Η ζωή και η καθημερινότητα των Ιταλών διακυβεύονται από την περιφερειακή διάσπαση και τον διχασμό της χώρας σε πλούσιους και φτωχούς.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Η κοινωνία στην Ιταλία (και πολύ περισσότερο η Αριστερά, γιατί αυτής τα ιδανικά και προγραμματικά σχέδια απειλεί περισσότερο) βρίσκεται σε μία από τις πιο κρίσιμες καμπές στην Ιστορία της, καθώς απειλείται η ίδια η συνοχή της και η καταστατική της ισότητα. Η προσπάθεια ενόψει της συλλογής άνω του ενός εκατομμυρίων υπογραφών μέχρι τον Σεπτέμβριο ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα με στόχο να ακυρωθεί το νομοθετικό διάταγμα Καλντερόλι, για την «διαφοροποιημένη αυτονομία», βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Ήδη, τα στοιχεία δείχνουν πως έχουν ξεπερασθεί οι 500.000 υπογραφές. Εν τούτοις, το γεγονός και μόνο ότι σε μία χώρα 60 εκατ. κατοίκων, των οποίων η ζωή και η καθημερινότητα διακυβεύονται από την περιφερειακή διάσπαση και τον διχασμό της χώρας σε πλούσιους και φτωχούς, δεν έχει γίνει κατορθωτό από την πρώτη κιόλας ημέρα να έχουν συγκεντρωθεί πολλά εκατομμύρια υπογραφές -που έστω θα αντιστοιχούν στα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων της Αριστεράς-, αυτό και μόνο θα έπρεπε να βάλει όλους σε συλλογισμό για το πού οδηγείται η πολιτική συμμετοχή και δράση. Όχι μόνον στην Ιταλία, αλλά και γενικά.Η έγκριση του νομοθετήματος για την «διαφοροποιημένη αυτονομία», η οποία αποτελεί δικαίωση για τις διχαστικές προσπάθειες της Λέγκας, από την εποχή της καθαρά ξενοφοβικής και σοβινιστικής αποσχιστικής γραμμής του Ουμπέρτο Μπόσι και του κυριαρχικού περιφερειανισμού (regionalismo) του διαδόχου του Ματέο Σαλβίνι, ουσιαστικά βάζει ταφόπλακα στην όποια χιμαιρική εντύπωση για την, έστω και συνταγματική, ενότητα της Ιταλίας. Εκείνη που με την αρχή μίας αμοιβαιότητας εν μέσω της αυτονομίας των περιφερειών περιγράφει και εγγυάται το Άρθρο 5 του Συντάγματος, ένα άλλο είδος in pluribus unum, το οποίο ως άλλος Πόντιος Πιλάτος ο Ιταλός πρόεδρος Σέρτζο Ματαρέλα αγνόησε, υπογράφοντας το διάταγμα.
Τούτη την ισονομία κι ισοτιμία των ιταλικών περιφερειών έρχεται να καταστρατηγήσει ο νόμος Καλντερόλι, καθώς διασπάται ολοκληρωτικά η κεντρική άσκηση ορισμένων παραμέτρων της πολιτικής από την κεντρική εκτελεστική εξουσία και μεταβιβάζονται στις περιφέρειες (επαρχίες) κεντρικές αποφάσεις για ζητήματα που αφορούν τη φορολογία, την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, τις εργασιακές σχέσεις, την ασφάλεια (και τη δημόσια και στην εργασία), την προστασία του περιβάλλοντος. Πλέον κάθε Περιφέρεια θα μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τα δικά της standards, αποβλέποντας στην «ανταγωνιστικότητα», την «αποτελεσματικότητα» και την κερδοφορία. Πράγμα που σημαίνει πως ο Ιταλός εν μία νυκτί μετατρέπεται από πολίτη μίας χώρας, στην οποία ισχύουν ομοειδείς νόμοι και κανονισμοί, σε κάτοικο μίας περιοχής και με τα δικαιώματά του ως πολίτη, εργαζόμενου, ωφελούμενου από υπηρεσίες να μην ισχύουν το ίδιο πέρα από τα όρια της κατοικίας του.
