Τα «Απομνημονεύματα» που ο Κολοκοτρώνης υπαγόρεψε στον Γεώργιο Τερτσέτη, ξεχωρίζουν ως κειμήλιο λόγου, πατριωτισμού, παρατηρητικότητας, απλότητας, ζωντάνιας και αγνής λαϊκής θυμοσοφίας.
1. ΔΙΗΓΗΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ (απόσπασμα)
Η μεγάλη επανάσταση που οδήγησε στην απελευθέρωση από την τουρκοκρατία και στην ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε πρώτα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες το Φεβρουάριο του 1821 υπό την ηγεσία του Αλ. Υψηλάντη και ταυτόχρονα εκδηλώθηκε και στον κυρίως ελληνικό χώρο.
Στις 23 Μάρτη του 1821 η Καλαμάτα να έχει απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό και στις 25 είχε απελευθερωθεί σχεδόν όλη η Πελοπόννησος πλην της Τρίπολης.
Από την
ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑΘΗΝΑ, 1984
ΙΙΙ
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
απόσπασμα από την διήγηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για τις ημέρες της Επανάστασης. (Όλη η διήγηση ΕΔΩ )
" ..Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά.
Ἔτζι λοιπὸν εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα, εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου.
Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου, ἕως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειάν τους, καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ εὑρισκόμουν, καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε ἐπαρχία νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθὼς οἱ Ἀρκαδιανοὶ νὰ πολιορκήσουν τὸ Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων. Οἱ Τοῦρκοι μὲ ἔμαθαν ὅτι ἦλθα καὶ μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἦλθα μὲ 5 μὲ 6.000. Ἐγὼ ἤμουν μὲ τέσσερους.
Ἦλθαν Ἀρκαδιανοὶ καὶ Μυστριῶται Τοῦρκοι μὲ ραγιάτικα σκουτιὰ ἐνδυμένοι, καὶ ἦλθαν νὰ ἰδοῦν μὲ πόσους ἤμουν, καὶ ἐγὼ ἔπαιζα τὲς ἀμάδες καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔλεγαν, ὅτι: «Εὑρήκαμε ἕνα γέρο καὶ ἔπαιζε τὲς ἀμάδες». - Ἐπῆγα εἰς τὸν Μούρτζινο, ὡς φίλο μου πατρικόν. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τὸ ὄνομα Μπέης, ἀλλ᾿ ὁ Μούρτζινος εἶχε τὴν δύναμιν εἰς τὴν Μάνην. Ἐρωτήθη τότε ὁ Μαυρομιχάλης διὰ τὸν ἐρχομόν μου, καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, ὅτι ἐδυστύχησε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἦλθε εἰς τὴν Μάνην διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φίλοι του καὶ νὰ ἐπιστρέψει ὀπίσω. Καὶ εἰς αὐτὸ ἐφέρθηκε πολλὰ καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι μὲ ἐπρόδωσε (1) εἰς τοὺς Τούρκους. Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸ κάμει καὶ ἂν ἤθελε, καὶ ἐκτὸς τῆς φιλίας ὁποὺ εἴχαμεν μὲ τὸν Μούρτζινον, εἶναι συνήθεια εἰς τὴν Μάνη νὰ ὑπερασπίζονται ὅσους καταφεύγουν εἰς τὴν οἰκίαν των.
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικὴ Σπάρτη. 100 ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη.
- Ἡ Ἀνατολικὴ Σπάρτη ἐκινήθη τὴ ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μὲ τὴν Κακαβουλιὰ ἐκινήθη διὰ τὸν Μυστρά. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καὶ Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τοὺς προεστοὺς καὶ Δεσποτάδες, καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν. Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου.
Δὲν τοὺς ἐσκότωσαν. Οἱ Σπαρτιᾶται, ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονεμβασιά. Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε συνέλευση, πόθεν νὰ πρωτοκινήσομε τὰ στρατεύματα. Οἱ Καλαματιανοὶ ἐκατάφεραν τὸν Μπέη νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κορώνη διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριστιανούς.
