Το κείμενο πού ακολουθεί είναι, ή εισήγηση του κοινωνιολόγου Νίκου Πουλαντζά στη «Συνδιάσκεψη για την Παιδεία», που οργανώθηκε από τους συλλόγους Διπλωματούχων Μηχανικών τον Μάιο του 1975 στο Ε.Μ.Π.
Αρχίζοντας την ομιλία αυτή μέσα σένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και γνωρίζοντας πόσο όσοι βρίσκονται σ’ αυτό έχουν την τάση να υπερτιμούν τον κοινωνικό ρόλο του, θα σημειώσω δύο πράγματα:
α) Ότι οι βασικές κοινωνικές αλλαγές γενικά δεν εξαρτώνται βασικά από την Παιδεία, αλλά παίζονται άλλου.
β) Ότι οι αλλαγές στην ίδια την Παιδεία εξαρτώνται βασικά από αλλαγές σε άλλους, βασικότερους κοινωνικούς τομείς.
1. Ρόλος της Παιδείας (δημοτικό, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο) σε σχέση με τις κοινωνικές τάξεις
Αυτό είναι το πρωταρχικό πρόβλημα. Το σχολικό σύστημα είναι ένας μηχανισμός αναπαραγωγής των ταξικών διαφορών, κυρίως όντας ένας μηχανισμός πού κατανέμει τούς συγκεκριμένους ανθρώπους ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάζεις.
Τί όμως εννοούμε, με αυτό; Για να έχουμε μια παραστατική εικόνα, θα πω ότι οι παραγωγικές σχέσεις, σε μια κοινωνία, γενικά, προσδιορίζουν ορισμένες θέσεις, τις οποίες καταλαμβάνουν διάφορα άτομα. Στο καπιταλιστικό σύστημα οι δύο βασικές θέσεις είναι το κεφάλαιο και ή μισθωτή εργασία. Αυτές πληρώνονται από ορισμένα άτομα και δίνουν την αστική τάξη και την εργατική τάξη. Αλλά βέβαια, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την μικροαστική τάξη, με τις αγροτικές τάξεις κ.λ.π.
Το πρόβλημα στο καπιταλιστικό σύστημα είναι το ακόλουθο: Ποιά άτομα θα γίνουν αστοί, μικροαστοί, εργάτες κ.λ.π. Γιατί εδώ δεν έχουμε τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα, όπου κάθε ένας άνηκε από γεννησιμιού του τυπικά σε μια τάξη, όπως δούλος ή ελεύθερος π.χ. ή όπως στη φεουδαρχική τάξη.
Τυπικά, ένα άτομο δεν γεννιέται αστός, εργάτης, μικροαστός ή χωριάτης, αλλά γίνεται. Πού πάει να πει ότι ένας μικροαστός, μπορεί να γίνει αστός και αντίθετα κ.λ.π. Χρειάζεται ένας μηχανισμός ιδιαίτερος πού να κατανέμει τα άτομα στις θέσεις. Οι δύο βασικοί τέτοιοι μηχανισμοί είναι ή οικογένεια και το σχολικό σύστημα.
Ας δούμε τον περιορισμένο ρόλο του σχολικού συστήματος στις κοινωνικές αλλαγές. Πρώτα, δεν είναι τυχαίο ότι το σχολικό σύστημα κατανέμει ή κάνει, στη μεγάλη πλειοψηφία τούς εργάτες από παιδιά εργατών, τούς αστούς από παιδιά αστών κ.λ.π.
Αλλά ακόμα και αν πάρουμε την παράλογη υπόθεση ενός «απόλυτου εκδημοκρατισμού» του σχολικού συστήματος σε μια καπιταλιστική κοινωνία, ενός συστήματος πού θα έκανε δυνατή την απόλυτη κινητικότητα των ατόμων ανάμεσα στις θέσεις των κοινωνικών τάξεων.
