Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Μεταμοντέρνα βαρβαρότητα


Mahatma Gandhi
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

«...τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις...»
Γ. Σεφέρης



Η ανάδειξη της θεματικής της βίας σε ένα από τα συχνότερα εγειρόμενα θέματα συζήτησης την περίοδο αυτήν της κρίσης επιτρέπει και καθιστά συνάμα αναγκαία τη διατύπωση σκέψεων και συμπερασμάτων στο νομικό, και όχι μόνο, πεδίο. Εν προκειμένω, δεν θα εστιάσουμε στην – τουλάχιστον ανιστόρητη – προτροπή για καταδίκη της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται», όποια χαρακτηριστικά κι αν έχει, όπου κι αν αποσκοπεί (είτε, για παράδειγμα, πρόκειται περί εθνικοαπελευθερωτικής ή αμυντικής βίας, όπως αυτή των επαναστατών του 1821 ή των αγωνιστών του 1940 και της Αντίστασης, είτε πρόκειται περί κατακτητικής βίας, όπως αυτή των στρατευμάτων του Άξονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) ή/και στις παράλληλες σχετικές προσπάθειες μέσω θεωριών «των δύο άκρων», για τον αντιεπιστημονικό και εξυπηρετούντα πολύ συγκεκριμένες σκοπιμότητες χαρακτήρα των οποίων μία απλή μελέτη ιστορικού και φιλοσοφικού χαρακτήρα μπορεί να πείσει και τον πλέον δύσπιστο, αλλά σε ένα άλλο φαινόμενο: τη σχεδόν πλήρη αποσιώπηση της σημασίας και της κοινωνικής επικινδυνότητας της οικονομικής βίας από πολλούς εκ των τοποθετουμένων σχετικά με το θέμα της βίας γενικότερα.


Η αποσιώπηση αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει έκπληξη στο θεωρητικό επίπεδο. Η οικονομική βία είναι εκείνη η μορφή βίας που κατεξοχήν πλήττει την ελληνική κοινωνία σήμερα. Οι άλλες μορφές βίας λειτουργούν πολύ συχνά αυτήν την περίοδο ως εργαλείο που επιτρέπει την αποτελεσματικότερη άσκηση της οικονομικής βίας (π.χ. η άσκηση φυσικής βίας από τις αστυνομικές δυνάμεις για την καταστολή της διαμαρτυρίας κατά της λήψης μέτρων λιτότητας) ή συνιστούν αποτελέσματά της. Οι δε συνέπειές της έχουν τουλάχιστον την ίδια βαρύτητα με αυτές των άλλων μορφών βίας, ενώ συχνά έχουν μεγαλύτερο εύρος.




Απο-νομιμοποίηση



Η οικονομική βία ασκείται είτε από το κράτος υπό την πίεση παραγόντων ξένων προς το δημόσιο συμφέρον, εξωγενών αλλά και ενδογενών ή σε συνεργασία με αυτούς, είτε και από τους ιδιώτες με την ανοχή του, κατά παράβασιν, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, της υποχρέωσής του να δρα σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, σεβόμενο και προασπιζόμενο τη θεμελιακή επιταγή διασφάλισης του κοινωνικού κράτους δικαίου (αρθρο 25, παρ. 1 Σ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος αυτοαναιρεί σε ποικίλους βαθμούς, ανάλογα με το εύρος της ασκούμενης οικονομικής βίας, την ιδιότητά του ως θεσμοποιημένης έκφρασης της κοινωνίας που παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να ελέγχουν δημοκρατικά τη δημόσια σφαίρα, και μετατρέπεται σε αγωγό ή ακόμη και εκφραστή ιδιωτικών συμφερόντων. Η εν λόγω λειτουργία του φυσικά δεν καλύπτεται από δημοκρατική νομιμοποίηση, αφού πρόκειται περί αλλοίωσης της ίδιας του της φύσης, που πραγματοποιείται υπόρρητα και κατά παράβασιν του κοινωνικού συμβολαίου. Είναι βέβαια δυνατόν να ασκηθεί και κατευθείαν από εξωγενείς παράγοντες, όπως στις περιπτώσεις στρατιωτικής κατοχής κράτους από άλλο ή κατά το πρότυπο της αποικιοκρατίας1, βασικό στόχο άλλωστε της οποίας αποτελούσε η οικονομική εκμετάλλευση του δημοσίου πλούτου των λαών που την υφίσταντο.



Θύματά της μπορεί να είναι μεμονωμένοι πολίτες μιας χώρας (για παράδειγμα, στο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων), ολόκληρες επαγγελματικές ή άλλες κοινωνικές ομάδες ή και το σύνολο ενός ή πολλών λαών (π.χ. στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας ή της νεο-αποικιοκρατίας). Συχνά πάντως έχει μεγάλο εύρος θυμάτων αφού τα μέτρα που την εισάγουν εφαρμόζονται κατά κανόνα οριζόντια και μαζικά.