Ἐγὼ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα νὰ πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδία, εἰς τὸ κέντρο, διὰ νὰ βοηθοῦμε (2) τοὺς ἄλλους. Τότενες τοὺς εἶπα: «Ἐὰν μοῦ δώσετε βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ στράτευμα, καλῶς, εἰμὴ ἀναχωρῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κέντρο». Εἶχα λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κανέλλο, μ᾿ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καὶ νὰ ἔμβω ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τὸ παιδί του, ὁ Διονύσιος, καὶ ἔτζι δὲν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπὸ αὐτὸν καὶ 70 ἀπὸ τὸν Μπέη μὲ τὸν καπετὰν Βοϊδῆ καὶ μὲ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καὶ ἔκοψα εὐθὺς δύο σημαῖες μὲ σταυρὸ καὶ ἐκίνησα. Οἱ Ἀνδρουσιανοὶ Τοῦρκοι, 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι φεύγουν, πᾶνε στὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω... ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.
Τὰς 24 τὸν Μάρτη 1821 ἐφθάσαμε εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποὺ εἶναι καμιὰ πενηνταριὰ οἰκογένειες. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον (3), τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: «Σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήσετε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000» - στρατήγημα.
Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς τὲς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες, παίρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Κινώντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα καμμιὰ χιλιάδα τουφέκια, τρεῖς μπαταριὲς διὰ νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ κόσμος, νὰ σηκωθεῖ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς κεχαγιάδες, αὐτοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν, καὶ ἔγινε ἀρχὴ τοῦ σκοτωμοῦ. Ἐκίνησα νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ διὰ τὴν παλαιὰ Ἀρκαδία. Ἀπαντάω ἕνα μεζίλι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ μοῦ λέγει, ὅτι οἱ Λεονταρίτες ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια στὸ Φραγκόβρυσο καὶ ἔπειτα ἐγύρισαν πίσω, καὶ ἔκοψαν δύο - τρεῖς Ἕλληνας.
70 καβαλλαραῖοι ἦτον.
Εἶπα: «Τρέξετε νὰ τοὺς κλείσετε καὶ ἔφθασα ὀπίσω εἰς τὸ Λεοντάρι». Τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συνάζονται οἱ Φαναρίτες, λέγουν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Τριπολιτζά, διατὶ δὲν ἠξεύρουν τί εἶναι. Μαζώνονται Φαναρίτες καὶ Μουντριζάνοι (1) κι ἄλλα μουρτατοχώρια (2) ἀριθμός των 1.700 τουφέκια. Ἐσυνάχθηκαν ἀπέξω ἀπὸ τὴν Ἀνδρίτζαινα δύο ὥρας σὲ μιὰ βρύση, Σουλτίνα λεγόμενη, εἶχαν 3.000 ζῶα τῶν ραγιάδων μαζί τους. Τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ Ἀρκαδιανοὶ (τῆς θαλάσσης) συνάζονται ὀλίγοι, καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος καὶ ἄλλοι παρακινοῦν τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὰ κάστρα, καὶ τοὺς ἔδωσαν ζῶα, τοὺς ξέβγαλαν ἴσα μὲ τὸ Νιόκαστρο καὶ ἐκεῖ τοὺς πολιόρκησαν, ἀφοῦ ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες. Ἐπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη καὶ Κορώνη. Ἐπῆγαν καὶ Μανιάτες. Οἱ Ἀνατολικοὶ εἰς τὴν Μονοβασιά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ οἱ Πατραῖοι καὶ οἱ Βοστιτζάνοι πολιορκοῦν τὴν Πάτρα καὶ Καστέλι. Ἦτον ἀρχηγοὶ Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Λόντος καὶ λοιποί. Ὁ Σισίνης μὲ τοὺς Γαστουναίους καὶ οἱ Πυργιῶτες μὲ τὸν Βιλαέτη ἐβάρεσαν τοὺς Γαστουναίους Τούρκους. Καὶ αὐτοὶ κλείονται εἰς τὸ Χλουμούτζι (Καστὲλ - Τορνέζε). Μανθάνοντας τοῦτο οἱ Λαλαῖοι, ὑπάγουν, τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὸ Χλουμούτζι μὲ τὲς φαμελιές τους, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τοῦ Λάλα. Τότε τὰ νησιὰ ἔκαμαν προκλαματζιόνες: νὰ μὴν ἔβγει κανεὶς ἀπὸ τὰ νησιὰ εἰς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων. Ζακύνθιοι κρυφίως ἔφευγαν, χωριάτες καὶ χωραΐτες, καὶ ἔγιναν συμβοηθοὶ τῶν κινδύνων, καὶ τὸ πράγμα τους τὸ ἐδήμευσαν· τόσο καὶ οἱ Μεταξάδες μὲ ἄλλους πολλοὺς Κεφαλονίτας κρυφίως ἐβγῆκαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ τοὺς δήμευσαν τὸ πράγμα τους. Ἡ Δυτικὴ Ρούμελη (ἡ Τούρκικη), τότε εἶχε τὴν σκοτούρα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, διατὶ οἱ Σουλιῶτες ἔπιασαν τὸ Σούλι. - Ἡ καταδρομὴ κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ μᾶς βοήθησε πολύ. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ πάγει αὐτός, ἦτον μεγάλο θηρίο. - Ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Ὀδυσσέας, Γούρας, Διάκος καὶ Πανουριᾶς ἐκίνησαν ἐνταυτῷ τὸ τουφέκι εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς (Ἀπρίλιος).
