Θέμης Δελβιζόπουλος
Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός καπιταλισμός, πιεσμένος από τις νέες διεθνείς συνθήκες που παρουσιάστηκαν μετά την κρίση του 73, και αδυνατώντας να εξυπηρετήσει ένα δυνατό διεκδικητικό κίνημα που γεννήθηκε με την πτώση της δικτατορίας, περνάει σε μια καινούρια περίοδο. Αδυνατώντας να αντέξει στον νέο διεθνή ανταγωνισμό παραδίνει τα όπλα. Συνθήκες που μέχρι τότε τον στήριζαν, όπως κρατικές επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, δανειακές διευκολύνσεις μέσω των κρατικών τραπεζών, δεν είναι ικανές να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα του.
Σ’ αυτή τη φάση το καπιταλιστικό κράτος έρχεται για άλλη μια φορά αρωγός στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την ενίσχυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Αναλαμβάνει το οικονομικό βάρος όλων εκείνων των τομέων του κεφαλαίου που απαξιώνονται λόγω ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών στην παραγωγή και της έντασης του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Ένα ισχυρό πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης μπαίνει σε ισχύ. Μια σειρά τράπεζες, βιομηχανίες και υπηρεσίες, κρατικοποιούνται. Το συγκρότημα Ανδρεάδη, το συγκρότημα Μποδοσάκη, τα διυλιστήρια και τα πετρέλαια Νιάρχου, τα ναυπηγεία, τα τσιμέντα, ένα μεγάλο τμήμα συγκοινωνιών, ορυχεία, έρχονται να προστεθούν στον ήδη μονοπωλιακό έλεγχο της ενέργειας μέσω της ΔΕΗ και των επικοινωνιών μέσω του ΟΤΕ. Μέσω του ελέγχου της Αγροτικής τράπεζας, κατευθύνει, προγραμματίζει και ελέγχει εμμέσως ένα μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής. Έτσι το Ελληνικό κράτος γίνεται ο μεγαλύτεροςιδιοκτήτης και διαχειριστής, παραγωγικών δυνάμεων, πίστης και υπηρεσιών μεταπολεμικά. Το 95% των τραπεζών, πάνω από το 65% της βιομηχανικής παραγωγής και το ίδιο περίπου των υπηρεσιών, το 95% της υγείας και των ασφαλίσεων περνάει στα χέρια του κράτους. Ο κρατικός καπιταλισμός παίρνει στην Ελλάδα την πιο καθαρή του μορφή.
Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν με το αζημίωτο. Τα πάντα εκτιμήθηκαν κοστολογήθηκαν και πληρώθηκαν με το παραπάνω στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Το κράτος μέσω των κρατικών προϋπολογισμών καλέστηκε να στηρίξει για ακόμα μια φορά το παραπαίον σύστημα στις νέες συνθήκες.
Η αλλαγή των ιδιοκτησιακών σχέσεων στην Ελλάδα, όπως ήταν επόμενοεπιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις ήδη κακές συνθήκες της οικονομίας με πολλούς τρόπους. Αναγκασμένο το κράτος να στηρίζει, αλλά να είναι και η ατμομηχανή της παραγωγής, γίνεται ιμάντας μεταβίβασης υπεραξίας από το σύνολο της κοινωνίας προς τους καπιταλιστές. Μέσω προμηθειών των δημοσίων επιχειρήσεων, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων μεαπ’ ευθείας ανάθεση έργων μελετών και κατασκευών, και ενισχύοντας τους με δάνεια από τις κρατικές τράπεζες με τη μορφή εγγυήσεων, οδηγείται από τότε σ’ ένα συνεχή δανεισμό χωρίς πιθανότητα αποπληρωμής. Από την δεκαετία του 80 οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί άρχισαν να παρουσιάζουν ήδη αδυναμία εξυπηρέτησης πληρωμών και κατά συνέπεια αύξηση των δανειακών αναγκών. Ταυτόχρονα χωρίς πρόγραμμα επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και στηριγμένο μόνο στα χαμηλά μεροκάματα και στην εντατικοποίηση της εργασίας είναιαδύνατον να μεταβάλλει τον εις βάρος του διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι διεύρυνε ακόμα περισσότερο το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τις δανειακές ανάγκες της χώρας.
