾶς στείλουν. Ἠμεῖς ἐκινήσαμεν τότε νά πάγωμεν μέσα εἰς τήν Καλαμάτα διά νά κτυπήσωμεν τούς Τούρκους. Τότε οἱ προεστοί μᾶς ἔφερον οἱ ἴδιοι ζαερέ (προμήθειες) καί μπαρουτόβολο καί στουρνάρια εἰς τόν Ἅγιον Ἠλία, πλησίον τῆς Βελανιδιᾶς. Ἀπό ἐκεῖ ἐτραβήξαμε τήν ἡμέραν καί ἐπήγαμεν εἰς τό Πήδημα, σύνορο Καλαμάτας καί τό βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τό Τζεφερεμίνι.
Μία ὥρα μακρυά ἀπό ἐκεῖ ὅπου εἴμαστε ἠμεῖς, εἰς τήν Σκάλα, ἦλθε ὁ Κεχαϊά – μπέης μέ 2.000 Τούρκους, μέ τά παλούκια. Τό βράδυ ἐπήγαμεν εἰς τό Ἀλιτούρι (χωριό τοῦ Μελιγαλᾶ), καί ἐκεῖ μας ἐπλάκωσαν Ἀνδρουσανοί, Λεονταρίτες καί λοιποί ἕως 700. Ἦλθαν τήν αὐγήν, ἀρχίσαμε τόν πόλεμο, ἠμεῖς ἐβγήκαμε ἀπό τό χωριό, τούς πήραμε κυνηγώντας ἕως μίαν ὥραν μακριά, τούς ἐπήραμε 4 ἄτια, πολλοί ἐπνίγηκαν εἰς τό ποτάμι καί ἄλλους ἐσκοτώσαμε, καί ἐπήραμεν πολλᾶς ζωοτροφίας καί πολεμοφόδια.
(Οἱ Κολοκοτρωναῖοι κυνηγημένοι σάν τά θηρία ἀπό τήν Καλαμάτα μέχρι τήν Τρίπολη καί ἀπό τήν Κυνουρία μέχρι τήν Γορτυνία, χωρίστηκαν σέ μπουλούκια γιά νά σωθοῦν, λέγοντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο “καλή ἀντάμωση στόν ἄλλο κόσμο”. Ὅσοι δέν πῆγαν μαζί μέ τόν Θεοδωράκη ἐξοντώθηκαν. Ὁ ξάδελφός του Δημητράκης ἤ Κουντάνης θανατώθηκε ὕστερα ἀπό φρικτά βασανιστήρια. Ὁ ἀδελφός του Γιάννης Ζορμπᾶς κρύφτηκε στό μοναστήρι Αἰμυαλῶν στή Δημητσάνα, ὅπου προδόθηκε ἀπό τούς μοναχούς καί τόν σκότωσαν ἔπειτα ἀπό πολιορκία οἱ Τοῦρκοι. Ὅταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θά ἐπέστρεφε στρατηγός στή Δημητσάνα θά ἐπιχειροῦσε νά κάψει τό μοναστήρι, ἀλλά οἱ ντόπιοι θά τόν ἀπέτρεπαν ἀπό τήν πράξη αὐτή).
Ὁ Δημητράκης ἐκάθησε δύο ἡμέραις εἰς τήν Βυτίνα, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ. Τοῦ Δημητράκη τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι καί τό χέρι, τό παρρησίασαν ὡς δικό μου, ἐπειδή εἶχε γράμματα. Ὁ Γιάννης δέν εὗρε τόν φίλον του, ἐπῆγε εἰς τούς Αἰμυαλούς, μοναστήρι, τοῦ ἔδωκε ἕνας καλόγερος φαγί καί ἔπειτα ἐπῆγε, ἔδωσε εἴδησιν εἰς τούς Τούρκους, ἐπῆγαν, τόν πολιόρκησαν εἰς τόν ληνόν καί τόν ἐσκότωσαν.»