Οἱ Σπέτζες ἐπρωτοσηκώθηκε· ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ οἱ Ὑδραῖοι δὲν ἦτον ἀκόμη σηκωμένοι. Οἱ νοικοκυραῖοι δὲν ἤθελαν νὰ σηκωθοῦν. Ὁ Κουλοδήμας, Καπετὰν Ἀντώνης καὶ ὁ Γκίκας τοῦ Θ. γαμβρὸς τοῦ Μιαούλη καὶ ὁ Πέτρος Μαρκέζης, ἐσυνώμοσαν μὲ τὸν λαὸν καὶ εἶπαν τῶν Ἀρχόντων: «Ἢ σηκώνεσθε καὶ ἐσεῖς, ἢ θὰ βάλομε φωτιὰ νὰ σᾶς κάψομε, μόνον ὀρδινιᾶσθε τὰ καράβια σας». Τοὺς ὑποχρέωσαν, ἔδωσαν γρόσια καὶ ἐβγῆκαν.
Τὰ Ψαρὰ ἐκίνησαν αὐτοθελήτως, καὶ ἡ Σάμος.
Ἐγὼ εἰς τὰς 25 ὁποὺ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, βγαίνοντας εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζοδρόμο σταλμένο ἀπὸ τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε, ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι τῆς Καρυταίνης καὶ ὁ Βόϊβοδας τοῦ Ἰμπλακίου Μουσταφᾶς Ριζιώτης ἐκλείσθησαν εἰς τὸ παλιόκαστρο τῆς Καρύταινας. Καὶ οἱ δύο προεστοὶ τῆς Καρύταινας, ὁ Σπήλιος Κουλᾶς καὶ ὁ Μιχαλῆς, δὲν ἦτον εἰς τὴν Ἑταιρεία μβασμένοι καὶ δὲν ἤξευραν τί ἐγένετο, καὶ ἐπαρακίνησαν τοὺς Τούρκους νὰ μὴ φύγουν, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὸ Κάστρο. Ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δὲν ἠθέλησε νὰ πιάσει τὰ ἄρματα». Ἔτζι μ᾿ ἔγραφε αὐτός.
Ἐγὼ δὲν ἔλειψα νὰ κάμω μία προσταγή, καὶ ἐπάτησα τὴ βούλα μου: «Ὅποιο χωριὸ δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήσει τὴν φωνὴν τῆς Πατρίδος τζεκούρι καὶ φωτιά».
