Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Ποιοί καταστρέφουν την Ελλάδα

Του Κυριάκου Μελέτη

Εισαγωγή

Σύμφωνα με την αστική δογματική, η οικονομική δραστηριότητα αποτελεί τον πιο σπουδαίο παράγοντα μέσα σε μια κοινωνία. Οι άλλοι παράγοντες, η λογοτεχνία, οι τέχνες, όταν δεν είναι ανάξιοι λόγου, παίζουν ρόλο επικουρικό. Εξάλλου, ο άνθρωπος δεν είναι παρά «η εργασία», δηλαδή ο ένας από τους τρεις συντελεστές παραγωγής (=εργασία, κεφάλαιο, έδαφος) και, δεδομένου ότι μπορεί να αντικατασταθεί από ένα μηχάνημα και να πεταχτεί στα απόβλητα της κοινωνίας, είναι κάτι λιγότερο από το ζώο. Κατά την ίδια δογματική, το πρόβλημα δεν είναι συναισθηματικό, καθόσον αυτό που μετράει δεν είναι η ανθρώπινη αντιμετώπιση του ανθρώπου, αλλά η πτώση του εργατικού κόστους σε ένα τέτοιο επίπεδο που να προκαλεί «ανάπτυξη». Η «ανάπτυξη» είναι το σημαντικό. Ο άνθρωπος είναι ανάξιος λόγου, τόσο κατά ένα τρόπο γενικό, όσο, ιδιαίτερα, και στις σημερινές συνθήκες, όπου υπάρχει «υπερπληθυσμός».
Παρά το ότι η μαρξιστική θεώρηση δεν ταυτίζεται με την αστική, δεν φαίνεται ωστόσο να διαφοροποιείται ποιοτικά. Σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ των τριών παραγόντων, αυτών της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας ο πρώτος παίζει τον καθοριστικό ρόλο της ανεξάρτητης μεταβλητής ενώ οι δύο άλλοι αποτελούν τις εξαρτημένες του μεταβλητές.

Σ’ αυτό το άρθρο δεν θα υποβάλουμε σε έλεγχο την αστική δογματική, διότι είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη: δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος (= η εργασία) να ταξινομείται μαζί με το κεφαλαίο και το έδαφος. Αυτή δεν είναι παρά μια αναπαράσταση του κεφαλαιοκράτη, που προσλαμβάνει τον εργαζόμενο ως κόστος παραγωγής και ως κέρδος, δηλαδή που δεν αποστασιοποιείται από τα συμφέροντά του και νομιμοποιεί την εκμετάλλευση. Θα υποβάλουμε σε έλεγχο τη μαρξιστική θεωρία διότι έχει μια ελάχιστη επιστημονική βάση. Μελετά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ως μια σχέση ανθρώπων με τα μέσα παραγωγής, ως μια σχέση μεταξύ του κεφαλαιοκράτη, του εργάτη και τα μέσα παραγωγής. Δηλαδή, αποστασιοποιείται από κάθε συμφέρον. 
Η μαρξιστική θεωρία οικοδομήθηκε ως τέτοια για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, και όχι για τον ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό. Ο οικονομικός αναγωγισμός οικοδομήθηκε πάνω στην άγνοια και όχι πάνω στη γνώση του ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού. Δεν είδε τον τελευταίο ως ένα σύστημα επτά λειτουργιών – την οικονομική, την πολιτική, την ιδεολογική, την τεχνική, τη στρατιωτική, τη βιολογική (την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους) και την αναδημιουργική (οι δραστηριότητες κατά τον ελεύθερο χρόνο) – οι οποίες οργανώνονται σε τρόπους παραγωγής. Δεν είδε ότι, μεταξύ των οργανωμένων σε τρόπους παραγωγής επτά λειτουργιών, υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλοκαθορισμού. Στην πραγματικότητα, η οικονομική λειτουργία δεν αποτελεί τον σταθερό καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Βέβαια, υπάρχει καθοριστικός παράγοντας, αυτός όμως είναι μεταβαλλόμενος και προσδιορίζεται από τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Στο παρόν άρθρο, δεν θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τις πολύπλοκες σχέσεις, συνεργασιακές και συγκρουσιακές, που διαμορφώνονται μεταξύ των επτά λειτουργιών, με το σκοπό να εντοπίσουμε τον καθοριστικό παράγοντα. Θα περιοριστούμε να θίξουμε τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ της πολιτικής, της οικονομικής και της εκπαιδευτικής λειτουργίας – της τελευταίας θεωρούμενης ως στοιχείο της ιδεολογικής διάστασης - στην Ελλάδα, κατά την περίοδο, που αρχίζει με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Το παρόν άρθρο θα συγκροτηθεί με βάση την υπόθεση ότι, πρώτον, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα έχουν ως σκοπό την παραγωγή των ηγετών και των ανώτατων στελεχών ενός κοινωνικού σχηματισμού και, δεύτερον, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας, στην πραγματικότητα, δεν συγκροτούνται ως τέτοια, διότι παράγουν «στελέχη» με χαμηλή αντιληπτική ικανότητα, με ικανότητες, που είναι μικρότερου μεγέθους των εθνικών και κοινωνικών προβλημάτων, δηλαδή κατώτερες των περιστάσεων. Θα γράφαμε, ακόμη, ότι οι ηγέτες, παράγονται με ικανότητες καταστροφικές, εμφανίζονται, όμως, ως αναντικατάστατοι και μοναδικοί. Και για να προϊδεάσουμε τον αναγνώστη, αναφέρουμε τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, μαζί με τους άλλους μνημονιακούς πρωθυπουργούς, κατάφερε να οδηγήσει την Ελλάδα σε προχωρημένα στάδια καταστροφής, εμφανίζει όμως τον εαυτό του ως δημιουργό «μιας μεγάλης Ελλάδας». Η αντιληπτική του ικανότητα είναι τέτοια, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει την καταστροφή από τη δημιουργία, που δεν έχει επίγνωση ότι κόβει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. 