Το πιο σημαντικό όμως φαινόμενο που γέννησε αυτή η νέα περίοδος είναι ονεποτισμός και η διαφθορά. Λέγεται ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Η εξουσία που συνοδεύεται όμως με μια τεράστια ιδιοκτησία διαφθείρει απόλυτα στο τετράγωνο. Τα τυχαία και τυχάρπασταηγετικά στελέχη των κομμάτων μετατράπηκαν σε ιδιοκτήτες του «καταστήματος Ελλάς». Διαγκωνιζόμενοι για την πρωτοκαθεδρία, μετέτρεψαν σ’ ένα άτυπο κληρονομικό δικαίωμα την αναρρίχηση τους στα βουλευτικά έδρανα, και κατ’ επέκταση στην ιδιοκτησία του κράτους. Συνταγματικοί νόμοι ψηφίστηκαν για να κατοχυρώσουν αυτόν τον τρόπο «ιδιοκτησιακής» διαχείρισης και ταυτόχρονα την ασυλία στη διαφθορά τους. Τα μεσαία στελέχη, αυτά που ανέλαβαν να επανδρώσουν την διαχείριση όλης αυτής της περιουσίας (διευθυντές γενικοί γραμματείς κλπ) μετατράπηκαν σε απόλυτους κυρίαρχους και δυνάστεςτης παραγωγής. Το γεγονός και μόνο ότι ήσουν μη εκλεγμένος πολιτευτής, σου έδινε το εισιτήριο της ικανότητας να διοικήσεις οποιονδήποτε οργανισμό, δεσμεύοντας με την υπογραφή σου τις τύχες χιλιάδων εργαζομένων και τεράστιων ποσών κεφαλαίου της κρατικής εταιρίας που διοικούσες.
Σαν συνέπεια και αποτέλεσμα αυτής της «ιδιοκτησιακής» σχέσης ο κομματικός συνδικαλισμός μετατράπηκε σε υπηρέτη και αρωγό όλου αυτού του νεποτισμού, πετώντας στα σκουπίδια τις εργατικές διεκδικήσεις. Η συναλλαγή και οι συμφωνίες με την εξουσία έγιναν ο κανόνας. Υψηλόβαθμα συνδικαλιστικά στελέχη έδιναν εξετάσεις περιμένοντας να μπουν στις λίστες των βουλευτικών και υπουργικών θώκων. Όλοι αυτοί και οι μεν και οι δε, ήξεραν το απλό. Η υπογραφή τους είχε το βάρος μερικών εκατομμυρίων μίζας. Μια τεράστια μηχανή διαπλοκής στήθηκε μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας για να δίνει νομιμοφάνεια στις ρεμούλες. Η διαφθορά στο απόγειο της. Ο δικομματισμός στο φόρτε του. Όλες οι εκλογές που έγιναν από το 80 και μετά, έγιναν όλες με μια οσμή σκανδάλου. Παρ’ όλα αυτά η ομερτά ήταν η κυρίαρχη πολιτική. Η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη παραγράφοντας τα προηγούμενα σκάνδαλα. Στηριγμένη πάνω σ’ αυτή τη σαπίλα και τη διαφθορά, η πολιτική του οικονομικού εκτελεστή των διεθνών τοκογλύφων βρήκε πρόσφορο έδαφος να καλλιεργηθεί.
Στην Ελλάδα λειτουργούσε από παλιά η πολιτική του οικονομικού εκτελεστή. Καλλιεργώντας τον φόβο στην συνείδηση των μαζών με όλα τα μέσα για «τον εξ ανατολών κίνδυνο», έσπρωχνε την Ελλάδα στα νύχια των διεθνών τοκογλύφων σ’ ένα τρελό πανηγύρι αλόγιστων στρατιωτικών εξοπλισμών ανταγωνισμού με την Τουρκία. Η κατάσταση αυτή εντάθηκε ιδιαίτερα μετά την κατάργηση της Αμερικάνικης βοήθειας και της ισορροπίας του 50-50 που είχε καθιερωθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ μετά τον πόλεμο. Ένα μεγάλο πάρτι μίζας και δόλιου υπερδανεισμού είχε ήδη στηθεί πάνω σ’ αυτό το σενάριο. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Μπαίνοντας στην δεκαετία του 90, δεκαετία που σηματοδοτεί το πέρασμα του καπιταλισμού στη νέα περίοδο που λανσάριζε χρόνια η σχολή του Σικάγου, (ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, υπερχρέωσης κρατών, ιδιωτών και εταιριών, τζογάροντας έτσι στην κερδοφορία πλασματικού κεφαλαίου) έπρεπε να βρεθεί μια καινούργια ανάγκη η οποία θα γεννούσε νέες δυνατότητες δανεισμού. Η ανάγκη αυτή πήρε σάρκα και οστά στην νέα «μεγάλη ιδέα του Έθνους». Οι ολυμπιακοί αγώνες και ο ολυμπισμός γεννήθηκαν.