Μανθάνοντας ὅτι ἐβγῆκα εἰς τὸ Δερβένι, οἱ 70 καβαλλαραῖοι εὐθὺς ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Ἐγὼ ἐπῆγα σὲ ἕνα χωριὸ Τετέμπεη, ἀνάμεσα Λεοντάρι καὶ Καρύταινα. Οἱ Μανιάτες μοῦ εἶπαν: «Νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι». Τοὺς εἶπα: «Νὰ πάρομε χαλκώματα;»
- Τὴν αὐγὴ ἐξημέρωσε, στὲς 26, ἔρριξα χίλια τουφέκια. Ἔκαμα νὰ πάγω εἰς τὴν Καρύταινα, νὰ ἀκαρτερέσω τοὺς Φαναρίτας καὶ τοὺς Καρυτινούς, καὶ ἀκούοντες τὲς μπατερίες ὁ κόσμος ἐκινήθηκαν ὅλοι. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα ἕνα γράμμα τοῦ Βασίλη Μπούτουνα, καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἰδές (3) τὸ γράμμα τῶν Φαναριτῶν ποὺ κάθονται εἰς τὴν Σουλτίνα. Τὸ ἔγραφαν εἰς τοὺς Καρυτινοὺς Τούρκους, καὶ ἔγραφε τὸ γράμμα, ὅτι αὔριο περνᾶμε διὰ Τριπολιτζά, εἴμεθα τόσοι, ἑτοιμασθῆτε νὰ ἑνωθοῦμε. Ἐβγῆκε ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες. Ὁ Βασίλης εἶχε σκοτώσει τὸν Τοῦρκον εἰς τὸ γεφύρι τῆς Καρύταινας, ποὺ εἶχε τὸ γράμμα. Βλέποντας τὸ γράμμα ἐκίνησα νὰ πιάσω τὸν τόπο, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀπεράσουν οἱ Φαναρίτες. Βγαίνοντας ἀγνάντια εἰς τὴν Καρύταινα οἱ Τοῦρκοι καὶ βλέποντας τὰ μπαϊράκια, καὶ μὴ ξεχωρίζοντας τὸν Σταυρό, ἔλεγαν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ πᾶμε μεντάτι. Ἐγὼ ἐτράβηξα ἕναν τόπον στενόν. Ἔλεγα ὅτι θὰ ἀπεράσουν τὴν ἴδια ἡμέρα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσω. Ἐμήνυσα χωριάτων, ποὺ ἦτον εἰς τὸ στενὸ ἐκεῖνον, νὰ μοῦ εἰποῦν διὰ τοὺς Τούρκους τοὺς Φαναρίτας, καὶ μοῦ εἶπαν: «Δὲν ἔχουν εἴδησιν, εἰς τὴν βρύση κοιμοῦνται ἀπόψε καὶ ταχὺ θ᾿ ἀπεράσουν». Κι ἔγραψα ἕναν τεσκερὲ ἑνὸς Ἀνδριτζάνου, Παναγιώτη Γιατροπούλου, νὰ κινήσει τὰ ἄρματα, νὰ τοὺς φέρνει ἀποπίσω καὶ ἐγὼ τοὺς καρτερῶ ἀπεμπροστά. Σὰν εἶδα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦτον τὴν ἡμέραν ἐκείνη διὰ κίνημα, ἐπῆρα τὴν χώραν τῆς Καρυταίνης, καὶ ἔκλεισα τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κάστρο (ἡμέρα 26). Στὲς 27 ἐσηκώθηκα χαραυγή, μὲ τὰ χάραμα, καὶ ἄφησα τοὺς Καρυτινοὺς καμμιὰ δεκαπενταριὰ νομάτους, κι ἐγὼ ἔπιασα τὸ στενό. Τὴν ἴδια νύκτα, ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα μοῦ ἦλθε εἴδησις ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ὅτι: «Στεῖλε μας στράτευμα, διατὶ ἡμεῖς δὲν ἐσυναχθήκαμε ἀκόμα» - παλιανθρωπιά.
Τὴν αὐτὴν ἡμέραν ποὺ ἐκίνησα, ἤγουν 27, μὲ ἔφθασε ἕνας ντεσκερὲς τοῦ μακαρίτου τοῦ Μπεηζαντὲ Ἠλία, ὅτι ἔφθασε μὲ 200 Σπαρτιάτας εἰς τὸ Λεοντάρι, καὶ τοῦ ἔγραψα, ὅτι νὰ φθάσει γλήγορα, γιατὶ σήμερο ἔχομε τουφέκι. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ τοῦ ἔγραφα ἕως εἰς τὸ Λεοντάρι εἶναι 4 ὧρες τραβηκτές, καὶ κατὰ τύχη ἔντεσε παλιάνθρωπος ὁ πεζὸς καὶ δὲν ἐπῆγε, ποὺ νὰ φθάσουν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στενό, εἰς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Τὴν αὐγὴ ἐξαγνάντησε τὸ στράτευμα τὸ Φαναρίτικο (οἱ Τοῦρκοι) μία ὥρα ἀλάργα, καὶ ὁ τόπος στενός, καὶ φορτώματα, καὶ ἐκρατοῦσε δύο ὧρες ὁ μάκρος τους, ἡ σειρά τους, καὶ βλέποντάς μας εὐθὺς ἐμβῆκαν τὸ τουφέκι ὀμπροστὰ διὰ νὰ πολεμήσουν, καὶ ἡμεῖς εἴχαμε ταμπούρια καὶ ἐπολεμήσαμε 6 ὧρες. Οἱ Σπαρτιᾶται ἔκαμαν τότε ἕναν πόλεμον, ποὺ ἐμιμήθηκαν τὸν Λεωνίδα: 300 ἦσαν οἱ πρῶτοι, 1.700 οἱ Τοῦρκοι.
