Μετά τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι έχουμε τον Μεγάλο Αιρετικό του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Είναι ίσως μια αποστασία; Ή μια ανασύνταξη ποιητικών δυνάμεων ενόψει μάχης;
Είναι απλά μια «αιρετική» πλάκα από αυτές που μου έχουν λείψει από τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις μας άφησε. Είναι μας πλάκα αντίστοιχη με αυτήν την πλάκα που έκανε εκείνος στο σοβαροφανές κοινό με το Χασάπικο Σαράντα του –σε σχέση με την 40η του Μότσαρτ, η το «Βρέ πώς αλλάζουν οι καιροί» σε σχέση με το Für Elise. Δεν περιέχεται κάτι ακαδημαϊκά σοβαρό στον τίτλο μου. Το αστείο το εσωτερικό μας με το Μάνο έγκειται στο ότι η ακουστική διαφορά του Ερωτικού και του Αιρετικού είναι ένα μόλις ΡΩ! Και το Ρώ η Αχίλλειος πτέρνα στην προφορά του Μάνου. Τα όποια σοβαρά στοιχεία του έργου θα πρέπει να περιέχονται στα ίδια το τραγούδια και όχι φυσικά στον τίτλο. Η αιρετικότητα του περιεχομένου του έργου μου απλά αυτοσαρκάζεται με την αυτοκαταναλισκόμενη ψευδοαιρετικότητα του τίτλου του. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Μάνος θα το διασκέδαζε πολύ. Και αυτό μου αρκεί.
Έχετε 3 κύκλους τραγουδιών σε στίχους μεγάλων ποιητών, ελλήνων και ξένων. Θάχει λέτε ανταπόκριση από το κοινό αυτή η προσήλωση του συνθέτη στην ποίηση;
– Τα έργα αυτά των δασκάλων και τότε ήσαν εξαιρέσεις όταν βγήκαν, και παρόλη την μεγάλη επιτυχία τους παραμένουν εξαιρέσεις. Ακούσετε αν έχετε διάθεση καμιά δεκαετία τα ελληνικά ραδιόφωνα και δείτε αν θα παιχθεί έστω ένα από τα έργα αυτά για τα οποία τόση τιμή τους γίνεται από τα ίδια τα μέσα που δεν τα παίζουν ποτέ…Έτσι και τα δικά μου έργα παίχτηκαν σε γεμάτα Ηρώδεια Μέγαρα, Δωδώνες και Παλλάς, πούλησαν εκατοντάδες χιλιάδες cd, ο Μεγάλος Αιρετικός Νο 3 έχει σε τέσσερεις μήνες εκατό χιλιάδες views αλλά οι ραδιοφωνατζήδες μας είναι απλά αλλού. Το κοινό είναι εύπλαστο σαν πλαστελίνη. Δεν σκέφτεται αν ακούει την εξαίρεση ή τον κανόνα. Αρκεί να φτάσεις σε αυτό. Οι παράγοντες δυστυχώς είναι a priori ξεπουλημένοι και κατατρομοκρατημένοι. Ακόμα και οι σοβαροφανέστεροι δεν παίζουν ούτε τον σωστό Χατζιδάκι ούτε τον σωστό Θεοδωράκη ούτε τον σωστό Μαρκόπουλο ούτε τον Μαμαγκάκη ούτε τον Μούτση στα έργα τους που ακουμπούν αυτήν την περιοχή. Απλά τους τιμούν λεκτικά. Βλέποντας ήδη εκατό χιλιάδες ανθρώπους να έχουν δει το ωριαίο έργο μου σκέφτομαι ότι και με δέκα χιλιάδες, και με πέντε και με χίλιους θα επαναλάμβανα τέτοιες εκδόσεις. Δεν συζητώ καν εάν θα τα συνέθετα…αυτό είναι φυσική μου ανάγκη. Γράφω γιατί αγαπώ τον ακροατή μου. Τον ένα, δηλαδή τον καθένα.