Το ελληνικό παράδειγμα

Σύμφωνα με την κυρίαρχη κριτική άποψη, βασικοί υπεύθυνοι για την καταστροφή της Ελλάδας, την εποχή των «δανειακών συμβάσεων - μνημονίων», είναι οι πολιτικοί ηγέτες της κεντρο-δεξιάς και κεντρο-αριστεράς και η κυρίαρχη οικονομική τάξη. Δηλαδή, δύο είναι οι παράγοντες, οι οποίοι εμπλέκονται στην καταστροφή της Ελλάδας: ο πολιτικός και ο οικονομικός.
Δεν διαφωνούμε μ’ αυτή την προσέγγιση, διότι, πράγματι, θεμελιώνεται εμπειρικά. Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, μέσω των κυβερνητικών της εκπροσώπων, νομιμοποίησε τόσο τη διαδικασία αποικιοποίησης της Ελλάδας στο πολυεθνικό κεφάλαιο και στη Γερμανία, όσο και τη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Γι’ αυτήν ήταν αρκετό που δεν θίγονταν ο χρηματικός της πλούτος, ο οποίος ήταν εξάλλου ασφαλισμένος, απ’ ότι φαίνεται, σε ελβετικές τράπεζες. Όσον αφορά το πολιτικό προσωπικό ή, όπως ονομάστηκε αλλιώς, οι μνημονιακές κυβερνήσεις, όχι μόνον αποδέχτηκαν, χωρίς καμιά διαπραγμάτευση, το σύνολο των αντιλαϊκών μέτρων, που απαίτησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και τα εφάρμοσαν με «εκδικητική μανία», όπως θα γράψει ο Δελαστίκ (Επίκαιρα, 04/12/ - 11/12/2014). Θα γράφαμε, ότι η εφαρμογή των μέτρων, όπως η μείωση των συντάξεων, η μείωση των μισθών, η αύξηση της ανεργίας, η καταστροφή του κοινωνικού κράτους, που εξαρθρώνει την κοινωνία, το κλείσιμο 200.000 μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου (= η λεγόμενη ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας), υπήρξε, σε τελευταία ανάλυση, το αποτέλεσμα της συμμαχίας της άρχουσας τάξης της Ελλάδας με την άρχουσα τάξη της Ευρωζώνης, που έχουν ως απώτερο σκοπό τη συσσώρευση του κεφαλαίου και τη διαμόρφωση του εργατικού κόστους σε επίπεδα που φτωχοποιούν τους εργαζόμενους.
Η έννοια της ευθύνης των πολιτικών ηγετών και της κυρίαρχης οικονομικής τάξης, δεν μας βοηθάει, από μόνη της, να εξηγήσουμε, με ακρίβεια, τα φαινόμενα που δημιουργήθηκαν, κατά την πρώτη πενταετία του 2010. Παραμένει, θα υποστηρίζαμε, στην επιφάνεια των πραγμάτων. Δεν εξηγεί την πληθώρα των χαρακτηρισμών, που κατακλύζει τις εφημερίδες και τα περιοδικά, και σύμφωνα με τους οποίους, οι πολιτικοί ηγέτες είναι, πρώτον, μέτριων πνευματικών ικανοτήτων και κοντόφθαλμοι και, δεύτερον, ανίκανοι να διαμορφώσουν σχέδιο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής (Μαρκεζίνης, 2013, Νεάρχου, 2014). Δεν συλλαμβάνει, ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί-προσόντα των πολιτικών ηγετών της Ελλάδας, παράγονται από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η εκπαιδευτική λειτουργία, ως τρόπος παραγωγής των ανθρώπων ως σύστημα στάσεων και συμπεριφορών, που σημαίνει με ιδεολογικούς προσανατολισμούς, δεν είναι μικρότερης σημασίας από τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών (οικονομική λειτουργία) και τον τρόπο παραγωγής της ευταξίας (πολιτική λειτουργία). Στην πραγματικότητα, μεταξύ των τριών τρόπων παραγωγής διαμορφώνεται μία δυναμική σχέση αλληλοκαθορισμού, η οποία παίρνει, ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, τη μορφή της συνεργασίας ή της σύγκρουσης. Κατά ένα γενικό τρόπο, η ανώτατη εκπαίδευση παράγει και κατανέμει τα στελέχη και τους ηγέτες στους δύο άλλους τρόπους παραγωγής. και αυτοί παράγουν και διαθέτουν ευταξία και υλικά αγαθά στην πρώτη. Αυτή η αλληλοτροφοδότηση δεν γίνεται έξω από συγκρούσεις. Οι φορείς του ενός τρόπου παραγωγής προσπαθούν να καθορίσουν, μέσω του επηρεασμού, αλλά και τη βία, τους προσανατολισμούς των φορέων των άλλων τρόπων παραγωγής. Οι συγκρουσιακές σχέσεις, που παρατηρούμε, τα τελευταία τριάντα χρόνια, στο πεδίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης των χωρών του κέντρου και των περιφερειών τους, και που καθορίζονται από την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να επιβάλει την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν είναι παρά μόνο ένα παράδειγμα.
Οι λειτουργίες και οι σχέσεις μεταξύ του τρόπου παραγωγής των στελεχών και ηγετών με τους τρόπους παραγωγής των υλικών αγαθών και της ευταξίας δεν είναι ταυτόσημες στους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Στον κάθε κοινωνικό σχηματισμό, με βάση τις ιστορικο-κοινωνικές ιδιομορφίες, παίρνουν μια διαφοροποιημένη μορφή. 
Ο υφιστάμενος τρόπος παραγωγής των ανωτάτων στελεχών, στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, με την αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού των Πανεπιστημίων. Η αύξηση αυτή επεκτάθηκε με την μετατροπή, το 2001, των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.)σε Ανώτατα Ιδρύματα και είχε ως συνέπεια, την είσοδο του συνόλου, σχεδόν, των αποφοίτων των Λυκείων, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι. = Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι.). Όμως, η μαζικοποίηση των τελευταίων, δεν συνοδεύτηκε και με επέκταση των υποδομών. Οι αίθουσες δεν χωρούν τους φοιτητές. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η μεγαλύτερη αίθουσα, στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας (το 2013 ενσωματώθηκε στο Τ.Ε.Ι. Λαμίας) δεν χωρούν παρά μόνο 70 φοιτητές. Κατά κανόνα, όμως, εγγράφονται, κάθε χρόνο, μέχρι και ως 250 πρωτοετείς φοιτητές, οι οποίοι πρέπει να αναλαμβάνονται μόνο από έναν εκπαιδευτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αίθουσες του Παντείου Πανεπιστημίου δεν χωρούν το σύνολο των φοιτητών. Όσον αφορά το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Όμως, ας μην επιμένουμε άλλο. Το πρόβλημα είναι γενικό. Στις μέρες μας, με τις μεταρρυθμίσεις, που γίνονται με το σκοπό να εντάξουν την Ανώτατη Εκπαίδευση (μέσω δήθεν των «αξιολογήσεων» και την κατάργηση Τμημάτων και Σχολών) στην προοπτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (=δηλαδή των πολυεθνικών επιχειρήσεων), η σχέση: φοιτητές, από τη μια, και αίθουσες και εκπαιδευτικό προσωπικό, από την άλλη, επιδεινώνεται.
Συνέπεια της πιο πάνω ασυμμετρίας είναι η παρακολούθηση, από τους φοιτητές, μόνο των εργαστηριακών μαθημάτων, τα οποία είναι, εξάλλου, υποχρεωτικά. Τα «θεωρητικά μαθήματα» δεν παρακολουθούνται παρά από ένα ποσοστό, το οποίο εκτιμάται να μην ξεπερνά το 10%. Η μη παρακολούθηση αφορά, ιδιαίτερα, τα Τμήματα των «κοινωνικών επιστημών» από τα οποία τα εργαστηριακά μαθήματα είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Την πρακτική αυτή την νομιμοποιούν τόσο οι φοιτητές, όσο τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού. Οι μεν πρώτοι θεωρώντας ότι «τα θεωρητικά μαθήματα είναι εύκολα και δεν χρειάζονται παρακολούθηση», οι δε δεύτεροι, στηριζόμενοι στην έλλειψη χώρου και την υπεραριθμία των φοιτητών. Πράγματι, οι φοιτητές δεν εμφανίζονται στις αίθουσες, κατά τη διάρκεια των θεωρητικών μαθημάτων. Εμφανίζονται, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, στο τέλος κάθε εξαμήνου. Αν και δεν έχουν γίνει μελέτες, που να μας δείχνουν με ακρίβεια τις πρακτικές των φοιτητών στις εξετάσεις, εντούτοις αυτό που φαίνεται να επικρατεί είναι η μελέτη των μαθημάτων στο παρά πέντε των εξετάσεων, με βάση τη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος, και όχι την ολόχρονη προετοιμασία. Θα γράφαμε ότι εφαρμόζουν την πρακτική του σερβιτόρου, σύμφωνα με την οποία «θυμάται τις παραγγελίες κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στη δουλειά και τις ξεχνάει μόλις απομακρυνθεί από αυτή». Όσον αφορά τη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος, να υποστηρίξουμε ότι δεν σχετίζεται με την επιστήμη, πράγμα που σημαίνει ότι οι φοιτητές δεν μυούνται στην τελευταία. Δηλαδή, δεν μυούνται στον τρόπο μελέτης της πολύπλοκης φυσικής και φυσικο-κοινωνικής πραγματικότητας και στον τρόπο αναπαράστασής της. Περιορίζονται να μάθουν τι γράφει ένα βιβλίο, αποστηθίζοντάς το (Χαραλάμπους, 2001). Οι συνέπειες της πρακτικής της αποστήθισης του ενός συγγράμματος είναι μεγάλου μεγέθους: οι τελειόφοιτοι, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής δεν δρουν επιστημονικά (=ελεύθερα), αλλά δογματικά (Morin, 1981). Στερούνται κάθε μορφής ευελιξίας. Η μονομερής πολιτική δράση, που υποβαστάζεται στο δόγμα «ανήκομε στη Δύση», και όταν ακόμη η τελευταία ακυρώνει την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας, έχει ως πηγή της τη μέθοδο της αποστήθιση του ενός συγγράμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο θρησκευτικής μορφής δογματισμός των ορθόδοξων κομμουνιστικών κομμάτων έχει ως πηγή του τη μέθοδο της αποστήθισης και, πιο συγκεκριμένα, την αποστήθιση μερικών μαρξιστικών-λενινιστικών τσιτάτων (Morin, 1983).
Οι πρακτικές που περιγράψαμε, αφορούν τις βασικές και μεταπτυχιακές σπουδές. Όσον αφορά τις διδακτορικές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το επίπεδό τους έπεσε σε σχέση με τις πρώτες. Υπό κανονικές συνθήκες, οι φοιτητές θα έπρεπε, κατά τη διάρκεια των διδακτορικών σπουδών, να προσπαθούν να αναπτύξουν τις επιστημονικές τους ικανότητες, διδασκόμενοι επιστημολογία, φιλοσοφία της επιστήμης και τρόπους οικοδόμησης μακρο-ιστορικο-κοινωνικών γνωστικών αντικειμένων, (Μαντόγλου, Μελέτη, 2013). Η δυνατότητα αυτή αποκλείστηκε και στη θέση της, οι φορείς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα αμερικανικές, επέβαλαν τις χρηματοδοτημένες έρευνες. Σύμφωνα με αυτές, τα γνωστικά αντικείμενα πρέπει να είναι μίκρο και όχι μακρο-ιστορικά, και να συλλαμβάνονται με τις τεχνικές μεθόδους των ερωτηματολογίων, των συνεντεύξεων, των πειραμάτων και της στατιστικής. Αυτού του είδους οι έρευνες κονιορτοποιούν το κοινωνικό αντικείμενο και δημιουργούν αποτελέσματα, που εξυπηρετούν στιγμιαίες, και όχι μακροχρόνιες ανάγκες, των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, όχι όμως και της επιστήμης. 
Βέβαια, τα ανώτατα κρατικά στελέχη δεν επιλέγονται μόνο μέσα από τη δεξαμενή των πτυχιούχων, μεταπτυχιακών και διδακτόρων. Επιλέγονται, επίσης, μέσα από το μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού, τα οποία θα πρέπει, να αναπτύσσουν τις ικανότητες τους, με τη συστηματική μελέτη, κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής τους καριέρας. Είναι αλήθεια ότι παρατηρούμε στις χώρες του κέντρου, μέχρι την άνοδο στην εξουσία των φορέων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένα μέρος του ακαδημαϊκού προσωπικού να αναπτύσσεται στα πλαίσια της ειδικότητάς του, δημιουργώντας καινοτομική γνώση. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν παρατηρούμε ούτε την ύπαρξη συστηματικών μελετητών, ούτε τη δημιουργία καινοτομικής γνώσης και άρα ούτε την πνευματική ανάπτυξη του ακαδημαϊκού προσωπικού. Από την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού, κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα (Δημαράς, 1980), και μέχρι τις μέρες μας, παρατηρούμε τους Έλληνες ακαδημαϊκούς να περιορίζονται στην αναπαραγωγή και διάδοση της γνώσης, που παράγεται στις χώρες του κέντρου, πράγμα που σημαίνει ότι συγκροτούνται ως μια ομάδα κομπραδόρων του πνεύματος (Χαραλάμπους, 2001). Όμως, εάν, από τη μια, οι ακαδημαϊκοί των χωρών του κέντρου παράγουν γνώση και, από την άλλη, αυτοί της Ελλάδας περιορίζονται να την αναπαράγουν και να τη διαδίδουν, τότε θα πρέπει να υποστηριχθεί ότι οι δεύτεροι λειτουργούν ως βοηθοί των πρώτων. Κατά την περίοδο που μελετάμε σ’ αυτό το άρθρο (από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις μέρες μας), δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί καινοτομική γνώση (που σημαίνει μια ομάδα ακαδημαϊκών πρωτοπόρων της γνώσης), αφού όπως ήδη γράψαμε τα, Α.Ε.Ι. βασίζονται στη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος και όχι τη μύηση στην επιστημονική πρακτική. Εξάλλου, από τις αρχές του 1960 και μέχρι το 1974, οπότε κατέρρευσε η στρατιωτική δικτατορία, τα πολιτικά καθεστώτα που επικρατούσαν (απουσία δημοκρατίας) δεν επέτρεπαν αυτή τη δημιουργία. Ισχυρές ανεξάρτητες προσωπικότητες, όπως είναι αυτές του Καστοριάδη και του Πουλαντζά, αναπτύχθηκαν στη Γαλλία όχι όμως και στο χώρο γέννησής τους, την Ελλάδα. Θα γράφαμε ότι τα πολιτικά καθεστώτα της Ελλάδας, κατ’ αυτή την περίοδο, κατάφεραν να γλιτώσουν από τον κριτικό έλεγχο, εξορίζοντας τον στη Γαλλία. Κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που άρχισε με την άνοδο του Σημίτη στην εξουσία, πάλιν δεν δημιουργήθηκαν καινοτόμοι της γνώσης, αφού το πολυεθνικό κεφάλαιο, υπό την ηγεμονία του κερδοσκόπων, κατάφερε να εξαγοράσει το σύνολο, σχεδόν, του ακαδημαϊκού προσωπικού με τη συμμετοχή του σε χρηματοδοτημένες «έρευνες». 
Βέβαια, ένα μέρος του ακαδημαϊκού προσωπικού έχει κάνει τις σπουδές του στα ευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά ανώτατα ιδρύματα. Όμως, ούτε και σ’ αυτό εντοπίζουμε συστηματικούς μελετητές και δημιουργούς καινοτομικής γνώσης. Στην πραγματικότητα, όταν εντάσσεται στα Α.Ε.Ι. μπαίνει στην προοπτική του ελληνικού ακαδημαϊκού προσωπικού. Περιορίζεται να αναπαράγει γνώση, αντιγράφοντας ξένα εγχειρίδια ή, όπως τα χαρακτηρίζουν, διδακτικά συγγράμματα. 