Ας υποθέσουμε δηλαδή, ότι μέσα από ένα απόλυτα εκδημοκρατισμένο σχολείο, απ’ τη μια γενιά στην άλλη, όλα τα παιδιά αστικών οικογενειών γινόντουσαν εργάτες και τη θέση των αστών, τού κεφαλαίου, την καταλάμβαναν παιδιά εργατών. Τίποτα το βασικό δεν θα είχε αλλάξει στον καπιταλισμό, μόνο τα πρόσωπα. Το θέμα λοιπόν είναι πώς θα καταργηθεί ή εκμετάλλευση .
Το σχολικό σύστημα έχει περιορισμένο ρόλο σαν κατανεμητικό σύστημα. Στο πλάι του σημαντικό ρόλο παίζει και ή οικογένεια.
Μέσα στο σχολικό σύστημα, είναι περιορισμένος, απ’ αυτή την άποψη, ο ρόλος ειδικά της ανώτατης εκπαίδευσης. Ο βασικός ρόλος ανήκει στην κατώτερη εκπαίδευση κι έπειτα στην μέση. Εκεί παίζονται όλα και αποφασίζονται τα περισσότερα πράγματα. Το γεγονός αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτό, όμως έτσι εξηγείται άπλα με τον παράγοντα ηλικία. Χρειάζεται πιο βαθειά ανάλυση.
Πράγματι ποιά είναι ή εικόνα πού μας εμφανίζουν, απ’ αυτήν την άποψη, για το σχολικό σύστημα:
Μας παρουσιάζουν ένα σύστημα με βαθμίδες, όπου κάθε βαθμίδα είναι ενοποιημένη: Ανώτερη – Μέση – Κατώτερη.
Μας λένε πώς κάθε βαθμίδα είναι ενοποιημένη κι’ ότι μέσα σ’ αυτή, μέσα στο σχολείο, οι δυνατότητες είναι ίσες για όλους. Για το πέρασμα από τη μία βαθμίδα στην άλλη, γίνεται επιλογή με τούς διαγωνισμούς και τις εξετάσεις, οπότε: «οι καλύτεροι περνούν και νικούν».
Ή προοδευτική κριτική εντοπίζει την αίτια του γεγονότος της επιλογής στο ότι οι δυνατότητες, λόγω του κοινωνικού περιβάλλοντος των διαφόρων παιδιών, είναι άνισες. Δηλαδή αίτιες είναι οι εξωσχολικοί παράγοντες.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι ή επιλογή αυτή γίνεται μέσα στο ίδιο το σχολικό σύστημα (παράλληλα βέβαια από την οικογένεια). 0ι εισιτήριες εξετάσεις στο πανεπιστήμιο δίνονται βασικά και σε πλειοψηφία, πολύ νωρίτερα, ήδη απ’ το δημοτικό. Δεν υπάρχουν οριζόντιες διακριτές και ενοποιημένες βαθμίδες, παρά κάθετα κυκλώματα.
Ένα για τούς εργάτες και για ορισμένους μικροαστούς (υπάλληλοι) και ένα για τούς αστούς και τα ελεύθερα επαγγέλματα (ανώτερη μικροαστική τάξη). Τα δύο αυτά κυκλώματα διασχίζουν εξ’ υπαρχής όλη την Παιδεία. Σ’ αυτά τα κυκλώματα ορισμένα σχολεία (δημοτικά και γυμνάσιο) είναι στο ένα κύκλωμα, άλλα στο άλλο.
Στατιστικά μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών πού μπαίνουν σε ορισμένα δημοτικά και γυμνάσια έχουν ήδη στην τσέπη τους το εισιτήριο για το Πανεπιστήμιο. Άλλα, πού μπαίνουν σε διαφορετικά, το αντίθετο. Βέβαια είναι τελείως φυσικά τα περάσματα από το ένα κύκλωμα στο άλλο.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτοί πού πηγαίνουν στο Α σχολείο του Α κυκλώματος είναι οι πλούσιοι, οι αστοί. Αυτό όμως δε συμβαίνει πάντα. Παράδειγμα, το Πειραματικό, όπου πηγαίνουν παιδιά αστών, όχι όμως μόνο. Το ίδιο και το Βαρβάκειο. Τα παιδιά όμως πού πάνε εκεί, όντως διαχωρίζονται ήδη, για το μέλλον, ταξικά από άλλα.