Η παραμόρφωση της αυτονομίας στο όνομα του πολιτικού «δούναι και λαβείν» ανάμεσα στη νεοφασίστρια πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και την ξενοφοβική Λέγκα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συναίνεση στη σκοπούμενη «πρωθυπουργοποίηση» του καθεστώτος, η οποία θεωρεί πως και θα την παγιώσει στην εξουσία, κατ’ ουσίαν αφαιρεί τα καθολικά δημοκρατικά δικαιώματα από τους πολίτες, περιορίζοντας την ισχύ τους και κυρίως την προστασία τους από οποιαδήποτε διάκριση μόνο μέσα σε κάποια γεωγραφικά πλαίσια. Ουσιαστικά δε, παγιώνει και νομιμοποιεί ακριβώς αυτό καθαυτό το καθεστώς διακρίσεων και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων και περιφερειακών υπηρεσιών, την αυθαιρεσία των επιτόπιων κανονισμών, καθιστώντας ανενεργά πολλά από τα εργαλεία της κοινωνικής δικαιοσύνης (συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, παροχές υγείας, εκπαιδευτικό πρόγραμμα και λειτουργία σχολείων, προσλήψεις προσωπικού, φορολογία, τέλη κλπ).
Βέβαια, το δέλεαρ που μαυλιστικά προβάλλεται στον αδαή πληθυσμό είναι πως χάριν στην διαφοροποίηση της αυτονομίας, μία περιοχή θα μπορεί να έχει περισσότερα έσοδα τροποποιώντας τη δική της φορολογική και δασμολογική πολιτική. Επιπλέον, ο νόμος Καλντερόλι προβλέπει πως το παραγόμενο «φορολογικό υπόλοιπο» (residuo fiscale), που προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στους φόρους και τις δαπάνες για υπηρεσίες, θα διανέμεται και θα παραμένει στις πλούσιες περιοχές -διαιωνίζοντας τη χρηματοδότηση των χαριστικών τους συμβάσεων. Όλοι διαλαλούν πως αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει πιο αποτελεσματική η επενδυτική πολιτική της σε υποδομές κι υπηρεσίες. Μόνο που το επιχείρημα συγκαλύπτει το αναντίρρητο γεγονός πως η τάση όλων τούτων των 10ετιών είναι η ολοένα και ευρύτερη εκχώρηση των υποδομών κι υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα και πως με τούτον τον τρόπο λύνονται τα χέρια για την ολοκληρωτική παραχώρησή τους στου κερδοσκόπους, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης του κεντρικού κράτους.
Ο «πλούσιος» Βορράς, που κατά κανόνα ελέγχεται από τη Λέγκα και τη Δεξιά, τρίβει τα χέρια του. Μολαταύτα, όπως επισημαίνουν και πλήθος νομικών και άλλων ειδικών, η διαφοροποιημένη αυτονομία δεν του εξασφαλίζει εκ προοιμίου ότι θα ευημερήσει αυτοτελώς και ότι θα «ξεφορτωθεί» τον οκνηρό και φαύλο Νότο. Το ζήτημα της διαφοροποιημένης αυτονομίας δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος -με έναν Νότο με πρόσημο μείον και έναν Βορρά με πρόσημο συν. Είναι αντίθετα ένα αρνητικό άθροισμα για ολόκληρη τη χώρα, όπως επισημαίνει εύστοχα ο συγγραφέας του λίαν επίκαιρου βιβλίου «Γιατί η Διαφοροποιημένη Αυτονομία θα πλήξει και τον Βορρά» Στέφανο Φασίνα. Ένα γεγονός που εύκολα διαπιστώνεται εάν κάποιος κοιτάξει σοβαρά την πραγματική οικονομία: γιατί οι γραφειοκρατικές υποχρεώσεις για επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες θα αυξηθούν εκθετικά, ειδικά στον Βορρά και θα δημιουργηθεί ένα δυσθεώρητο περιθώριο για ένα ρυθμιστικό και μισθολογικό ντάμπινγκ. Επιπλέον θα υποστούν το μαρτύριο των καθυστερήσεων στις αναθέσεις, μιας και είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Έτσι, ανάμεσα στις αποφάσεις που θα πρέπει να κυρωθούν, τους επιμερισμούς των φόρων, των αναθέσεων κλπ θα οδηγούσε σε αρνητικές συνέπειες, όσον αφορά τα επιτόκια για οικογένειες και επιχειρήσεις στον Βορρά, με αυξήσεις στις τιμές των στεγαστικών δανείων και των δανείων που θα πάνε στις τράπεζες.