Το κλείσιμο των συμφωνιών και οι υπογραφές κάτω απ’ το τραπέζι για την πραγμάτωση της μεγάλης ιδέας όμως, χρειαζόταν μια πειθήνια κυβέρνηση η οποία, όχι μόνο δεν θα είχε αντιρρήσεις, αλλά θα ήταν και πειθήνιο όργανο τους, με το αζημίωτο βέβαια. Και αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο ενός ανεκδιήγητουανθρωπάκου. Του Σημίτη και της κυβέρνησης του. Συνδύαζε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Χρησιμοποιώντας μια «σοσιαλλίζουσα» προοδευτική φρασεολογία με μια άκρως νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, μετατράπηκε στον κατάλληλο άνθρωπο την κατάλληλη στιγμή. Τα δειγματα διακυβέρνησης του φάνηκαν απ’ την αρχή, πραγματοποιώντας μια μεγάληαναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ένα απίστευτο τζόγο στο χρηματιστήριο και την ίδρυση του μηχανισμού αποκρατικοποιήσεων των δημοσίων εταιριών μέσω τις εισόδου των στο χρηματιστήριο. Το μέλλον μας, είχε προδιαγραφεί με την άνοδο του Σημίτη στην εξουσία. Στρατιές διεθνών τζογαδόρων, τραπεζιτών, συμβούλων εταιριών και «προσωπικότητες» του τύπου του Σόρος και του Πόλσον άρχισαν να παρελάυνουν από την Ελλάδα και να γίνονται ομοτράπεζοι των μέχρι χθες πεινασμένων υπουργών και υπουργίσκων. Οι συμφωνίες, οι μπίζνες, τα δάνεια, άρχισαν να πέφτουν σα βροχή ακολουθούμενα από την απαραίτητη βροχή από μίζες. Κάθε υπογραφή ζύγιζε ανάλογα με την συμφωνία που είχε κλειστεί. Η διαχείριση της μπίζνας του χρέουςβρήκε μια στρατιά προθύμων για να μπει μπροστά. Μια νέα διαπλοκήδημιουργείται μεταξύ κράτους και μέσων μαζικής ενημέρωσης, στην ανάγκη πειθαναγκασμού και παραπληροφόρησης της κοινωνίας. Μεγαλοεργολάβοι γίνονται ιδιοκτήτες εφημερίδων και καναλιών με κρατικά δάνεια. Μια σειρά δημοσιογράφοι εξαγοράζονται από τα μυστικά κονδύλια υπουργείων οδηγώντας το χορό της παραπληροφόρησης. Το σκηνικό για ένα άνευ προηγουμένου δόλιο υπέρδανεισμό έχει στηθεί.
Την ίδια περίοδο, όπου μαζί με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, τον άκρατο δανεισμό κράτους εταιριών και ιδιωτών, (πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχύσει την παραγωγή), ο νεοφιλελευθερισμός επένδυε όλη αυτή τη στρατηγική με μια ολοκληρωτικά αντιδραστική θεωρία. Το κράτος σαν μοχλός στήριξης και ανάπτυξης της παραγωγής έπρεπε να καταργηθεί. Τα πάντα έπρεπε να ξεπουληθούν και η «ιδιωτική πρωτοβουλία» να αφεθεί να λειτουργήσει με τους νόμους του ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης. Το κοινωνικό κράτος να σαρωθεί και οι κοινωνικές παροχές να εξαφανιστούν στο βωμό της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το Κενσνιανό κράτος της προηγούμενης περιόδου έφθασε στο τέλος του. Η περίοδος είχε αλλάξει και ο ρόλος του είχε τελειώσει. Ο μόνος ρόλος που του αναγνώριζαν πια ήταν να νομιμοποιεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την κατάργηση του κοινωνικού κράτους. Έτσι για άλλη μια φορά το κράτος καλείται να συμβάλλει στην κερδοφορία του κεφαλαίου, παίζοντας τον ακριβώς αντίθετο ρόλο της προηγούμενης περιόδου. Από τις κρατικοποιήσεις στις αποκρατικοποιήσεις.
Το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας που είχε αποκτηθεί την προηγούμενη περίοδο είτε μέσω εξαγοράς από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε μέσω δανείων από κρατικές εγγυήσεις μπαίνουν στο στόχαστρο. Πάνω σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, στήνεται ένα δεύτερο γαϊτανάκι ρεμούλας και μίζας. Η κάθε «αποκρατικιποίηση» ξεπουλιόταν τόσο φθηνότερα, όσο μεγαλύτερη ήταν η μίζα. Η μια κυβέρνηση διαγκωνίζεται την άλλη, κατηγορώντας την για σκάνδαλα, προσπαθώντας να αναρριχηθεί στην εξουσία για να διαχειριστεί αυτή καλύτερα τις μίζες. Ένα νέο σκηνικό διαπλοκής μεταξύ κράτους, οικονομικών παραγόντων, υμετέρων, φίλων και κουμπάρων αρχίζει να ξετυλίγεται παρασέρνοντας στο διάβα του το σύνολο της κρατικής γραφειοκρατίας.
