Ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο της Αφρικής γέννησε μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες και πολυβόλα όπλα και έσπρωξε την ανθρωπότητα προς ένα βιομηχανοποιημένο παγκόσμιο πόλεμο. Του ιστορικού Neil Faulkner.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, ο βρετανικός στρατός με 25000 στρατιώτες, αντιμετώπισε τον διπλάσιο σουδανικό στρατό στο Ομντουρμάν, δίπλα στο Χαρτούμ, στη καρδιά μιας από τις λίγες εναπομείνασες ανεξάρτητες χώρες στην Αφρική.
Το Σουδάν ήταν μια χώρα «καταραμένη». Τα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια του εναλλάσσονταν από την καυτή έρημο στο τροπικό δάσος, που μαστιζόταν από αρρώστιες. Αυτή ήταν και η εικόνα των ίδιων των Σουδανέζων: «Όταν ο Αλλάχ δημιούργησε το Σουδάν», έλεγαν, «γέλασε». Η ζωή ήταν δύσκολη σε μια τέτοια χώρα. Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι είχαν έρθει για να την πάρουν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί.
Εκτεινόμενο σε χιλιάδες μίλια της Αφρικής, αποτελούμενο από περίπου 600 φυλές, που μιλούσαν εκατό γλώσσες και ίσως μια ντουζίνα διαφορετικών τρόπων ζωής, το Σουδάν είχε προσφάτως συμπτυχθεί σε μία ενιαία πολιτεία. Αυτό που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη –και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο- ήταν ο αντίκτυπος του ιμπεριαλισμού.
Η τουρκοαιγυπτιακή κατάκτηση του Σουδάν είχε αρχίσει το 1820 και ήταν ακόμα σε εξέλιξη 60 χρόνια αργότερα. Ήταν εκμεταλλευτική και καταπιεστική. Η είσπραξη φόρων στα σουδανικά χωριά ήταν μια παραστρατιωτική επιχείρηση, η οποία πραγματοποιούταν με τη βοήθεια του kourbash (μαστίγιο φτιαγμένο από τη ράχη ρινόκερου). Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως διεφθαρμένοι και έτσι οι δωροδοκίες και τα ανταλλάγματα συσσωρεύονταν στον όγκο των φόρων.
Στη σκληρότητα και τη φτώχεια του τοπίου, ως εκ τούτου, προστέθηκε η πικρή εμπειρία του εκφοβισμού από τα ξένα αφεντικά. Αυτό όμως, μεταξύ του 1881 και του 1884, είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης που έδιωξε τους ξένους από το Σουδάν και σφυρηλάτησε ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος.
Η αντίσταση βασίστηκε στην ισλαμική θρησκεία επειδή αυτή προσέφερε ένα πλαίσιο ηγεσίας, στελεχών, οργάνωσης και ιδεολογίας ικανό να εξουδετερώσει την ποικιλία και την αποσπασματικότητα του Σουδάν. Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος ήταν ταγμένο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δεν ήταν μόνο ισλαμικό, αλλά και αρκετά αυταρχικό και στρατιωτικοποιημένο.
Συμπτωματικά το 1882, οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει τη δική τους επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος-μαριονέτα των Βρετανών στο Κάιρο. Αλλά αυτό το κίνημα είχε συνθλίβει, και οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους στην ηγεμονία της Αιγύπτου.
Οι άμεσες, ωστόσο, προσπάθειες της Βρετανίας να επανακτήσει το Σουδάν είχαν αποτύχει, αφήνοντας στο ισλαμικό κράτος τον πλήρη έλεγχο του εδάφους μετά το 1885. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες ήταν, στην πραγματικότητα, δεν συνοδευόντουσαν από κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για την κατάκτησή του. Το Σουδάν ήταν μια φτωχή ερημιά, δύσκολο να ελεγχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αξία και για την βρετανική κυβέρνηση δεν αποτελούσε σημαντικό στόχο.
Πολλά άλλαξαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Μέχρι το 1879, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αφρικής ήταν η άγνωστη «μαύρη ήπειρος» για τους Ευρωπαίους. Η επιρροή τους περιοριζόταν κυρίως σε εμπορικούς σταθμούς, δίπλα ή πάνω στην ακτή, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, αντανακλώντας κυρίως τον εμπορικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού της εποχής.
