Εἶναι ἀρκετὰ ἐκπληκτικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκόμη δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ ἡ ἀλήθεια αὐτή. Πολλὲς φορὲς διάφορες θέσεις ποὺ περιέχονται στὸ Ἡμερολόγιο ἑνὸς συγγραφέως δημιουργοῦν παραπλανητικὴ ἐντύπωση γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι, γιατὶ ἐκεῖ φαίνεται συντηρητικός, ἀντιδραστικὸς καὶ ἐχθρὸς τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐλευθερίας. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὸ κεντρικὸ σημεῖο στὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκι, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας, ὁ πυρήνας τῆς φιλοσοφίας του.
Αὐτὸ ποὺ ἔχουν ἀποκαλέσει «σκληρότητα» στὸ ἔργο του, ἐξαρτᾶται στενὰ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Ὑπῆρξε «σκληρός», γιατὶ δὲν θέλησε νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐλευθερίας οὔτε νὰ τὸν ἀπολυτρώση ἀπὸ τὸν πόνο καταστρέφοντας τὴν ἐλευθερία. Ἔρριξε τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ πελώρια εὐθύνη, ἀνάλογη μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια ἑνὸς ἐλευθέρου ὄντος.
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀπαλλάξη τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ βάσανα, ἂν τοὺς ἔπαιρνε πίσω τὴν ἐλευθερία. Καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι ἐρεύνησε ἔντονα αὐτὴ τὴ δυνατότητα, νὰ ἀνακουφισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ θὰ χάση ὅμως τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος. Στὸν Ντοστογιέφσκι λοιπὸν βρίσκουμε μεγαλοφυεῖς σκέψεις ποὺ πρέπει νὰ ἐξαρθοῦν κατάλληλα. Ἡ ἐλευθερία γι’ αὐτὸν θίγει τὴν ἀνθρωποδικία καὶ τὴ θεοδικία. Σ’ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ ἡ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ πορεία τοῦ κόσμου εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας σὲ μιὰ τραγικὴ ἐκδήλωση ποὺ συνδέεται μὲ τὸ κεντρικὸ αὐτὸ σημεῖο τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ντοστογιέφσκι. Στὴν ἐλευθερία ἀναζητεῖ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Τὸν ἐνδιαφέρει μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὅπως παρουσιάζεται στὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας, ὅπως φαίνεται ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐλευθερία καὶ ἡ μοίρα τῆς ἐλευθερίας στὸν ἄνθρωπο. Ὅλα του τὰ μυθιστορήματα εἶναι τραγωδίες, δοκιμασίες τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ὑφίσταται, ὅταν ἐπαναστατῆ μὲ τὴν ἐλευθερία, ὅταν ὁδηγῆται στὸν πόνο καὶ στὴν παραφορά, νιώθοντας ἔτσι πὼς εἶναι ἐλεύθερος. Κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἐγγίζη τὰ ἔσχατα βάθη τῆς ἐλευθερίας.