Ἀπὸ τὲς 6 ὧρες ἔσωσαν τὰ φουσέκια τους, ἐλαβώθηκε ὁ Βοϊδῆς, ὁ Δουράκης, ἐσκοτώθηκαν πέντε - ἕξι. Εἰς τὸ μεσημέρι ἔσωσαν τὰ φουσέκια. Μοῦ λένε τὸ στράτευμα, νὰ τοὺς ἀνοίξωμεν - ὅμως τὰ Κολιόπουλα ἦτον 6 ὧρες μακρυὰ εἰς τὸ ποτάμι τοῦ Ρουφιᾶ, εἰς χωριὸ Τζούκα, ἐφύλαγαν διὰ τοὺς Λαλαίους. Ἀκούοντας τὸ τουφέκι, ἐκίνησαν, πλὴν δὲν ἔφθασαν (εἶχαν τετρακοσίους) εἰς τὴν ὥραν, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα. Οἱ Τοῦρκοι ἐσκοτώθηκαν 15, ἐπολεμοῦσαν μὲ καρδιά, διότι εἶχαν τὸ βιό τους καὶ τὲς γυναῖκες τους. Ἂν ἔφθαναν τὰ Κολιόπουλα, ὁ Γιωργάκης καὶ ὁ Δημήτρης, ἤθελε χαλασθοῦν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπῆραν οἱ Τοῦρκοι τὴν θέσιν μας. Ἀκούοντας τὴν μπατερία τῶν Κολιαίων, ἐβγῆκαν ἀγνάντια νὰ ἰδοῦν. Βλέποντας ὅτι μᾶς ἔρχεται μεντάτι, τότενες οἱ Σπαρτιᾶτες ἐπῆραν τοὺς λαβωμένους καὶ ἔμεινα μὲ πολλὰ ὀλίγους. Ἀκούοντας τὴν μπατερία, ἐφράξαμεν τὸν τόπον, νὰ μὴν περάσουν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ γεφύρι, μὲ 20 ἀνθρώπους. Ἐκούναγα τὸ μπαϊράκι διὰ νὰ μὲ γνωρίσουν τὰ Κολιόπουλα, εἶχε πιασθεῖ ὁ λαιμός μου ἀπὸ τὲς φωνὲς τῆς ἡμέρας (1). - Οἱ Τοῦρκοι βγαίνουν εἰς βοήθεια ἀπὸ τὸ Κάστρο, διώχνουν ἐκείνους ποὺ ἦτον στὴν χώρα.- Κυνηγοῦμε τοὺς Τούρκους μὲ τὰ γυναικόπαιδα, 500 ψυχὲς ἐχάθηκαν εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καρύταινας, μὴν ἠμπορώντας ν᾿ ἀπεράσουν ἀπὸ τὸ γεφύρι, τὸ ὁποῖον τὸ εἴχαμε πιασμένο. Οἱ Ἕλληνες ἔπαιρναν τὰ ζῶα, τὰ ἄτια ὅλα λαβωμένα. Δὲν τοὺς ἐχώραε τὸ Καστράκι, καὶ ἦτον ἀπέξω σὰν τὸ μελίσσι (ἡ πρώτη νίκη κατὰ Τούρκων - τῶν Καλαβρύτων πρῶτα).
