Από τη συλλογή Ο άνθρωπος και ο Ίσκιος του. Εκδόσεις: Το Ποντίκι (σ. 158-162)
Την ίδια εποχή όπου ο G. K. Chesterton δήλωνε ότι «ο σοφός καθηγητής που ακούει από τον πρωτόγονο άγριο ότι στην αρχή του κόσμου δεν υπήρχε παρά ένα μεγάλο φτερωτό φίδι, δε θα καταλάβει ποτέ του τίποτα απ’ αυτά τα πράγματα, αν δεν ανατριχιάσει ως το βάθος της ψυχής του και δεν αισθανθεί τον πειρασμό να ευχηθεί σχεδόν αυτή να είναι η αλήθεια» (The everlasting man), την ίδια εποχή όπου ο L. Klages προτείνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να επιστρέψουμε στην κοσμοθεωρία των υποτίθεται «αμόλυντων από το μικρόβιο του πνεύματος» Πελασγών (Das Weltbild des Pelasgerturns) και οι συρρεαλιστές πίστευαν ότι με την ένταξή τους στα κομμουνιστικά κόμματα, το ονειρικό παραλήρημα, την αυτόματη γραφή και την «κριτική παράνοια» επρόκειτο να «απελευθερώσουν ολοκληρωτικά τον άνθρωπο από την χριστιανοθωμιστική σκλαβιά», η ίδια ανάγκη μύθου και θρησκευτικής πίστης που όταν άγγιξε τους «χρυσελεφάντινους πύργους» της Διανόησης μεταμορφώθηκε σε ψευτομυστικισμό, ψευτο-ανατολική θεοσοφία και ψευτο-«κριτική της επιστήμης», διαπέρασε και όλα τα στρώματα της ακυβέρνητης και αποσυντιθέμενης από το ίδιο της το κενό μεταπολεμικής κοινωνίας και η υπόγεια παρουσία μιας αλλόκοτης θρησκευτικότητας, άρχισε να δίνει ένα νέο περιεχόμενο στις έννοιες, τις μορφές ζωής και τις θεωρίας που μας κληροδότησε ο 19ος αιώνας.
Αν ο 19ος αιώνας είναι η πρώτη και μοναδική εποχή της ιστορίας, όπου ο άνθρωπος τόλμησε να εξαφανίσει από το Κράτος και από την πολιτική κάθε «ιερό» περιεχόμενο, αν, συγκεκριμένα, τόλμησε να πραγματοποιήσει ένα ριζικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και της πολιτικής από κάθε κοσμοθεωρητική θεμελίωση, αντίθετα η σημερινή εποχή γνώρισε μια ραγδαία θρησκευτικοποίηση του περιεχομένου που περιέχεται μες στις παραδεδομένες τυπικά αθρησκευτικές μορφές πολιτικής ζωής. Το χαμένο από αιώνες τώρα αξίωμα cuius religio βρέθηκε ξανά στην επιφάνεια στις μέρες μας με μια ξαφνική μεταμόρφωση των κομματικών ιδεολογιών σε κοσμοθεωρίες – είτε πρόκειται για τον «Καθολικισμό» του Franco, το «Ρατσισμό» του Hitler ή το «Μαρξισμό» του Στάλιν. Τα έθνη που δημιούργησε ο 19ος αιώνας μεταμορφώθηκαν, από «λαούς οργανωμένους σε κράτη » – έννοιες του συνταγματικού δικαίου, σε μαγικά τοτέμ, σε δαιμονικούς θεούς, σαν αυτούς που παρουσιάζουν οι θεωρίες του Τσάτωφ στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Οι αρχηγοί των κρατών κράτησαν τα ονόματα που τους έδωσε ο 19ος αιώνας, έμειναν «γενικοί γραμματείς», «αρχικαγκελλάριοι», «πρόεδροι» και ταυτόχρονα μεταμορφώθηκαν σε «ήρωες», βασιλιάδες-μάγους, χαλίφες – σάμπως το πανάρχαιο αρχέτυπο του θεόσοφου βασιλιά, τιμωρού και αναγεννητή του κόσμου, να αποδείχθηκε πολύ πιο ισχυρό και ενθουσιαστικό από τις «αστικές», «ανθρώπινες-πολύ ανθρώπινες» έννοιες του 19ου αιώνα. Μια νέα υμνολογία εφευρέθηκε, που κανείς δεν ξέρει αν το πρότυπό της είναι οι φαραωνικοί ύμνοι της τρίτης χιλιετηρίδας ή η υπερμοντέρνα φρασεολογία μιας ρεκλάμας της κόκα-κόλα, και συνδυάστηκε με τα συγκεντρωτικά μέσα βομβαρδισμού των συνειδήσεων που δημιούργησε η μοντέρνα προπαγανδιστική τεχνική. Η πανάρχαιη, ανάγκη του «αποδιοπομπαίου τράγου» – αυτός ο κόσμος που τον γνωρίσαμε από τον Frazer σαν «εθνογραφικό υλικό» – η πανάρχαιη παθολογική ψυχολογία του persecuteur persecute εμφανίστηκε ξανά σήμερα σαν βάση και προϋπόθεση αυτής της τόσο εύθραυστης κοινωνικής ισορροπίας που οποιοδήποτε κι αν είναι το χρώμα της, συνδυάστηκε παντού με την ίδια τελειοποιημένη τεχνική του εξευτελισμού του ατόμου – είτε πρόκειται για την κομμουνιστική αυτοκριτική και την (αυθόρμητη) εξομολόγηση είτε πρόκειται για τη φασιστική (αυθόρμητη πάντα) δήλωση μετάνοιας – και της ηθικής εξόντωσης ολάκερης της κοινωνίας.