Ηγέτες νάνοι και γιγαντιαία προβλήματα

Και για να συνοψίσουμε, τα «ανώτατα στελέχη», στην Ελλάδα, παράγονται μέσα από:
- τη μη παρακολούθηση των μαθημάτων, 
- τη μη μύηση στην επιστήμη,
- τη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος,
- την κονιορτοποίηση του κοινωνικού αντικειμένου και όχι τη συγκρότηση μακρο-ιστορικο-κοινωνικών γνωστικών αντικειμένων,
- την απουσία συστηματικών μελετητών από το ακαδημαϊκό προσωπικό και
- την αναπαραγωγή της γνώσης, που παράγεται στις χώρες του κέντρου.
Συνέπεια αυτού είναι η μη ανάπτυξη των ικανοτήτων τους. Αρχίζουν, με την είσοδό τους στα «Α.Ε.Ι.», ως πρακτικοί άνθρωποι και τελειώνουν την ακαδημαϊκή τους καριέρα ως πρακτικοί άνθρωποι. Η μη μύηση στην επιστήμη, έχει ως αποτέλεσμα τη μη πρόκλησης ρήξης μεταξύ πρακτικής γνώσης και επιστήμης. Ή, για να το αποδώσουμε ακόμα καλύτερα, δεν επιτυγχάνεται η μετάβαση από την πρακτική γνώση στην επιστημονική γνώση. Κατά ένα γενικό τρόπο, τα «ανώτατα στελέχη» παράγονται με ικανότητες μικρότερου μεγέθους από τα προβλήματα που προορίζονται να αντιμετωπίσουν, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Οι όροι που χρησιμοποιούνται, συχνά, στον ημερήσιο και τον περιοδικό τύπο, όπως κοντοφθαλμισμός, αυτοσχεδιασμοί και ανικανότητα των ανωτάτων κρατικών υπαλλήλων, εξηγούνται από τον τρόπο παραγωγής τους. Ο τελευταίος εξηγεί, επίσης, την ανικανότητα των πολιτικών ηγετών να διαμορφώσουν σχέδιο εξωτερικής πολιτικής, αμυντικό σχέδιο, σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης ή, χειρότερα ακόμα, εθνικό σχέδιο, που τονίζεται όχι από λίγους μελετητές των ελληνικών πραγμάτων (Μαρκεζίνης, 2011, 2013). Κατά ένα γενικό και σταθερό τρόπο, παρατηρούμε ότι, στην ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας, οι πολιτικοί ηγέτες, αλλά και οι σύμβουλοί τους ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, στερούνται της ικανότητας να οικοδομήσουν θεωρίες, οι οποίες να αναπαριστούν μακρο-ιστορικές περιόδους. Η εμβέλεια τους περιορίζεται σε μικρομεγέθη. Ως υποκείμενα του πελατειακού συστήματος, φτάνει μέχρι το σημείο να αναπαριστούν και να ρυθμίζουν ατομικές περιπτώσεις. 
Ο μέσος άνθρωπος ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, ο μέσος πολίτης, έχει επίγνωση των ορίων του: ξέρει τι γνωρίζει και τι αγνοεί, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να πράξει, τι καθήκοντα μπορεί να αναλάβει και τι να αποφύγει. Τα ανώτατα κρατικά στελέχη και οι πολιτικοί ηγέτες διαθέτουν τόσο χαμηλό επίπεδο, που όχι μόνον αγνοούν τα όρια των ικανοτήτων τους, αλλά επίσης δεν έχουν επίγνωση ότι οδηγούν την Ελλάδα στην καταστροφή (Μαρκεζίνης, 2013). Αναφέρουμε ως παράδειγμα τον Σημίτη, ο οποίος μη έχοντας επίγνωση ότι η εξωτερική πολιτική, που χάραξε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του (Παράδοση του φίλου της Ελλάδας Οτσαλάν στον εχθρό της, την Τουρκία. Μη ενδυνάμωση της άμυνας της Κύπρου μέσω της εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων S 300 στην Κύπρο. Μετατροπή ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο σε γκρίζες ζώνες. Προσπάθεια διάλυσης της κυπριακής δημοκρατίας, μέσω του αγγλο-αμερικανικού σχεδίου Ανάν), οδηγούσε στην καταστροφή, επιμένει μέχρι τις μέρες μας να μάς συμβουλεύει, μέσω της συγγραφής βιβλίων, πώς να αντιμετωπίσομε τα γιγαντιαία προβλήματα της Ελλάδας των δανειακών συμβάσεων - μνημονίων. 
Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό του Γεωργίου Παπανδρέου. Αυτός, ως πρωθυπουργός ενέταξε την Ελλάδα στο «πρόγραμμα σωτηρίας» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με το σκοπό να τη σώσει από το χρέος, τη διαφθορά και τους τεμπέληδες Έλληνες, οδηγείται όμως στην καταστροφή. Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν διέθετε τις ελάχιστες πνευματικές ικανότητες, οι οποίες θα του επέτρεπαν να καταλάβει ότι όπου παρεμβαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν προκαλεί σωτηρία, αλλά καταστροφή (Klein, 2007). Ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει ότι το ρωσικό αέριο μείωνε την εξάρτηση από τις Η. Π. Α. και ακύρωσε τη συμφωνία της Ρωσίας με την Ελλάδα, για τη δημιουργία του αγωγού Μπουρκάς – Αλεξανδρούπολης. Κατά ένα γενικό τρόπο δεν καταλάβαινε ότι μια συμμαχία Ελλάδας – Ρωσίας θα διεύρυνε τη σχετική αυτονομία της πρώτης. Και όμως υπήρχε το ιστορικό προηγούμενο, σύμφωνα με το οποίο ο Μακάριος οικοδόμησε τη διεθνή ταυτότητα της Κύπρου, βασιζόμενος στη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και τις αδέσμευτες χώρες.
Ένα τρίτο παράδειγμα είναι αυτό της κυβέρνησης Σαμαρά και Βενιζέλου. Η κυβέρνηση αυτή, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, επιδίδεται με φανατισμό να εφαρμόσει, χωρίς διαπραγμάτευση, τις επιταγές της λεγόμενης τρόικας και δεν καταλαβαίνει το μέγεθος της καταστροφής που προκαλεί στην Ελλάδα. Να υποστηρίξουμε ότι το σύνολο των μελών των μνημονιακών κυβερνήσεων έχει τόσο χαμηλό πνευματικό επίπεδο, που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι η τάση οικοδόμησης της Ενωμένης Ευρώπης μέσω της Ευρωζώνης, αντικαταστάθηκε από την τάση δημιουργίας μιας Ευρώπης των κερδοσκόπων υπό την ηγεμονία της άρχουσας τάξης της Γερμανίας (η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δανείζει στους κερδοσκόπους με 1% και αυτοί μετατρέπουν τους λαούς της Ευρώπης σε αποικιοκρατούμενους, δανείζοντας τους μέχρι και 7%) και πολεμάει να την διασώσει πάση θυσία. Αδυνατεί να συλλάβει ότι αυτό που θα μπορούσε να διασώσει την Ελλάδα είναι η δημιουργία μιας δυναμικής πολυμερούς συμμαχίας, η οποία θα στήριζε μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών.
Σύμφωνα με τους μνημονιακούς μας ηγέτες, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα πρέπει, να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και την Ενωμένη Ευρώπη. Έξω από αυτές είναι η καταστροφή. Όμως, η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη λεγόμενη Τρόικα, σηματοδοτεί την αναίρεση της δέσμευσης οικοδόμησης της Ενωμένης Ευρώπης και την ένταξή της τελευταίας στην προοπτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η αναίρεση της πιο πάνω δέσμευσης εντοπίζεται, επίσης, και από το γεγονός ότι οι διαμορφωτές των πολιτικών της επιλογών, δεν υποστηρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα, που είναι ισότιμα μέλη της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά την Τουρκία, η οποία αφού πρώτα κατάκτησε το Βόρειο τμήμα της Κύπρου, τώρα διεκδικεί συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της (Σιδέρης, 22/01 – 28/01/2015, σ. 43-45). Η μη κατανόηση της δυναμικής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίηση, ακυρώνει τη δυνατότητα αντίδραση της Ελλάδας και της Κύπρου στις «ευρωπαϊκές πολιτικές», που παραχωρούν τα εθνικά κυριαρχικά τους δικαιώματα στις χώρες του κέντρου και την Άγκυρα.
Οι πολιτικοί ηγέτες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ , υποστήριξαν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, με το σκοπό να κατοχυρώσουν την ανάπτυξη της Ελλάδας. Θα δημιουργούσαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους τη «Μεγάλη Ελλάδα». Διέστρεφαν την πραγματικότητα. Δεν καταλάβαιναν το μέγεθος της καταστροφής, που προετοίμαζαν οι επιλογές τους. Αγνοούσαν ότι το άνοιγμα των αγορών διεκδικείται από τις ισχυρές οικονομικά χώρες (τον 19ο αιώνα από τη Μεγάλη Βρετανία και τον 20ο από τις Η.Π.Α.) και καταστρέφει τις αδύνατες, ότι οι χώρες με υψηλή παραγωγικότητα τις εργασίας καταστρέφουν τις χώρες με χαμηλή παραγωγικότητα. Κατά ένα γενικό τρόπο, δεν διέθεταν την αντιληπτική ικανότητα για να συλλάβουν τα προβλήματα που δημιουργούν οι «ελεύθερες αγορές». Και όμως υπήρχε η οικονομική ιστορία του 19ου και μέρους του 20ου(Rosanvallon, 2014,).
Βέβαια, μετά την οικονομική και κοινωνική καταστροφή (η Ελλάδα από αυτάρκης στα αγροτικά προϊόντα, ανέβασε το έλλειμμα της στο 80%, φυγή 250.000 πτυχιούχων, άνεργοι 1.500.000, αυτοκτονίες 5.000, κλπ), οι πιο πάνω πολιτικοί ηγέτες, θα μπορούσαν να κάνουν αυτοκριτική. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί στοιχείο της κουλτούρας τους. Θωρακισμένοι μέσα στις κρατικές λιμουζίνες, που αξίζουν μέχρι και 750.000 ευρώ, επιμένουν να υποστηρίζουν, ακόμη, ότι δεν θα πρέπει να ανησυχούμε, διότι οικοδομείται η «Μεγάλη Ελλάδα»…Θα έγραφα ότι είναι άνθρωποι αντικοινωνικοί και ηθικά διεστραμμένοι. 
Δεν θα επιμείνουμε άλλο στο θέμα των ικανοτήτων των μνημονιακών κυβερνήσεων. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ένα ισχυρό παράδειγμα μηδενικής αντιληπτικής ικανότητας, γράφοντας ότι αυτές οι κυβερνήσεις αποδέχτηκαν την πρόταση της Τρόικας να περικοπούν οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, ακριβώς τη στιγμή που η Τουρκία γίνεται πιο απειλητική, ενδυναμώνοντας τον ναυτικό πολεμικό της στόλο στο Αιγαίο.


Ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρεί ότι «διαθέτει το άξιο και εξειδικευμένο στελεχικό δυναμικό, κορυφαίους επιστήμονες και πανεπιστημιακούς, με διεθνή καταξίωση, πολιτική εμπειρία και αγωνιστική ετοιμότητα να εφαρμόσουν με επιτυχία …το κυβερνητικό πρόγραμμα», το οποίο συγκροτείται ως αντιμνημονιακή επιλογή (από τις προγραμματικές δηλώσεις του Τσίπρα πριν από τις εκλογές των 17 Ιουνίου 2012, Εφημερίδα «Εποχή», 3 Ιουνίου, 2012, σ. 8). Η αναπαράσταση αυτή, μας δείχνει ότι οι πολιτικοί ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν έχουν συνείδηση του τρόπου παραγωγής από την Ανώτατη Εκπαίδευση των στελεχών της Ελλάδας, αλλά επίσης τον νομιμοποιούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάζεται ως αριστερό κόμμα, νομιμοποιεί όμως τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής των ανωτάτων στελεχών. Εάν, ο τελευταίος παράγει στελέχη, τα οποία μπαίνουν στην προοπτική του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού, τότε και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι κεφαλαιοκρατικά, αφού δημιουργήθηκαν στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής των ανθρώπων. Όσον αφορά την αντιληπτική ικανότητα των στελεχών του πιο πάνω κόμματος, θα γράφαμε ότι είναι υπεραπλουστευμένη. Δεν αντιμετωπίζουν τον ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό ως ένα σύστημα φύλων, γενεών και τάξεων, που συγκροτούνται σε έθνος – κράτος. Θεωρούν πως η μόνη σημαντική σχέση είναι η ταξική. Σύμφωνα, με τους Βωβού, Θεοδωρίδη, Μηλιό (24 Δεκεμβρίου 2006) οι εμμονές περί έθνους είναι ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας. Ο αληθινός διαχωρισμός των λαών είναι ο ταξικός και όχι ο εθνικός. 
Η μη σύλληψη της πολυπλοκότητας του ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού από τα ανώτατα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ως συνέπεια να μην βλέπουν την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την Κύπρο. Δεν βλέπουν, επίσης, ότι οι τουρκοκύπριοι εργάτες, το 1974, δεν έδρασαν ως εργάτες αλληλέγγυοι των Ελληνοκυπρίων εργατών, αλλά ως Τούρκοι εθνικιστές, που πήραν τα όπλα και, μαζί με το στρατό της Τουρκίας, κατέλαβαν το Βόρειο τμήμα της Κύπρου (Μελέτη, 2008, σ. 113-132).
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι πολιτικοί ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, δεν καταλαβαίνουν τους μεγάλους, καταστροφικούς κινδύνους της εποχής μας, διότι περιορίζονται να διεκδικούν την εξουσία με το σκοπό να ανακόψουν την πορεία της μνημονιακής Ελλάδας προς την καταστροφή και να αποκαταστήσουν την κεϋνσιανή αναπτυξιακή πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Δεν υποτιμάμε ούτε την προσπάθεια ανακοπής της καταστροφής, ούτε την κεϋνσιανή κριτική των οικονομικών πολιτικών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Εξάλλου, την κριτική αυτή την κάνουν και μεγάλοι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, όπως οι Stiglitz (2003, 2011, 2012), Κρούγκμαν (1994 κλπ), Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2010 κλπ), Βεργόπουλος, (1999 κλπ). Όμως, η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν, στις μέρες μας, μια εναλλακτική πρόταση, η οποία να δημιουργεί ελπίδα. Είναι δυνατόν, αντίθετα, να δημιουργήσουν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, οι οποίες να συγκαλύπτουν την καταστροφική πορεία και τη λογική του καπιταλισμού. Βέβαια, η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος συνέβαλαν, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στην καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών, στις χώρες του κέντρου. Όμως, δεν συνέβαλαν, ταυτόχρονα, στην ανακοπή του καταστροφικού έργου της κεφαλαιοκρατικής δράσης. Δεν ανέκοψαν ούτε την καταστροφή της φύσης, ούτε την απογύμνωση της οικογένειας από τις λειτουργίες της, που την οδηγεί σε εξάρθρωση, αλλά ούτε και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η σήψη των δυτικών κοινωνιών συνεχίζει να βαθαίνει και εντοπίζεται μέσα από: α) την επιλογή των γυναικών (που τους δημιουργήθηκε από τον καπιταλισμό) να μην κάνουν παιδιά και να διεκδικούν μια θέση στο δημόσιο χώρο, β) την εξάρθρωση της οικογένειας και την άρνηση των φορέων του κεφαλαίου να καταβάλουν τις εισφορές, που τους αναλογούν, για την τεκνοποίηση, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη μη αναπαραγωγή της ανθρώπινης ζωής, στην οποία περιλαμβάνεται και η μη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, και γ) το γάμο των ομοφυλοφίλων. Δεν αμφισβητούμε την προσπάθεια των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων να νομιμοποιήσουν την ομοφυλοφιλική σχέση, θεωρώντάς την ως ανθρώπινο δικαίωμα. Όταν, όμως, προσπαθούν να την θεσμοθετήσουν, μέσω του γάμου, ακριβώς σε μια περίοδο όπου οι συγκρουσιακές σχέσεις των φύλων οξύνονται, η οικογένεια, ο βασικός τόπος δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής, οδεύει προς τη διάλυση και οι φορείς του κεφαλαίου αρνούνται να καταβάλουν τις εισφορές που τους αναλογούν για την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, τότε δημιουργείται ένα γιγαντιαίο πρόβλημα, το οποίο μπορεί να αναπαρασταθεί με την έννοια της σήψης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος (Αταλί, 2009).
Μια εναλλακτική πρόταση, θα πρέπει να δείχνει με ισχυρά επιχειρήματα όχι μόνο την πτωχοποιητική και εκμεταλλευτική λειτουργία του κεφαλαίου, αλλά και τον καταστροφικό του ρόλο. Αυτό που προέχει στις μέρες μας, δεν είναι η επιστροφή στην προοδευτική φορολογία και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, αλλά η εξουδετέρωση της καταστροφικής δράσης του κεφαλαίου, αυτής που υπερθερμαίνει τον πλανήτη και καταστρέφει το θεσμό της δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής. Προέχει, επίσης, η επιστροφή του πλούτου στην κοινωνία, η κοινωνικοποίησή του, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί και η καταστροφική του πορεία. Εάν η ατομική πρωτοβουλία, η οποία βασίζεται στην ατομική κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, προκαλεί την καταστροφή της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, τότε η κοινωνικοποίηση του πλούτου θα πρέπει να δημιουργεί την ανάπτυξή τους. Η πρόταση αυτή, μας βοηθάει να δούμε ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να ανακοπεί η οικονομική πολιτική της λιτότητας, που επιβάλλει η Γερμανία, και να αποκατασταθεί η «ανάπτυξη|, δεν πρόκειται, μακροχρόνια, να δημιουργήσει κανένα θετικό αποτέλεσμα αν δεν ενσωματωθεί σε ένα πρόταγμα ανακοπής της κεφαλαιοκρατικής «ανάπτυξης». 
Βασιζόμενοι στα όσα έχουμε γράψει διατυπώνουμε την πρόταση σύμφωνα με την οποία, τα Α. Ε. Ι. παράγουν ανώτατα στελέχη και πολιτικούς ηγέτες με ικανότητες καταστροφής. Ας αναφέρουμε όμως και άλλα παραδείγματα χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας. Τα Α. Ε. Ι. μπορούν να θεωρηθούν ως ένα πεδίο χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας. Το εκπαιδευτικό προσωπικό, περιορίζει κατά κανόνα τη δραστηριότητά του στη «συγγραφή» (=αντιγραφή) εγχειριδίων διδασκαλίας. Οι συστηματικές μελέτες, με το σκοπό να δημιουργηθεί καινοτομική γνώση απουσιάζουν. Εντοπίζουμε, κατ’ εξαίρεση, δημιουργία μονογραφιών, οι οποίες συγκροτούνται ως αποτέλεσμα εφαρμογής εισαγόμενων από τις χώρες του κέντρου θεωριών, όχι όμως και δημιουργίας νέων θεωριών.
Ένα γενικευμένο φαινόμενο χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας, εντοπίζουμε στα Τ.Ε.Ι. Αναφέρουμε δύο τυπικά παραδείγματα. Πρωτοβάθμιος Καθηγητής και Πρόεδρος περιφερειακού Τ.Ε.Ι. δεν είχε εμφανίσει ούτε ένα άρθρο στο βιογραφικό του. Σύμφωνα και με το νόμο, είχε προσόντα για να εκλεγεί στην κατώτερη βαθμίδα του Καθηγητή Εφαρμογών, δηλαδή ως βοηθός. Το προσόν όμως του κομματόσκυλου, τον έκανε και Πρωτοβάθμιο Καθηγητή και Πρόεδρο του Τ.Ε.Ι. Ένα άλλο κομματόσκυλο, με ένα άρθρο στο βιογραφικό του, κατάφερε να γίνει ταυτόχρονα Πρωτοβάθμιος Καθηγητής και μόνιμος Πρόεδρος περιφερειακού Τ.Ε.Ι. Δεν θα επιμείνουμε, όμως, άλλο. Ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να φανταστεί τα προσόντα των άλλων εκπαιδευτικών, αν του επισημάνουμε ότι κατά κανόνα δεν προσλαμβανόταν άνθρωπος αν δεν ορκιζόταν πίστη στους Σημίτη, Γεώργιο Παπανδρέου ή, για να το γράψουμε συνοπτικά, σε κάποιο ανώτατο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. 
Αυτό που έριξε κατακόρυφα το πνευματικό επίπεδο του ακαδημαϊκού προσωπικού, είναι, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η εγκατάλειψη της μονογραφίας, για την εξέλιξη στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και η αντικατάστασή της με τη συγγραφή άρθρων, βασισμένων σε χρηματοδοτημένες έρευνες. Αυτά τα άρθρα, γράφονται με τη χρήση τυποποιημένων τεχνικών, όπως είναι π. χ. το SPSS, και παράγουν αποτελέσματα επιφανειακά και εφήμερα. Τα γνωστικά αντικείμενα που προσεγγίζουν, δεν αφορούν την ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα. Αφορούν τεχνικά θέματα, που κονιορτοποιούν το κοινωνικό αντικείμενο και διαμορφώνονται με συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, με βάση τις ανάγκες των χρηματοδοτών της έρευνας. 
Μπορούμε να υπολογίσουμε την ποιότητα των συγγραφέων-ακαδημαϊκών αυτών των άρθρων, αν φανταστούμε «ερευνητές», που δεν μελέτησαν ποτέ την ανθρωπο-κοινωνική ιστορία των σύγχρονων Ελλήνων (αυτήν της μικρασιατικής Καταστροφής, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου Πολέμου, του ξεπουλήματος της Κύπρου), προσπαθούν όμως να καταλάβουν τους Έλληνες, μέσα από πειράματα, ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις, αλλά και τη στατιστική. Ένα παράδειγμα άγνοιας της ελληνικής ανθρωπο-κοινωνικής ιστορίας ή, θα γράφαμε καλύτερα, ξώφαλτσης γνώσης της, είναι η εργασία της Ελένης Λύτρα και του Χάρη Ψαλτή με τίτλο: Πρώην μικτά χωριά της Κύπρου: αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, 2011. Σκοπός της μελέτης (η οποία μπαίνει στην προοπτική των Τουρκοκυπρίων κατακτητών που θεωρούν ότι η Κύπρος δεν ανήκει στους Ελληνοκύπριους κατοίκους της, αλλά κατά τρόπο ισότιμο στις «δύο κοινότητες της: τους Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, Kizilyurek, 2009) είναι: η γνώση των σχέσεων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ο τονισμός των φιλικών σχέσεων που είχαν μεταξύ τους πριν το διαχωρισμό τους το 1964, και η ένταξη τους στην προοπτική επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Αυτό που δεν μελέτησαν και άρα αγνοούν οι συγγραφείς είναι ότι:
- πρώτον, οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν στην Κύπρο, μέχρι το 1914, ως κατακτητές Οθωμανοί,
- δεύτερον, κατά την περίοδο που αρχίζει με την προσάρτηση της Κύπρου στη Μεγάλη Βρετανία, το1914, και τελειώνει με την ανακήρυξη της «ανεξαρτησίας» της Κύπρου, το 1960, οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι αποτελούσαν τις δύο μειονότητες του αγγλικού αποικιοκρατικού καθεστώτος, δεν μπήκαν στην κοινή προοπτική ενός αντιαποικιακού αγώνα, πράγμα που θα έδειχνε τη διάθεσή τους οικοδόμησης μιας κοινής πατρίδας. Αντίθετα, οι μεν Ελληνοκύπριοι μπήκαν στην προοπτική αποτίναξης του αγγλικού ζυγού και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, οι δε Τουρκοκύπριοι συνεργάστηκαν με το αποικιοκρατικό καθεστώς ενάντια στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, διεκδικώντας ταυτόχρονα, μαζί με την Άγκυρα, τη διχοτόμηση του νησιού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας,
- τρίτον, οι Τουρκοκύπριοι ουδέποτε είχαν αποδεχτεί ένα ρόλο μη κατακτητή στην Κύπρο. Δεν είχαν ποτέ αποδεχτεί μια δίκαιη λύση του κυπριακού προβλήματος, με βάση το σεβασμό των κατοίκων της Ελληνοκύπριων, οι οποίοι αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, το 82%.
- τέταρτον, το 1974, οι Τουρκοκύπριοι πήραν τα όπλα και σε συνεργασία με τον τουρκικό στρατό κατέλαβαν, ως νέοι κατακτητές, το Βόρειο τμήμα της Κύπρου,
- πέμπτον, εάν οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να λυθεί το κυπριακό πρόβλημα, κατά τρόπο δίκαιο, ή, πιο σωστά, να οικοδομήσουν μια κοινή κυπριακή πατρίδα, θα έπρεπε, μετά το 1974, μαζί με τους Ελληνοκυπρίους να ορίσουν ως κοινό αντίπαλο την Τουρκία ως κατακτήτρια χώρα, και όχι να προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την κατάκτηση της Κύπρου με τη διάλυση της Κυπριακής δημοκρατίας, μέσω του αγγλοαμερικανικού σχεδίου Ανάν,
- έκτον, η επίλυση του κυπριακού προβλήματος, δεν είναι δυνατόν να είναι δίκαιη με τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά με έναν αγώνα εθνικοαπελευθερωτικό ενάντια στην κατάκτηση της Κύπρου από την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους (Μελέτη, 2008).
Οι πιο πάνω προτάσεις μας δείχνουν ότι η αναζήτηση, στις μέρες μας, ενός κοινού εδάφους, μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την οικοδόμηση ενός ενιαίου κράτους, έστω και διζωνικού -δικοινοτικού, δεν είναι παρά μια πρακτική ανόητη, που το μόνο που πετυχαίνει είναι η νομιμοποίηση της κατάκτησης της Κύπρου από την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους.


