Εννοώ αυτήν στη «19η συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με την ελληνική κυβέρνηση του Economist». Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που πάρα πολύ καθαρά και συνοπτικά εκθέτει τις απόψεις του – προφανώς και της κυβέρνησης – για το τι προσπαθεί να επιτύχει στις διαπραγματεύσεις, που συμφωνούν με τους δανειστές και τους θεσμούς και γιατί παρόλα αυτά δεν έχει επέλθει ακόμα συμφωνία.
Η ομιλία του αυτή αποτελεί και μια πάρα πολύ καλή άσκηση για όλους όσους διαφωνούν μαζί του και με την κυβέρνηση να την «λύσουν». Δηλαδή να διατυπώσουν όσο το δυνατόν πιο καθαρά και τεκμηριωμένα τις δικές τους απόψεις και αντιρρήσεις.
«Χοντρικά» μπορούμε να πούμε ότι αντιρρήσεις ή η κριτική σε όσα υποστηρίζει μπορεί να διατυπωθούν από δύο διαφορετικές σκοπιές. Η μία είναι αυτή που δεν αμφισβητεί το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα αλλά που ταυτόχρονα αναγνωρίζει πολλές δυσλειτουργίες του, πολλές αδυναμίες του, και προσπαθεί να τις απαλείψει, να τις βελτιώσει. Η άλλη είναι αυτή που ασκεί ριζική κριτική στο κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, που δεν πιστεύει ότι αυτό μπορεί να βελτιωθεί γιατί οι βασικές αρχές λειτουργίας και ύπαρξης του στηρίζονται και γεννάνε αξεπέραστες κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις, που καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να τις επιλύσει. Μόνο η αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος μπορεί να δώσει ένα τέλος σε αυτές τις αντιθέσεις.
Μέσα και στα δύο αυτά «στρατόπεδα» υπάρχουν σημαντικές διαφορές τόσο στην ερμηνεία των προβλημάτων όσο και στους τρόπους επίλυσης τους. Μπορούμε να πούμε ότι ο κ. Γ. Βαρουφάκης, με αυτά που λέει – αλλά και κατά καιρούς έχει γράψει – ανήκει στους κριτικούς εντός του συστήματος, άρα στους μεταρρυθμιστές του. Με τις προτάσεις του προσπαθεί να το διορθώσει και άρα να το διασώσει από τον κίνδυνο κατάρρευσης του. Δεν είναι από άποψη δικής του αρχής εχθρικός προς το υπάρχον κεφαλαιοκρατικό σύστημα – στο στάδιο μάλιστα του ιμπεριαλισμού. Άλλωστε δεν χρησιμοποιεί καθόλου αυτές τις δύο έννοιες. Δεν λέει δηλαδή ότι αυτό το πράγμα δεν διορθώνεται αλλά μόνον αλλάζει ριζικά, εκ βάθρων. Δεν υιοθετεί μια επαναστατική λογική.
Αυτό σημαίνει πώς δεν μπορούμε να τον κρίνουμε με βάση άλλα κριτήρια, εντελώς έξω από τα δικά του. Δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε ότι π.χ. δεν είναι «επαναστάτης», γιατί απλούστατα δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Είναι ένας πεπεισμένος μεταρρυθμιστής. Άρα αν κάτι πρέπει να απαντηθεί είναι αν έχουν ελπίδες επιτυχίας οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες θέλει να προωθήσει και, επίσης αν στην περίπτωση που τις επιτύχει αυτές είναι ικανές να λύσουν τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις ή να εξασφαλίσουν μια διαρκή και επωφελή για όλους ανάπτυξη της χώρας.
Ο κ. Γ. Βαρουφάκης αναγνωρίζει τα προβλήματα που πρέπει να λύσει η Ελλάδα και παράλληλα τα προβλήματα ή έστω το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε έτσι να διευκολυνθεί και επίλυση των προβλημάτων της χώρας μας. Θεωρεί ότι επειδή «Η Ευρώπη δεν έχει τη δομή διακυβέρνησης που απαιτείται για να μπορούμε να επιλύουμε αυτού του είδους τις διαφωνίες» - και σε αυτό συμφωνεί με τον κ. Letta - είναι οι πολιτικοί περιορισμοί που καθυστερούν την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας. Αυτή η άποψη είναι πολύ σημαντική, υποδηλώνει κάποια ευρωπαϊκή ή και παγκόσμια διακυβέρνηση. Αλλά αυτό άλλη φορά.