Ανάφερα το ρόλο του σχολικού συστήματος και εδικά της ανώτατης Παιδείας σαν περιορισμένο σχετικά μ’ άλλα. Όμως παίζει ωστόσο ένα σημαντικό ρόλο. Δεν καθορίζονται όλα απ’ την οικογένεια και την προέλευση.
2. Παιδεία και κοινωνικό περιβάλλον
Θα αναφερθώ στη σχέση της παιδείας με την οικονομία, σημειώνοντας ότι όταν λέω οικονομία δεν την αντιδιαστέλλω προς τις κοινωνικές σχέσεις. Οι κοινωνικές σχέσεις ενυπάρχουν στην οικονομία.
α) Υπάρχει στενή σχέση, όμως όχι άμεση παρά έμμεση. Περνάει μέσα από την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών διαφορών.
β) Υπάρχει ή αντίληψη σε προοδευτικούς ανθρώπους και συχνά και σοσιαλιστές, για την περίφημη αναδιάρθρωση της Παιδείας, ώστε να προσαρμοστεί στην οικονομία: Ο εκσυγχρονισμός της Παιδείας.
Είναι ο σύγχρονος τεχνοκρατισμός. Τον βρίσκουμε στους προοδευτικούς, όμως υπάρχουν και σοσιαλιστές πού συμμερίζονται αυτή την άποψη. Πρόκειται για ένα μαρξιστικό οικονομισμό. Υποστηρίζουν πώς θα μπορούσε να υπάρχει μια οικονομική διαδικασία ταξικά ουδέτερη, καθ’ εαυτή. Το ξεδίπλωμα και ή πρόοδος των περίφημων παραγωγικών δυνάμεων θα έφερνε καθ’ εαυτή το σοσιαλισμό ή θα εμπεριείχε εν δυνάμει σοσιαλιστικά σπέρματα. Θα ήταν προοδευτική καθ’ εαυτή. Το να προσαρμοστεί λοιπόν η Παιδεία στις παραγωγικές δυνάμεις, στην οικονομία, θα ήταν ταυτόχρονα προοδευτικό εκσυγχρονιστικό και σοσιαλιστικό μέτρο.
Όμως δεν υπάρχει οικονομία καθ’ εαυτή. Υπάρχει καπιταλιστική οικονομία, σοσιαλιστική οικονομία και οικονομία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Δεν υπάρχουν παραγωγικές δυνάμεις καθ’ εαυτές, παρά κάτω από δοσμένες παραγωγικές σχέσεις. Έτσι έχουμε καπιταλιστικές παραγωγικές δυνάμεις, σοσιαλιστικές παραγωγικές δυνάμεις.
Ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Το κύριο θέμα: τί επιστημονικό δυναμικό έχει ακριβώς ανάγκη ή οικονομία και ή κοινωνία μας; Δίνουμε δύο παραδείγματα.
Χρειάζονται περισσότεροι γιατροί. Σωστά, αλλά από την άποψη των λαϊκών τάξεων. Ή καπιταλιστική σημερινή οικονομία, έστω και εκσυγχρονισμένη στην Ελλάδα, χρειάζεται περισσότερους γιατρούς;
Η καπιταλιστική οικονομία έχει ανάγκη από ιατρική σαν απλή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, όπου χρειάζεται. Στην Ελλάδα, εκεί πού χρειάζεται είναι υπεραρκετή, από την άποψη βέβαια των καπιταλιστικών συμφερόντων.