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ἀποκομμένος πλέον ἀπό τούς συγγενεῖς του, κρύφτηκε ἔξω ἀπό τή Βυτίνα ὅπου πάλι ἕνας βοσκός τόν πρόδωσε στούς Τούρκους. Ἀπό τήν συμπεριφορά ὅμως τοῦ τσοπάνη, κατάλαβε τήν προδοσία καί διέφυγε γιά νά περάσει ἀπό τό Ζυγοβίστι στό Χρυσοβίτσι καί ἀπό ἐκεῖ νά καταλήξει στήν Μεγάλη Καστανίτσα (σημερινή Καστανιά ἀνατολικά ἀπό τή Στούπα). Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπό τόν συμπέθερό του Κωνσταντῖνο Δουράκη γιά ἕνα μήνα. Ὁ μπέης Ἀντώνιος Γρηγοράκης, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει ἀπό τόν πασά τῆς Τριπολιτσᾶς 50.000 γρόσια γιά νά συλλάβει τόν Κολοκοτρώνη συμφώνησε μέ τόν Δουράκη νά παραδώσουν τόν κλεφταρματολό στούς Τούρκους. Ὁ Δουράκης ἔβαλε ἀφιόνι (δηλητήριο) στό κρασί τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλά μόλις ὁ Κολοκοτρώνης κατάλαβε τήν ἀλλαγή στή συμπεριφορά τῆς γυναίκας τοῦ Μανιάτη ἔχυσε τό κρασί. Πάλι ξέφυγε ἀπό τή σύλληψη ὁ κυνηγημένος ἀπό τούς πάντες Κολοκοτρώνης καί κατάφερε νά μπαρκάρει σέ ἕνα καΐκι στό Μαραθονήσι (Γύθειο) καί ἀφοῦ ἔμεινε γιά λίγο στό Τσίριγο (Κύθηρα), ἔφθασε ἐπιτέλους σῶος στήν ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο.
«Μιά φορά ἐπῆγα εἰς τό πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. Αὐτό τό μοναστήρι ἦτον μεγάλο καί ἐχαλάσθη εἰς τήν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἐπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καί σκεπασμένη ἐκκλησιά μέ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: “Παναγία μου, βοήθησέ μας νά ἐλευθερώσωμεν τήν πατρίδα μας ἀπό τόν τύραννο καί θά σέ φκιάσω καθώς καί ἤσουν πρῶτα” (1803).
Μέ ἐβοήθησε, καί εἰς τόν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τό τάμα μου καί τήν ἔφκιασα. Αὐτό τό εἶδος τῆς ζωῆς ὅπου ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολύ εἰς τήν ἐπανάστασι, διότι ἠξεύραμεν τά κατατόπια, τούς δρόμους, τάς θέσεις, τούς ἀνθρώπους. ἐσυνηθίσαμεν νά καταφρονοῦμεν τούς Τούρκους, νά ὑποφέρομεν τήν πείναν, τήν δίψαν, τήν κακοπάθειαν, τήν λέρα, καί καθεξῆς.»
Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
Τά Ἑπτάνησα βρίσκονταν ὑπό ρωσική κυριαρχία καί ἐκεῖ μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη, εἶχαν βρεῖ καταφύγιο καί ἄλλοι κυνηγημένοι κλέφτες ὅπως ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Νικηταρᾶς καί οἱ Πετμεζαῖοι. Ὁ Θεοδωράκης συνάντησε ἐπίσης καί τούς Ρουμελιῶτες ὁπλαρχηγούς Κατσαντώνη, Δημήτρη Καραΐσκο, Γιώργη Βαρνακιώτη, Σκυλοδῆμο, Κούμπαρη, Γιάννη Σταθᾶ, Νίκο Τσάρα, Βλαχάβα ἀλλά καί τούς Σουλιῶτες οἱ ὁποῖοι εἶχαν χάσει τό Σούλι ἀπό τόν Ἀλή πασά.