Το υπόλοιπο της Αφρικής παρέμεινε ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων σε πολλά διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Η Αίγυπτος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα κυβερνούταν από εκσυγχρονιστικά, εθνικιστικά καθεστώτα. Η υπόλοιπη Βόρεια Αφρική βρισκόταν κάτω από την ηγεσία παραδοσιακών Ισλαμιστών ηγεμόνων, εξαιτίας μιας μορφής υποταγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Αβησσυνία (Αιθιοπία) ήταν ένα βασίλειο στην ορεινή ενδοχώρα, με έναν αρχαίο χριστιανικό πολιτισμό. Οι Ασάντι της Δυτικής Αφρικής και οι Ζουλού της Νότιας ήταν φυλές με μιλιταριστική ηγεσία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης υποσαχάριας Αφρικής ήταν παρόμοιο με το Σουδάν: ένα μωσαϊκό από μικρότερες φυλές.
Μια σημαντική εξαίρεση ήταν η Νότια Αφρική, όπου οι Βρετανοί ήλεγχαν το Natal και το Ακρωτήρι Colony, ενώ οι Boers (αλλιώς Αφρικανοί) –που ήταν λευκοί έποικοι αγρότες, ολλανδικής καταγωγής- είχαν υπό την επίβλεψή τους το Transvaal και το Orange Free State στο εσωτερικό.
Αυτή η αφρικανική πολιτική γεωγραφία μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά μετά το 1879 από τον βρετανικό, τον γαλλικό, τον πορτογαλικό, τον ισπανικό, το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, η εξάπλωση του βιομηχανικού καπιταλισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δημιουργήσει μια ταχύτατα αυξανόμενη ζήτηση για τα πρωτογενή προϊόντα, καθώς και νέες αγορές και καταστήματα για την επένδυση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Η οικονομική κατάρρευση του 1873 και η εν συνεχεία παγκόσμια ύφεση είχε εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών.
Κατά συνέπεια, μεταξύ 1879 και 1913, σχεδόν το σύνολο της Αφρικής ήταν σκαλισμένο σε αποικίες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αρπαγή της γης έγινε γνωστή ως «η μάχη για την Αφρική».
Η Αφρική παρείχε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, κασσίτερο, καουτσούκ, βαμβάκι, φοινικέλαιο, κακάο, τσάι, και πάρα πολλά άλλα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και πόλεις της Ευρώπης. Οι κάτοικοι της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου αριθμού των λευκών εποίκων, παρείχαν αγορές για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Τα αποικιακά έργα υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηρόδρομων, έκαναν πλούσιους τους Ευρωπαίους βιομηχάνους και τους ομολογιούχους.
Εξαιτίας αυτού και επειδή οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αυξάνονταν, η κατάτμηση της Αφρικής ήταν ανταγωνιστική και προσβαλλόμενη. Αυτό της έδωσε μια δυναμική ανεξάρτητη από την οικονομική αξία των ίδιων των εδαφών.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν αποικίες για να προλάβουν η μία την άλλη. Τις χρησιμοποιούσαν ως τροχοπέδη για να εμποδίσουν η μία την επέκταση της άλλης και ως πλατφόρμες για την προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος στις «σφαίρες επιρροής» των άλλων. Τις ήθελαν επίσης και ως διαπραγματευτικό ατού στο αυτοκρατορικό παζάρεμα.
Οι Γάλλοι, που είχαν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Maghreb και της Δυτικής Αφρικής, ονειρεύονταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν σε ολόκληρη την ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως τον Ινδικό ωκεανό. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, μιλούσαν για μία αυτοκρατορία απ’ το βορρά ως το νότο, «από το Κάιρο ως το Ακρωτήρι», που θα συνέδεε τις υπάρχουσες κτήσεις στην Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική και τη Νότια Αφρική. Αλλά οι Γερμανοί άρπαξαν την Τανζανία και έκοψαν το δρόμο και στους δύο.