Ὑπάρχουν δύο ἐλευθερίες· ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀρχικὴ ἐλευθερία, ἡ δεύτερη ἡ τελικὴ ἐλευθερία. Ἀνάμεσα στὶς δύο αὐτὲς ἐλευθερίες κεῖται ὁ ἀνθρώπινος δρόμος, γεμάτος ὀδύνες, ὁ δρόμος τῆς διασπάσεως. Ἤδη ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος, στὸν ἀγώνα ποὺ εἶχε κάνει κατὰ τῶν Πελαγιανῶν, εἶχε ἐπισημάνει δύο εἴδη ἐλευθεριῶν, τὴν ἐλάσσονα ἐλευθερία καὶ τὴν μείζονα ἐλευθερία. Ἡ πρώτη ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς τοῦ καλοῦ· εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δεύτερη ἐλευθερία εἶναι ἡ τελικὴ ἐλευθερία – ἡ ἐλευθερία στὸν Θεό, στὴν περιοχὴ τοῦ καλοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος ὑπῆρξε ὁ ἀπολογητὴς τῆς δεύτερης ἐλευθερίας, τῆς μείζονος ἐλευθερίας καὶ κατέληξε στὴ διδασκαλία γιὰ τὸν προορισμό. Παρόλο ποὺ γενικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἐπεκράτησε ὁ ἡμιπελαγιανισμός, ὁ Αὐγουστίνος ἄσκησε μιὰ δυσμενῆ ἐπίδραση στὸν Καθολικισμό. Ἀπ’ αὐτὸν καθιερώθηκε ὁ διωγμὸς καὶ ἡ ἐκτέλεση τῶν αἱρετικῶν. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἕνα εἶναι βέβαιο· δὲν ὑπάρχει μία ἀλλὰ δύο ἐλευθερίες· ἡ ἐλευθερία τῆς ἐκλογῆς τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία στὴν περιοχὴ τοῦ καλοῦ ἢ καλύτερα ἡ ἄλογη ἐλευθερία. Ὁ Σωκράτης γνώριζε μόνο τὴν πρώτη ἐλευθερία, τοῦ λογικοῦ. Τὰ λόγια του Εὐαγγελίου «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32) σχετίζονται πρὸς τὴ δεύτερη ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία ἐν Χριστῷ. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ κατώτερα στρώματα τῆς ὑπάρξεως, ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ παύση νὰ εἶναι σκλάβος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ περιβάλλοντος, ἔχουμε ὑπόψη μας τὴ δεύτερη ἐλευθερία. Τὰ μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος σχετίζονται πρὸς τὴ δεύτερη αὐτὴ ἐλευθερία. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἔχουν διαφορετικὲς ἐλευθερίες. Ἡ ἀλήθεια κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο· χρειάζεται ὅμως ὁμολογία τῆς ἀλήθειας χωρὶς κανέναν ἐξαναγκασμό. Ἀλλιώτικα δὲν γίνεται ἀπολύτως τίποτα. Ὁ Χριστὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελευταία ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὁμολογήση τὴν ἀλήθεια χωρὶς καμιὰ ἀναγκαστικὴ πίεση, «θέλησες τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου· εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ σὲ ἀκολουθήση ἐλεύθερα, νὰ γοητευθῆ καὶ νὰ σκλαβωθῆ ἀπὸ σένα». (Ἀπὸ τὸν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή).
Σ’ αὐτὴν τὴν ἐλεύθερη ὁμολογία τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ χριστιανοῦ, τὸ βαθὺ νόημα τῆς πίστεως ποὺ εἶναι μία πράξη ἐλευθερίας. Ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς πίστεώς του προϋποθέτει τὴν ἀναγνώριση τῶν δύο ἐλευθεριῶν· τῆς ἐλευθερίας τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ τῆς ἐλευθερίας μέσα στοὺς κόλπους τοῦ καλοῦ· τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐκλογῆς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἐλευθερίας «ἐν τῇ ἀληθείᾳ».