Περισσότεροι πολιτικοί μηχανικοί: τούς χρειάζεται ή οικονομία: Εδώ βλέπουμε την εξάρτηση από τις πολιτικές επιλογές της εξουσίας. Εξαρτάται από το αν πρέπει να χτίζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Εδώ παρεμπιπτόντως σημειώνω για τον περίφημο προγραμματισμό: Δεν υπάρχει ένας ουδέτερος προγραμματισμός για έναν ουδέτερο «εκσυγχρονισμό» της κοινωνίας. Βέβαια με ορισμένη έννοια, μπορεί να είναι προοδευτικός. Αυτό εξαρτάται από τη φύση της πολιτικής εξουσίας από τούς στόχους της.
Όμως οι κίνδυνοι από την έννοια του εκσυγχρονισμού είναι ακόμα περισσότεροι. Τί σημαίνει σήμερα προσαρμογή της ανώτατης παιδείας στην οικονομία; Σήμερα περνάμε μια δομική κρίση του καπιταλισμού κι’ όχι άπλα συγκυριακή. Μια από τις επιπτώσεις ή τα χαρακτηριστικά της, είναι ή ανεργία στον τομέα του επιστημονικού δυναμικού, της διανοητικής εργασίας.
Αυτό είναι καινούργιο φαινόμενο πού εμφανιζόταν μέχρι τώρα στην κυρίως εργατική δύναμη, τη χειρωνακτική. Στη διανοητική εργασία εμφανιζόταν μόνο συγκυριακά. Τώρα έχουμε δομική ανεργία στη διανοητική εργασία, πράγμα πού σημαίνει εφεδρική στρατιά άνεργων στη διανόηση (τεχνικοί, φυσικοί κλπ).
Τα αίτια αυτού του φαινομένου είναι: 1) Η αυτοματοποίηση και 2) Ο σχετικός εκδημοκρατισμός της ανώτατης Παιδείας πού επιβλήθηκε στην αστική τάξη. Τούτο συνοδεύεται συχνά από την έλλειψη εργατικής δύναμης στη χειρωνακτική εργασία.
Άρα τί σημαίνει προσαρμογή της ανώτατης Παιδείας στη σημερινή οικονομία; Είναι απλούστατο και το βλέπουμε στις προσπάθειες των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία κ.λ.π.). Τί σημαίνει απ’ αυτή την άποψη εκσυγχρονισμός της Παιδείας; Σημαίνει αναμφισβήτητα δρακόντειο περιορισμό του αριθμού των φοιτητών, αύξηση της επιλογής, αύξηση σημαντική των εμποδίων για την εισαγωγή στην Ανώτατη Παιδεία. Όλα αυτά αποδείχνουν πώς πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις έννοιες του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής
Αλλά ας πάμε και παραπέρα. Είδαμε τον κίνδυνο πού ενέχει ή προσαρμογή. Αλλά, επί τέλους, όλοι δεν είναι σοσιαλιστές. Ίσως πολλοί να θεωρούν αυτή την προσαρμογή, τον οικονομικό αυτό εκσυγχρονισμό, ευκταίο. Μπαίνει εδώ ένα άλλο πρόβλημα: Είναι δυνατή ή απόλυτη προσαρμογή του σχολικού συστήματος στην καπιταλιστική οικονομία; Όχι ευκταία, αλλά δυνατή, επιτεύξιμη;
Θα έλεγα όχι, ή μάλλον είναι δυνατή σ’ ένα πολύ περιορισμένο βαθμό. Παρεμπιπτόντως το σχολικό σύστημα είναι γενικά ο κρατικός μηχανισμός πού από τότε πού υπήρξε, βρίσκεται σε συνεχή αναμόρφωση.
