Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Ρόντρικ Μπήτον και τα 200 χρόνια από το 1821

Από την πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Μάρα Ζαχαρέα, κυκλοφόρησε ένα πλάνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου στο γραφείο του πρωθυπουργού φαίνεται το βιβλίο του Ρόντρικ Μπήτον, Ελλάδα η βιογραφία ενός έθνους στην αγγλική του έκδοση:
sygxrono-ethnos
Το βιβλίο μπορεί να ξέμεινε τυχαία, ή να τοποθετήθηκε σκοπίμως από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ή το επιτελείο του. Μικρή σημασία έχει. Εκείνο που η φωτογραφία δείχνει ούτως ή άλλως, είναι το ιδεολογικό κλίμα που αυτήν την στιγμή επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου, περί των εορτασμών του 2021, και μέσω αυτών για το ίδιο το ελληνικό έθνος και την ιστορία του.
Ο Beaton ήταν επί 30 χρόνια κάτοχος της έδρας των Ελληνικών Σπουδών («Κοραή») στο πανεπιστήμιο King’s Collegeτου Λονδίνου. Συμμετέχει στην Επιτροπή 2021, μαζί με τον Ρήτσαρντ Κλόγκ και τον Μαρκ Μαζάουερ αντιπροσωπεύουν μια βρετανική προσέγγιση στον σύγχρονο ελληνισμό, ‘μετα-αποικιακή’ θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, όχι για την θεωρία της, σίγουρα όμως για τις αποδομητικές της προθέσεις. 
Τα Χριστούγεννα του 2019, ο Μπήτον, παραχώρησε μια συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτογιάννη, για λογαριασμό της ιστοσελίδας lifo.gr. Εκεί υποστηρίζει ότι η αντίληψη της οθωμανικής κυριαρχίας ως ‘σκλαβιάς’ είναι περισσότερο μια ιδεολογική κατασκευή των φιλελλήνων περιηγητών, παρά ένα αίσθημα που χαρακτήριζε την συνείδηση του υπόδουλου ελληνισμού:    
« — Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το ελληνικό έθνος οι ίδιοι οι Έλληνες έχει επηρεαστεί περισσότερο από τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας ή από τον εξωραϊσμένο τρόπο που μας έβλεπαν οι αρχαιολάτρες Ευρωπαίοι φιλέλληνες περιηγητές;
Και τα δύο. Και μου κάνει εντύπωση ότι, σε κείμενα ξένων περιηγητών, Άγγλων, όπως ο Βύρωνας, αλλά και Γάλλων του 18ου αιώνα, ενώ διαβάζεις ότι οι Έλληνες ζουν ως σκλάβοι των Τούρκων, είναι φανερό ότι οι συγγραφείς τους πάλευαν να κατανοήσουν πώς γίνεται ένας λαός να ζει σε εθελοντική σκλαβιά. Και ο όρος «σκλαβιά» ανήκει πιο πολύ στους περιηγητές και όχι στους ντόπιους. Γιατί ένας οξυδερκής άνθρωπος, όπως ήταν ο Βύρωνας, καταλάβαινε ότι ο μέσος Έλληνας, πολλοί Ρωμιοί τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν είχαν καθόλου την αντίληψη της σκλαβιάς. Οι ξένοι είναι που μεγάλωσαν με την έννοια της κλασικής και της αρχαίας Ελλάδας ως γενέτειρας της πολιτικής ελευθερίας όλου του κόσμου κι έτσι ξαφνιάζονται βλέποντας τους Έλληνες σε κατάσταση υποτέλειας. Κείμενα του ελληνικού Διαφωτισμού αναφέρονται με πολύ διαφορετικούς τρόπους στην οθωμανική κυριαρχία. Πολλές φορές, Έλληνες πολύ έξυπνοι και μορφωμένοι γράφουν με αρκετό σεβασμό για τον σουλτάνο, αποδίδοντάς του μάλιστα τον βυζαντινό τίτλο του «βασιλέως».