Ἡ ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ καλό, μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν τελειότητα. Ἡ ἐλευθερία ἔχει τὴν ἰδική της αὐτόνομη φύση· ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐλευθερία καὶ ὄχι τὸ καλό. Κάθε μείωση καὶ ταύτιση τῆς ἐλευθερίας μὲ τὸ καλὸ καὶ τὴν τελειότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας, ὁμολογία τῆς βίας καὶ τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Τὸ ἀναγκαστικὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, γίνεται τὸ ἴδιο τὸ κακό. Τὸ ἐλεύθερο καλὸ ὅμως, ποὺ εἶναι τό.μοναδικὸ καλό, προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία τοῦ κακοῦ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγωδία τῆς ἐλευθερίας τὴν ὁποία ὁ Ντοστογιέφσκι ἐρεύνησε βαθιὰ καὶ τὴν κατανόησε σωστά. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μυστικὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἔτσι λοιπὸν ξετυλίγεται ἡ τραγικὴ διαλεκτική. Τὸ καλὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη καμιὰ σχέση μὲ τὴ βία. Ἡ ἐλευθερία τοῦ καλοῦ προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία τοῦ κακοῦ. Ἡ ἐλευθερία τοῦ κακοῦ ὅμως ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας, στὸν ἐκφυλισμό της καὶ σ’ ἕνα εἶδος ἀναγκαιότητος. Ἀπὸ ἄλλη ἄποψη ἐντούτοις ἡ ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἀποκλειστικὴ ἐμμονὴ στὸ καλὸ σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας καὶ δουλεία σὲ μιὰ ἀναγκαιότητα. Καὶ μιὰ ἀγαθὴ ἀναγκαιότης δὲν εἶναι διόλου τὸ ἀγαθό, γιατὶ ἁπλούστατα αὐτὸ προϋποθέτει τὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας.
Τὸ τραγικὸ αὐτὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας βασάνιζε καὶ βασανίζει διαρκῶς τὴ χριστιανικὴ σκέψη. Μὲ αὐτὸ συνδέθηκαν οἱ διαμάχες τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου καὶ τῶν Πελαγιανῶν, ἡ διδασκαλία γιὰ τὴ σχέση χάριτος καὶ ἐλευθερίας, ἡ ἀμφίβολη στάση τοῦ Λουθήρου ἔναντι τοῦ προορισμοῦ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἡ ζοφερὴ διδασκαλία τοῦ Καλβίνου ποὺ φαίνεται νὰ ἀρνῆται κάθε δυνατότητα ἐλευθερίας.
Ἡ χριστιανικὴ σκέψη καταπιεζόταν πάντοτε ἀπὸ δύο ἐπικίνδυνους πειρασμούς, ἀπὸ δύο φαντάσματα· ἀπὸ τὴν κακὴ ἐλευθερία καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ καλοῦ. Ἔτσι ἡ ἐλευθερία καταστρέφεται εἴτε ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τοῦ κακοῦ, ποὺ κρύβει στὰ σπλάχνα της, εἴτε ἀπὸ τὸν ἀναγκασμὸ τοῦ καλοῦ. Οἱ πυρὲς τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως ἀποτελοῦν τὸ πιὸ φρικτὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς τραγωδίας. Ἐξάλλου ἐδῶ φαίνεται πόσο δύσκολο πράγμα εἶναι νὰ λυθῆ τὸ πρόβλημα αὐτὸ καὶ μὲ τὴ φωτισμένη χριστιανικὴ συνείδηση. Ἡ ἄρνηση τῆς πρώτης ἐλευθερίας ποὺ μπορεῖ νὰ διαλέξη ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία, ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στὸν προορισμό. Χωρὶς τὴν ἐλευθερία καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια θὰ ὁδηγηθῆ στὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς διδασκαλίας.
Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐλεύθερα περιέπεσε στὸν πειρασμὸ νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἐλευθερία, νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεως· ἔκλινε ἐπίσης πρὸς τὸν ἐξαναγκασμὸ γιὰ τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴν ἐκτέλεση καλῶν πράξεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ξέφυγε αὐτὸν τὸν πειρασμό, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ δὲν μπόρεσε νὰ κατανοήση ὡς πρὸς ὅλο τὸ βάθος τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία. Γιατί δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ ἐλευθερία «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία. Μήπως ἡ λύση τοῦ αἰωνίου προβλήματος τῆς ἐλευθερίας πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀλήθεια καὶ δὲν δίνει μόνο τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἡ ἐλεύθερη ἀλήθεια ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐλεύθερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό;
Ἐν προκειμένῳ γίνεται σύγχυση ἀνάμεσα στὶς τυπικὲς καὶ τὶς οὐσιαστικὲς πλευρὲς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πρώτη ἐλευθερία, ὡς τυπικὴ ἐλευθερία1, κινδυνεύει πάντοτε νὰ ἀπορριφθῆ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατέχουν τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία.2 Ἡ δεύτερη ἐλευθερία, ὡς οὐσιαστικὴ ἐλευθερία, κινεῖται μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀλήθειας. Φαίνεται ὅτι ἡ χριστιανικὴ συνείδηση δὲν θέλει νὰ ἀναγνωρίση τὴν τυπικὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, καὶ νὰ τὴν ὑποστηρίξη σὰν ἕνα τυπικὸ δίκαιο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναγνωρίζει τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι ἀποκλειστική. Δὲν ἀνέχεται καμιὰ ἄλλη ἀλήθεια, φυσικὰ οὔτε καὶ τὸ ψέμα. Δὲν ὑπάρχει ὅμως κάποιο σφάλμα σ’ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀπρόσβλητη σκέψη;
Τὸ σφάλμα ἐντοπίζεται στὴν προϋπόθεση ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, ἡ ἐλευθερία τῆς πίστεως, ἡ ἐλευθερία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῆ μόνο ἀπὸ τὴν τυπικὴ ἄποψη. Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι τυπικὴ ἀλλὰ οὐσιαστικὴ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ἐλευθερίας. Τὸ περιεχόμενό της, τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, ὄχι μόνο της πρώτης (της τυπικῆς), ἀλλὰ καὶ τῆς δεύτερης (τῆς οὐσιαστικῆς). Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὑπερνίκηση τῆς τραγωδίας τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀναγκαιότητος. Ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καταστραφῆ οὔτε ἀπὸ τὸ κακὸ (λόγου χάρη ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς πρώτης ἐλευθερίας) οὔτε ἀπὸ τὸν ἐξαναγκασμὸ τοῦ καλοῦ (ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς δεύτερης ἐλευθερίας). Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἐλεύθερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μόνο στὴ χάρη τῆς ἐλεύθερης αὐτῆς ἀγάπης ὑπάρχει ἡ συμφιλίωση ἀνάμεσα στὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ ρίχνει τὸ φῶς της ἐπίσης καὶ στὴν πρώτη ἐλευθερία καὶ τὴν καθιστᾶ ὀργανικὸ μέρος της. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, ἀνήκει στὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας. Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς δὲν κατανοήθηκαν τόσο καλὰ ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους, πολὺ λιγώτερο ἐπίσης ἀπὸ τοὺς Καθολικούς. Ὁ Ντοστογιέφσκι λοιπὸν στὸ δρόμο τῆς γνώσεως αὐτῆς τῆς ἀλήθειας προχώρησε πολὺ καὶ μὲ ἐντυπωσιακὸ τρόπο.