Η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα των ανωτάτων στελεχών και των ηγετών, δεν αποτελεί μια ελληνική ιδιομορφία. Στις μέρες μας, έγινε πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιδιομορφία της Ελλάδας συνίσταται στο ότι κατά τρόπο σταθερό τα Α.Ε.Ι. παράγουν αυτή την ικανότητα. Κατά τους δύο αιώνες, περίπου, της ιστορίας τους, δεν παρατηρούμε καμία ποιοτική μετάλλαξη. Να τονίσουμε, επίσης, ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τις χώρες του κέντρου, δεν διαμορφώνει μια αυτόνομη ακαδημαϊκή σκέψη. Η γνώση που διαδίδεται, τεχνική ή επιστημονική, στα πλαίσια των Ανωτάτων Ιδρυμάτων, είναι εισαγόμενη από τις χώρες του κέντρου (Χαραλάμπους, 2001). Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση μιας σταθερής πνευματικής εξάρτησης της Ελλάδας στις τελευταίες, πράγμα που σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, ότι δεν συγκροτεί και μια αυτόνομη ιστορική προοπτική. 
Κατά την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα έχει γίνει ένα πανευρωπαϊκό και παναμερικανικό φαινόμενο και αφορά τόσο τους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης και των Η.Π.Α., όσο και τα ανώτατα στελέχη παγκόσμιων οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Ο.Ο.Σ.Α., την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αφορά, επίσης, το ακαδημαϊκό προσωπικό. Η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα συνίσταται στην αποδοχή και εφαρμογή του υπεραπλουστευμένου δόγματος ότι τα οικονομικά προβλήματα, αυτά της φτώχειας κλπ, τα επιλύουν οι «ελεύθερες αγορές» από μόνες τους και χωρίς την ανάγκη του κρατικού παρεμβατισμού. Εξάλλου, ο τελευταίος θεωρείται ότι μόνο ζημιά κάνει. Και όμως υπήρξε ο ευρωπαϊκός 19ος αιώνας, ο οποίος έδειξε ότι οι περίφημες «ελεύθερες αγορές», οι λεγόμενοι «νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης» χωρίς κρατικό έλεγχο, το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν μιζέρια και να πλουτίζουν τους πλούσιους (Rosanvallon, 2014). Όμως, ηγέτες και ανώτατα στελέχη, αγνοώντας την ιστορία του καπιταλισμού ή, καλύτερα, μη ξέροντας πού πάνε τα τέσσερα τους, αρκέστηκαν να αποστηθίσουν και να εφαρμόσουν τη νεοφιλελεύθερη μπαρούφα του Georges Friedman, πράγμα που είχε ως συνέπεια την εμπλοκή των οικονομιών σε μια ασταμάτητη διαδικασία αύξησης του πλούτου του 1ος% του πληθυσμού, αύξησης της φτώχειας, βαθέματος της ύφεσης και επίτασης της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπορεί να αντιπαρατεθεί με την μεταπολεμική περίοδο, όπου στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αρκετοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι έβλεπαν την ανάπτυξη της επιστήμης ως μια μορφή αντίστασης στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Άνθρωποι όπως οι Καστοριάδης, Baran, Sweezy, Amin, Πουλαντζάς και πολλοί άλλοι, είχαν την τόλμη να αναζητήσουν την αλήθεια και να κάνουν ισχυρή κριτική στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, δυτικό και ανατολικό. 
Κατ’ αντίθεση με την μεταπολεμική περίοδο, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης επικράτησαν οι συστημικοί καθηγητές, οι οποίοι έχουν ως χαρακτηριστικό, από τη μια, την άρνηση της συστηματικής μελέτης της κοινωνικής ιστορίας και, από την άλλη, τη μαθηματικοποίση των τρεχόντων προβλημάτων της κοινωνίας. Ο Stiglitz (2011) θα γράψει, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ότι οι οικονομολόγοι στις Η.Π.Α., αντί να κάνουν επιστήμη, έγιναν χειροκροτητές του νεοφιλελευθερισμού. Να τονίσουμε ότι, κατά ένα γενικό τρόπο, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, σχεδόν το σύνολο του ακαδημαϊκού προσωπικού –αριστερό, κεντρώο και δεξιό, μαρξιστικό και αντιμαρξιστικό - αντί να δράσει κατά τρόπο αυτόνομο, με το σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας και τον κριτικό έλεγχο των πολιτικών πρακτικών των κυβερνήσεων, προτίμησε να αυξήσει τα εισοδήματά του, συμμετέχοντας στις χρηματοδοτημένες «έρευνες», οι οποίες μπαίνουν στην προοπτική εξυπηρέτησης του παγκόσμιου κεφαλαίου και διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Οι φορείς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αφιέρωσαν δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, όχι για να αναπτύξουν την παιδεία, αλλά για να κάνουν «έρευνες», οι οποίες, από τη μια, εκδίωκαν την επιστήμη από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και, από την άλλη, μετέτρεπαν τα τελευταία σε όργανα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των κερδοσκόπων. 
Η μετατροπή του ακαδημαϊκών δασκάλων σε όργανα του πολυεθνικού κεφαλαίου είχε μια διπλή αντιφατική λειτουργία. Από τη μια νομιμοποιούσε την αύξηση του πλούτου των πλούσιων και, από την άλλη, άφηνε τους λαούς χωρίς πνευματικούς ταγούς.