Διάλυση δομών



Μπορεί να ασκηθεί με πολλούς τρόπους, όπως η οικονομική και λειτουργική υποβάθμιση των δομών και των μηχανισμών του κοινωνικού κράτους, δηλαδή του βασικού αναδιανεμητικού μηχανισμού των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, αλλά και των δημοσίων υπηρεσιών γενικότερα, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και των κανόνων των ιδιωτικών επενδύσεων, η παντελής έλλειψη σχεδιασμού της οικονομίας, ο οποίος θα επέτρεπε οι λειτουργίες της τελευταίας να προσαρμόζονται στις κοινωνικές ανάγκες και να τις υπηρετούν, η διαφθορά, η άδικη, μη ανάλογη προς τα εισοδήματα φορολογία, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών και των δημοσίων πόρων ή ο γενικός περιορισμός της δημόσιας σφαίρας με αποτέλεσμα τον συνακόλουθο περιορισμό των πεδίων δημοκρατικού ελέγχου καθώς επίσης και των αναδιανεμητικών μηχανισμών και γενικότερα των μηχανισμών αλληλεγγύης που θα επέτρεπαν την άμβλυνση των ανισοτήτων και της κοινωνικής αδικίας.



Μπορεί να πλήξει σημαντικά ή ακόμη και να στερήσει πλήρως από τα θύματά της το σύνολο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που τους αναγνωρίζονται νομικά σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η άσκησή της έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων2, τη με ποικίλους τρόπους και σε ποικίλους βαθμούς παρακώλυση της απόλαυσης ή της άσκησης ή ακόμη και την πλήρη στέρηση δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στη ζωή3, το δικαίωμα στην υγεία και την κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια4, το δικαίωμα σε επαρκείς όρους διαβίωσης και στη διαρκή βελτίωση των τελευταίων5, το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στη συμμετοχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας6, το δικαίωμα στην παιδεία7, το δικαίωμα στην εργασία8 και δη υπό συνθήκες δίκαιες και ευνοϊκές9, το δικαίωμα στην απεργία10, το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη11, το δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες12, το δικαίωμα στο περιβάλλον13, το δικαίωμα των λαών στην ελεύθερη διαχείριση του δημοσίου πλούτου και των φυσικών πόρων του14 καθώς επίσης και την παραβίαση αρχών όπως η αρχή της ισότητας15 ή η αρχή της προστασίας της οικογένειας, της μητρότητας, της παιδικής ηλικίας, της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας, των αστέγων και των απόρων16. Ο κατάλογος αυτός των παραβιασίμων ή παραβιαζομένων δικαιωμάτων και αρχών είναι απολύτως ενδεικτικός. Η οικονομική βία προσβάλλει συνολικά και καταλυτικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια17 και τις ειδικότερες εκφάνσεις της, και συνεπώς την ανθρώπινη αξία18, αφού δεν αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ζωή με τον αρμόζοντα, απόλυτο τρόπο, αλλά, αντιθέτως, την υποβάλλει σε αγοραίες εκτιμήσεις επί τη βάσει οικονομικών κριτηρίων, η μη πλήρωση των οποίων συνεπάγεται σε αυτό το πλαίσιο την απαξίωσή της19.



Περιθωριοποίηση



Οι θεωρίες που εισηγούνται και προωθούν την άσκηση οικονομικής βίας εν είδει βασικού εργαλείου για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων20, αποσιωπώντας ασφαλώς αυτόν του τον χαρακτήρα, εκλαμβάνουν το θύμα της ως αναλώσιμο, απορρίψιμο εκτός κοινωνικού πλαισίου, δυνητικά ή και πράγματι περιθωριακό. Τα θύματά της είτε τίθενται βάναυσα εκτός κοινωνικού πλαισίου, είτε παραμένουν σε αυτό υπό διαλυτική αίρεση, σε καθεστώς αβεβαιότητας και διαρκούς αστάθειας, και αναγκάζονται να αποδέχονται κάθε όρο που τους επιβάλλεται προκειμένου να μην αποβληθούν. Η ζωή τους εξελίσσεται συνεπώς υπό προϋποθέσεις. Όσον αφορά ειδικότερα την περίπτωση της περιθωριοποίησης, το θύμα έχει σε ορισμένες – ελάχιστες – περιπτώσεις τη θεωρητική δυνατότητα να διεκδικήσει την επανένταξή του στην κοινωνία, αλλά σε περίπτωση που το επιτύχει, γεγονός που δεν είναι σε καμία περίπτωση εξ ορισμού διασφαλισμένο, θα το πράξει από θέση πολύ ασθενέστερη και μετά βεβαιότητος στο πλαίσιο μίας λογικής εθελοδουλείας που θα αποσκοπεί στη μη επαναπόρριψή του. Η ίδια βεβαίως η κατάσταση αναγκαστικής υποταγής σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο συνιστά προσβολή βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς επίσης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας γενικότερα.



Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα, την οποία διαμορφώνει η άσκηση της οικονομικής βίας που, πλέον, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, συνιστά γενικευόμενο φαινόμενο ανά τον κόσμο, προκαλεί μαζικά κύματα φυγής των πιο δυναμικών ιδίως τμημάτων του πληθυσμού των πλέον αδυνάμων οικονομικά κρατών, με αποτέλεσμα τη διαρκή υπονόμευση των ελπίδων τους για ανάκαμψη αλλά και γενικότερα του μέλλοντός τους.



Φυσική - πολιτική βία



Έχει σημασία σε αυτό το σημείο να επισημανθεί και το γεγονός ότι η οικονομική βία συνδυάζεται αρκετά συχνά με τη φυσική ή, σε κάποιες περιπτώσεις, και με την πολιτική βία. Το πραξικόπημα του Augusto Pinochet κατά του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου Salvador Allende στη Χιλή, τον Σεπτέμβριο του 1973, όπου η φυσική και η πολιτική βία χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία για την εφαρμογή ενός οικονομικού προγράμματος που περιελάμβανε ως δομικό στοιχείο την άσκηση οικονομικής βίας, αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιου συνδυασμού. Η χρήση ακραίας αστυνομικής βίας για την κατάπνιξη των αντιδράσεων απέναντι στα μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται στη χώρα μας εδώ και τέσσερα χρόνια αποτελεί επίσης ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης φυσικής βίας με στόχο τη διευκόλυνση της άσκησης της οικονομικής.



Η μορφή αυτή βίας είναι διαχρονική. Θα περίμενε ωστόσο, ίσως αφελώς, κανείς ότι η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδίως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και η ταχεία ανάπτυξη μηχανισμών προστασίας τους, θα διαμόρφωναν ένα περιβάλλον ακατάλληλο για την ανάπτυξη κάθε μορφής προσβολής της ανθρώπινης αξίας, της περί ης ο λόγος συμπεριλαμβανομένης. Και όμως, το φαινόμενο της οικονομικής βίας εκδηλώνεται κατά τη χρονική αυτή περίοδο ολοένα και πιο συχνά, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, ιδίως από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και σήμερα, ενώ παράλληλα αποσιωπάται όλο και πιο προκλητικά στο πεδίο του δημοσίου λόγου. Η σιωπή αυτή μοιάζει να γίνεται αποδεκτή. Παραδόξως, η οικονομική βία φαίνεται να εκλαμβάνεται σταθερά και ευρέως ως φυσιολογική κατάσταση. Τι μπορεί να εξηγεί αυτό το φαινόμενο;



Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ιδίως δε το γεγονός ότι συνιστά μία «ύπουλη» μορφή βίας που πλήττει αργά και σχετικά αθόρυβα τα θύματά της, είναι πιθανό να μπορούν να συμβάλουν στην ερμηνεία του. Οι θιγόμενοι περνούν κατά κανόνα σιωπηλά στο περιθώριο ή, σε ηπιότερες περιπτώσεις, υπομένουν χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις τη διαρκή άσκηση οικονομικής βίας, η οποία εν προκειμένω δεν έχει μεν ως αποτέλεσμα την πλήρη περιθωριοποίησή τους, αλλά τη διατήρησή τους σε διαρκή ανασφάλεια και εγρήγορση προκειμένου να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη, με αποτέλεσμα σε αυτήν την περίπτωση η απόκρυψη της βαρβαρότητας να καθίσταται αναλογικά ευχερέστερη, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις άσκησης φυσικής βίας, η οποία σχεδόν πάντοτε πραγματοποιείται «θορυβωδώς» και προκαλεί αντιστοίχως «θορυβώδεις» αντιδράσεις. Αυτή βεβαίως η δυνατότητα ευχερέστερης απόκρυψης περιορίζεται όσο διευρύνεται ο αριθμός των θυμάτων. Η δε ένταξη της άσκησής της σε ένα συστηματοποιημένο πλαίσιο συγκροτούμενο από ασαφείς αλλά σοβαροφανείς θεωρητικές κατασκευές, στηριζόμενες στη χρήση μίας δυσνόητης και δυσχερώς αποκρυπτογραφήσιμης για το ευρύ κοινό τεχνικής ορολογίας συμβάλλει ενδεχομένως επίσης στη διαμόρφωση της εντύπωσης της «κανονικότητας» της εν λόγω κατάστασης, διευκολύνοντας την παράβλεψη της ασυμβατότητας των θεωρητικών αυτών κατασκευών με θεμελιώδεις δικαιικές αρχές και την αμφίβολη αποδεικτική ποιότητα των συλλογισμών που τις υποστηρίζουν. Οι πολίτες επαφίενται στη γνώση των «ειδικών». Η ίδια άλλωστε η αποσιώπηση του θέματος στον δημόσιο λόγο συντηρεί την εν λόγω εντύπωση.