Ὅπως ἦταν φυσικό ὅλοι αὐτοί οἱ ἐμπειροπόλεμοι Ρωμιοί ὅταν συναντήθηκαν στά Ἑπτάνησα συζητοῦσαν μεθόδους καί τρόπους γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ ἀπό τήν πατρίδα τους. Τό καλοκαίρι τοῦ 1807 γνώρισε στήν Ἁγία Μαῦρα (Λευκάδα) τόν Ἰωάννη Καποδίστρια, ἐνῶ τήν ἴδια χρονιά, ὅταν ἡ ναυτική ρωσική μοίρα ὑπό τόν ναύαρχο Σενιάβιν ἀναχώρησε ἀπό τήν Κέρκυρα μέ σκοπό τήν ὑποκίνηση ἐξέγερσης τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου ἐναντίον τῶν Τούρκων, ὁ Κολοκοτρώνης δραστηριοποιήθηκε στό Ἀρχιπέλαγος (Αἰγαῖο) μέ τό πλοῖο τοῦ καπετάνιου Γεωργίου Ἀλεξανδρῆ.
Ἀπό τό πειρατικό πλοῖο ἔστειλε ἐπιστολή στόν Γρηγόριο πού βρισκόταν στό Ἅγιον Ὅρος, κατηγορώντας τον γιά τούς ἀφορισμούς, τήν συνδρομή τῶν κατοίκων τῆς Δημητσάνας στούς Τούρκους καί τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Γιάννη στόν μοναστήρι Αἰμιαλῶν. Ὁ Γρηγόριος, σύμφωνα μέ τόν Μιχαήλ Οἰκονόμου, τοῦ ἀπάντησε ὅτι ὅλα ἔγιναν κατόπιν πιέσεων “γεγονότα ἐξ ἀνάγκης κατά Θείαν συγχώρησιν” καί γιά νά μήν κινδυνέψουν οἱ Χριστιανοί, “ἐπιτίμιον προληπτικόν κακῶν ἐκδοθέν ὑπέρ τῶν τότε κινδυνευόντων Χριστιανῶν”.
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1808, ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκληση τοῦ Τουρκαλβανοῦ πατρικοῦ φίλου του, Ἀλῆ Φαρμάκη ἀπό τό Λάλα Ἠλείας γιά νά συνδράμει στόν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ νέου διοικητῆ τῆς Πελοποννήσου, Βελή πασά υἱοῦ τοῦ Ἀλῆ τῶν Ἰωαννίνων.
Ὁ Ἀλή Φαρμάκης πολιορκήθηκε ἀπό τούς Τούρκους τοῦ Βελή στόν πύργο τοῦ στό Μοναστηράκι τῆς Γορτυνίας, κοντά στό χωριό Κοντοβάζαινα. Ἐκεῖ ἦλθε καί κλείστηκε μαζί του ὁ Κολοκοτρώνης. Ἡ πολιορκία κράτησε πολύ. Ὅταν συμπληρώθηκαν 30 ἡμέρες, ὁ Βελής πρότεινε στόν Ἀλή Φαρμάκη νά παραδώσει τόν Κολοκοτρώνη καί θά τοῦ συγχωρεθοῦν ὅλα τά πταίσματά του. Τοῦ εἶπε μάλιστα ὅτι εἶναι κρῖμα νά χαθεῖ τόση Τουρκιά γιά ἕναν Ρωμαῖο. Ὁ Φαρμάκης ἀρνήθηκε καί ὁ πόλεμος συνεχίστηκε. Οἱ Τοῦρκοι ἐφτίαξαν λαγούμι (ὑπόνομο) κι ἔβαλαν χίλιες ὀκάδες μπαρούτι γιά νά ἀνατινάξουν τόν πύργο. Οἱ κλεισμένοι τό κατάλαβαν κι ἐφτίαξαν κι αὐτοί ἀντίθετο ὑπόνομο ὁ ὁποῖος ἀχρήστευσε τό λαγούμι τοῦ Βελή, ἀφοῦ κατά τήν πυροδότηση τά ἀέρια τῆς ἐκρήξεως βρῆκαν ἔξοδο διαφυγῆς κι ἔτσι ὁ πύργος ἔμεινε ἀβλαβής. Ἀκολούθως Τοῦρκοι καί Ἀλβανοί ἦλθαν σέ συμβιβασμό. Ὁ Κολοκοτρώνης “νά ὑπάγει ἀπείραγος” στή Ζάκυνθο καί ὁ Ἀλή Φαρμάκης νά διατηρήσει τόν πύργο του. Ὁ Κολοκοτρώνης πέρασε ἀπό τοῦ Λάλα καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε στό Πυργί καί “ἐμβαρκαρίσθηκε ὑγιής” γιά τή Ζάκυνθο.