Όλη αυτή η αλλαγή όπως είναι φανερό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Οι αντιστάσεις που δημιουργούνται στους κόλπους των εργαζομένων πρέπει να καμφθούν. Σε αυτόν τον ιερό αγώνα καλούνται να συμβάλλουν όλοι οι διαπλεκόμενοι. Κυβέρνηση, συνδικάτα, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ, οικονομικοί παράγοντες και αστική τάξη εξαπολύουν μια λυσσώδη επίθεση διαβολής των αγώνων, παραπληροφόρησης και διάβρωσης της συνείδησης των εργαζομένων στην προσπάθεια τους να πείσουν την κοινωνία για την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Κάθε συλλογικότητα κατασυκοφαντείται και η ατομικότητα και εσωστρέφεια εξιδανικεύεται. Οι νίκες που πετυχαίνουν οι κυβερνήσεις συνεπικουρούμενες από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, γεννάει ένα αίσθημα αλαζονείας και αποκοπής ακόμα περισσότερο από την κοινωνία. Πιστεύουν ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα. Οι εργαζόμενοι οδηγούμενοι από τα κόμματα της αριστεράς σε αγώνες οπισθοφυλακής και περιθωριακών κλαδικών διεκδικήσεων και καταλήγοντας από την μια οπισθοχώρηση στην άλλη, από την μια απογοήτευση στην άλλη, εγκατέλειπαν απογοητευμένοι συνδικάτα και κόμματα. Η ατομικότητα, ο καταναλωτισμός και μαζί η αδιαφορία και η απογοήτευση, φωλιάζουν για τα καλά στη συνείδηση της εργατικής τάξης και της κοινωνίας γενικότερα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μέχρι τη τέλεση των ολυμπιακών αγώνων, η ελληνική οικονομία φαίνεται να πετυχαίνει θαύματα. Σπρωγμένη από ένα ποταμό δανεικού χρήματος, δημόσιου και ιδιωτικού πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 4, 5 και 6 %. Η αστική τάξη, αλλά και το σύνολο σχεδόν τον μεσοστρωμμάτων βοηθούμενα από μια καταιγιστική προπαγάνδα ακόμα και από μια μεγάλη μερίδα ευρωλάγνων «αριστερών» διανοουμένων, άρχισαν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει μπει στο κλαμπ των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο οικοδομείται στα μυαλά του συνόλου σχεδόν της αστικής τάξης η συνείδηση ότι η ένταξη μας στην ζώνη του ευρω θα μας κάνει ακόμα πιο ισχυρούς οικονομικά. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα της ελληνικής οικονομίας. Μια οικονομία με ανύπαρκτη ανταγωνιστικότητα και ανεπαρκή παραγωγική βάση ήταν επόμενο έχοντας ενιαίο νόμισμα να στραφεί στις εισαγωγές αφήνοντας στην τύχη της την παραγωγή, η στην καλύτερη περίπτωση μεταφέροντας την στους γειτονικούς παραδείσους των χαμηλών ημερομισθίων. Αυτό το κεφάλαιο του ευρω έχει αναλυθεί αρκετά καλά από έλληνες και ξένους οικονομολόγους.
Έτσι, όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση το Σεπτέμβρη του 2008, και μετά το πρώτο σοκ και την ανασύνταξη των διεθνών τοκογλύφων, η Ελλάδα δεν βρέθηκε μόνο απροετοίμαστη και χωρίς όπλα, αλλά και ένα ιδανικό θύμα για να μετατραπεί σε πειραματόζωο της νέας περιόδου. Με ένα δημόσιο χρέος της τάξεως του 120%. Με ένα έλλειμμα που δεν φαίνεται να σταματάει στο15%. Με μια κατεστραμμένη παραγωγική βάση, μετά από την δεκάχρονη ένταξη της στο ευρω, και χωρίς πιθανότητα ανασύνταξης των δημοσιονομικών της από την παραγωγή με την πραγματοποίηση οποιουδήποτε πρωτογενούς πλεονάσματος για να μπορέσει να κλείσει τις μαύρες τρύπες. Αλλά πάνω απ’ όλα και μετά τις εκλογές του 2009 βρέθηκε με ένα εξαγορασμένο, βαθιά διαβρωμένο και απόλυτα εθελόδουλο πολιτικό προσωπικό. Η κυβέρνηση του ΓΑΠ ήταν αυτή που θα έκλεινε τη θηλιά γύρο απ’ το λαιμό της Ελλάδας. Η διαχείριση της μπίζνας του χρέους είχε ξεκινήσει. Μ’ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος δολαρίου ευρω, η Ελλάδα μετατράπηκε σε όχημα μετατροπής της χρηματοπιστωτικής κρίσης της Αμερικής, σε κρίση χρέους στην καρδιά της ευρωζώνης.