Ο κ. Βαρουφάκης δεν εκπλήσσει όταν λέει πώς «Ξέρετε, συμφωνούμε στα περισσότερα, συμφωνούμε ότι η Ελλάδα δεν πρέπει ποτέ ξανά να διολισθήσει στην αναξιοπρέπεια των πρωτογενών ελλειμμάτων, συμφωνούμε στο γεγονός ότι η αγορά εργασίας μας βρίσκεται σε οικτρή κατάσταση. Συμφωνούμε ότι το ασφαλιστικό δεν είναι βιώσιμο…Συμφωνούμε απολύτως στην ανάγκη διοικητικής μεταρρύθμισης, στο γεγονός ότι -θα το πω αγγλιστί- το Ελληνικό Κράτος για επιχειρηματίες και πολίτες συχνά είναι public enemy number one, συμφωνούμε ότι η επιχειρηματικότητα των νέων δεν ενισχύεται, το αντίθετο, ότι δύο-τρεις νέοι άνθρωποι για να δημιουργήσουν ένα startup αντιμετωπίζουν εχθρότητα από το κράτος, από το ασφαλιστικό σύστημα κι από το φορολογικό σύστημα.
Συμφωνούμε ότι η κρίση έχει δημιουργήσει συντριπτικές ανισότητες οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη στην κοινωνική συναίνεση που απαιτείται για ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Συμφωνούμε στο ότι υπάρχουν ολιγοπωλιακές πρακτικές στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών που κι αυτές με τη σειρά τους αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Συμφωνούμε με άλλα λόγια ότι η Ελλάδα αν δεν μεταρρυθμιστεί θα βουλιάξει».
Επαναλαμβάνει, σχεδόν αυτολεξεί, όσα προβλήματα θεωρούν ότι ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία – κράτος και οικονομία – χρόνια τώρα οι κύκλοι της Βιομηχανίας και οι πρωτεργάτες του αναγκαίου εκσυγχρονισμού της. Μια ανάγνωση των εισηγήσεων, εκθέσεων, απολογισμών του ΣΕΒ ή ακόμα και της Τράπεζας Ελλάδος, καθώς και με τα προγράμματα τόσο της Ν.Δ. όσο και του ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα την περίοδο Κ. Σημίτη), το επιβεβαιώνουν. Το ερώτημα είναι βέβαια γιατί τόσα χρόνια δεν μεταρρύθμισαν την Ελλάδα ώστε να μην κινδυνεύει τώρα να βουλιάξει. Δεν θα το απαντήσουμε τώρα εδώ.
Αφού συμφωνούμε σε όλα αυτά, διερωτάται ο κ. Βαρουφάκης «γιατί δεν κλείνουμε μία συμφωνία να σταματήσει αυτή η συνεχιζόμενη ασφυξία της αγοράς, την οποία να ξέρετε εμείς στην Κυβέρνηση και ιδίως στο Υπουργείο Οικονομικών συναισθανόμαστε και απευχόμαστε πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον;». Η απάντηση έχει μεγάλη αξία και σημασία. Μας ενδιαφέρει όλους άμεσα.
Σύμφωνα με τον κ. Βαρουφάκη η αιτία που δεν έχει κλείσει ακόμα η συμφωνία είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν αποδεχθεί όρους που δεν είχαν δικαίωμα να αποδεχθούν και οι εταίροι μας επέβαλαν όρους που δεν είχαν δικαίωμα να μας επιβάλλουν[1]. Όροι – που περιλαμβάνονται στα γνωστά μας Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους και μέτρα – και που οδήγησαν την οικονομία σε συρρίκνωση, εκτόξευσαν την ανεργία κλπ, όλα όσα δηλαδή ζούμε όλα αυτά τα χρόνια. Και όπως είπε «Οι Κυβερνήσεις μας, κακά τα ψέματα, υπόσχονταν πράγματα που ξέρανε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν, οι εταίροι – οι δανειστές προσποιούνταν ότι πίστευαν αυτές τις υποσχέσεις και το αποτέλεσμα ήταν μία κατάσταση, στην οποία, ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης, ανεξάρτητα ακόμα και της οικονομικής σχολής σκέψης στην οποία ανήκει ο καθένας, αν είναι μονεταριστής, κεϋνσιανός, αν είναι φιλελεύθερος, αριστερός, ήταν μία κατάσταση η οποία είναι μοναδική στα παγκόσμια χρονικά».
Ο κ. Βαρουφάκης και προφανέστατα η κυβέρνηση, δεν έχουν καμιά διάθεση να υπογράψουν μια συμφωνία που απλά θα αναπαραγάγει υφεσιακά αποτελέσματα. Επιδιώκει μια συμφωνία-λύση που θα επιτρέψει το Comeback. Εξηγεί και πάλι – και αυτό βεβαίως θα το έχει κάνει όλες τις προηγούμενες φορές στις συναντήσεις του με τους «εταίρους» - με «χαρτί και μολύβι» ότι με αυτά (και προτεινόμενα από δανειστές και θεσμούς) τα μέτρα καμιά λύση δεν πρόκειται να προκύψει. Δεν «υπάρχει ένα δυναμικά συνεπές δημοσιονομικό πλαίσιο, ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής το οποίο να έχει ειρμό, να έχει λογική, συνέπεια εσωτερική και διαχρονική», θα πει. Μάλιστα θα κάνει ένα βήμα παραπέρα: «Ακόμα και με θεία έμπνευση και επιβολή -κάποιος να πάταγε ένα κουμπί και να εξαφανιζόταν το χρέος μας- το πρόβλημα με την ανάπτυξη δε θα είχε λυθεί. Θα είχε βοηθηθεί, αλλά δε θα είχε λυθεί. Το γνωρίζετε καλύτερα αυτό από μένα. Γιατί; Η κυβέρνησή μας, όπως είπα στην αρχή, είναι αποφασισμένη ότι δε θα μπούμε ξανά σε πρωτογενή ελλείμματα». Δηλαδή από το πρόβλημα του χρέους περνάει στο ζητούμενο της ανάπτυξης. Χωρίς ούτε στιγμή να ξεχνάει ότι «δεν είναι βιώσιμο το χρέος».