Το γενικό κλίμα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό από την εποχή που μελοποιούσε ο Μίκης τον Λειβαδίτη και ο Χατζιδάκις τον Γκάτσο. Δεν είναι προσηλωμένη η κοινωνία υπερβολικά στην πρακτική ζωή, για να δώσει χρόνο σε τέτοιο τραγούδι;
Η χρηστικότητα του τραγουδιού στην Ελλάδα ήταν πάντα παρούσα. Χορός, νυφοπάζαρο, καντάδες, γλέντι, διαδηλώσεις…Κάποτε ο προβληματισμένος νέος ήταν ο ερωτικός. Ο ψαγμένος, ο καλλιεργημένος. Αλλοτε ο πολιτικοποιημένος, Γι΄ αυτό το τραγούδι αυτό είχε μια πρακτική εφαρμογή στη ζωή τους. Τώρα ισχύει το αντίθετο. Ο απροβλημάτιστος, ανέμελος, bon viveur main stream συμβιβασμένος είναι ο καλός γαμπρός. Οχι βέβαια σε όλο το μήκος και το πλάτος της κοινωνίας. Οι ανήσυχοι νέοι, κάπου το 15-20 τοις εκατόν είναι οι λούμπεν διανοούμενοι, δηλαδή αυτοί που λχ υπηρετούν με την ράπ την ανεπεξέργαστη ανάγκη τους για ποίηση, φιλοσοφία, ή κοινωνική αντίσταση. Τιμώ όμως αυτή την λούμπεν διανόηση και θα ήθελα πολύ να της απευθυνθώ με την αθωότητα που της αξίζει.
Έχουμε σ’ αυτούς τους 3 κύκλους τραγουδιών ποιητική συνύπαρξη του Βιγιόν με τον Λαπαθιώτη τον Μπρεχτ και τον Αριστοφάνη. Αυτό είναι αιρετικό;
Μπά καθόλου. Αυτοί θα κάναν τρελή παρέα, ίσως να κάνουν κιόλας, τους ξέρει, εκεί που είναι τώρα. Στην κόλαση πιθανόν. Αλλά τους τέτοια παρέα κάνει την κάθε κόλαση έναν ακραία ενδιαφέροντα χώρο. Το αιρετικό τους θέμα είναι διαφορετικό τελείως στον καθένα- και αυτό με τρελαίνει αλλά και κάνει το έργο πολυδιάστατο και τόσο εκτεταμένο. Τους ο κύκλος θα είναι 30 τραγούδια. Το ήδη αναρτημένο τρίτο μέρος απλά περιλαμβάνει τους χρονικά 12 τελευταίες συνθέσεις.
Πάντως η εμφάνιση του Βιγιόν ή του Μπωντλέρ στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι είναι εκ των πραγμάτων αιρετική επιλογή. Αν προσθέσουμε και τους Auden, Larkin, Yeats, Cavalcanti, John Donne, τότε ίσως πιστεύετε βαθιά πως ο σύγχρονος έλληνας εξακολουθεί να βυθίζεται ακόμα στην ποίηση. Ή μήπως όχι;
- Αμα δεν ξέρει τι ακούει ο Έλληνας το ακούει ακομπλεξάριστα. Ακούει δηλαδή τα πάντα και ας μην καταλαβαίνει τα πάντα. Άλλωστε η ποίηση είναι κύρια υπαινιγμός Ο νοητός ήλιος της Δικαιοσύνης, η δοξαστική Μυρσίνη, το τετράφυλλο δάκρυ της ψυχής… άραγε πόσοι από τους ακροατές ξέρουν να σας πουν τι σημαίνουν. Διαισθητικά αντιλαμβάνονται το μείζον και το αφηρημένο γύρω από τους στίχους αυτό τους αρκεί. Μπροστά σε αυτόν τον υπερρεαλισμό του Αξιον Εστί λχ οι ποιητές του Αιρετικού είναι ρεμπέτικα στιχάκια. Γιατί στην μεγάλη ποίηση με γοητεύει αυτή η καίρια σύμπτυξη του ακριβού νοήματος ή αισθήματος. Σύμπτυξη δοσμένη με λακωνική αμεσότητα που κάνει το ποίημα εξ ορισμού λαϊκό στίχο. Απολύτως κατανοητό αμέσως. Η φυσική καλλιέργεια του λαού είναι εξ άλλου πάντα ο προθάλαμος για κάθε επαφή με την τέχνη. Και είναι φυσικά ο πρώτος στρατηγικός στόχος μιας σύγχρονης παιδείας.