Από τότε, παρακολουθούμε ένα καλά οργανωμένο και εξελισσόμενο σχέδιο, όπου τα πάντα έχουν μετατραπεί σε μαγική εικόνα. Το έλλειμμα δεν σταθεροποιείται ποτέ και κυμαίνεται πάντα μεταξύ 10 και 15%. Το δημόσιο χρέος κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει το ακριβές του μέγεθος. Το μόνο σίγουρο είναι η όλο ένα και μεγαλύτερη διόγκωση του με την συνεχή ανατροφοδότηση του. Μετά την είσοδο μας στα γρανάζια της τρόικας και την υπογραφή της δανειακής σύμβασης τα πάντα βρίσκονται στην κλίνη του Προκρούστη. Μια ενορχηστρωμένη προπαγάνδα καταστροφολογίας και τρομοκράτησης της κοινωνίας έχει εξαπολυθεί, βασισμένη στη φιλοσοφία του σοκ και δέος. Επικαιροποιημένα μνημόνια 1, 2, 3, 4, και πάει λέγοντας, διαδέχονται το ένα μετά το άλλο βασισμένα στην κατά δόσεις τρομοκράτηση, για την επιβεβαίωση του «μονόδρομου». Έτσι το ένα κύμα μείωσης των δημοσίων δαπανών διαδέχεται το άλλο. Το ένα κύμα συμπίεσης των μισθών και των συντάξεων των στο Δημόσιο και τον ιδιωτικό Τομέα, διαδέχεται το άλλο. Και το ένα κύμα αύξησης των φόρων διαδέχεται το άλλο. Τα πάντα μισθοί, συντάξεις, κοινωνική πρόνοια, νοσοκομεία, παιδεία δημόσιες δαπάνες περικόπτονται θυσία στην εξυπηρέτηση των διεθνών τοκογλύφων. Ακολουθούν οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, που στην ουσία θα αφαιρέσουν τις παραγωγικές δραστηριότητες από τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους και θα τις αποδώσουν μόνον σε μεγάλες εταιρείες, οδηγώντας έτσι ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης στον αφανισμό. Το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των κρατικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, αλλά και ιδιωτικών επιχειρήσεων και περιουσιών. Όλα βορρά στην εξυπηρέτηση του χρέους. Σαν τελικό στάδιο προβλέπεται και η δέσμευση των ιδιωτικών καταθέσεων με την επίσημη ελεγχόμενη πτώχευση, όπου αυτή, μπορεί να εφαρμοσθεί με οποιονδήποτε πρόσφορο για το χρηματιστικό κεφαλαίο τρόπο.
Βέβαια η απόφαση για επιτάχυνση ή και η ταυτόχρονη εφαρμογή όλων των παραπάνω ανήκει αποκλειστικά στην δικαιοδοσία των τραπεζών. Τα πάντα όμως θα εξαρτηθούν από την αντίσταση του κινήματος και της κοινωνίας γενικότερα. Η δυνατότητα τους να μετατρέψουν, μέσω του μηχανισμού στήριξης, τηνάχρηστη χαρτούρα των Ελληνικών ομολόγων είτε σε εμπράγματες αξίες με την πώληση δημόσιας περιουσίας για την εξόφληση μέρους του χρέους, είτε σεενυπόθηκες αξίες υπαγόμενες στη δικαιοδοσία κατάσχεσης δημόσιας περιουσίας, θα εξαρτηθεί απ’ τις αντιστάσεις που θα συναντήσει. Ρίχνοντας την οικονομία στα τάρταρα της ύφεσης και της ανεργίας χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Ρίχνοντας την εργατική τάξη και την κοινωνία ολόκληρη στην απογοήτευση και τον τρόμο ελπίζουν να πετύχουν το σκοπό τους. Αυτά είναι τα όπλα τους ενισχυμένα με την κρατική καταστολή, την προπαγάνδα της καταστροφολογίας και την τρομοκρατία. Αυτό το σενάριο δεν αφορά μονάχα την Ελλάδα. Το σύνολο των Ευρωπαϊκών λαών περιφέρειας και κέντρου είναι πιασμένοι στην μέγγενη του ίδιου σεναρίου. Η εξυπηρέτηση της κερδοφορίας των τραπεζών και του χρηματιστικού κεφαλαίου θα καθορίζει στο εξής τις τύχες λαών και κρατών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπαίνει πια το ερώτημα για το τι μπορούν να κάνουν οι λαοί για να ανατρέψουν αυτή την εξέλιξη, και πρώτα και κύρια ο Ελληνικός Λαός. Η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σ αυτή την ερώτηση είναι ανεπιφύλακτα ναι υπό δύο προϋποθέσεις. Η μια αφορά το οργανωτικό ζήτημα, το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών δηλαδή που θα οδηγήσει στην ανατροπήτης κυβέρνησης και την έξοδο από ΔΝΤ και ΕΕ. Η δεύτερη αφορά τις πρακτικές προτάσεις για σύγκληση αυτής της συμμαχίας.