Ό πρώτος λόγος είναι πώς στο καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει μια δομική διάσταση αναγκαία ανάμεσα στο σχολικό σύστημα και στην οικονομία, πού δεν μπορεί να καλυφθεί πέρα από ένα οριακό σημείο, από καμιά προσαρμογή. Γιατί συμβαίνει αυτό;
α) Ή αναρχία τής οικονομίας πού χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό: Συγκεκριμένα, εδώ η αναρχία της αγοράς εργασίας, δηλαδή της εργατικής δύναμης πού μορφοποιεί το σχολικό σύστημα και της εργατικής δύναμης πού ζητάει ή οικονομία. Δηλαδή ή εργατική δύναμη, ή διανοητική πού έχει ανάγκη ή οικονομία, αλλάζει πέρα από ένα σημείο κατά τρόπο απρόβλεπτο και συγκυριακό. Για παράδειγμα στις θετικές επιστήμες: Για μια στιγμή αναζητούνται πολλοί επιστήμονες. Ο αυτοματισμός οδηγεί σε ξαφνική ανεργία. Αυτό συμβαίνει περισσότερο σε μια εξαρτημένη οικονομία σαν τη δική μας, πού την πορεία της καθορίζουν τα συμφέροντα των πολυεθνικών.
Βέβαια στο σημερινό στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, πού συχνά τον ονομάζουν κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό, υπάρχει μια ορισμένη πρόβλεψη, ό προγραμματισμός. Αλλά, αντίθετα από την τεχνοκρατική αντίληψη του προγραμματισμού, από τον Κέϋνς στον Γκαλμπραίηθ, ότι τάχα αίρει την αναρχία της οικονομίας, την αναπαράγει μακρόχρονα. Παράδειγμα ή σημερινή κρίση.
β) Η δομική διάσταση. ανάμεσα στο καπιταλιστικό σχολικό σύστημα και την παραγωγή.
Αναφέρεται στην καπιταλιστική διάσταση, στον καπιταλιστικό διαχωρισμό, ανάμεσα στην πνευματική (διανοητική) εργασία και στην τεχνική πραγματική εργασία μέσα στη διαδικασία παραγωγής. Το σχολικό σύστημα, το πανεπιστήμιο, αναπαραγάγει κυρίως την διανοητική εργασία, διαχωρίζοντας την συνεχώς από την τεχνική εργασία και την χειρωνακτική. Κι’ αυτό όχι μόνο στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και στις φυσικές ή θετικές επιστήμες.
Για παράδειγμα, πόσοι από τούς μηχανικούς, πόσοι από τούς φυσικούς, και χημικούς, τούς γιατρούς, για να μη μιλήσουμε για τούς νομικούς κλπ., δεν αισθάνθηκαν ότι στα πανεπιστήμια και πολυτεχνεία αποχτούν θεωρητικές γνώσεις πού δεν τούς προετοιμάζουν καλά στην πραγματική τους εργασία; Και ότι τελικά έμαθαν την πραγματική πρακτική τους εργασία, πάνω στην άσκηση, έξω από τα πανεπιστήμια κ.λ.π.;
Το ίδιο θα έχουν αισθανθεί και οι φοιτητές των τεχνικών σχολών. Αυτό όμως αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, ένα δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού σχολικού συστήματος και όχι ένα φαινόμενο συγκυριακό, πού θα μπορούσε να αρθεί με ένα οποιονδήποτε εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής Παιδείας.
γ) Είπαμε ότι το σχολικό σύστημα αποτελεί μέρος του κρατικού μηχανισμού. Όπως και όλος ο κρατικός μηχανισμός, δεν αποτελεί ένα απλό εργαλείο ή μηχανή στα χέρια της αστικής τάξης, πού να τον χειρίζεται ελεύθερα, όπως θέλει, σύμφωνα με μια παλιά μηχανιστική μαρξιστική αντίληψη περί κράτους.
Ό καπιταλιστικός κρατικός μηχανισμός, βέβαια, εκφράζει αντικειμενικά τα μακροχρόνια συμφέροντα της αστικής τάξης. Αλλά έχει μια ιδιαίτερη σχετική αυτονομία πάντα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το σχολικό σύστημα, πού αποτελεί έναν ιδεολογικό κρατικό μηχανισμό και πού έχει μια ακόμα μεγαλύτερη αυτονομία από τον καταπιεστικό μηχανισμό (στρατός, αστυνομία, δικαιοσύνη, διοίκηση, κλπ.).