Εν τέλει, όταν έχετε απέναντί σας ποιητικό έργο και μάλιστα τέτοιας εμβέλειας το ακολουθείτε χωρίς δεύτερη σκέψη ή το βάζετε να υπακούσει σε μια τραγουδιστική φόρμα ώστε να καταστεί πιο άμεσο και οικείο;
Το τραγούδι είναι η μητέρα της ποίησης. Το κάθε μεγάλο ποίημα λοιπόν υπαινίσσεται το μεγάλο τραγούδι που το γέννησε. Ο ρόλος μου είναι να το ακούσω, να του δώσω ηχητική υπόσταση. Δηλαδή, εάν το ακούσω το καταγράφω. Κάτι τέτοιο. Εάν όχι, το αφήνω στο τυπωμένο χαρτί μέχρι να το ακούσω ίσως μια άλλη μέρα.
Σε μια εποχή απόλυτης ανεκτικότητας, πως μπορεί να είναι κάτι αιρετικό;
– Μιλάμε φυσικά ότι απευθυνόμαστε σε μια μειοψηφία της πνευματικότητας, της ευαισθησίας, της ανησυχίας. Αυτή η σημαντική μειοψηφία, για την οποία μόνο κατηγόριες θα ακούσεις από τους πολιτικάντηδες και τους βιομηχάνους της τέχνης, αυτή που στηρίζει την ίδια την ιστορική ύπαρξη και τη συνοχή της κοινωνίας μας, είναι η καταραμένη «ελίτ», οι λίγοι, οι σνόμπ και ότι άλλο μπορούν να προσάψουν και να πουν οι ξεπουλημένοι του main stream, της επιτυχίας και της πλειοψηφίας. Αγνοούν φυσικά ότι η δημοκρατία είναι σπουδαίο πολίτευμα γιατί με αυτήν τιμάται και προστατεύεται η μειοψηφία και όχι για να την εξολοθρεύει η πλειοψηφία. Εξ άλλου φόρους πληρώνει –εννοείται-και η μειοψηφία του πνεύματος. Γιατί τίποτε δεν πρέπει να μας απευθύνεται, να μας ανήκει; Ας εξαιρεθούμε επιτέλους από την φορολογία τουλάχιστον!
Να πάμε λίγο eurοvision. Τι θάπρεπε κατά τη γνώμη σας να στείλουμε φέτος;
– Megalo vodi patei tin glossa mou.
Αυτά τα 2 πλοία του Φίλιπ Λάρκιν, τα οποία έχετε εντάξει στον κύκλο του Μεγάλου Αιρετικού με έξοχο τρόπο, τελικά μένουν στη στεριά ή ανοίγουν πανιά; Διότι η ζωή μας θέτει πάντα αυτό το δισταγμό…
– Και τα τρία φεύγουν, και καταταλαιπωρούνται, κανένα δεν ευτυχεί. Απλά τα δύο γυρίζουν τελικά κενά, πάνω στην θάλασσα τη στείρα! Μόνο το τρίτο, το πλοίο του Βορρά εν γνώσει του από την αρχή, φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ αλλά χάνεται στο όνειρό του.