Σαν καθηγητής των οικονομικών ξέρει πολύ καλά να τους εξηγήσει με όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες πόσο λάθος κάνουν με τα μέτρα που προτείνουν. Τα επαναλαμβάνει συνοπτικά και πεντακάθαρα στη «Συζήτηση». Το ερώτημα που έθεσε – και πιστεύω όχι για πρώτη φορά σε αυτή τη συνάντηση / συζήτηση με την ελληνική κυβέρνηση του Economist – είναι εάν «Ο στόχος μας είναι η συμφωνία την οποία θα πετύχουμε τώρα να αποτελέσει διέξοδο, έτσι ώστε να έχουμε the Comeback» κι όχι μια καλή δικαιολογία για να πάρουμε τη δόση και «μετά ξανά μανά πάλι σε ένα μήνα να βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση με πριν, θεωρώ ότι αυτό δεν το θέλετε ούτε εσείς, ούτε εμείς, ούτε ο ελληνικός λαός και τελικά ούτε οι δανειστές.» Το ερώτημα είναι, για κ. Βαρουφάκη και κυβέρνηση, «από πού θα έρθει η αναπτυξιακή ώθηση».
Εφόσον αυτό το ερώτημα δεν απαντάται με την συμφωνία που θα ήθελαν οι δανειστές κι εταίροι μας ο ίδιος και η κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπογράψουν. Ο ίδιος μάλιστα δυο φορές το επανέλαβε: «σας μιλάω ειλικρινά, ως υπουργός Οικονομικών θα αρνηθώ να βάλω την υπογραφή μου σε ένα τέτοιο πακέτο, το οποίο από πλευράς αν θέλετε μακροδυναμικής δεν είναι δυναμικά συνεπές. Αν τα νούμερα αυτά δε δένουν μεταξύ τους.
Γιατί, αν βάλω την υπογραφή μου, θα είμαι άλλος ένας υπουργός Οικονομικών που υπογράφει ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο γνωρίζει ότι δε βγαίνει όταν το ότι δε βγαίνει αποδεικνύεται μαθηματικά ότι δε βγαίνει».
Αυτά που λέει ο κ. Βαρουφάκης – και η κυβέρνηση – δεν είναι τίποτα «τρελά» πράγματα. Ούτε τίποτα επικίνδυνα ριζοσπαστικά, «ανατρεπτικά» του κοινωνικού συστήματος. Οπότε χρειάζεται μια απάντηση – έστω μια εικασία εξήγησης – για την στάση των εταίρων και δανειστών.
Η πιο συνηθισμένη και αποδεκτή από τα μέλη, τους οπαδούς και γενικά τον αντιμνημονιακό χώρο, εξήγηση είναι ότι θέλουν, στραγγαλίζοντας τον ελληνικό λαό και την αριστερή κυβέρνηση του, να απαλλαγούν από αυτήν, ακριβώς γιατί είναι αριστερή. Ότι μια επιτυχία της – μια υποχώρηση από πλευράς «θεσμών – θα ενίσχυε ανάλογα κινήματα και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες [π.χ. Podemos], πράγμα που οι κυρίαρχοι συντηρητικοί και νεοφιλελεύθεροι κύκλοι στην ΕΕ δεν το θέλουν. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε μια τέτοια ερμηνεία, αλλά θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι τα νεοφιλελεύθερα μέτρα τους, η επιβολή άγριας λιτότητας κλπ τα επέβαλαν και σε κυβερνήσεις συντηρητικές. Ότι αυτή η πολιτική τους κατέστρεψε μια σειρά κυβερνήσεις δεξιές ή γενικά σοσιαλδημοκρατικές στα λόγια. Να σκεφτούμε ότι στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα πλήρωσε ακριβά τα Μνημόνια: η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, εκλεγμένη το 2009 με 44%, παρέδωσε το «πνεύμα» και την εξουσία της σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον τραπεζίτη Λ. Παπαδήμο. Ότι η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Ν.Δ. Ότι στις εκλογές του 2012 τα δύο «μνημονιακά» κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, υπέστησαν μεγάλες απώλειες κι ενώ τελικά σχημάτισαν κυβέρνηση με συνεταίρο την μνημονιακή κι «ευρωπαϊκή» ΔΗΜΑΡ, δεν εξασφάλισαν μεγαλύτερη υποστήριξη από τους «θεσμούς», την Γερμανία, Γαλλία κλπ. Με αποτέλεσμα να συντριβούν στις εκλογές του 2015 και να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Ότι μπορεί να μην τον «γουστάρουν», μάλλον είναι βέβαιο. Ότι «τιμωρώντας» μπορεί να ελπίζουν να απαλλαγούν από την ενοχλητική παρουσία της αριστεράς στην χώρα μας – κι όχι μόνο – είναι κάτι πάρα πολύ βάσιμο.