Στην αναζήτηση αυτών των απαντήσεων, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ταπραγματικά δεδομένα στο επίπεδο συνείδησης των μαζών και τους υπάρχοντεςσυσχετισμούς της ταξικής πάλης αποφεύγοντας τις ιδεοληψίες και τον τρόπο σκέψης του παρελθόντος. Όπως τονίζει σ’ ένα ποίημα του ο αείμνηστοςΒάρναλης, «στις νέες ανάγκες σου κόπος βαρύς σκοπούς αλάθευτους κοίτα να βρεις». Είναι παραπάνω από βέβαιο, ότι μεμονωμένοι σχεδιασμοί για σοσιαλιστική επανάσταση βασικά από την εργατική τάξη αυτή τη περίοδο, είναιμη πραγματοποιήσιμοι. Είναι φανερό ότι μια συγχυσμένη, απογοητευμένη, διασπασμένη και βαθιά λοβοτομημένη από αστικοδημοκρατικές αυταπάτες εργατική τάξη, μόνο καθήκοντα για σοσιαλισμό δεν μπορεί να βάλει στον εαυτό της. Το επιχείρημα που πιθανότητα να προταχθεί από «καθαρούς» επαναστάτες, ότι δηλαδή, αφού δεν το βάζει αυτή για τον εαυτό της τότε είναι δικό μας καθήκον να το βάλουμε εμείς γι’ αυτήν, μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει. Είναι λοιπόν προφανές λοιπόν ότι πρώτη προϋπόθεση είναι η ανάγκη ευρύτερων συμμαχιών. Ένα μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων από όλα τα πληττόμενα παραγωγικά στρώματα είναι αναγκαίο και ικανό να μπορέσει να ανατρέψει την εν εξελίξει αντιδραστική πολιτική, ανατρέποντας και τους υπάρχοντες συσχετισμούς αλλά ταυτόχρονα να βοηθήσει την ανάπτυξη της συνείδησης όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και της κοινωνίας ολόκληρης.
Μπορεί όμως η Αριστερά να συνδράμει αποφασιστικά στην δημιουργία του αναγκαίου μετώπου των δυνάμεων της παραγωγής. Πιστεύουμε ναι.
Απαραίτητο όμως για την δημιουργία του μετώπου είναι να καθορίσει με σαφήνεια σαν δεύτερη προϋπόθεση, τα αναγκαία μεταβατικά αιτήματα και τους τελικούς στόχους. Τα συγκεκριμένα αιτήματα του μετώπου που μπορούν να αποτελέσουν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ανατροπή της κατάστασης μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω :
1) Άρνηση αναγνώρισης του Δημοσίου χρέους και παύση πληρωμής του 85% αυτού στις τράπεζες. Μέριμνα για αποπληρωμή του 15% αυτού, κατόπιν διαπραγματεύσεων, στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων και στους μικρόομολογιούχους.
2) Έξοδος από το ευρώ.
3) Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών και έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων, κάτι που συνεπάγεται ειδική σχέση με την Ε.Ε. ή και αποχώρηση από αυτή. Αλλαγή της πιστωτικής πολιτικής ώστε να εξυπηρετηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και να αλλάξουν οι παραγωγικές σχέσεις προς όφελος και των δυνάμεων της εργασίας.
4) Επανεθνικοποίηση όλων των ΔΕΚΟ και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας με μοχλό ανάπτυξης ένα κράτος που θα εξυγιανθεί, ώστε να ξεφύγει από τη στασιμότητα και τον παρασιτισμό.
5) Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, που θα στηρίζεται και θα ικανοποιεί τους εργαζόμενους και τις ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, που θα πρέπει να στηριχθούν (αυτοαπασχολούμενοι, μικρομεσαίες αγροτικές και παραγωγικές επιχειρήσεις).