Τά Ἑπτάνησα βρέθηκαν ὑπό ἀγγλική κυριαρχία τό 1809. Ὁ Κολοκοτρώνης τήν ἑπόμενη χρονιά κατατάχτηκε σέ σῶμα Ἑλλήνων ἐθελοντῶν τοῦ ἀγγλικοῦ στρατοῦ ὅπου διακρίθηκε πολεμώντας τούς Γάλλους τοῦ Ναπολέοντα καί γι’ αὐτό πῆρε τόν βαθμό τοῦ ταγματάρχη. Ἀπό ἐκεῖ προέρχεται καί ἡ ἐπίσημη στολή μέ τήν χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία μέ τόν λευκό σταυρό. Ὑπηρέτησε μέχρι τό 1817 τούς Ἄγγλους ἀποκομίζοντας σημαντική πείρα στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις τοῦ ἄριστα ὀργανωμένου βρετανικοῦ στρατοῦ. Στό διάστημα αὐτό μορφώθηκε καί μελέτησε τήν ἑλληνική ἱστορία, κάτι πού τόν ἔκανε νά συνειδητοποιήσει ἀκόμα περισσότερο τήν ἀνάγκη τοῦ ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία τοῦ Γένους. Ὅταν ἀποστρατεύθηκε ἀσχολήθηκε προσωρινά μέ τό ἐπάγγελμα τοῦ ζωέμπορου.
Τό 1818 μυήθηκε ἀπό τόν Ἀναγνωσταρᾶ στή Φιλική Ἑταιρεία καί ἀμέσως μετά ὁ Κολοκοτρώνης εἶπε στόν Ἀναγνωσταρᾶ: “χρόνια προσμένω τέτοιο χαμπέρι”. Ἀργότερα συναντήθηκε μέ τόν Ἰωάννη Καποδίστρια στήν Κέρκυρα ὅπου εἶχαν συνομιλίες σχετικά μέ τήν ὀργάνωση τῆς ἐπανάστασης.
Τό 1819 ὁ Κολοκοτρώνης ἔχασε τή γυναίκα του τήν Κατερίνα. Στίς 3 Ἰανουαρίου 1821 τό πρωί, ἀφοῦ πῆρε τήν εὐχή τῆς μάνας του, ἔφυγε ἀπό τή Ζάκυνθο, μεταμφιεσμένος σέ καλόγερο καί στίς 6 Ἰανουαρίου βγῆκε στή Σκαμαρδούλα (Καρδαμύλη) τῆς Μάνης καί κρύφτηκε στόν πύργο τοῦ φίλου του Μούρτζινου. Ἀπό ἐκεῖ θά ξεκινοῦσε ὁ δεύτερος ἀγῶνας τῆς ζωῆς του, ὁ ἀγῶνας πού ταυτίστηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Ἐκτός ἀπό τίς στρατηγικές του ἱκανότητες, ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, εἶχε καί τό κύρος νά ἐμψυχώνει τούς Ρωμιούς, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε μόλις ἄκουγαν τήν ἰαχή “Τοῦρκοι!” ἔτρεχαν νά σωθοῦν. Ὁ Κολοκοτρώνης θά τούς μετέτρεπε σέ μαχητές ἱκανούς νά στέκονται, νά πολεμοῦν καί νά ταπεινώνουν τήν ἀλαζονεία τῶν μπέηδων, τῶν σερασκέρηδων καί τῶν πασάδων.