Μπορούμε να χαθούμε σε μια σειρά τέτοιου τύπου ερμηνείες για τη στάση των δανειστών και των «θεσμών» απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά έτσι θα τείνουμε να ξεχάσουμε ότι αυτή η συμπεριφορά δεν οφείλεται στην «κακή θέληση των κεφαλαιοκρατών-ληστών, παρόλο που γίνεται, αναμφισβήτητα, μ ο ν ά χ α για τα συμφέροντα τους και πλουτίζει μονάχα αυτούς». Αυτή η συμπεριφορά – όπως και οι πόλεμοι – οφείλεται στη βαθύτερη «φύση» αυτού του συστήματος. Αποτελεί ενδημική τάση του ιμπεριαλισμού. «Ο καπιταλισμός μετατράπηκε σε παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης και χρηματιστικής κατάπνιξης της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης από μια χούφτα «προχωρημένες» χώρες», θα γράψει ο Λένιν στον δικό του «Ιμπεριαλισμό» και θα συμπληρώσει πως «Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω σ’ όλες τις υπόλοιπες μορφές του κεφαλαίου σημαίνει κυρίαρχη θέση του εισοδηματία και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, σημαίνει ξεχώρισμα μερικών κρατών, που κατέχουν τη χρηματιστική «δύναμη», απ’ όλα τα υπόλοιπα».
Το ερώτημα που έθετε ο Λένιν τότε, εξακολουθεί να είναι δραματικά επίκαιρο και σήμερα και να βασανίζει και τον ΣΥΡΙΖΑ – την Κεντρική Επιτροπή του, την Πολιτική του Γραμματεία και την Κοινοβουλευτική του Ομάδα – αλλά χωρίς να είναι σε θέση να το διατυπώσουν: «Τα ερωτήματα: μπορεί να γίνει μεταρρυθμιστικά αλλαγή των βάσεων του ιμπεριαλισμού, μπορεί να τραβήξουμε μπροστά, προς την παραπέρα όξυνση και το παραπέρα βάθεμα των αντιθέσεων, που γεννά ή προς τα πίσω, προς την άμβλυνση τους – αυτό είναι τα βασικά ερωτήματα της κριτικής του ιμπεριαλισμού . Μια που οι πολιτικές ιδιότητες του ιμπεριαλισμού είναι η αντίδραση σε όλη τη γραμμή και το δυνάμωμα του εθνικού ζυγού σε συνδυασμό με το ζυγό που επιβάλλει η χρηματιστική ολιγαρχία και με την εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού, παρουσιάζεται λοιπόν η μικροαστικο-δημοκρατική αντιπολίτευση στις αρχές του ΧΧ αιώνα σχεδόν σ ‘ όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες.»
Τα μνημόνια και η καταστροφή που προκάλεσαν σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα στην Ελλάδα, προκάλεσαν την ενίσχυση ενός μικροαστικού ριζοσπαστισμού που αυτός και οι ιδέες του κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια – ιδιαίτερα λόγω της προϊστορίας τους: ιδεολογικά και πολιτικά είχαν κυριαρχήσει και ανέλθει μάλιστα και στην «εξουσία» με κύριο φορέα τους το ΠΑΣΟΚ. Στην κυριαρχία τους αυτή είχε παίξει τεράστιο ρόλο η συμμετοχή πλατειών στρωμάτων του λαού στην Εθνική Αντίσταση, η αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού και η κατάσταση μέσα στην παραδοσιακή αριστερά. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η λεγόμενη «ανανεωτική» αριστερά. Η «τραγωδία» μερικών ηγετών της ήταν ακριβώς αυτή: ότι ενώ π.χ. ο Λεωνίδας Κύρκος είχε πρωτοδιατυπώσει, πρωτοεκφράσει το κυβερνητικό πρόγραμμα ακριβώς αυτών των στρωμάτων, ως πρωτοπόρος ευρωκομμουνιστής, ήρθε το ΠΑΣΟΚ και ο πολύ ικανότερος και εξυπνότερος ηγέτης του, ο Ανδρέας Παπανδρέου, επικεφαλής ενός νέου και άφθαρτου από τις εσωτερικές «φαγωμάρες» της αριστεράς πολιτικού φορέα, και καρπώθηκε όλη αυτή την εξέλιξη και ανάγκη της κοινωνίας.