Η ίδια λέξη «προπαγάνδα» – η λέξη κλειδί του 20ου αιώνα – είναι αρκετά εύγλωτη σχετικά με την αφύσικη συγχώνευση της θρησκείας και της πολιτικής στην εποχή μας: χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την καθολική εκκλησία τον καιρό των θρησκευτικών πολέμων της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης (de propaganda fide) και μέχρι το 19ο αιώνα δεν είχε βγει ποτέ έξω από τα όρια της εκκλησιαστικής γλώσσας. Αντίθετα, στις μέρες μας, η ίδια ατμόσφαιρα θρησκευτικού πολέμου και ισλαμικής «ιερής κατάκτησης» μεταμόρφωσε την προπαγάνδα σε όργανο εξανδραποδισμού των συνειδήσεων και «βιασμού των μαζών»[1] μπρος στο οποίο τα μέχρι τώρα «όπια των λαών» μπορούν να φανούν ανώδυνες ασπιρίνες. Γιατί μόνο σήμερα η ανάπτυξη, ο γιγαντισμός και η απόλυτη συγκέντρωση των ψυχοτεχνικών μέσων έκανε εφικτή, για πρώτη φορά μέσα στην ιστορία, μια απόλυτη εξουδετέρωση από τα πάνω του ψυχικού κόσμου της μάζας, μια ολοκληρωτική διείσδυση της καισαρολατρείας μέσα στον ίδιο το σχηματισμό των προσλαμβανουσών παραστάσεων των ατόμων, μες στις προθέσεις, τις σκέψεις και τις πράξεις των μαζών – αυτών των μαζών που το σχολείο, ο κινηματογράφος, το θέατρο, το τσίρκο, οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο κτλ., δεν τους επιτρέπουν να βρεθούν ποτέ έξω από την ακτίνα δράσης της πανταχού παρούσας – μέχρι το σκάκι και μέχρι τη γλωσσολογία – επίσημης «γραμμής».
Και αυτή η εξαφάνιση κάθε πνευματικής αυθυπαρξίας της μάζας, όπως γίνεται σήμερα, δε μας επιτρέπει πια να πιστεύουμε, όπως ως το 1914, ότι οι αγαθοί αλλά μη επαρκώς διαφωτισμένοι λαοί έπεσαν θύματα της προπαγανδιστικής απάτης και της αστυνομικής τρομοκρατίας.
Η προπαγάνδα δεν μπόρεσε να «πιάσει» στο 19ο αιώνα μόλο που και τότε όπως και πάντοτε υπήρχαν επαναστάτες και επαναστάσεις, αντιδραστικοί και αντεπαναστάτες, προοδευτικοί και συντηρητικοί, γιατί ο άνθρωπος τότε σεβόταν αρκετά τον εαυτό του ώστε να μην μπορεί να αφομοιώσει την ωμή γλώσσα της βίας, του μίσους και της ψευτομυστικοπαθούς στρατιωτικής πειθαρχίας. Αντίθετα, «είναι κάτι εκπληκτικό – έλεγε ήδη από το 1920 ο Mussolini – το πόσο ο σημερινός άνθρωπος είναι έτοιμος να πιστέψει» και είναι γνωστή η γνώμη του Hitler για την «απίστευτη» παθητικότητα του μαζικού ανθρώπου και την «υστερική του ανάγκη να ενθουσιαστεί επιδερμικά για να απαλλαγεί από την ευθύνη της προσωπικής σκέψης και ελευθερίας». Για να καταλάβουμε τη διαφορά δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε την αηδιαστική λατρεία του «δυναμισμού», το σβήσιμο κάθε πολιτικού ήθους μπρος στη μεσσιανοπληξία του «δυναμικού Κράτους», την επαίσχυντη στάση ενός φιλοσόφου όπως ο Heidegger απέναντι στο χιλτερισμό, τον τρόμο του οποιουδήποτε «αριστερού» διανοούμενου μήπως φανεί λιγότερο πιστός και φανατισμένος από το τελευταίο υποκομματικό στέλεχος ή τις σύγχρονες «ορθοδοξίες» που το δόγμα τους μένει πάντα άγραφο, που μόνο εκ των υστέρων μαθαίνουμε το τί είναι «παρέκκλιση» και που ποτέ δεν πρόκειται να μάθουμε το τί δεν είναι.
Η περίπτωση του G. Lukacs του μόνου «ορθόδοξου» μαρξιστή που μπορεί να διαβάσει κανείς σήμερα, είναι συμβολική. Το 1910 – 1911 τα πρώτα του έργα τιτλοφορούνται «η Ψυχή και οι Μορφές» και «Μεταφυσική της Τραγωδίας». Το 1921 δημοσιεύει την «Ιστορία και ταξική συνείδηση» που καταδικάστηκε αμέσως ως «ιδεαλιστική παρέκκλιση». Σήμερα ένα από τα τελευταία του έργα αφορά «Το πρωτοποριακό έργο του Στάλιν στον τομέα της φιλοσοφικής επιστήμης»!
[1] S. Tshakhotine. Le viol des foules par la propagande politique (1938)
http://www.respublica.gr/2015/04/column/ideologiesreligions/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.