Ἡμεῖς τοὺς πολιορκήσαμεν. Μετὰ τὸ ἑσπέρας ἔφθασε καὶ ὁ Ἠλίας Μπεηζαντὲς ἀπὸ τὸ Λεοντάρι. Στὲς 28 ἦλθε καὶ ὁ Κανέλλος μὲ 200 Καρυτινούς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ὁ Παπαφλέσσας ἐκίνησαν διὰ τὴν Ἀρκαδία μὲ 500 ἀνθρώπους. Σὰν οἱ Ἀρκαδιανοὶ ἦτον φευγάτοι, ἐγύρισαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καρύταινα μὲ 1.000. Σὲ δύο ἡμέρες ἐγινήκαμε 6.000. Οἱ Τοῦρκοι ὁποὺ ἦτον κλεισμένοι, ἄφησαν τὰ ζῶα τους ἔξω, τὰ πῆραν οἱ Ἕλληνες. Δὲν εἶχαν νερό, τροφάς. Τὸν Νικηταρᾶ, τὸν εἶχα (2) σταλμένον μὲ ἑκατὸ νομάτους εἰς τὸ Φραγκόβρυσο, εἰς τὴν Τριπολιτζά, δύο ὧρες ἀπέξω. Ἐκεῖνες τὲς δύο ἡμέρες ὁποὺ ἐσυνάχθημεν, ὁ Μουσταφάγας ἐνδύνει δύο Τούρκους ραγιάδικα, τοὺς δίνει 500 γρόσια· ἐπῆγαν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ διὰ νὰ ἔλθει μεντάτι καὶ νὰ τοὺς πληρώσει ὅλους ὅσοι ἔλθουν εἰς βοήθειάν τους.
Ἔξω βγαίνοντας οἱ πεζοδρόμοι δύο ὧρες, τοὺς ἐκατάλαβαν ἄνθρωποι, πλὴν δὲν τοὺς ἔπιασαν. Δίδοντας τὸ γράμμα ὀρδινιάσθηκαν 2.000, καὶ ἦλθαν βοήθειαν τῶν Καρυτινῶν καὶ Φαναρίτων. Ἐγώ, σὰν ἔμαθα τοὺς πεζοδρόμους, ὑποπτεύθηκα ὅτι, θὰ ἐρθεῖ μεντάτι.
Ἔκαμα εὐθὺς συνέλευσιν εἰς τὸ στράτευμα, ἔδωκα γνώμη νὰ πάει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ 2.000 εἰς τοῦ Σάλεσι, μακρὰ ἀπ᾿ τὴν Τριπολιτζά 4 ὧρες καὶ 4 ἀπὸ τὴν Καρύταινα, νὰ ἐμποδίσει τὸ μεντάτι ἂν κινήσει ἀπὸ Τριπολιτζά, ἂν δὲν ἠμπορέσει νὰ τοὺς βαστάξει, νὰ ἔλθει ὀπίσω - νὰ πάρουν φόβον οἱ Τοῦρκοι, ὁποὺ νὰ μὴν προσπεράσουν κατὰ τὴν Καρύταινα.
Αὐτὸς μοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν κάνει νὰ χαλάσομε τὸ ὀρδί, ὁποὺ εἴμεθα συναγμένοι».
Τοὺς εἶπα ἄλλη μία γνώμη: «Νὰ πάρω ἐγὼ 500...»
Μὲ ἀντέσκοψεν. Ἔτζι ἔμεινεν τὸ πιάνο ἐκεῖνο. Τοὺς Τούρκους τόσο τοὺς ἐστενοχωρήσαμεν, ὁποὺ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἔβγουν ἕνα ἀχνάρι. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ξημερώνοντας, Ἀπριλίου 1η, ἐβγῆκε τὸ μεντάτι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐβγαίνουν ἐκεῖ ὁποὺ ἔλεγα νὰ πάγει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, καὶ βάνουν φωτιὰ ἀγνάντια. Βλέποντας τὲς φωτιές, λέγομεν: «Τὸ μεντάτι εἶναι».
Ἔστειλαν διὰ νὰ ἔβγουν καταπατητάδες, αὐτοὶ ἐπήγαιναν καὶ ἀπόκριση δὲν μᾶς ἔφερναν.