Μαθαίνουμε πως ετοιμάζετε και πάλι την παράσταση του Μόμπυ Ντικ. Θα έχει καινούργια στοιχεία; Πάντως δεν την προλάβαμε καλά- καλά λόγω πανδημίας. Πότε θα την παρουσιάσετε;
– Οχι σε επίπεδο έργου αλλά σε επίπεδο συντελεστών θα υπάρχουν δύο σημαντικές αλλαγές σε μη πρωταγωνιστικούς αλλά σημαντικούς ρόλους. Δηλαδή κάποιοι συντελεστές που δεν τους πρόλαβα πέρυσι τώρα τους έχουμε. Τρελό είναι ότι δεν έκανα καμιά προσπάθεια για αυτό. Και οι περσινοί συντελεστές ήσαν άψογοι. Απλά όχι η πρώτη μου σκέψη, όταν το έγραφα ¨Έγινε καρμικά -όπως λέτε στο Παγκράτι. Αλλά θα υπάρχει και το cd με το έργο για πάντα βουλόμενο. Τεράστια εργασία σε μέγεθος θα ήταν και μόνον αυτό…
Υπάρχει τελευταία μια τάση διασκευών παλιών ελληνικών τραγουδιών, ελαφρών και λαϊκών, με μίξη άλλων ρυθμών ή σε φόρμες ηλεκτρονικής μουσικής. Έχει κάποιο νόημα μια τέτοια απόπειρα;
– Νομίζω ότι συνολικά πάσχουμε ως ακροατήριο, κυρίως όταν ενεργούμε σε κλίμα καθημερινότητας, δηλαδή δεν βάζουμε τα «καλά μας», από μια τρομερή κακογουστιά. Είναι η ίδια κακογουστιά που μας φαίνεται εξυπνάδα- να αλλάξουμε τα φώτα σε ένα θεατρικό έργο για να το εκσυγχρονίσουμε. Καμιά κινηματογραφία ή τηλεόραση στον κόσμο δεν διανοείται να κάνει ντοκυμαντέρ λχ για το Πωγώνι και την ώρα που οι γιαγιάδες του χωριού εξηγούν πώς φτιάχνουν τις πίττες, η την ώρα που βλέπουμε τα γραφικά χωριά του Πωγωνίου να βάζει υπόκρουση ο σκηνοθέτης Doors, Pink Floyd ή ότι άλλο άκουγε ως έφηβος στις εκδρομές του. Κανείς δεν θα έδειχνε την πατρίδα του με την μουσική μιας άλλης. Ομως σε εμάς αυτό είναι μοντερνιά. Αν το βλέπαμε σε ντοκυμαντέρ ενος Σύριου για την Συρια δε θα γελούσαμε; To ίδιο παράταιρο είναι και με τον χρόνο. Να ακούς την Βέμπο με λούπες, τον Χιώτη, που ούτως ή αλλως φλέρταρε με το λάτιν μεταπλάθοντας το σε ελληνικό, ντυμένο από πάνω μέχρι κάτω Μεξικάνο η Βραζιλιάνο ποπ καλλιτέχνη του σήμερα. .Η τον υπόπτως συμπαθή Σάκη Ρουβά να τραγουδάει Αξιον Εστί για να το «εκσυγχρονίσει», να το μάθουν το έργο και οι Ρουβίτσες,. Ας ας μη φοβόμαστε. Το μη βιώσιμο πάντρεμα ετερογενών αποθνήσκει και το σπανιώτερο βιώσιμο επιζεί οδηγώντας στο νέο.
Και στο ζήτημα των δικαιωμάτων; Μπορεί δηλαδή να διασκευάζονται τα πάντα;
– Αυτά με άδειες γίνονται. Με λεφτά δηλαδή. Και μάλιστα ενίοτε και πολλά. Τα δικαιώματα το ευνοούν γιατί τιμολογούν την βλαχιά. Αρα παρέχουν την άδεια. Είναι θέμα τιμής. Ωστόσο η διαδικασία που ακολουθεί η λαϊκή παράδοση είναι ακριβώς αυτό. Χίλια παράταιρα παντρέματα και ξαφνικά κάτι το επιτυχές και βιώσιμο δημιουργεί την εξέλιξη. Απλά πρέπει σαν πειραματόζωα να φάμε πολλή μπούρδα μέχρι να πετύχουνε κάτι καλό.
Εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί να μην κάνουμε ραπ διασκευές στις σονάτες του Σοπέν;
-Δεν μου φαίνεται κακή ιδέα. Δεν υπάρχουν καν δικαιώματα. Δεν είναι θέμα είδους. Υπάρχει δυνατότητα σε όλα τα είδη να μεταφέρουν ουσία και συγκίνηση.
Το ζήτημα μας διασκευής είναι ένα μεθοδολογικό ζήτημα. Φέρνουμε στα δικά μας μέτρα έργα άλλων εποχών και άλλων πολιτισμών. Θα μπορούσαμε να βάψουμε τα αρχαία μνημεία;
-Βαμμένα ήταν και μάλιστα κάποιοι τα βάψαν ψηφιακά βασισμένοι στα ψήγματα χρώματος που βρήκαν πάνω στα μάρμαρα. Το αποτέλεσμα είναι σοκαριστικό. Τα αρχαία κάποτε ήταν λαμπερά χρωματιστά κτίσματα και καλλιτεχνήματα.
Υπάρχει μια γενική τάση εκ θεμελίων αναθεώρησης, όχι μόνον στο θέατρο και τη μουσική, αλλά παντού, ακόμη και στην ιστορία ή κυρίως στην ιστορία. Μην ξεχνάμε ότι μόλις κόπηκε στο Χάρβαντ η χρήση ελληνικών και λατινικών…
– Οι ιδέες είναι εργαλειοθήκη. Αν λχ τα κλειδιά δεν χρειάζονται πια γιατί μπαίνεις παντού με δακτυλικό αποτύπωμα, θα τα πετάξεις. Η θα τα χρειαστείς για να ανοίξεις το παλιό σου σπίτι, το πατρικό. Η Ευκλείδεια Γεωμετρία δεν ξεπεράστηκε, απλά κάποιες μας εξηγούν καλύτερα το σύμπαν. Το πρόβλημα ωστόσο με την κατάργηση των αρχαίων γλωσσών μας είναι το ακριβώς αντίθετο. Καμία γλώσσα δεν βρέθηκε αρτιότερη από την αρχαία ελληνική. Αρα η κατάργηση της είναι αυτοκτονική πράξη. Για τα λατινικά ίσως δεν μπορώ να πω το ίδιο, όσο υπέροχη και εάν είναι ως γλώσσα.
Υπάρχει και εδώ σε μας ομάδες που λένε πως ο Σεφέρης και ο Ελύτης είναι εθνικιστές.
– Ο εθνικιστής, ο ρατσιστής κλπ είναι και αυτός, όπως ο καθένας μας, οπαδός μιας κοινώς αποδεκτής αξίας, όπως λχ η αγάπη για την πατρίδα σου, για την θρησκευτική σου πίστη, την εκτίμηση στην φυλή σου κλπ. Ομως τέτοιος είναι εξ ημών αυτός που αλλάζει τη θέση των αξιών στον πίνακα προτεραιοτήτων του. Αυτών που βάζουν κατώτερη αξία πάνω από την ανώτατη που είναι η αγάπη και η πίστη στον πλησίον, στον άνθρωπο. Κάθε φιλόπατρις λχ γίνεται εθνικιστής άμα η αγάπη του για την πατρίδα του ξεπερνάει την αγάπη του για τον Άνθρωπο κοκ . Έτσι ο ναζί έκαιγε τους Εβραίους στο όνομα της Γερμανίας κλπ Η αγάπη για την πατρίδα σου από μόνη της είναι φυσιολογική, να μην πω θαυμάσια. Πόσο μάλλον εάν αυτή η πατρίδα είναι κατ΄ ουσίαν φιλοσοφία που αναδεικνύει τον ανθρωποκεντρισμό.