Ὁ Ντοστογιέφσκι προβάλλει στὸν ἄνθρωπο τὴ δυνατότητα ὁμολογίας ἐκείνης τῆς ἀλήθειας ποὺ τελικὰ θὰ τὸν καταστήση ἐλεύθερο. Ὅμως ὁ δρόμος αὐτὸς τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ σκοτάδια, ἀβύσσους, διασπάσεις καὶ τραγικὲς διαστάσεις. Ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν εἶναι οὔτε εὐθὺς οὔτε ὁμαλός. Σ’ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται, παρασύρεται ἀπὸ ἀπατηλὰ εἴδωλα, ἀπὸ ὀπτασίες ποὺ τὸν ὁδηγοῦν ὁλοένα σὲ πιὸ πυκνὰ σκοτάδια. Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι μακρὺς καὶ ἡ ἀνηφοριά του διόλου εὔκολη. Εἶναι ὁ δρόμος τῶν δοκιμασιῶν, τῆς ἐμπειρίας τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μόνο μὲ τὸν περιορισμὸ ἢ τὴν κατάργηση τῆς ἐλευθερίας, θὰ μποροῦσε ὁ δρόμος αὐτὸς νὰ συντομευθῆ ἢ νὰ γίνη εὔκολος. Εἶναι ὅμως ἄξιοι καὶ ἐπιθυμητοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν ὄχι ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας καὶ χωρὶς νὰ γνωρίσουν τὸ κακό; Μήπως τὸ νόημα τῆς ἱστορικῆς πορείας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ αὐτὴ ἡ ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν πλησιάση ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης; Ὁ ἄνθρωπος ὅμως κινεῖται πολὺ ἀργὰ σ’ αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ πρῶτα πρῶτα ἀντιμετωπίζει πικρὲς ἀπογοητεύσεις καὶ ἀποτυχίες ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης του γιὰ μηδαμινὰ καὶ ἀνάξια πράγματα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι χάρη ἀναγκαστική, ἀλλὰ ἐνισχυτικὴ καὶ ἀνακουφιστική. Καὶ πάντοτε, ὅταν ὁ χριστιανικὸς κόσμος προσπαθοῦσε τὴν ἐνέργεια αὐτῆς τῆς χάριτος νὰ τὴν μεταβάλη σὲ μέσο ἐπιβολῆς, τότε καταντοῦσε σὲ σφαλεροὺς ἀντιχριστιανικοὺς δρόμους. Ὁ Ντοστογιέφσκι αὐτὴ τὴ μεγάλη χριστιανικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος τὴν ἐγνώρισε βαθιὰ καὶ τὴν ἐπρόβαλε μὲ ἀσυνήθιστη ὀξύτητα.
Ὁ δρόμος τῆς ἐλευθερίας εἶναι ὁ δρόμος τοῦ νέου ἀνθρώπου τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς. Ὁ ἀρχαῖος ἄνθρωπος ἢ ὁ ἄνθρωπος τῆς προχριστιανικῆς Ἀνατολῆς δὲν γνώριζε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία· ἦταν κλεισμένος σὲ μιὰ ἀναγκαιότητα, σὲ μιὰ φυσικὴ τάξη, στὴ δύναμη τοῦ πεπρωμένου. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστιανισμὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλευθερία, τὴν πρώτη καὶ τὴν ἔσχατη. Στὴ χριστιανικὴ Ἀποκάλυψη φανερώνεται ὄχι μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ δευτέρου Ἀδάμ, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Δὲν ἀποκαλύφθηκε μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ καλοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ κακοῦ. Ἡ ἑλληνικὴ σκέψη συνέλαβε μόνο μία ἐλευθερία, τὴν ὀρθολογικὴ ἐλευθερία. Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως ἀποκαλύπτει καὶ τὸ ἄλογο στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας. Τὸ ἄλογο αὐτὸ στοιχεῖο ἀποκαλύπτεται στὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ μυστικὸ τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση φοβόταν αὐτὸ τὸ ἄλογο στοιχεῖο καὶ τὸ θεωροῦσε ἄπειρο καὶ ὑλικό. Προσπαθοῦσε νὰ τὸ καταπολεμήση μὲ τὸ στοιχεῖο τῆς μορφῆς καὶ τοῦ πέρατος. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἕλλην ἔβλεπε τὸν κόσμο περιορισμένο στὴ μορφή, σὲ ὅρια· δὲν διέκρινε τὶς μακρινὲς διαστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς δὲν φοβᾶται πιὰ στὸν ἴδιο βαθμὸ μπροστὰ στὸ ἄπειρο, μπροστὰ στὸ ἄπειρο περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Μπροστά του ἀνοίγεται τὸ ἄπειρο, οἱ μακρινὲς προοπτικές. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς δημιούργησε μιὰ διαφορετικὴ σχέση πρὸς τὴν ἐλευθερία ποὺ τώρα πιὰ ἀντιτίθεται πρὸς τὰ μορφικὰ στοιχεῖα καὶ τὰ κλειστὰ ὅρια. Ἡ ἐλευθερία προϋποθέτει τὸ ἄπειρο ποὺ γιὰ τὸν Ἕλληνα δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ μηδὲν καὶ χάος. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς ὅμως τὸ ἄπειρο δὲν εἶναι μόνο χάος ἀλλὰ συνάμα καὶ ἡ ἐλευθερία. Οἱ προσπάθειες νὰ προσεγγισθῆ τὸ ἄπειρο παρουσιάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ὁ Φάουστ εἶναι ἕνα φαινόμενο τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς. Στὸν ἀρχαῖο κόσμο θὰ ἦταν ἀδιανόητο ἕνα τέτοιο φαινόμενο. Ἡ φαουστικὴ τάση γιὰ τὸ ἄπειρο εἶναι κυρίως χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης. Μόνο στὸ χριστιανικὸ κόσμο ἐπίσης εἶναι δυνατὴ ἡ προσωπικότης τοῦ Μπάυρον. Ὁ Μάνφρεντ, ὁ Κάιν, ὁ Δὸν Ζουὰν μόνο σ’ ἕνα χριστιανικὸ περιβάλλον μποροῦσαν νὰ ἐμφανισθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐπαναστατικὴ ἐλευθερία, οἱ ἄγριες, ἀσυγκράτητες καὶ ἀπεριόριστες τάσεις, αὐτὸ τὸ ἄλογο περιεχόμενο τῆς ζωῆς, εἶναι φαινόμενα ἀποκλειστικὰ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ ἐξέγερση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος ἐναντίον τῆς φυσικῆς τάξεως, ἐναντίον τῆς μοίρας εἶναι χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος. Ἡ ἑλληνικὴ τραγωδία καὶ οἱ ὑψηλὲς πτήσεις τῆς φιλοσοφίας εἶχαν βέβαια καταδείξει τὴν ἀναγκαιότητα δημιουργίας ἑνὸς ρήγματος στὰ ὅρια τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἔτσι κατὰ κάποιον τρόπο ἀποτελοῦσαν τὸ προανάκρουσμα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Στὸν ἑλληνικὸ κόσμο ἐντούτοις, στὴν ἀρχαία τραγωδία καὶ τὴ φιλοσοφία, κανένας Φάουστ δὲν βρέθηκε οὔτε ἦταν νοητὴ αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ μορφὴ τῆς ἐλευθερίας.3
Σημειώσεις
1. Σ. Μ. Ἡ ἐλευθερία ὡς πρὸς τὴ δυνατότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
2. Σ. Μ. Ζοῦν ἐντὸς τῆς ἐλευθερίας ἢ πιστεύουν ἁπλῶς ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια.
3. Σ. Μ. Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία βέβαια τόνισε τὴ φυσικὴ συγγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος πρὸς τὸν αἰώνιο κόσμο. Ἔτσι, ὅπως φαίνεται λόγου χάρη στὸν Πλάτωνα, ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εὔκολα μποροῦσε νὰ προσεγγίση τὸν αἰώνιο κόσμο. Παρόλα αὐτὰ ἡ ὁρμὴ τῆς ψυχῆς ποὺ πήγαινε νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸν αἰώνιο κόσμο δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔσπαζε τὰ σύνορα. Γιὰ τὸν Ἕλληνα καὶ αὐτὴ ἡ αἰωνιότης εἶναι κόσμος περιορισμένος, κλειστὸς μέσα στὰ μορφοποιητικὰ στοιχεῖα τοῦ χάους. Γι’ αὐτὸ στὴν προκειμένη περίπτωση πρέπει νὰ συμφωνήσουμε ἀπόλυτα μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ Μπερντιάεφ. Ἡ δυναμικὴ ἔννοια τοῦ ἀπείρου εἶναι σύλληψη τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Τὸ πνεῦμα τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ. Μτφρ. Νίκου Ματσούκα και το περιοδικό Πειραϊκή εκκλησία τεύχος 255 Ιανουάριος 2014 Αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.