Το ΠΑΣΟΚ – ιδιαίτερα το «εκσυγχρονιστικό» - πλήρωσε τις δικές του «αμαρτίες», την ευθυγράμμιση του με τις φιλελεύθερες πολιτικές, όπως όλη η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη, με μεγάλο τίμημα. Σήμερα δίνει αγώνα επιβίωσης. Όμως η μικροαστική μάζα που το είχε για χρόνια στηρίξει πολιτικά και με τη συμμετοχή της στα διάφορα κέντρα εξουσίας, ξαφνικά ένοιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της με την κρίση και τα όσα την ακολούθησαν. Η απότομη και γρήγορη χειροτέρεψη των συνθηκών της ζωής της, πού έφθασε ως και την καταστροφή της, οδήγησε σε αυτή την έκρηξη των πρώτων χρόνων της κρίσης: κίνημα πλατειών, επιθέσεις σε εκπροσώπους των κομμάτων του μνημονίου, γεγονότα στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης, κλπ.
Αλλά αυτό τον κόσμο που «περνά εύκολα σε άκρα επαναστατικότητα, δεν είναι όμως ικανός να δείξει αντοχή, οργανωτικό πνεύμα, πειθαρχία και σταθερότητα. Ο «μανιασμένος» από τις φρίκες του καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες , όπως και ο αναρχισμός. Η αστάθεια μιας τέτοιας επαναστατικότητας, η στειρότητα της, η ιδιότητα της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια, σε φαντασιοπληξία, ακόμα και σε «μανιασμένο» ενθουσιασμό για το ένα ή το άλλο αστικό ρεύμα της «μόδας». Ο αναρχισμός ήταν συχνά ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του εργατικού κινήματος», τον γνωρίσαμε αρκετά καλά κι εμείς εδώ τα τελευταία χρόνια.
Τον γνωρίσαμε στην αρχική του έξαψη και μαχητικότητα, στο μούδιασμα και την υποχώρηση του, στις εκδηλώσεις αναρχισμού, ιδίως της νεολαίας του. Και ως αστικό ρεύμα της «μόδας» ακολουθεί τη μεταμοντέρνα ιδεολογία με κύριες αιχμές της «τα ατομικά δικαιώματα», που καλύπτουν όλο το φάσμα των προβλημάτων της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης. Όλα αυτά κάτω από την ιδεολογικο-πολιτική ομπρέλα του «ευρωπαϊσμού», της «παγκοσμιοποίησης», της «ανοικτής κοινωνίας» και του «πολυπολιτισμού», των «διαπραγματεύσεων» ως τρόπο επίλυσης των κάθε λογής διαφορών κλπ. κλπ.
Αυτός ο κόσμος δεν είχε συμπαραστάτη, ιδεολογικο-πολιτικό στήριγμα και οργανωτή του αγώνα του κανένα εργατικό κίνημα. Χωρίς υπερβολή – και με μεγάλη θλίψη μας – διαπιστώνουμε ότι αυτή την στιγμή δεν διαθέτουμε άξιο λόγου εργατικό κίνημα. Ούτε σε συνδικαλιστικό επίπεδο. Οι μικρές ομάδες που θέλουν να αναφέρονται σε αυτό, κυρίως φοιτητικές και διανοουμένων, δεν έχουν καμιά ουσιαστική επιρροή στις εργατικές μάζες. Το ΚΚΕ που κάποια εποχή είχε μια επιρροή δεν έχει καμιά σοβαρή πολιτική γραμμή που να φέρνει σε επαφή αυτούς τους δύο κόσμους μεταξύ τους. Είναι ένα κόμμα – παρά τα όσα ισχυρίζεται ή πιστεύει για τον εαυτό του – αποκομμένο από τα πραγματικά προβλήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών. Ακριβέστερα είναι ανίκανο να αναδείξει την εργατική τάξη σε ηγεμονική δύναμη της κοινωνίας γιατί είναι βαθύτατα οικονομίστικο. Και το σημαντικότερο είναι ο αποκλειστικός κληρονόμος – την διεκδικεί μάλιστα με φανατισμό – του καταρρεύσαντος υπαρκτού σοσιαλισμού. Κι αυτό αποτελεί μεγάλο βαρίδι στην πολιτική του δράση.
Η βασική αυταπάτη των μικροαστικών στρωμάτων – που επηρεάζουν ιδεολογικο-πολιτικά και την εργατική τάξη – είναι ότι μπορεί να υπάρξει μια αλλαγή, μια μεταρρύθμιση μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού και του δοσμένου παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Κι ότι σε αυτό θα βοηθήσει η συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών, η επίκληση κοινών, τάχα μου, αρχών όπως της δημοκρατίας, της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος κλπ.