Το κόστος για τους κατοίκους της Αφρικής ήταν τεράστιο. Η αντίσταση συντρίφθηκε από πυροβολικά, πυροβόλα όπλα και σφαγές. Υπό την απειλή των όπλων, η γη κατελήφθη για να δημιουργηθούν κτηματικές εκτάσεις, που θα παραδίδονταν σε λευκούς. Ως αποτέλεσμα στερήσεων, φορολογίας, ομάδων πίεσης και ληστειών, οι γηγενείς αγρότες και κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να γίνουν μισθωτοί εργάτες.
Όταν το 1906 αγρότες εξεγέρθηκαν, ο σερ Frederick Lugard, Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Προστασία της Βόρειας Νιγηρίας, επέλεξε να τους αφανίσει. Οι στρατιώτες του με τουφέκια σκότωσαν περίπου 2000 αφρικανούς χωρικούς, οπλισμένους με τσεκούρια και τσάπες. Οι φυλακισμένοι εκτελέστηκαν, τα κεφάλια τους κόπηκαν και τοποθετήθηκαν σε πασσάλους. Το χωριό των ανταρτών καταστράφηκε ολοσχερώς.
Δέκα χιλιάδες μέλη των φυλών Νάμα και Χένερο πέθαναν από πείνα και από δίψα, όταν οι Γερμανοί τους οδήγησαν στην έρημο της Ναμίμπια μεταξύ 1904 και 1907. Ο γενικός διοικητής Lothar von Trotha, όπως και ο Lugard, ήταν οπαδός της λογικής του αφανισμού.
Μεταξύ του 1885 και του 1908, στο βελγοκρατούμενο Κονγκό, εκατομμύρια, ίσως και το ήμισυ του πληθυσμού, έχασαν την ζωή τους εξαιτίας του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών, τη στιγμή που ολόκληρη η επικράτεια είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Οι ντόπιοι εργάτες που δεν συμπλήρωναν τα νούμερα στην συλλογή καουτσούκ βρέθηκαν με κομμένα χέρια.
Η εντατικοποίηση της μάχης για την Αφρική μεταξύ 1885 και 1895 έφερε τους Βρετανούς πίσω στο Σουδάν. Το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους ήταν από μόνο του αρκετά λυπηρό. Όμως, αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο επείγουσα ήταν η πιθανότητα μιας γαλλικής επέμβασης στα εδάφη της Βρετανίας.
Ο γενικός διοικητής Herbert Kitchener προωθούσε επί δύο χρόνια το στρατό του στο Νείλο, φτιάχνοντας μια σιδηροδρομική γραμμή για να εξοπλίζονται οι στρατιώτες. Οι άνδρες του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα τουφέκια, πολυβόλα και πυροβολικά. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουδανέζων είχε δόρατα και σπαθιά.
Η μάχη του Ομντουρμάν
Η Μάχη του Ομντουρμάν ήταν μια σφαγή. Ο Kitchener έχασε 429 άντρες, ενώ από το σουδανικό στρατό 10.000 σκοτώθηκαν, 13.000 τραυματίστηκαν και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί εγκατέλειψαν τους Σουδανέζους τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αφήνοντάς τους στην τύχη τους.
Εν τω μεταξύ, μια μικρή γαλλική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Fashoda, στην άνω πλευρά του Νείλου, στο Νότιο Σουδάν. Ο Kitchener μεταφέρθηκε στο ποτάμι για να την αντιμετωπίσει και η Βρετανία απείλησε τον πόλεμο, αν η αποστολή δεν αποσυρθεί. Οι Γάλλοι υποχώρησαν.
Το «περιστατικό της Fashoda» ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων - όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Θάλασσα.
Ο καπιταλισμός δεν είχε γεννήσει μόνο μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες, και πολυβόλα. Έσπρωξε την ανθρωπότητα προς τον πρώτο σύγχρονο βιομηχανοποιημένο παγκόσμιο πόλεμο.
(*)Ο Neil Faulkner είναι Βρετανός αρχαιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας. Ο τρόπος με τον οποίο η ανθρωπότητα οδηγήθηκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα των διαλέξεών του.
ΠΗΓΗ:http://tvxs.gr/
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
ΠΗΓΗ:http://tvxs.gr/
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com
:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.