Ἐπείσμωσα καὶ τοὺς εἶπα: «Νὰ πιάσουν τρία καταράχια, διὰ νὰ καρτερέσομε τοὺς Τούρκους νὰ πολεμήσομε». Καὶ ἐγὼ ἐπῆρα ἕνα ἄλογο καὶ ἕνα μπαϊράκι εἰς τὸ χέρι, καὶ τὸ κιάλι, καὶ ἂν εἶναι Τοῦρκοι, νὰ κλείσω τὸ μπαϊράκι, ἂν δὲν εἶναι, νὰ τὸ ἀνοίξω. Μὲ ἀκολούθησαν καὶ δύο μὲ τὰ πόδια. Ὅσο νὰ ἔβγω εἰς τὴν ράχη, ἀπόστασε τὸ ἄλογο· τὸ ἔδεσα εἰς ἕνα κλαδὶ καὶ ἐγὼ ἐβγῆκα εἰς τὴν ράχη. Ἔβαλα τὸ κιάλι, εἶδα τοὺς Τούρκους ὁποὺ ἤρχοντο καὶ ἔκλεισα τὸ μπαϊράκι. Οἱ Ἕλληνες ἀρχίζουν νὰ φεύγουν, ἀφοῦ ἔκαμα σημεῖον. Ἐγώ, ἔκανε κρύο, ἀέρας. Ἐπέρασα ἀπὸ ἕνα τζοπανάκι, μία καποτίτζα ἄσπρη - ἤμουν ἱδρωμένος - κι ἐγύρισα πίσω νὰ πάγω εἰς τὸ στράτευμα· Οἱ ἄνθρωποί μου ἔφευγαν. Ὁ Καβαδίας (1) μοῦ ἐπῆρε τὸ ἄλογο. Ἐγύρισα πίσω εἰς τὸ ὀρδὶ ἀποσταμένος. Εὑρίσκω τὸν μακαρίτη τὸν Ἠλία ποὺ ἐπολέμαε. Τὸ ἄλλο ὀρδὶ ἐπῆρε τὰ βουνά. Τὰ Κολιόπουλα ἐπολεμοῦσαν τὸ ἀποκεῖθε μέρος τοῦ κάστρου. Ἐβγῆκα καὶ τὸν ἐσήκωσα τὸν Μπεηζαντὲ ἀπὸ ἐκεῖ, διατὶ ἔμενε μοναχός του, καὶ ἐβγήκαμε ὅλοι σὲ μία ράχη, καὶ τοὺς λέγω: «Νὰ κρατήσουμε τούτη τὴ ράχη, διατὶ ἂν τοὺς βγάλουν καὶ τουτουνούς, νὰ τοὺς πέσομε ἀπὸ κοντὰ ἴσια μὲ τὴν Τριπολιτζά». Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔπιασε τὸ γεφύρι μὲ 1.000. Ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Κανέλλος ἐπῆραν τὴν ἀπάνου στράτα, ἐγὼ ἔμεινα μοναχός μου (2), οἱ Ἕλληνες ἐτζάκισαν, ἐκρύφθηκαν εἰς κάτι κλαριά, τὲς δύο πιστόλες μου ἀσηκωμένες. 12 Τοῦρκοι ἐκυνηγοῦσαν τὸ ἕνα μέρος τῶν Ἑλλήνων, 10 τοὺς ἄλλους, κατὰ τὸ γεφύρι τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, καὶ ἄλλοι τὸν Παπαφλέσσα καὶ Κανέλλο. Ἐνόμιζαν οἱ Ἕλληνες, ὅτι τοὺς ἀκολουθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἐπροσπέρασαν οἱ Τοῦρκοι. Τοὺς εἶδα ἔπειτα κι ἐγύρισαν ἀπὸ σιμά μου. Ἡ καποτίτζα μ᾿ ἐγλύτωσε, γιατὶ ἐφοροῦσα κόκκινο μεϊτάνι καὶ ἡ καποτίτζα τὸ σκέπαζε.
Το 1822 είχε εδραιωθεί εδαφικά στην Πελοπόννησο, τη Στερεά και σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Στα χρόνια που ακολούθησαν η επανάσταση πέρασε διάφορες φάσεις και το 1825 κινδύνευσε σοβαρά με την επέμβαση των Αιγυπτίων. Τέλος, το 1827, μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ένα τμήμα του ελληνικού χώρου ελευθερώθηκε και δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος.
Στη διάρκεια του αγώνα ξεχώρισαν πολλές ηγετικές μορφές αγωνιστών, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Δ. Υψηλάντης, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο Ανδρ. Μιαούλης, ο Κ. Κανάρης και πολλοί άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.