[…]
Έχω αρχίσει να προβληματίζομαι σοβαρά μήπως η καθιερωμένη αντίληψη των 400 χρόνων σκλαβιάς δεν ανήκει τόσο στους υπόδουλους Έλληνες αλλά στους ξένους παρατηρητές, που τους την αποδίδουν. Ο εορτασμός της επετείου του 1821 θα είναι μια ευκαιρία για να επανεκτιμηθεί και να επαναξιολογηθεί το παρελθόν.»
Η «πρωτότυπη» προσέγγιση της Τουρκοκρατίας ως ‘εθελούσιας σκλαβιάς’, συγκρούεται βεβαίως με την πραγματικότητα των 124 ξεσηκωμών ενάντια στην οθωμανική κατοχή, του παιδομαζώματος, των διωγμών, της σκληρής φορολογίας καθώς και της εφαρμογή θρησκευτικού απαρτχάιντ. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίον πρέπει να γιορτάσουμε την επέτειο από το 1821, πρέπει να οδηγήσει στην «επαναξιολόγηση του παρελθόντος». Με λίγα λόγια, να ξαναγράψει η Επιτροπή την Ιστορία της Επανάστασης με την ευκαιρία της επετείου της.
Στη συνέχεια ο Μπήτον δεν παραλείπει να αναφερθεί σ’ έναν ακόμα χαρακτηριστικό μύθο της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας, ότι τα κρυφά σχολειά είναι «ψεύτικα». Συγκαλύπτεται έτσι, η συχνή και βίαιη απαγόρευση κάθε εκπαιδευτικής δραστηριότητας των υπόδουλων ραγιάδων, σε αρκετές τεκμηριωμένες περιπτώσεις ακόμα και του να μιλιούνται τα ελληνικά. Καθώς και ο πολύμορφος ρόλος της Εκκλησίας στον φωτισμό του γένους και την εθνεγερσία, που συμπυκνώνεται εξάλλου στην εμβληματική φιγούρα του Άγιου Κοσμά του Αιτωλού.
Φυσικά, η υποτίμηση του ιστορικού βιώματος των Ελλήνων, που σε άλλες πιο φωτεινές εποχές μεταβλήθηκε και σε επιστημονική κατάκτηση από την ελληνική ιστοριογραφική επιστήμη, δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει και στην υποτίμηση του παρόντος της ελληνικής κοινωνίας: «Αν το πείτε αυτό στον μέσο Έλληνα, θα ξαναβγεί, φοβάμαι, στους δρόμους με εικόνες, φουστανέλες και αγιαστούρες!» θα παρατηρήσει η δημοσιογράφος, και ο Ρόντρικ Μπήτον θα βρει την ευκαιρία να επιστρατεύσει την φλεγματικότητά του «Ναι, είδα τι έγινε στις Πρέσπες».
Η οπτική του Μπήτον είναι εξόχως χαρακτηριστική για το αφήγημα που προσπαθεί να επιβάλει στο ελληνικό κράτος η διαβόητη πλέον επίσημη Επιτροπή για τον εορτασμό του 1821. Ένα αφήγημα το οποίο συγκρούεται με την ίδια την εθνική μνήμη, αποτυγχάνοντας έτσι ήδη από το στάδιο της πρώτης προπαρασκευής στον υπέρτατο τελικό στόχο των επίσημων εορτασμών: Να ενώσει τους Έλληνες στον εορτασμό 200 χρόνων συγκλονιστικά ταραγμένου και εναγωνίως ελεύθερου βίου.
Το πολιτικό κεφάλαιο του 1821 είναι δίκοπο μαχαίρι. Στην μια του πλευρά, έχει καταφέρει να παραμείνει ατόφιο: Το καταπληκτικό με την Επανάσταση του 1821, είναι ότι παρ’ όλες τις εμφύλιες ματαιώσεις της, παραμένει κατ’ εξοχήν σύμβολο ενότητας, και έχει καταφέρει να υπερβεί κάθε διαίρεση που διαπέρασε το σώμα της ελληνικής κοινωνίας τα διακόσια αυτά χρόνια που μεσολάβησαν. Τι πιο σίγουρη πολιτική επένδυση, λοιπόν για εκείνους που θα αρκούνταν να γιορτάσουν την επέτειό του με το να εστιάσουν σε αυτήν την κύριά του διάσταση;
Από την άλλη, η αποδόμησή του πλήττει βαθιά το εθνικό αίσθημα των Ελλήνων, το οποίο έχει πληγωθεί αρκετά τις τελευταίες δεκαετίες. Ο πρωθυπουργός και οι σύμβουλοί του, έχουν υποτιμήσει την διάσταση αυτή του ζητήματος, θα αρχίσουν εντούτοις σιγά σιγά να ανακαλύπτουν το μέγεθος του πολιτικού κόστους που συνεπάγεται. Κυρίως στο ότι υπονομεύει αντί να ενισχύει το άνοιγμα που επιθυμεί προς το Κέντρο, προκειμένου να μεταβάλει την εκτίμηση που χαίρει μέχρι στιγμής σε πολιτική ηγεμονία. Η «Επιτροπή», όμως, με τις αποκοτιές της, τον τραβάει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Με τους εορτασμούς του 1821, οι κυβερνώσες ελίτ παίζουν ένα βαρύ για το πολιτικό κεφάλαιό τους χαρτί: Σε τελευταία ανάλυση είναι ζήτημα πολιτικής αξιοπιστίας της (κάθε) κυβέρνησης το να καταφέρει να ενώσει σε αυτό το συμβολικό επίπεδο μια βαθύτατα διχασμένη αλλά και έντονα δυσπιστούσα ως προς τους θεσμούς κοινωνία. Ο ρόλος που καλούνται να παίξουν είναι εθνικός, ο ίδιος ο χαρακτήρας των εορτασμών το ζητεί, εντούτοις η εθνομηδενιστική τους ιδεολογία είναι εντελώς ασύμβατη για κάτι τέτοιο
[a-r.gr]

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.