Ως εκ τούτου, θα επιτευχθεί ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός ανάμεσα στις Περιφέρειες, αλλά όχι εκείνος που κατ’ ευφημισμόν επικαλούνται οι θιασώτες του νομοσχεδίου. Οι φτωχότερες περιοχές στον Νότο, προκειμένου μη μείνουν ουραγοί και παρίες στην ανάπτυξη, θα χαμηλώσουν τα πρότυπα όσον αφορά το περιβάλλον, την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας και όταν πλέον θα είναι ανοικτός ο δρόμος για περιφερειακές συμβάσεις στη δημόσια απασχόληση, το σχολείο και την υγειονομική περίθαλψη, θα διακυβευθεί η καθολικότητα της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, των κανόνων ασφάλειας στην εργασία, μισθοί κλπ.
Ήδη, οι κυβερνήτες στις πλούσιες περιοχές της Λομβαρδίας, του Πεδεμοντίου, του Βένετο, ζητούν να επισπευσθούν οι διαδικασίες για τη μεταβίβαση των εννέα κύριων αρμοδιοτήτων (Lep), προκειμένου να προσλάβουν άμεσα προσωπικό, να αποφασίσουν για τον μισθό και τα εργασιακά τους δικαιώματα, την προστασία τους και το περιεχόμενο και τις απαιτήσεις των καθηκόντων τους, υπονομεύοντας την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας που αντιπροσωπεύει πυλώνα της ενότητας και της συνοχής της χώρας και ωθώντας σε περαιτέρω εξαθλίωση τους μισθούς, που στην Ιταλία είναι καθηλωμένοι για πάνω από μία 20ετία.
Πέραν όμως από τους μισθούς, οι συνδικαλιστικές ενώσεις επισείουν τον κίνδυνο της ασφάλειας στην εργασία. Με τα εργατικά δυστυχήματα να αποτελούν μία διαρκή χαίουσα πληγή, η νομοθετική αρμοδιότητα για τον τομέα που θα περάσει πλέον στις Περιφέρειες δεν είναι βέβαιο πως θα κινείται, έτσι στοχευμένη ως είναι στην «ανάπτυξη», στην κατεύθυνση της προστασίας των εργαζομένων. Δεν υπάρχει καμμία πρόβλεψη στον νόμο Καλντερόλι για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, τις απαιτήσεις, την πρόληψη. Στον βωμό της ανάπτυξης των Περιφερειών, η ασφάλεια των εργαζομένων περνά σε υποδεέστερο επίπεδο.
Ιδιαίτερα ανησυχητικά θα είναι τα αποτελέσματα στη δημόσια εκπαίδευση και το περιεχόμενό της. Μιας και κάθε περιφέρεια μπορεί να προσλάβει τους δασκάλους που θέλει -αποκλείοντας από άλλες περιοχές- και να αποφασίζει τα σχολικά προγράμματα, η εκπαίδευση κινδυνεύει, πέρα από την τελική της ιδιωτικοποίηση, να γίνει φορέας ιδεολογικού εκμαυλισμού. Με λίγα λόγια θα συντελέσει ένα καίριο πλήγμα στο λαϊκό και δημοκρατικό σχολείο, θα υπονόμευε την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας και την ενότητα του πνεύματός της. Οι μαθητές και σπουδαστές, θα γίνουν όχι μόνον καταναλωτές (εάν μπορούν να πληρώσουν για να σπουδάζουν), αλλά δεν θα μετέχουν σε μία καθολική, ενιαία και ισότιμη εκπαίδευση, δεν θα προσλαμβάνουν ένα δημοκρατικό εθνικό φρόνημα, αλλά δυνητικά έναν σοβινιστικό (εάν όχι ρατσιστικό) προσανατολισμό) και μία «επαρχιώτικη», στενή, αντίληψη για τα πράγματα.
Φυσικά, το μεγαλύτερο πλήγμα θα το δεχθεί ο τομέας της υγείας. Ήδη σήμερα το προσδόκιμο ζωής ενός παιδιού που γεννήθηκε στη Νάπολη ή το Ρέτζο Καλάμπρια είναι χαμηλότερο από αυτό ενός που γεννήθηκε στο Μιλάνο ή το Μπολτσάνο, ενώ τα κενά σε προσωπικό, υποδομές και δαπάνες ανάμεσα στις περιοχές είναι καθοριστικά. Αυτά όχι απλώς θα αυξηθούν με τη «Διαφοροποιημένη Αυτονομία», αλλά θα αυξηθούν και τα στεγανά για την νοσηλεία ασθενών σε άλλες περιοχές. Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα επιταχυνθεί η διαδικασία διάλυσης του ιταλικού ΕΣΥ και η ιδιωτικοποίησης της υγείας.