Η Ελλάδα δεν έχει επιστημονική κοινότητα

Μεταξύ της οικονομίας, της πολιτικής και του εκπαιδευτικού συστήματος δεν διαμορφώνονται σχέσεις καθορίζοντος και καθοριζόμενων. Διαμορφώνονται σχέσεις αλληλοκαθορισμού και αλληλοτροφοδότησης. Βέβαια, εάν αποδεχθούμε ότι τα Α. Ε. Ι. παράγουν και κατανέμουν τους ηγέτες και τα ανώτατα στελέχη στις λειτουργίες της πολιτικής και της οικονομίας, τότε είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι ισχυρό, διότι ταυτόχρονα η λειτουργία των Α. Ε. Ι. καθορίζεται και τροφοδοτείται από την οικονομία και την πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε, στην πραγματικότητα, τους κυρίαρχους φορείς του κράτους και της οικονομίας, να προσπαθούν να καθορίσουν τον τρόπο παραγωγής των ανωτάτων στελεχών, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος παράγοντας, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων. 
Η έννοια του καθοριστικού ρόλου της οικονομίας ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα είναι μεταφυσική. Η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων ανάγει την ανάλυση στο ανθρωπο-κοινωνικό επίπεδο και σημαίνει ότι αυτός που καθορίζει είναι αυτός που κερδίζει στο πεδίο της μάχης, πράγμα το οποίο δεν είναι δεδομένο. Στο πεδίο της μάχης δεν κερδίζει πάντα ο πιο ισχυρός. Μπορεί να κερδίσει και αυτός που έχει ηθικό ανάστημα μεγαλύτερο από αυτό των ισχυρών. Η ήττα των Η. Π. Α. στο Βιετνάμ αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Μπορεί να κερδίσει, επίσης, και ο πιο ικανός. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ότι ο Οδυσσέας νίκησε τον Αίαντα με μια τρικλοποδιά. Να τονίσουμε, επίσης, ότι η δυνατότητα της νίκης δεν αφορά μόνο τους κυρίαρχους ή κυριαρχούμενους φορείς της οικονομίας, όπως θέλει η κυρίαρχη άποψη. Αφορά, επίσης, τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους φορείς της πολιτικής και της εκπαίδευσης. Στο πεδίο μιας ταξικής σύγκρουσης, μπορεί να αναδειχθεί ως νικητής είτε το εκπαιδευτικό προσωπικό είτε οι φοιτητές.