6) Χτύπημα της αισχροκέρδειας του ξένου και ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου με καταγγελία των ληστρικών τους συμβάσεων με το Δημόσιο και με φορολόγηση των Ανωνύμων Εταιρειών με κλιμακωτούς συντελεστές ανάλογα με το ποσοστό κέρδους τους επί του κόστους και
7) Αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά που της έχουν επιβληθεί. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί εκτός από την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας και τον συντονισμό δράσης με τις εργατικές τάξεις των Μητροπόλεων αλλά και όλα τα λαϊκά στρώματα των μικρών και αδύναμων χωρών της Ευρώπης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Βέλγιο, Ιταλία, Ανατολ. Ευρώπη) και όλου του υπόλοιπου κόσμου.
Τα αιτήματα αυτά έχουν συζητηθεί εκτενώς το τελευταίο διάστημα και σίγουρα θα ξανά συζητηθούν στο μέλλον. Ένα είναι όμως σίγουρο. Όλα έχουν ένα διττό χαρακτήρα. Παράδειγμα. Η άρνηση αναγνώρισης και πληρωμής του χρέους θα δώσει τη δυνατότητα ανασυγκρότησης της Ελληνικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα και ένα χτύπημα στο παγκόσμιο τοκογλυφικό κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο που είναι σίγουρο ότι αν δεν το διαγράψουμε εμείς θα μας διαγράψει αυτό και μαζί με μας το σύνολο της ανθρωπότητας. Οι προτάσεις για αναδιάρθρωση, ΕΛΕ, ευρωομόλογο, κλπ δεν είναι τίποτε άλλο παρά προτάσεις τεχνικών διαχείρισης της κρίσης, η πιο κομψά κευνσιανισμός με σοσιαλιστική φρασεολογία. Κάποτε θα πρέπει να μας απαντήσουν όλοι αυτοί οι κύριοι – κύριοι για το χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και τη δυνατότητα του καπιταλισμού να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σήμερα. Και ακόμα με πιο τρόπο μια κατεστραμμένη παραγωγική οικονομία, μπορεί να δημιουργήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα, για να μπορεί να αποπληρώσει οποιοδήποτε τμήμα του χρέους αποφασίσουν ότι έχει, χωρίς να χρειαστεί να ξαναπέσει στο φαύλο κύκλο της ανατροφοδότησής του.
Το ίδιο ισχύει και για την έξοδο από το ευρω και ενδεχομένως εξ αυτού του λόγου εξόδου και από την ΕΕ. Όλοι αυτοί οι καταστροφολόγοι που αλυχτούν τα βράδια τρομάζοντας τα όνειρα μας για την χρεοκοπία εκτός ευρω, δεν μπαίνουν καν στο κόπο να μας εξηγήσουν τι θα σημαίνει για τους εργαζόμενους χρεοκοπία εντός του ευρω και της ευρωζώνης, κάτι που έτσι και αλλιώς δεν υπάρχει πιθανότητα να το αποφύγουμε. Άλλωστε τι άλλο παρά χρεοκοπία είναι η πολιτική της υποτίμησης στο εσωτερικό που εφαρμόζει η κυβέρνηση των δοσιλόγων της τρόικας. Η αφαίμαξη μισθών και συντάξεων, η φοροκαταιγίδα, η κατάργηση του κοινωνικού κράτους και το σταμάτημα των δημοσίων επενδύσεων, όλα αυτά για την εξυπηρέτηση των διεθνών τοκογλύφων, τι άλλο παρά ένας αργός θάνατος χρεοκοπίας είναι. Πάνω απ’ όλα η δανειακή σύμβαση των 110 δις που υπέγραψε σαν άλλος Κουίλσινγκ ο ΓΑΠ με σαφή ρήτρα ενυπόθηκου δανείου, τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά μόνο τη μετατροπή της άχρηστης χαρτούρας σε εμπράγματες αξίες, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την χρεοκοπία του κράτους. Τα νομοσχέδια για δήμευση περιουσιών ιδιωτών που οφείλουν στο δημόσιο, τι άλλο παρά χρεοκοπία και μάλιστα αναγκαστική, του συνόλου της κοινωνίας είναι. Και όλο αυτό το ξεπούλημα δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου βορρά στην εξυπηρέτηση του χρέους και μετά τρομοκρατούμε τους εργαζομένους για χρεοκοπία εκτός ευρω και εντός δραχμής.