«Ὁ νῦν περιφανής οὗτος ἀνήρ, παιδίον πενητεῦον καί ἄγνωστον εἰσήρχετο περί δείλην ὀψίαν εἰς τήν Τριπολιτζᾶν φέρον ξύλα ἐπί ἡμιόνου, ὄτε καθ’ ὁδόν ἐραπίσθη παρ’ Ὀθωμανοῦ. Τό παιδίον καταλιπόν καί τά ξύλα καί τόν ἡμίονον προσέφυγεν εἰς τά ὄρη καί ὤμοσε ράπισμα ἀντί ραπίσματος. Καί ἰδού ἡ χείρ τοῦ ἀσήμου τούτου παιδίου μετ’ οὐ πολύ θέλει κολαφίσει αὐτοκρατορίαν, ἤτις δυσκόλως θέλει ἀνασηκωθεῖ μετά τό κολάφισμα».
Παναγιώτης Σοῦτσος στόν ἐπιτάφιο λόγο γιά τόν Κολοκοτρώνη
«Μαύρη ζωή πού κάνουμε ἐμεῖς οἱ μαῦροι κλέφτες.
Ποτέ μας δέν ἀλλάζουμε καί δέν ἀσπροφοροῦμε,
ὁλημερίς στόν πόλεμο τή νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους ἔκαμα στούς κλέφτες καπετάνιος,
Ζεστό ψωμί δέν ἔφαγα, δέν πλάγιασα σέ στρῶμα,
τόν ὕπνο δέν ἐχόρτασα, τοῦ ὕπνου τή γλυκάδα,
τό χέρι μου προσκέφαλο καί τό σπαθί μου στρῶμα,
καί τό καριοφιλάκι μου σάν κόρη ἀγκαλιασμένο.
*****************
Βασίλη κάτσε φρόνιμα, νά γίνεις νοικοκύρης,
γιά ν’ ἀποκτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι ἀγελάδες,
χωριά κι ἀμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν.
– Μάνα μου ἐγώ δέν κάθομαι νά γίνω νοικοκύρης.
νά κάμω ἀμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν,
καί νά’μαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι στούς γερόντους.
*****************
Φέρε μου τ’ ἀλαφρό σπαθί καί τό βαριό ντουφέκι
νά πεταχτῶ σάν τό πουλί ψηλά ‘ς τά κορφοβούνια,
νά πάρω δίπλα τά βουνά, νά περπατήσω λόγγους,
νά βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνιων.»
Κλέφτικα τραγούδια
«Μάταια στήν Ἑλλάδα θά θελήσης νά παραδοθῆς σέ χιμαιρικές σκέψεις: ἡ πικρή ἀλήθεια σέ κυνηγᾶ. Καλύβες καμωμένες ἀπό ξερή λάσπη, κατάλληλες γιά ἄσυλο θηρίων παρά ἀνθρώπων, γυναῖκες καί παιδιά μέ κουρελιασμένα ροῦχα, πού φεύγουν ἅμα πλησιάζη ξένος ἤ γενίτσαρος, κατσίκια κι’ αὐτά τρομαγμένα πού σκορπίζονται στό βουνό καί σκυλιά πού μόνο αὐτά μένουν γιά νά σέ ὑποδεχθοῦν.