Αυτή η πεποίθηση – αυτή η αυταπάτη – βρίσκεται ολόκληρη στο σκεπτικό του κ. Γ. Βαρουφάκη και βεβαίως και στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Θέλουν να εξωραΐσουν τον ιμπεριαλισμό. Να τον κάνουν να σκέφτεται πιο ορθολογικά, σύμφωνα με τις παραδόσεις της οικονομίας στο Πανεπιστήμιο. Όσα μαθηματικά και αν χρησιμοποιεί ο κ. Βαρουφάκης και μοντέλα – όλα ολόσωστα και άψογα παρουσιασμένα στους ομολόγους του στο Eurogroup – δεν τα παίρνουνε υπόψη τους. Τα βαριούνται. Γιατί εκείνο που καθοδηγεί τη σκέψη τους και καθορίζει τις αποφάσεις τους είναι τα συμφέροντα του κρατικο-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Αυτά δεν πήρε υπόψη του ο ΣΥΡΙΖΑ όταν επεξεργαζότανε το πρόγραμμα του και το παρουσίαζε στην Θεσσαλονίκη. Μπορεί όλοι μαζί να καμαρώνανε ότι ήτανε άρτια επεξεργασμένο και τα πάντα με ακρίβεια κοστολογημένα. Αλλά ουσιαστικά έκαναν μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα. Πιστεύανε ειλικρινά ότι αυτοί θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν «σκληρά» - με λόγια δηλαδή – με τους δανειστές και ότι αυτή θα τρόμαζαν μπροστά στη πρόσφατη λαϊκή εντολή που είχε πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ποιοι; Αυτοί που λίγα χρόνια πριν διέλυσαν με πόλεμο, μέσα στην Ευρώπη, την Γιουγκοσλαβία; Αυτοί που έκαναν τα ίδια με τη Λιβύη; Αυτοί που δείχνουν τα δόντια και τα νύχια τους στην Ρωσία; Αυτοί θα έκαναν πίσω χάρη στην ευγλωττία του κ. Γ. Βαρουφάκη ή τα ηγετικά προσόντα του κ. Τσίπρα.
Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – από Θεσσαλονίκη και μετά – είναι γραμμένη και η «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας». Και την επικαλούνται σταθερά οι εκπρόσωποι του Αριστερού ρεύματος στην κυβέρνηση, Αυτοί οι φοβεροί και τρομεροί μαρξιστές, όμως, ξεχνάνε κάτι πολύ βασικό στον μαρξισμό: ότι δεν υπάρχει ουδέτερη ανάπτυξη ή παραγωγική ανασυγκρότηση [όπως και τεχνολογία κλπ κλπ] και, επίσης, ότι εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι οι κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις. Που μόνο αν αυτές αλλάξουν θα μπορέσει ο λαός και η χώρα, να αναπτυχθούν αυτοδύναμα και με βάση τα συμφέροντα του λαού και της εργατικής τάξης. Το κακό δε είναι ότι αυτές οι παραγωγικές σχέσεις δεν καλύπτουν μόνο την Ελλάδα. Αλλά είναι οι παγκόσμιες παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού. Ότι, επίσης, μια προσπάθεια απαλλοτρίωσης των ντόπιων κεφαλαιοκρατών μας δεν θα περάσει απαρατήρητη, αβοήθητη ή και ατιμώρητη από τα «διεθνή» αδέλφια και ξαδέλφια της. Δυστυχώς και πάλι η αλληλεγγύη μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, χρηματιστών, τραπεζιτών, δανειστών κλπ κλπ είναι πιο άμεση και ισχυρή από όσο αυτή μεταξύ των εργατικών τάξεων και των λαών. Διαθέτουν χρήμα, στρατούς, αεροπλάνα, πυραύλους, στόλους κλπ κλπ που τους στέλνουν όπου κινδυνεύουν τα συμφέροντα τους.
Η πραγματικότητα, δυστυχώς, δυστυχέστατα, είναι πάρα πολύ σκληρή για τον λαό μας και την αριστερά μας. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην κυριολεξία μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Και ακόμα μόνοι μας. Δίπλα μας δεν υπάρχουν σε επαναστατική έκρηξη μεγάλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Ό,τι κάπως κινείται είναι μακριά μας (Λατινική Αμερική) και άμεση πρακτική βοήθεια δεν μπορεί να μας δώσει. Ζούμε σε μια εποχή κρίσης βέβαια του παγκόσμιου καπιταλιστικού / ιμπεριαλιστικού συστήματος, που όμως ακόμα δεν έχει σπάσει σε κάποιο μέρος του πλανήτη. Ο αγώνας θα είναι μακρόχρονος και σκληρός. Κανένας δεν γνωρίζει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει: εκείνον της επανάστασης ή της αντεπανάστασης. Αυτό θα εξαρτηθεί από την δράση της αριστεράς. Δράση που όμως δεν μπορεί πάντα να γίνεται στα τυφλά ούτε να στηρίζεται σε έναν άκρατο βολονταρισμό.