Ένας από τούς κυρίους λόγους είναι το ότι το κράτος εκφράζει ένα συσχετισμό δυνάμεων και ταξικής πάλης και αντανακλά την αντίθεση των καταπιεζομένων κοινωνικών τάξεων στην αστική εξουσία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το σχολικό σύστημα. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Ας ξαναγυρίσουμε στον κατανεμητικό ρόλο του σχολικού συστήματος. Αυτός ο ρόλος είναι πολύ περιορισμένος για την αστική τάξη και την εργατική τάξη: τα παιδιά τους γίνονται μέσα απ’ το σχολικό σύστημα, σε μεγάλη πλειοψηφία, αστοί ή εργάτες. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με την μικροαστική τάξη. Είναι ή τάξη πού παρουσιάζει τη σχετικά μεγαλύτερη (αν και καθ’ εαυτή περιορισμένη) κινητικότητα, ανιούσα και κατιούσα.
Δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών μικροαστικών οικογενειών (εμποροϋπάλληλοι, υπάλληλοι γραφείων, τραπεζών, του δημοσίου, σε ελεύθερα επαγγέλματα κλπ.), μέσω του σχολείου γίνονται αστοί ή εργάτες. Ιδιαίτερη σημασία έχει ή ανιούσα κινητικότητα. Δημιουργεί ψευδαισθήσεις στους μικροαστούς ότι μέσω του σχολικού συστήματος οι «καλύτεροι» και οι «πιο άξιοι» (και ποιοί γονείς δεν πιστεύουν ότι τα παιδιά τους είναι τα πιο άξια) θα καταφέρουν να ανέλθουν κοινωνικά, να γίνουν αστοί και σεβαστοί πολίτες. Στατιστικά βέβαια αυτό αποδείχνεται λαθεμένο.
Στην Ελλάδα παρουσιάζεται ένα τελείως ιδιαίτερο φαινόμενο και με την αγροτιά. Για ιστορικούς λόγους πολύπλοκους μιας εξαρτημένης κοινωνίας, παρατηρούμε μια ανιούσα κινητικότητα και ψηλή πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία παιδιών από κατώτερες τάξεις, σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη.
Είναι πολύ «δημοκρατική» απ’ αυτή την άποψη. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ή αστική τάξη, για να άρχει, έχει ανάγκη από συμμαχίες ορισμένων καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων, ή τουλάχιστον από μια ορισμένη ανοχή τους. Αυτό εξασφαλίζεται από το σχολείο για την μικροαστική τάξη και την αγροτιά.
Η μικροαστική τάξη, ή αγροτιά και ή εργατική τάξη στην Ελλάδα είναι ριζικά αντίθετες σε προσπάθειες της αστικής τάξης να προσαρμόσει το σχολικό σύστημα στις «ανάγκες της οικονομίας» και στις ανάγκες της.
Πού σημαίνει να ανακόψει με μια δρακόντεια επιλογή, αυτή την πρόσβαση, και να διακόψει τον πανεπιστημιακό πληθωρισμό. Το προσπάθησε συνειδητά και με συνέπεια ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο ίδιος και δεν τα κατάφερε. Εξ άλλου αυτή ή πρόσβαση γίνεται χωρίς κρατική ενίσχυση (υποτροφίες), παρά απ’ το υστέρημα των οικογενειών, πράγμα πρωτοφανές για ευρωπαϊκά δεδομένα.
Ο κύριος λόγος της αδυναμίας της αστικής τάξης είναι ότι δεν μπορεί να πάρει μέτρα ριζικά πού θα ξεσήκωναν κυριολεκτικά τούς μικροαστούς και την αγροτιά ενάντια της.
Πρέπει πάντα βέβαια να παίρνουμε υπόψη ότι το κύριο στοιχείο πού καθορίζει αυτή τη στάση είναι οι φοιτητικοί αγώνες. Εδώ βλέπουμε ένα ακόμα λόγο για τη δομική αδυναμία ολικής και απόλυτης προσαρμογής του σχολικού συστήματος και της ανώτατης παιδείας στην καπιταλιστική οικονομία, δηλαδή του περίφημου «εκσυγχρονισμού» του.