Le Péloponnèse est désert depuis la guerre des Russes, le joug des Turcs s’est appesanti sur les Moraites; les Albanais ont massacré une partie de la population. On ne voit que des villages détruits par le fer et par le feu. (Ἡ Πελοπόννησος εἶναι ἔρημη. Ὕστερα ἀπό τόν ρωσικό πόλεμο ὁ τουρκικός ζυγός βάρυνε περισσότερο ἐπάνω στούς Μωραΐτες. Οἱ Ἀλβανοί ἔσφαξαν ἕνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ. Δέν βλέπει κανείς παρά χωριά κατεστραμμένα ἀπό τή φωτιά καί τό σίδερο.)
Ὁ πιό μικρός ἀγάς τοῦ πιό μικροῦ χωριοῦ παιχνίδι τό ἔχει νά διώξη ἕναν Ἕλληνα χωρικό ἀπό τήν καλύβα του, νά τοῦ πάρη τή γυναίκα καί τά παιδιά του, νά τόν σκοτώση μέ τήν παραμικρή πρόφαση.
Σέ τί ἀξιολύπητη κατάσταση πού βρίσκεται τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ! Ποιός μπορεῖ νά ἔχει καταστρέψει τόσα μνημεῖα ἀνθρώπων καί θεῶν;
Athènes est sous la protection immédiate du chef des eunuques noirs du serail. Un disdar, ou commandant, représente le monstre protecteur aupres du peuple de Solon. Ce disdar habite la citadelle remplie des chefs-d’oeuvre de Phidias et d’Ictinus, sans demander quel peuple a laissé ces débris, sans daigner sortir de la masure qu’il s’est bâtie sous les ruines des monuments de Périclès: quelquefois seulement le tyran automate traîne à la porte de sa tanière; assis les jambes croisées sur un sale tapis, tandis que la fumée de sa pipe monte à travers les colonnes du temple de Minerve, il promène stupidement ses regards sur les rives de Salamine et sur la mer d’ Epidaure). (H Ἀθήνα βρίσκεται ὑπό τήν προστασία τοῦ μαύρου εὐνούχου τοῦ σεραγιοῦ. Ἕνας δισδάρης (διοικητής) εἶναι τό τέρας πού κυβερνᾶ τόν λαό τοῦ Σόλωνα. Αὐτός ὁ δισδάρης κατοικεῖ στά ἀριστουργήματα τοῦ Φειδία καί τοῦ Ἰκτίνου, χωρίς νά διερωτᾶται ποιός λαός ἄφησε αὐτά τά μνημεῖα… μέ σταυρωμένα τά πόδια καπνίζει τόν ἀργιλέ του καί ὁ καπνός ἀνεβαίνει στίς κολῶνες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς καί αὐτός χαζεύει ἠλίθια τίς ἀκτές τῆς Σαλαμίνος καί τή θάλασσα τῆς Ἐπιδαύρου).
Ἡ Ἑλλάδα θέλει νά ἀνακοινώσει μέ τό πένθος της τήν δυστυχία τῶν παιδιῶν της. Γενικῶς ἡ χώρα εἶναι ἀκαλλιέργητη, τό χῶμα γυμνό, ἄγριο μέ ἕνα χρῶμα κίτρινο καί μαραμένο.
Οἱ Ἕλληνες ὅταν ἀπαλλαγοῦν ἀπό τούς τυράννους πού τούς καταπιέζουν δέν θά χάσουν ποτέ τά σημάδια τῶν σιδερένιων δεσμῶν τῆς δουλείας.
Il n’ya dans le livre de Mahomet ni principe de civilisation ni précepte qui puisse élever le caractère ; ce livre ne prêche ni la haine de la tyrannie ni l’amour de la liberté. (Στό βιβλίο τοῦ Μωάμεθ, τό Κοράνιο δέν ὑπάρχουν ἀρχές πολιτισμοῦ οὔτε διδάγματα πού ἐξυψώνουν τήν προσωπικότητα, οὔτε μῖσος γιά τήν τυραννία, οὔτε ἀγάπη γιά τήν ἐλευθερία).