Η κυριαρχία της αναπαράστασης του οικονομικού αναγωγισμού καθόρισε την κατανομή ευθυνών για τη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο της Γερμανίας και των κερδοσκόπων. Θεωρήθηκαν ως υπεύθυνοι οι εφαρμοστές των μνημονίων (=μνημονιακές κυβερνήσεις), θεωρούμενοι ως οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης οικονομικής τάξης. Η ευθύνη του ακαδημαϊκού προσωπικού δεν εντοπίστηκε από κανένα. Δεν τέθηκε το ερώτημα, ποιος δημιούργησε αυτούς τους εφαρμοστές. Θα γράφαμε ότι η ανάλυση δεν ξεπέρασε την επιφάνεια των πραγμάτων. 
Και όμως, ιδιαίτερα με τη μεταπολίτευση, το καθηγητικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι., αλλά και των Πανεπιστημίων, εφάρμοζε με φανατισμό την επαγγελματοποίηση της εκπαίδευσης. Ο σκοπός δεν ήταν η δημιουργία πολιτών, ανθρώπων με υψηλή κριτική ικανότητα, που γνωρίζουν την ιστορία τους, αλλά το πώς οι φοιτητές θα μάθουν να κάνουν κλικ αριστερά ή δεξιά, να χρησιμοποιούν τον υπολογιστή, να είναι λογιστές και στατιστικολόγοι, να γίνουν μάνατζερ και πωλητές κεφαλαιοκρατικών προϊόντων, δηλαδή να γίνουν οι τεχνοκράτες και οι ειδήμονες, τα ανώτατα στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των κερδοσκοπικών. 
Οι εφαρμοστές των μνημονίων δεν είναι παιδιά του πελαργού. Είναι δημιουργήματα ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, της κεφαλαιοκρατικής εκπαίδευσης, και ως εκ τούτου τα ίδια τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις, που τα συνοδεύουν, είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των διευθυντών των κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, των πολιτικών ηγετών και του καθηγητικού προσωπικού.
Βέβαια, η αστική τάξη θεωρεί ότι ο πιο σπουδαίος παράγοντας μέσα στην κοινωνία είναι ο οικονομικός, όμως, κατά την άσκηση της οικονομικής της πολιτικής, ακυρώνει αυτή τη θεώρηση και προσπαθεί να ιδιοποιηθεί τους ανθρώπους, μέσα από τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος και, πιο συγκεκριμένα, διαμορφώνοντας τους προσανατολισμούς αυτών των ανθρώπων, δηλαδή των στάσεων και των συμπεριφορών τους. Θα γράφαμε ότι σύμφωνα με τις πρακτικές της αστικής τάξης, ο τρόπος παραγωγής των ανθρώπων ως ιδεολογικών προσανατολισμών, δεν είναι μικρότερης σημασίας από τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών. Χωρίς τον έλεγχο των ανθρώπων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ούτε ο έλεγχος των μέσων παραγωγής και των υλικών αγαθών που παράγουν. 
Η άρρητη αυτή αναπαράσταση φαίνεται να διαμορφώθηκε, ιδιαίτερα, κατά τη δεκαετία του 1960, οπότε η έρευνα έδειξε ότι η ραγδαία ανάπτυξη της ιαπωνικής οικονομίας, η οποία απειλούσε την οικονομική πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α. και της δυτικής Ευρώπης, οφειλόταν στην «ανωτερότητα» του εκπαιδευτικού της συστήματος. Οι άρχουσες τάξεις των Η.Π.Α. και των χωρών της δυτικής Ευρώπης, προσπάθησαν να αντισταθμίσουν την ιαπωνική ανάπτυξη επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο των σπουδών και προσανατολίζοντάς το προς τη δημιουργία του «ανθρώπινου κεφαλαίου». Σ’ αυτό τον επαναπροσδιορισμό υπερτονίστηκαν οι γνώσεις που είχαν σχέση με την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη (διεύθυνση και οργάνωση επιχειρήσεων, μάρκετινγκ, τεχνικές παραγωγής κλπ) και παραμερίστηκαν αυτές που αναφερόντουσαν στις κλασικές σπουδές. Στις μέρες μας, με την επιβολή της οικονομικής πολιτικής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι πιο πάνω χώρες επιτείνουν τις προσπάθειές τους καταργώντας κάθε μορφή κριτικής σκέψης και μετατρέποντας τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σε όργανα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των κερδοσκόπων. 
Στην πρόταση των αρχουσών τάξεων των Η.Π.Α. και της δυτικής Ευρώπης, η «αριστερά» δεν έχει απαντήσει με καμιά αντιπρόταση. Και για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο και δυναμικότερο «αριστερό κόμμα» στη δυτική Ευρώπη, προσπαθεί να ανακόψει την καταστροφή που προκαλούν οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, διεκδικώντας διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και δανειακές συμβάσεις με ρήτρα ανάπτυξης. Η πρόταση αυτή δεν ξεπερνά τον αστικό κεϋνσιανό οικονομισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλει να ανακόψει πραγματικά την καταστροφή της Ελλάδας, θα πρέπει να μπει σε μια προοπτική αντίθετη από αυτή των κυρίαρχων τάξεων της Δύσης. Θα πρέπει να απεξαρτηθεί από τα αναπτυξιακά μοντέλα της τελευταίας. Θα πρέπει να παρέμβει στην ανώτατη εκπαίδευση για να ανακόψει τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε «ανθρώπινο κεφάλαιο» και σε τεχνικούς του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, και να τη μετατρέψει σε πεδίο ελεύθερης σκέψης, και μύησης στην επιστήμη, δηλαδή σε πεδίο παραγωγής επιστημόνων.
Η επιστήμη έχει ως σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας. Προϋπόθεση αυτής της αναζήτησης είναι η τιμιότητα και η τόλμη. Θα υποστηρίζαμε ότι, όπως η ελευθερία, θέλει αρετή και τόλμη η επιστήμη, διότι η δεύτερη είναι ταυτόσημη με την πρώτη. Η επιστήμη χωρίς ελευθερία δεν ασκείται. Εάν η αρετή αποτελεί προϋπόθεση της επιστήμης, τότε ο ρόλος της τελευταίας δεν είναι μόνο να διατυπώνει την αληθή πρόταση ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα είναι εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό, ότι καταστρέφει τη φύση, ότι εξαρθρώνει το θεσμό που παράγει την ανθρώπινη ζωή, την οικογένεια. Θα πρέπει, επίσης, να διαμορφώνει και ηθικά άτομα (= επιστήμονες), χωρίς τα οποία δεν μπορεί να οικοδομηθεί και μια ηθική κοινωνία, μια κοινωνία δίκαιη, σοσιαλιστική και δημοκρατική. Και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να θέλει να κτυπήσει τη διαφθορά και να βάλει τα θεμέλια μιας δίκαιης κοινωνίας και, ταυτόχρονα, να αφήνει άθικτη την Ανώτατη Εκπαίδευση, η οποία συγκροτείται από εκπαιδευτικούς: 
- πελάτες των κομμάτων (= που έγιναν καθηγητές με το ρουσφέτι),
- που εξελίσσονται με αντιγραφές,
- που τα προσόντα τους δεν ξεπερνούν αυτά του βοηθού,
- που πλουτίζουν μέσω των «ερευνών» σε βάρος της εκπαίδευσης,
- οι οποίοι δεν είναι παρά τεχνικοί του κεφαλαιοκρατικού συστήματος,
- με πιστοποιητικά μνημονιακής νομιμοφροσύνης,
- θαυμαστές των δημιουργημάτων τους Σημίτη, Παπαντωνίου, Παπανδρέου, Πάγκαλου, Παπαδήμου, Διαμαντοπούλου, Σαμαρά, Βενιζέλου, Παπακωνσταντίνου, Στουρνάρα και όλων αυτών που δούλεψαν με φανατισμό για να μετατρέψουν την Ελλάδα από εθνικά ανεξάρτητο κράτος σε προτεκτοράτο της Γερμανίας, των κερδοσκόπων, αλλά και της Τουρκίας. 


Η βασική ιδιομορφία της Ελλάδας, συγκρινόμενη με τις χώρες του κέντρου, συνίσταται στο ότι δεν συγκρότησε ποτέ επιστημονική κοινότητα. Η ακαδημαϊκή της κοινότητα οικοδομήθηκε, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ως παράρτημα των ακαδημαϊκών κοινοτήτων των χωρών του κέντρου και αναπαράγεται ως τέτοιο μέχρι τις μέρες μας. Η βασική της λειτουργία δεν είναι η παραγωγή καινοτομικής γνώσης, αλλά η εισαγωγή, από τις χώρες του κέντρου, και η διάδοσή της, μέσω αντιγραφής, πράγμα που σημαίνει ότι συγκροτήθηκε ως πνευματική κομπραδόρικη ομάδα, τμήμα της κυρίαρχης κομπραδόρικης αστικής τάξης. Τα μέλη της δεν διαμορφώθηκαν ποτέ ως ηθικά άτομα, που αναζητούν την αλήθεια. Διαμορφώθηκαν ως επιτήδειοι, καιροσκόποι καριερίστες, σύμβουλοι κυβερνήσεων και, γενικά, ως κομφορμιστές, δηλαδή ως μη επιστήμονες. Η τάση δημιουργίας μιας αυτόνομης ακαδημαϊκής κοινότητας, δεν επιτεύχθηκε ούτε κατά την όξυνση των ταξικών και εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, που έθεσαν και πρόβλημα ηθικοποίησης του πολιτικού συστήματος.