Σε αυτή την προσέγγιση μου όμως προσθέτω και την δεύτερη παράγραφο, φασισμός είναι και το να ακυρώσεις τελείως κάποια ανθρώπινη αξία, να την αποσβήσεις από τον χάρτη ως περιττή με επιβολή ακόμα και στο όνομα μιας πιθανώς ανώτερης. Κοντολογίς η ελληνική φιλοσοφία διατηρεί μιαν αστείρευτη πολυφωνία και μια υγειή ρευστότητα στον καθορισμό και την αλληλοεπίδραση τους. Αυτή η ρευστότητα δίνει ελεύθερη ζωή, εξελιξιμότητα και χάρη στην με μέτρο φιλοσοφημένη πραγματικότητα του έλληνα.
Μέγιστο παράδειγμα η αφομοίωση της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας από τους έλληνες πατέρες
– Δεν πρόκειται περί αφομοιώσεως ακριβώς. Πρόκειται για την εξέλιξη του μέρους της που θεωρήθηκε τότε «αδελφό» από τις νέες αξίες. Η ελληνική φιλοσοφία δεν είναι μία, δεν υπάρχει καν μιά κυρίαρχη. Είναι όλα όσα μπορεί να επινοήσει και να δομήσει. ο ελεύθερος νους στην (εν γνώσει του μάταιη) αναζήτηση της ουτοπικής αλήθειας. Το άνυσμα και η προσέγγιση εξασφαλίζουν την εξέλιξη και την ανθρώπινη ελευθερία. Αυτή την παραδοχή της ουτοπικότητας δεν την έχουν λχ οι φιλοσοφούντες α λα ελληνικά Γερμανοί Ναζί. Και θέλησαν να κάνουν πράξη το απόλυτο στο οποίο εκείνοι κατέληξαν.
Θάθελα τον πιο αγαπημένο σας έλληνα συνθέτη, τραγουδιστή και τραγουδίστρια. Ένα όνομα.
– Ο Μίκης Χατζιδάκις, η Φλέρυ Μοσχολιού και ο Στέλιος Μπιθικώτσης.
Αυτές οι μεγάλες συνθέσεις του Μίκη, Πνευματικό Εμβατήριο, Άξιον Εστί, Κάντο Χενεράλ, τι σας έχουν δώσει; Πως τις ακούτε σήμερα;
Είναι ένα είδος που εξέλιξε το ελληνικό μουσικό ιδίωμα με ένα τεράστιας σημασίας βήμα και πέρα από το αυτοκαταναλισκόμενο φολκλόρ της μετα-ρεμπέτικης και αστυφιλικής Ελλάδας. Το φολκλόρ υπάρχει ακόμα στα έργα αυτά αλλά σαν άλλοθι, σαν άγκυρα, για να μη φύγει πιο μακριά το καράβι. Χωρίς αυτά τα έργα εγώ τουλάχιστον θα ψαχνόμουνα ακόμα (στα συμφωνικά μου έργα) με την επινόηση μιας ελληνικότητας χωρίς φολκλόρ. Ομως ο σπόρος αυτός ήδη υπάρχει στο κέντρο ή στις παρυφές αυτών των προγενέστερων έργων. Οφείλω πολλά σε αυτά. Βάζω και τον Γιάννη Μαρκόπουλο σαν μια κορυφή αυτής της μεγάλης οροσειράς. Ομως και σε απλούστερα τραγουδιστικά έργα υπάρχει μεγάλη τέτοια κληρονομιά. Ο Ξαρχάκος. Ο Γλέζος, ο Μαμαγκάκης (υπερπολύτιμος πειραματιστής-ερευνητής και μέγας δημιουργός) ακόμα ο Λίνος Κόκοτος και μη ξεχνάμε τον Μεγάλο Μινόρε μας του τραγουδιού, τον μεγάλο βάρδο της μουσικής καθημερινότητας μας, τον Γιάννη Σπανό. Αυτή η ομάδα (σίγουρα ξεχνάω κάποιους) όλοι μαζί όμως, μάς πήγαν σιγά σιγά πιο πέρα από την απίστευτου μαγνητισμού γοητεία του ρεμπέτικου και πρώτου λαϊκού που ομολογώ ακόμα δεν έχουμε ξεκολλήσει απόλυτα. Και ούτε πρόκειται -νομίζω. Εγώ μάλιστα δεν το θέλω.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Σικελιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.