Είναι προφανές, ότι σε περίοδο κατάρρευσης, αυτά τα αιτήματα μπορεί να αγκαλιαστούν από ευρύτερα λαϊκά στρώματα και είναι ακόμα πιο προφανές, ότι τα αιτήματα αυτά μπορεί να υιοθετηθούν και προταθούν και από μερίδες της αστικής τάξης που πλήττονται. Πατώντας πάνω σ’ αυτό το γεγονός, αρνητικές κριτικές ενάντια σ’ αυτά τα αιτήματα δεν ασκούνται μόνο απ’ τα «δεξιά» αλλά και απ’ τα «αριστερά». Κριτικές όπως, οπισθοχώρηση στην αστική ιδεολογία, τριτοπεριοδισμό, θεωρεία των σταδίων αλλά και αντιδιεθνιστική λογική του συνόλου των αιτημάτων, έχει ασκηθεί κατά καιρούς. Όλες αυτού του τύπου οι κριτικές έχουν την ίδια ρίζα. Οι αγώνες θα πρέπει εξαντληθούν στην προσπάθεια να αλλάξουμε τους συσχετισμούς δύναμης εντός του συνόλου της ευρωζώνης, έτσι ώστε να μετατραπεί η ευρωπαϊκή ένωση του κεφαλαίου, σε «Ευρώπη των λαών» η σε «σοσιαλιστική».
Αλήθεια γιατί δεν μπαίνουν στο κόπο να μας εξηγήσουν αν υπάρχει η πιθανότητα να αλλάξει ο ταξικός χαρακτήρας της Ε.Ε. χωρίς να ανατραπούν τα δεσμά που έχουν χτίσει όλα αυτά τα χρόνια οι καπιταλιστές εις βάρος όλων των εργαζομένων της Ευρώπης? Πιστεύουν αλήθεια ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη των αγώνων και της συνείδησης της εργατικής τάξης των ευρωπαϊκών λαών ισχύει, η είναι ομοιογενής? Μα φυσικά η ανισόμετρη ανάπτυξη ισχύει. Οι αγώνες είναι ανισόμετροι γιατί η κρίση σαρώνει ανισόμετρα την Ευρώπη. Μα φυσικά. Η συνείδηση είναι ανισόμετρη γιατί η επίθεση έχει διαφορετική σφοδρότητα από χώρα σε χώρα και γιατί το επίπεδο αστικοδημοκρατικώναυταπατών της κάθε χώρας είναι διαφορετικό. Μ’ αυτήν έννοια οι αγώνες μας παίρνουν την ίδια στιγμή ένα διττό χαρακτήρα. Ανατρέποντας τους εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς και συντονίζοντας τη δράση μας με τα κινήματα των ευρωπαϊκών χωρών, βοηθάμε στην ανατροπή του ταξικού συσχετισμού στην Ευρώπη και αντίστροφα. Επειδή η ιστορία προχωράει με βάση πραγματικές ανάγκες των κοινωνιών και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ιδεοληψίες μας, ένα είναι σίγουρο. Αν η αριστερά δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων να είναι σίγουρη ότι η δεξιά και μάλιστα η εθνικιστική δεξιά θα καλύψει το ιστορικό κενό με τα ίδια αιτήματα.
Έτσι, η συγκρότηση του ενός τέτοιου μετώπου και με αυτά τα αιτήματα, μπορεί να δράσει καταλυτικά πείθοντας τους πολίτες, που ανήκουν στα πληττόμενα λαϊκά παραγωγικά στρώματα, να ασκήσουν πιέσεις στους κοινωνικούς φορείς που ανήκουν (συνδικάτα, επιμελητήρια, χώρους δουλειάς και κατοικίας τους), αλλά και να απελευθερωθούν από τα κόμματα του δικομματισμού και τα δεκανίκια τους, δημιουργώντας νέα πολιτικά υποκείμενα, έτσι ώστε να αναγεννηθεί η ελπίδα.
Μόνον έτσι, μπορεί να δοθεί η αναγκαία άμεση απάντηση για τη διέξοδο από την κρίση, γιατί αν υλοποιηθούν τα αντιδραστικά μέτρα που σχεδιάζονται, τα κράτη και οι λαοί δεν θα έχουν που να στηριχθούν για να αντιδράσουν, οπότε σε καθεστώς εξαθλίωσης πλέον μόνο σε μια βίαια και αιματηρή σύγκρουση μπορούμε να προσβλέπουμε στο απώτερο όμως μέλλον.
Υ. Γ. Το άρθρο αυτό προσπαθεί να συμβάλει στην συζήτηση για τις αιτίες και τους μηχανισμούς της δημιουργίας του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα. Μ’ αυτήν την έννοια παρουσιάζει ελλείψεις στην ιστορική εξέλιξη και τα στάδια της Ελληνικής οικονομίας, από 73 μέχρι σήμερα. Ελπίζω να επανέλθω σύντομα για να αναφερθώ αναλυτικότερα. Όπως επίσης γιατί είναι αναγκαία μια ευρύτερη συνεργασία για την έξοδο από την κρίση και τον οργανωτικό χαρακτήρα που είναι αναγκαίος για να κατορθώσει να πείσει ευρύτερες μάζες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.