Συμπέρασμα


Ο Ανδρέας Παπανδρέου, προσπάθησε, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 να οικοδομήσει την αυτονομία της Ελλάδας μέσα από τη διεκδίκηση της εθνικής της ανεξαρτησίας. Το εγχείρημα του δεν επιτεύχθηκε, διότι δεν κατάλαβε ότι η αυτονομία μιας κοινωνίας δεν κατοχυρώνεται χωρίς τη δημιουργία αυτόνομων πανεπιστημίων, που συγκροτούνται από μια αυτόνομη επιστημονική κοινότητα, η οποία μυεί στην επιστήμη, που σημαίνει ότι παράγει αυτόνομους ανθρώπους. Ο Σημίτης, δεν χρειάστηκε να καταβάλει και μεγάλες προσπάθειες για να καταστρέψει ό,τι οικοδόμησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και να επαναφέρει την Ελλάδα στη θέση της εξάρτησης και του πελάτη των Η.Π.Α. Η απουσία γερών θεμελίων τον διευκόλυνε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικεί την κρατική εξουσία με το σκοπό να ανακόψει την καταστροφή της Ελλάδας, που προκαλούν οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, και να αποκαταστήσει μια κεϋνσιανή αναπτυξιακή πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Όμως, η προσπάθεια του θα είναι επιδερμική και χωρίς προοπτική αν δεν θέσει τα θεμέλια οικοδόμησης μιας ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία να παράγει ανθρώπους, πολιτικούς και πνευματικούς ταγούς, μεγαλύτερου μεγέθους από τα εθνικά και οικονομικά προβλήματα, που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν, ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια, να προσπαθεί να οικοδομήσει μια αυτόνομη αναπτυξιακή διαδικασία και, από την άλλη, να στηρίζεται σε ακαδημαϊκό προσωπικό το οποίο: 
- αποτελείται από κομματόσκυλα, τα οποία οργανώνουν τις Σχολές και τα τμήματα ως κομματικούς μηχανισμούς, και 
- έχει ως πρότυπα τούς Σημίτη, Διαμαντοπούλου, Γεώργιο Παπανδρέου, Παπαδήμο, Στουρνάρα, Σαμαρά, Βενιζέλο κλπ, οι οποίοι κάνουν πολιτική καριέρα, αλλά πλουτίζουν πουλώντας Ελλάδα. Τα Τ. Ε. Ι., τα οποία ιδρύθηκαν το 1983 και ανωτατοποιήθηκαν το 2001, συγκροτήθηκαν σε πασοκικό μονοκομματικό μηχανισμό και είναι πρόβλημα αν μπορούμε να καταμετρήσουμε περισσότερους από δέκα, που να μην είναι θαυμαστές αυτών των πολιτικών ηγετών και ανωτάτων στελεχών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί, από τη μια, να θέλει να ανακόψει την καταστροφή της Ελλάδας και, από την άλλη, να αφήνει άθικτο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο παράγει ανδράποδα για το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και όχι ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι να αντιστέκονται στη μετατροπή της πατρίδας τους σε αποικία των χωρών του κέντρου και της Τουρκίας. Και ακόμη, δεν είναι δυνατόν, από τη μια, να ισχυρίζεται ότι δημιουργεί ελπίδα στο λαό και, από την άλλη, να αποδέχεται μια Ανώτατη Εκπαίδευση, η οποία συγκροτείται από εκπαιδευτικό προσωπικό, που έχει ως βασική του λειτουργία τη διάδοση των κομφορμιστικών ιδεολογιών (όπως είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο κεϋνσιανισμός, ο μαρξισμός, η στατιστική, οι μικρο-αφηγήσεις, το μάνατζμεντ κλπ), την καταστολή κάθε ελεύθερης φωνής και τον αποκλεισμό από τις κομματικές του ομάδες οποιονδήποτε ασκεί την κριτική, δηλαδή την επιστήμη. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ, θέτει ως προϋπόθεση εφαρμογής του προγράμματός του, τη λαϊκή αντίσταση στην άρχουσα τάξη και στις μνημονιακές κυβερνήσεις. Όμως, μ’ αυτή την προϋπόθεση φαίνεται να αγνοεί ότι ιδιαίτερα με τη σημιτική περίοδο η Ανώτατη Εκπαίδευση, η οποία είναι γεμάτη από μαρξιστικό εκπαιδευτικό προσωπικό, άρχισε να δημιουργεί υπηρέτες του κεφαλαίου και όχι πολίτες. Εκτός και αν έχει την εντύπωση, ότι οι εξεγέρσεις μερικών φοιτητών και μαθητών, και το σπάσιμο μερικών βιτρινών τραπεζών και εμπορικών καταστημάτων αποτελούν έκφραση της κριτικής δράσης πολιτών και όχι καταστροφικές μικροαστικές αντιδράσεις. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν από τη μια να επαγγέλλεται αλλαγή της κοινωνίας και, από την άλλη, να μην θέτει υπό αμφισβήτηση τις πρακτικές του ακαδημαϊκού προσωπικού, που καταστρέφουν τους ανθρώπους: που δημιουργούν κομφορμιστές, καριερίστες, επιτήδειους και γλύφτες (οι οποίοι είναι από την πλευρά των εξεγέρσεων), και όχι πολίτες, που τείνουν προς τη συγκρότηση κινημάτων.


Βέβαια, οι μνημονιακές κυβερνήσεις, ένεκα της αποδοχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της προοπτικής των κερδοσκόπων-δανειστών, αποτελούν τους βασικούς υπεύθυνους στον καθορισμό μιας καταστροφικής πορείας για την Ελλάδα. Όμως, και τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού δεν είναι λιγότερο υπεύθυνα, αφού:
- πρώτον, παράγουν ανίκανους ηγέτες και ανίκανα ανώτατα στελέχη και
-δεύτερον, παράγουν ανθρώπους αποστερημένους από κάθε ικανότητα αντίστασης στην πιο πάνω καταστροφική πορεία. 
Και ως εκ τούτου, προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας αυτόνομης Ελλάδας είναι η επανίδρυση των Α. Ε. Ι. με βάση: 
- τη δημιουργία της αναγκαίας κτηριακής υποδομής, η οποία να υποδέχεται το σύνολο των φοιτητών, 
-την πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού ανάλογου του αριθμού των φοιτητών,
- την υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων,
- την ακύρωσή τους ως πελατειακών και κομματικών μηχανισμών,
- τη θεσμοθέτηση της διευρυμένης δημοκρατίας, δηλαδή της ελευθερίας στη διδασκαλία, την έρευνα και τις δημοσιεύσεις, και 
- τη μύηση στην επιστημονική πρακτική.


Βιβλιογραφία


Αταλί Ζ., Η ιστορία του έρωτα, Μεταίχμια, 2009.


Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση η μεγάλη χίμαιρα, Α. Α. Λιβάνη, 1999.


Δημαράς Κ., Νεοελληνικός διαφωτισμός, Αθήνα, 1980.


Hobsbawm E., Η εποχή του κεφαλαίου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994.


Kizilyurek N., Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το κυπριακό, Παπαζήσης, 2009.


Κρούγκμαν Π., Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών, Πόλις, 1995.


Klein N., Το δόγμα του σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, Α. Α. Λιβάνη, 2007.


Λύτρα Α., Ψάλτης Χ., Πρώην μικτά χωριά στην Κύπρο: αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, UNDP – ACT, Κύπρος, 2011.


Μαντόγλου Α., Μελέτη Κ., Επιστημονικός λόγος περί κοινωνικών αναπαραστάσεων και ιδεολογιών, Παπαζήσης, 2013.


Μαρκεζίνης Β., Η Ελλάδα των κρίσεων, Α. Α. Λιβάνη, 2011.


Μαρκεζίνης Β., Η Ελλάδα στον κατήφορο, Ι. Σιδέρης, 2013.


Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου. Οι Τούρκοι κατακτητές, το σχέδιο Ανάν κα οι Έλληνες ακαδημαϊκοί, Γόρδιος, 2008.


Μελέτη Κ., Συνεταιριστική οικονομική και πολιτική θεωρία, Παπαζήσης, 2010. 


Morin E., Pour sortir du vingtième siècle, Fernand Nathan, 1981.


Morin E., De la nature de l’ URSS, Fayard, 1983.


Νεάρχου Π., Η Ελλάδα σε κρίση, 2014.


Νεγρεπόντη – Δελιβάνη Μ., Η φονική κρίση και η ελληνική τραγωδία, Α. Α. Λιβάνη και Ίδρυμα Δημήτρη και Μαρίας Δελιβάνη, 2010.


Σιδέρης Σ., Ανθελληνικό μπλοκ σε Βρυξέλλες και Ο. Η. Ε., Επίκαιρα (Περιοδικό), Τεύχος 273ο, 22/01 – 28/01/2015, σ. 43 – 45. 


Rosanvallon P., Η κοινωνία των ίσων, Πόλις, 2014.


Stiglitz J., Η μεγάλη αυταπάτη, Α. Α. Λιβάνη, 2003.


Stiglitz J., Ο θρίαμβος της απληστίας, Παπαδόπουλος, 2011.


Stiglitz J., Το τίμημα της ανισότητας, Παπαδόπουλος, 2012.


Χαραλάμπους Κ., Το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, Οδυσσέας, 2001.


Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.