Ὁ Ἕλληνας εἶναι τό δουλοπρεπές πλάσμα πού μπορεῖ ἕνας πασάς νά τοῦ ἁρπάξει ὅλη του τήν ἰδιοκτησία, νά τόν κλείσει σέ ἕνα σακκί καί νά τόν πετάξει στήν θάλασσα.»
Ὁ περιηγητής Chateaubriand στό βιβλίο τοῦ Itineraire de Paris a Jerusalem, περιγράφει τήν σκλαβωμένη Ἑλλάδα
«Ὁ Κεχαγιάμπεης ἔστησε τά φονικά ὄργανα, τό τῆς ἀπαγχονίσεως, τοῦ ἀνασκολοπισμοῦ, σφύρας, πελέκεις, κ.λπ. Ἔχων δέ καί ὀνομαστικόν κατάλογον προγεγραμμένων τινῶν ὡς σχετικοτέρων φίλων τῶν Κλεφτῶν, οἶον γιατάκιδων, κατασκόπων, ἀποκρυπτόντων, τροφοδοτούντων ἤ ἐφοδιαζόντων ἐν προτέραις καταδιώξεσι, διέταξε νά προσέλθωσι καί ἐμφανισθῶσιν οἱ τοιοῦτοι ἐνώπιόν του, ἐμφανιζομένων δέ, τινάς μέν προγεγραμμένους ἀνεσκολόπιζεν τινῶν δέ τά ὀστά ζώντων, ἤ διά τῆς σφύρας ἤ διά τοῦ πελέκεως συνέτριψεν ὁ ἴδιος, οὖς μέν ἐκρεούργησεν, οὖς δ’ ὤπτησε (ἕψησε) καί ἄλλας ὠμότητας ἐπεδείξατο διά νά ἐμποιήσει τόν τρόμον.»
Οἰκονόμου Μιχαήλ Ἱστορικά τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, περιγράφει τίς τουρκικές θηριωδίες στήν Παλουκοράχη Μεσσηνίας
«Στήν Πελοπόννησον συγκλονίζει ἀπό αἰώνων ἡ ἀκατάβλητος ἐποποιΐα τῶν Κολοκοτρωναίων. Ἀπό τοῦ 1532 ὅποτε ὁ ἀρχηγός τῆς οἰκογενείας Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης ἔλαβε τά ὅπλα κατά τῶν Τούρκων μέχρι τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ἡ οἰκογένεια αὐτή γεμίζει τήν ἱστορίαν τῆς Πελοποννήσου μέ τό ὄνομά της. Μία ἀδυσώπητος κληρονομική γιγαντομαχία δημιουργεῖται ὑπό τῆς γενεᾶς αὐτῆς κατά τῶν Τούρκων.
Τῷ 1785 ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί ὁ Ζαχαριᾶς θέτουν τίς βάσεις ἑνός γενικοῦ συνασπισμοῦ τῶν ἀρματολῶν Πελοποννήσου ὅστις περιλαμβάνει καί τόν Μάντζαρην ἐκ Τεγέας, τόν Καράμπελαν ἐκ Βερβαίνων, τόν Κόλιαν Πλαπούταν, τόν Ἀναγνωσταρᾶν, Πετμεζᾶν καί ἄλλους.