3. Ο κοινωνικός ρόλος του σχολικού συστήματος
Μετά απ’ όσα είπαμε, ας δούμε τον κοινωνικό ρόλο του σχολικού συστήματος. Ο βασικός του ρόλος είναι:
α. Σαν κατανοητικός μηχανισμός να διαιωνίζει, να εξασφαλίζει και να αναπαράγει τη διαίρεση των τάξεων, δηλαδή την άρχουσα τάξη και τις καταπιεζόμενες τάξεις. Τα παιδιά των αστών – εργατών και σε μικρότερο βαθμό των μικροαστών και αγροτών, καταλήγουν στην τάξη των γονιών τους ή τα παιδιά των αγροτών γίνονται εργάτες, ανήκουν όμως πάλι στις καταπιεζόμενες τάξεις.
β. Να διασφαλίζει την ταξική καταπίεση, όχι μόνο σαν κατανεμητικός μηχανισμός, αλλά και με τη διαμόρφωση, τη διαίρεση και την επιβολή της αστικής ιδεολογίας. Μια τάξη, ή αστική, δεν προσδιορίζεται μόνο οικονομικά, σαν εκμεταλλευτής των εργαζόμενων και με την κυριότητα των μέσων παραγωγής. Είναι αναγκαία ή ύπαρξη της άρχουσας ιδεολογίας, γιατί απλούστατα δεν μπορεί να άρχει μόνο με τη βία. Εδώ είναι γνωστά τα θέματα: το περιεχόμενο της παιδείας, ή ιδεολογία, ή πνευματική αστυνομοκρατία. Κι’ αυτό δεν γίνεται μόνο στις κοινωνικές επιστήμες, παρά και στις τεχνικές. Δεν είναι ουδέτερες αυτές. Σήμερα ο τεχνοκρατισμός είναι ή άρχουσα ιδεολογία της αστικής τάξης.
γ. Με την εσωτερική του δομή, ιεραρχική, αντιδημοκρατική, γραφειοκρατική, αυταρχική, να φτιάχνει όσο μπορεί όχι πολίτες υπευθύνους και ελεύθερους, αλλά πολίτες της υποτέλειας. Πού να μαθαίνουν πειθήνια υπακοή στις «αρχές».
δ. Διαιωνίζει και αναπαράγει τη διαίρεση μεταξύ διανοητικής (πνευματικής) εργασίας και χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι μια από τις βάσεις της ιδεολογικοπολιτικής καταπίεσης της εργατικής τάξης.
Όσο ανεβαίνουμε στο σχολικό σύστημα τόσο ισχύει αυτό περισσότερο, κι’ όχι μόνο επειδή τα παιδιά των εργατών – αγροτών αποκλείονται. Το σχολικό σύστημα στηρίζεται (όσο ανεβαίνουμε) σε μια μορφοποίηση πού περιφρονεί συστηματικά, τη χειρωνακτική εργασία, πού εκτιμά και δοξολογεί αποκλειστικά και μόνο τη «διανοουμενίστικη μόρφωση» και τις περίφημες «γνώσεις» πού φτιάχνει ανθρώπους πού περιφρονούν το «άξεστο εργατικό δυναμικό», τούς «αγράμματους», με την έννοια ότι δεν πέρασαν από όλες τις βαθμίδες της Παιδείας.
Αυτή είναι μια απ’ τις βάσεις για να διαχωρίσει και να διασπάσει η αστική τάξη τούς μικροαστούς από τούς εργάτες και τούς αγρότες. Μια από τις πτυχές αυτής της προσπάθειας ήταν ή αντιπαράθεση της δημοτικής και της καθαρεύουσας.
Αλλά το πρόβλημα δεν σταματάει εκεί. Δεν υπάρχει μόνο αυτή ή διάκριση διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας. Η διαίρεση αυτή αναπαράγεται, με τρόπο ειδικό, μέσα σε κάθε σκέλος της, και ιδιαίτερα μέσα στη διανοητική εργασία.