Ο κ. Βαρουφάκης προτού δεχτεί τη συμμετοχή του στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και την ευθύνη του υπουργού, αμέσως μόλις διάβασε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ όπως το είχε παρουσιάσει στην ΔΕΘ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Αλ. Τσίπρας είχε γράψει ένα πολύ καλό άρθρο, στο οποίο έλεγε πως θα προτιμούσε να ακούσει κάτι διαφορετικό από αυτά που είχαν αναγγελθεί ως πρόγραμμα:
«• Αν περιμένετε από εμάς να σας πούμε ότι είμαστε σε θέση να επανεκκινήσουμε την οικονομία, και να ανατρέψουμε τις κατάφορες αδικίες που ζείτε καθημερινά, προτού επιτευχθεί μια νέα συμφωνία με την Ευρώπη, θα σας απογοητεύσουμε.
Γιατί να μας ψηφίσετε; Επειδή σας υποσχόμαστε μόνο δύο πράγματα:
• •Αίμα και Δάκρυα, όπως υποσχέθηκε στους συμπολίτες του ο Τσώρτσιλ το 1939 τότε που τους ζητούσε την βοήθεια και υποστήριξή τους μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας εν μέσω πολέμου.
• •Αίμα και Δάκρυα που, όμως, θα δώσουν σε όλους μας, κι όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, το δικαίωμα να ελπίζουμε για ένα τέλος στον σιωπηλό αλλά αμείλικτο πόλεμο για την Αξιοπρέπεια και για την Αλήθεια».
Σε αυτή την γραμμή θα έπρεπε να επιμείνει και όχι να αλλάξει τόσο θεαματικά την πρόταση του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε κερδίσει βέβαια τις εκλογές αν είχε υποσχεθεί «Αίμα και δάκρυα» στο λαό. Ο λαός τον ψήφισε γιατί περίμενε να «σχιστούν» τα Μνημόνια – κι ας μην το παραδέχεται ο κ. Μπαλάφας - , γιατί έλπιζε ότι η «σκληρή» διαπραγμάτευση θα απέδιδε γρήγορα καρπούς, γιατί κατά βάθος λειτούργησε με την ίδια «λογική» με την οποία ψήφισε το 2009 τον Γ. Α. Παπανδρέου, πιστεύοντας ότι «λεφτά υπάρχουν».
Να όμως, που οι εταίροι, οι λύκοι του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, μπορεί να προτιμήσουν να μας καταδικάσουν να ζήσουμε με «Αίμα και δάκρυα». Τι είμαστε έτοιμοι και αποφασισμένοι να κάνουμε σε μια τέτοια περίπτωση;
Ίσως να ήταν καλύτερα τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ – για την αριστερά – αν δεν είχε παρασυρθεί πρώτον από την επιθυμία του να βγούμε από αυτή την τραγική κατάσταση, δεύτερο από την πεποίθηση του ότι ήταν ικανός να «σώσει» τον λαό από αυτό το μαρτύριο με μια σκληρή διαπραγμάτευση και τρίτον ότι διέθετε ένα καλά επεξεργασμένο και κοστολογημένο πρόγραμμα με το οποίο θα πετύχαινε την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Κλείνοντας να προλάβω μια καίρια ερώτηση: δηλαδή τι μας λες , να μην κάνουμε τίποτα, να σκύψουμε το κεφάλι, να αποδεχτούμε τα όσα αποφασίσουν πριν από εμάς για εμάς; Όχι. Δεν πρέπει να σκύψουμε τα κεφάλι, αλλά ούτε και να το κοπανήσουμε στον τοίχο. Πρέπει να σκεφτούμε και συμπεριφερθούμε πολύ ψύχραιμα, έξυπνα και αποφασιστικά. Και να απαλλαγούμε από τις τελευταίες μας ιδεοληψίες.
Μας είναι πια συνήθεια να πιπιλάμε σαν καραμέλα και να υπενθυμίζουμε ότι εδώ γεννήθηκε η Δημοκρατία. Είπε προχτές ο κ Τσίπρας στη Βουλή:
«Θέλω να σας διαβεβαιώσω όλους και όλες ότι είμαι βέβαιος πως όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα να επιδείξουν πολιτική βούληση και να προστατεύσουν τη δημοκρατία ως υπέρτατη αξία στο κοινό μας σπίτι, την Ευρώπη. Αλλιώς, ο αδικημένος και ο πληγωμένος δεν θα είναι η Κυβέρνηση η ελληνική, ο αδικημένος και ο πληγωμένος θα είναι η ίδια η Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν μπορεί να αντέξει λιγότερη δημοκρατία. Και το έγκλημα της δημοκρατίας στον τόπο που γεννήθηκε δεν θα έχει σιγαστήρα. Κανείς δεν βάλει σιγαστήρα, αν κάποιοι επιχειρήσουν έγκλημα και δολοφονία της δημοκρατίας στον τόπο που γεννήθηκε»[ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΛΗ΄ Παρασκευή 8 Μαΐου 2015]
Η Ευρώπη μπορεί να αντέξει λιγότερη δημοκρατία. Δεν πάνε πολλά χρόνια που ο Λουίτζι Φεραγιόλι εξηγούσε ακριβώς πώς η Δημοκρατία είχε μετατραπεί σε μια Αυταρχική Δημοκρατία[2] , ενώ ο Κόλιν Κράουτς έχει γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Μεταδημοκρατία»[3] , στα οποία αυτό ακριβώς δείχνουν: πόσο η Δημοκρατία έχει μαραθεί. Για το ίδιο ζήτημα άλλωστε υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία ώστε να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν αναφερόμαστε σε αυτό το θέμα. Όταν πυροβόλησαν την Δημοκρατία μας και το λαό μας κατακέφαλα το 1945, το 1949 και το 1967, και μάλιστα χωρίς σιγαστήρα, η Ευρώπη το άντεξε – με τις γνωστές πάντοτε σχετικές διαμαρτυρίες κλπ. Άλλωστε είναι πολύ συζητήσιμο κατά πόσον μια σειρά χώρες της Ευρώπης κυβερνώνται πραγματικά δημοκρατικά.