Τῷ 1806 ὄτε ἡ Πύλη ἠγωνίζετο νά καταστείλη τήν ἐν Πελοποννήσου ἔξαψιν τῶν πνευμάτων, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’ ἐκδίδει σφοδρᾶν ἐγκύκλιον πρός πάντας τους μητροπολίτας Πελοποννήσου συνιστῶν ὑποταγήν τυφλήν εἰς τόν σουλτάνον. Τότε ἐγένετο ἐν Τρίπολῃ, σύσκεψις προκρίτων καί ἀρχιερέων Πελοποννήσου ἐν ἤ ἀπεφασίσθη νά διατρανωθῆ ἡ πρός τόν σουλτάνον πίστις αὐτῶν καταδιωκομένων μέχρις ἐξοντώσεως τῶν ὁπλαρχηγῶν»
Τάκη Πιπινέλη Πολιτική Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, 1927
«Σκάλα, 18 Μαρτίου 1821. Ὁ Γιάννης Καρακίτσος, ὁ Δημήτρης Δρούλιας καί ὁ Νίκος Τσιλίκας, ἀπό τήν “Κούλια” εἶδαν τόν Τοῦρκο τάταρη (ταχυδρόμο), πού σταλμένος ἀπό τήν Τρίπολη μετέφερε στήν Ἀνδροῦσα διαταγή συλλήψεως ὁμήρων. Τά τρία παλικάρια τοῦ ἔστησαν καρτέρι στήν Ἀλλαγή, στίς “Γοῦρνες”. Ὁ Τοῦρκος ἔτρεχε σέρνοντας πίσω του καί δεύτερο ἄλογο γιά νά ποδιαλλάζει στό δρόμο γιά ξεκούραση. Τόν συνέλαβαν καί τόν κουβάλησαν στή Σκάλα γι’ ἀνάκριση. Ὁ τάταρης δέν θέλει νά μιλήσει. Τόν ζορίζουν. Ὁ Καρακίτσος ἀνάβει. Τό αἷμα τοῦ πατέρα του, πού ἀνασκολοπίστηκε στή Παλουκόραχη, τόν πνίγει. Τοῦτο τό ξέρει καλά ὁ κοτζαμπάσης Θεόδωρος Πουλόπουλος, πού εἴτε κρίνοντας τό ἄτοπο τῆς ἐπαναστάσεως, εἴτε φροντίζοντας γιά τό κεφάλι του, πετιέται ἀπό τό μπαλκόνι του καί φωνάζει:
-Μή σκοτώνεις τῆς σουλτάνας τό παιδί, Καρακίτσο, μή μοῦ καῖς τό σπίτι.
Μά τοῦ Κλέφτη ἡ καρδιά δέ δέχεται συμβιβασμούς. Σιχαίνεται τό διπρόσωπο, ἔστω καί σωτήριο γιά τόν καιρό, παιχνίδι τοῦ Κοτζαμπάση καί τοῦ ἁπαντᾶ:
-Ἄιντε μέσα στό “λώζιο” σου, γουρούνα!
Μέ μιά σπαθιά τοῦ παίρνει τό κεφάλι. Τό φέσι πετάγεται πέρα κι ἀπό μέσα πέφτει ἡ παρακάτω διαταγή:
“Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία
Σουλτάνος Ἰραδές (Διάταγμα)
Αὐτά τά ἰοβόλα (δηλητηριώδη) ἑρπετά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Πελοποννήσου, ἄτινα ὀνομάζονται Ἕλληνες προεστοί νά ἐξαφανιστοῦν διά πυρός καί μαχαίρας. Τά κτήματά τους ἄς διανεμηθοῦν εἰς τούς πιστούς Ὀθωμανούς. Αἱ οἰκίαι τους νά συντριβοῦν τοιουτοτρόπως ὥστε οὔτε ἀλέκτωρ νά ἐκφωνεῖ εἰς τό μέλλον. Νά μεταδοθεῖ τάχυστα εἰς ἅπαντα τά φρούρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Πελοποννήσου. Ἡ μέρα ἐκτελέσεως ὁρίζεται ἡ 31η Μαρτίου 1821 “.»
Ὁμιλία Νικολάου Νικολόπουλου δασκάλου Σκάλας.
Αποσπάσματα από το τετράτομο έργο του Φώτιου Σταυρίδη 1821 – Η απάντηση στην “τηλεόραση”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.