Μερικές διανοητικές εργασίες και διαδικασίες θεωρούνται σαν οι «χειρωνακτικές εργασίες», της διανόησης, με την κοινωνικοϊδεολογική έννοια του όρου. Για παράδειγμα μέσα στο ίδιο το πανεπιστημιακό σύστημα ή διάκριση ανάμεσα στα Πανεπιστήμια και στην Πάντειο, την ΑΣΟΕΕ κ.λ.π. το Πολυτεχνείο και τα διάφορα μικρά Πολυτεχνεία.
Είναι ή λογική της συνεχούς διαίρεσης, του διαίρει και βασίλευε για την αστική τάξη.
ε. Τέλος, σ’ αυτό το έτος της γυναίκας, πρέπει να σημειώσουμε ότι το σχολικό σύστημα γενικά, όσο ανεβαίνει, τόσο περισσότερο διαιωνίζει και αναπαραγάγει τη φυλετική διάκριση, σ’ όλες τις μορφές, άνδρα-γυναίκας, υπέρ του άντρα. Το μονοπώλιο της γνώσης, του λόγου, της γραφής είναι υπέρ του άνδρα. Στο διδακτικό προσωπικό οι γυναίκες, πού είναι άξιες, το πολύ-πολύ να γίνουν δασκάλες. Είναι χαρακτηριστικός ό αριθμός των πανεπιστημιακών καθηγητών.
Στο φοιτητικό χώρο έχουμε ανάλογα φαινόμενα, κι’ αυτό λόγω της ίδιας της δομής των Πανεπιστημίων. Ή κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει, χωρίς αλλαγές της δομής των Πανεπιστημίων, δομής βαθειά αντιδημοκρατικής. Και ή αντιδημοκρατική δομή ενισχύει αναπόφευκτα τούς ισχυρότερους άνδρες. Η εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άνδρα έχει τις βάσεις της στην ταξική διαίρεση, αλλά την ξεπερνά κατά πολύ.
Νομίζω, ότι πέρα από τον ρόλο του σχολικού συστήματος ή ανώτατη εκπαίδευση διαιωνίζει τις κοινωνικές τάξεις, τις διαμορφώσεις, με συνεχώς ανανεούμενες μορφές.
Αυτά είχα να πω, τελείως περιληπτικά. Θα τελειώσω, λέγοντας ότι ή μάχη για τον εκδημοκρατισμό των Πανεπιστημίων, έχει τεράστια σημασία μέσα σ’ αυτόν τον ειδικό χώρο, ανάλογα με άλλα θέματα πού έχει το σχολικό σύστημα και στα Πανεπιστήμια.
Φαντάζομαι, λοιπόν, έναν εκδημοκρατισμό με στρατηγική «περάσματος» σε μια ανεξάρτητη κοινωνία και όχι απλώς εκσυγχρονισμό στο σχολικό σύστημα και ειδικότερα στα Πανεπιστήμια.
«Δεν βόσκει κανείς ατιμώρητος στα λιβάδια της αστικής τάξης, δεν σπουδάζει ατιμώρητος στα πανεπιστήμιά της, δεν διαβάζει ατιμώρητος τα βιβλία της, δεν χρησιμοποιεί ατιμώρητος τις επιστήμες της… σχεδόν ανεπαίσθητα, καταπίνει το’ δηλητήριο της, παραλύει…»
Κάριν Στρούκ. Ταξική Αγάπη
(*) Ό Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936 και τερμάτισε τη ζωή του στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1979. Είχε σπουδάσει Νομική, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, Μονάχου και Παρισιού και είχε διδάξει σαν Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Παρισιού, Βενσέν, Φραγκφούρτης και στην Πάντειο.Η θεωριτική του συμβολή στα θέματα του κράτους, θεωρείται σημαντική.
Ανάρτηση από : http://kommon.gr
ΑΝΑΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://blogvirona.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.