Αλλά και η κυρίαρχη αφήγηση σχετικά με την ανάπτυξη, η ίδια η κατάτμηση στις αρμοδιότητες και τις αποφάσεις για την ενέργεια, τα δίκτυα και τις υποδομές, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, τις τηλεπικοινωνίες, το περιβάλλον, την επιστημονική έρευνα, το εξωτερικό εμπόριο, όπως και τις σχέσεις με την Ε.Ε., η διαφοροποιημένη τούτη αυτονομία θα έθετε εμπόδια. Οι επιχειρηματίες, αντιμέτωποι με ένα κατακερματισμένο και αβέβαιο ρυθμιστικό πλαίσιο, θα εγκαταλείψουν τις επενδύσεις στη χώρα, με σοβαρές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία. Σε ένα περιβάλλον όπου το εμπόριο έχει πλέον υπερεθνική διάσταση με ακόμη λιγότερες απαιτήσεις για κρατικές ή περιφερειακές παρεμβάσεις, δασμούς κλπ. οι ιταλικές Περιφέρειες θα ήσαν μέρη προς αποφυγή, παρά πόλος έλξης για την ανάπτυξη.
Εκεί όμως που ο νόμος για την αυτονομία θα ήταν καταλυτικός, είναι ο τομέας του περιβάλλοντος και για τις πολιτικές προστασίας του. Ελλείψει ενός κοινού προγράμματος ενεργειακής μετάβασης και περιβαλλοντικής προστασίας, οι διάφορες περιοχές όχι μόνον θα είχαν αντικρουόμενες θέσεις, αλλά κυρίως στο όνομα της ανάπτυξης και του κέρδους οι πράσινες πολιτικές είναι δυνατόν να ακυρωθούν και να επιδεινωθεί η κλιματική κρίση. Είτε γιατί κάποιες περιοχές δεν έχουν τους απαιτούμενους πόρους να τηρήσουν τα μέτρα προστασίας, είτε γιατί αποφασίζουν να τα αναστείλουν, προκειμένου να εξυπηρετήσουν «επενδύσεις» επωφελείς για τους προϋπολογισμούς τους.
Αλλά ο πολιτικο-ιδεολογικός καιροσκοπισμός του νόμου διαπιστώνεται κυρίως στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες που εφαρμόζουν ένα ομοσπονδιακό σύστημα αυτόνομης διακυβέρνησης (Γερμανία, Ισπανία, Βέλγιο, Αυστρία) δεν προβλέπεται να υπάρχει στην Ιταλία ένα συντονιστικό όργανο για τις Περιφέρειες με το εθνικό Κοινοβούλιο. Βέβαια, θα πει κανείς, το ίδιο το Κοινοβούλιο παρακάμφθηκε, ο δημόσιος διάλογος υπήρξε προσχηματικός κι ανολοκλήρωτος, προκειμένου να ψηφισθεί το νομοσχέδιο Καλντερόλι. Όμως, το αποτέλεσμα τούτης της αμέλειας είναι να κινδυνεύει τελικά η χώρα να παραμένει κολλημένη σε 21 επιμέρους περιφερειακές συμφωνίες και χωρίς κοινή κι εθνική πολιτική -κάτι που μπορεί, φερ’ ειπείν στην περίπτωση του προϋπολογισμού να οδηγήσει σε ένα τέλμα ή έναν εφιάλτη.
Την έντονη αντίθεσή τους σε τούτο το νομικό κι αυτοδιοικητικό έκτρωμα δεν έχουν εκφράσει μόνον οι Περιφέρειες του Νότου -που φανερά πλήττονται. Με περισσό σκεπτικισμό έχουν τοποθετηθεί και η Τράπεζα της Ιταλίας και η Confindustria (σύνδεσμος βιομηχάνων), οι εκπρόσωποι του τριτογενούς τομέα, όπως και ανεξάρτητοι φορείς και φυσικά και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι αντιθέσεις απορρίφθηκαν συστηματικά και με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς η πολιτική βούληση των δύο ακροδεξιών κομμάτων, καθώς και η Forza Italia είχε εκδηλώσει μία εφεκτικότητα, περιθωριοποίησε ακόμη και την ίδια τη λειτουργία του Κοινοβουλίου.