Αλλά το θέμα μας είναι άλλο. Αν πραγματικά οι εταίροι μας δεν κάνουν πίσω, και μας υποχρεώσουν σε ένα συμβιβασμό (ούτε έντιμος ούτε και επωφελής μπορεί να είναι) που δεν επιθυμούμε γιατί δεν μπορούμε, όμως, να κάνουμε διαφορετικά, ποιο είναι το σχέδιο-απάντηση της αριστερής μας κυβέρνησης για την άλλη ημέρα; Ή μήπως δεν έχει; Ή μήπως νομίζει πώς θα διαφύγει με νέες εκλογές – που πιθανό να χάσει – ή ένα δημοψήφισμα που κανένας δεν ξέρει γιατί θα γίνει και τι θα ζητάει; Και που σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να αλλάξει την στάση τους απέναντι μας.
Η Δημοκρατία πράγματι γεννήθηκε στην Αθήνα. Αυτή η Δημοκρατία βέβαια πέρα από τους ιστορικούς περιορισμούς της, γνώρισε, όπως και η Αθήνα και τη σκιά της Μακεδονικής επέκτασης (338-323) και ξένη κυριαρχία (323-307), κι έζησε και μεταξύ Ελευθερίας και Ανελευθερίας (307-287). Κάθε φορά αναγκάστηκε. Κάθε φορά υπήρξανε Αθηναίοι που συνεργάστηκαν με τον επικυρίαρχο, με τον «ξένο» και άλλοι που δεν το έκαναν. Όταν οι Αθηναίοι, προκειμένου να μην καταστραφεί η πόλη τους, συμβιβάστηκαν, προς το παρόν με τους Μακεδόνες (τον Φίλιππο) – μόνο μια μειοψηφία πολιτών ήταν πρόθυμη να την αποδεχτεί μόνιμα - η πλειοψηφία και οι ηγέτες της (Δημοσθένης, ο Λυκούργος, κλπ) ήξεραν ότι αν ήθελαν κάποια μέρα να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους, τότε θα χρειαζόταν μια δραστική ανανέωση σε πολλούς τομείς, τόσο υλικούς όσο και πνευματικούς. Ο Λυκούργος είχε ολοκληρωμένο σχέδιο γι αυτό τον σκοπό και ως υπεύθυνος των οικονομικών του κράτους είχε τη δυνατότητα να το υλοποιήσει. Τίποτε δεν είναι τόσο χαρακτηριστικό του πνεύματος αυτής της ανανέωσης όσο η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης των νέων πολιτών, των εφήβων, με το νόμο του Επικράτη.
Καλό είναι λοιπόν να μάθουμε από τους αρχαίους προγόνους μας – τους Δημοκράτες της Αθήνας και των άλλων πόλεων – πώς προετοιμάστηκαν για να ξανακερδίσουν την Ελευθερία και την Δημοκρατία τους. Ακόμα καλύτερο είναι να μάθουν οι υπουργοί – η κυβέρνηση – να σχεδιάζουν με γνώμονα αυτό τον σκοπό και όχι με βάση τις επί μέρους ιδεοληψίες του κάθε υπουργού, αναπληρωτή υπουργού, ή του κάθε βουλευτή.
Είπαμε «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Άσε που «θέλει νεκροί χιλιάδες νάναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους».
[1] Δεν το λέει ακριβώς έτσι, απλά χρησιμοποιεί γι αυτό μια ρήση του Τζ. Μ. Κέυνς, όταν συζητούντο τα μέτρα ενάντια στη Γερμανία μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου:«η Γερμανική Κυβέρνηση τότε είχε αποδεχθεί όρους που δεν είχε δικαίωμα να αποδεχθεί και οι σύμμαχοι είχαν επιβάλλει όρους που δεν είχαν δικαίωμα να επιβάλλουν". [«Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης», εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΘΗΝΑ 2014]
[2] Λουίτζι Φεραγιόλι «Αυταρχική Δημοκρατία και κριτική της πολιτικής», εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1985.
[3] Κόλιν Κράουτς «Μεταδημοκρατία», εκδ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ, ΑΘΗΝΑ 2006.
Αναδημοσίευση από: http://blogvirona.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.