Πέρα από την ταπείνωση της σημασίας της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, με τον νόμο για τη διαφοροποιημένη αυτονομία καταρρακώνονται ουσιαστικά και δύο από τις θεμελιώδεις αρχές της μεταπολεμικής Ιταλίας: η αναλογικότητα της φορολογίας και το δημόσιο και καθολικό σύστημα πρόνοιας. Δύο καταστατικές ρήτρες που διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης ως ύπατο εργαλείο αναδιανομής του πλούτου που παράγει η χώρα. Ο νόμος Calderoli προβλέπει ότι το «φορολογικό υπόλειμμα» παραμένει στις πιο πλούσιες περιοχές και έτσι, με το πάτημα μιας πένας, οι δύο θεμελιώδεις αρχές της κοινωνίας μας ακυρώνονται, χωρίς περισσότερη αλληλεγγύη και αναδιανομή του πλούτου μεταξύ των περιοχών, η δημόσια και η καθολική ευημερία θα τερματιστεί και έτσι θα εξαθλιώναμε τους πάντες, τόσο τους πολίτες του Βορρά όσο και εκείνους του Νότου.
Με τον τρόπο που μεθοδεύθηκε, η «διαφοροποιημένη αυτονομία» δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα για μία δίκαιη κοινωνία. Μία δίκαιη κοινωνία θα ξεκινούσε ουσιαστικά από την επαρκή αιτιολόγηση (justification) και την αρχή της συναίνεσης, οι οποίες εκβάλλουν στην οικουμενικότητα, τη γενική ισχύ, των κανόνων που θα διέπουν μία ομότιμη συμβίωση, που θα ρυθμίζει το καταστατικό σχήμα της σύγκρουσης και της συνεργασίας, που από τον Αριστοτέλη και ιδίως από τον Χόμπς, τον Μακιαβέλι και τους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου συγκροτεί τις κοινωνίες -ιδιαίτερα από την απαρχή του μοντέρνου κράτους και δώθε. Η ομότιμη τούτη συμβίωση με τη σειρά της εξυπακούει ότι υπάρχει μία ισορροπία ανάμεσα στα επιμέρους συμφέροντα και τις δυνατότητες και ευκαιρίες, που έχουν τα εμπλεκόμενα μέρη να έχουν πρόσβαση σε τούτες τις δυνατότητες κι ευκαιρίες. Η δίκαια κοινωνία, εάν δεχθούμε ως αφετηρία της όποιας σύγχρονης ερμηνείας της τη (νεοκαντιανή) θεωρητική κατασκευή του J.Rawls, οφείλει να ξεκινά από την αρχή του maximin. Δηλαδή τη ρύθμιση των ανισοτήτων με γνώμονα την καλώς εννοούμενη μεροληψία υπέρ του λιγότερο προνομιούχου.
Το ζήτημα τώρα που τίθεται είναι εάν η κοινωνία των πολιτών στην Ιταλία θα αφυπνισθεί από τούτη τη νέκρωση που διαπιστώνεται στις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες, που έχουν επιτρέψει στις ακροδεξιές δυνάμεις να επιβάλουν με τρόπο υπονομευτικό για το πολίτευμα και το μέλλον της Ιταλίας την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτικο-ιδεολογική τους ατζέντα. Ελέγχοντας τον Τύπο, τις πολιτικές για την οικογένεια και την εκπαίδευση, επεμβαίνοντας στη λειτουργία της δικαιοσύνης, επιβάλλοντας την βοναπαρτική «πρωθυπουργοποίηση» του πολιτεύματος (premierato) και με την διάσπαση της ενότητας με τη «διαφοροποιημένη αυτονομία», το αυταρχικό κράτος που οραματίζεται η Μελόνι δρομολογείται με σταθερά βήματα. Η συλλογή υπογραφών για ένα ακυρωτικό δημοψήφισμα εναντίον του νόμου αυτού είναι ίσως μία τελευταία γραμμή άμυνας, όχι μόνον για την Αριστερά της χώρας, αλλά κυρίως για την κοινωνία και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Ο Γιώργης-Βύρων Δάβος εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός Τέχνης και διδάσκει Αισθητική στην Ακαδημία της Μπρέρα (Μιλάνου) και Κοινωνιογλωσσολογία και Λογική Φιλοσοφία της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο (Ισπανία), ενώ στον ελεύθερο χρόνο του….γράφει.ΠΗΓΗ:https://kosmodromio.gr/2024/08/20/%ce%b4%ce%b9%ce%b1%cf%86%ce%bf%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b7-%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1-%ce%b7-%ce%bc%ce%ac%cf%87%ce%b7-%ce%b5%ce%bd%ce%ac/?fbclid=IwY2xjawExE7tleHRuA2FlbQIxMQABHdDtYHwIjhmT9CjH8Mjo2ouii7HDrLQoDPLQ-JWUHwliwBcVFhTEUHtDTA_aem_t1IJbJTzxtARkQhOjxV-Kw
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.