Συγκάλυψη



Η σιωπή αυτή συνιστά, ωστόσο, στην καλύτερη περίπτωση, υπεκτίμηση της επικινδυνότητας και της αντικοινωνικότητας της εν λόγω μορφής βίας και, στη χειρότερη, συγκάλυψη ή ακόμη και σιωπηρή υποστήριξή της. Σε κάθε περίπτωση, είναι αθέμιτη. Και αυτό γιατί, όπως δείχνει καθαρά η εξέλιξη της οικονομικής κρίσης παγκοσμίως, και ιδίως στη χώρα μας, η οικονομική βία πλήττει βάναυσα τα δικαιώματα του ανθρώπου, τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή και υπονομεύει την εθνική κυριαρχία, αποτελεί δε, στο ευρωπαϊκό πεδίο, απειλή για την ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης. Αντίκειται σε θεμελιώδεις δικαιικές αρχές κατοχυρωμένες σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Πρόκειται περί μίας μεταμοντέρνας πλέον μορφής βαρβαρότητας που συνιστά το κατεξοχήν όχημα της κοινωνικής αδικίας και απειλεί κοινωνικές κατακτήσεις αιώνων. Συνιστά την έκφραση μίας αντίληψης που απορρίπτει για «λειτουργικούς» λόγους σχεδόν κάθε ηθικό προβληματισμό ως προς την οικονομία21 και υποβαθμίζει την ανθρώπινη αξία στο επίπεδο του αγοραίου αγαθού. Η αδράνεια και η παθητικότητα απέναντι σε ένα φαινόμενο που επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της επιβίωσης στην εποχή της βιοτεχνολογίας και της ηλεκτρονικής επανάστασης, εισάγοντας λογικές κοινωνικού δαρβινισμού και δυναμιτίζοντας τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή των κοινωνιών. Για τον απλό λόγο ότι μια τέτοια επιλογή θα οδηγούσε στον αφανισμό τους.



Η θεσμοθέτηση σε εθνικό και ευρωπαϊκό (αλλά και ευρύτερα, σε παγκόσμιο επίπεδο) δικαιικών μηχανισμών διασφάλισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης κατανομής του πλούτου ώστε να αντιμετωπισθεί η συνθλιπτική επενέργεια της οικονομικής βίας και της συγκεντρωμένης, απρόσωπης και ανομιμοποίητης οικονομικής ισχύος συνιστά επιτακτική αναγκαιότητα. Η προστασία του πολιτισμού από τη βαρβαρότητα δεν αποτελεί επιλογή, αλλά καθήκον.



Αιμιλία Ιωαννίδου,
Δικηγόρος, υποψήφια διδάκτωρ
Νομικής, Université Paris II, Panthéon-Assas, συντονίστρια Ομάδας Νέων
ΙΜΔΑ - Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Υποσημειώσεις

1. Στις περιπτώσεις νεο-αποικιοκρατίας, η οικονομική βία ασκείται έμμεσα, όπως περιγράφηκε προηγουμένως.


2. Πρόκειται περί ενδεικτικής καταγραφής ορισμένων από τα δικαιώματα του ανθρώπου που μπορούν να θιγούν από την άσκηση οικονομικής βίας, όπως επίσης και ορισμένων μόνο από τα διεθνή, ευρωπαϊκά και εθνικά κατοχυρωτικά κείμενα.



3. Ά. 5 §2 Συντάγματος (Σ), ά. 2 -ιδ. § 1- Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. ( ΧΘΔ), ά. 2-ιδ. § 1 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ά. 6 -ιδ. §1-Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (ΣΑΠΔ).



4. Ά.5§5 Σ, 21, §.3 Σ, 22, παρ. 5 Σ, ά. 34 και 35 ΧΘΔ, ά. 9 Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΣΟΚΠΔ), ά. 12 ΣΟΚΠΔ.



5.  Ά. 11§1 ΣΟΚΠΔ.



6. Άρθρο 5, παρ. 1 Σ.



7. Ιδίως διά της διαρκούς υποβάθμισης των δομών της δημόσιας παιδείας εξαιτίας της μη χορήγησης εκ μέρους του κράτους των αναγκαίων πόρων. ά. 16, παρ. 4 Σ, ά. 14 ΧΘΔ, ά. 13 ΣΟΚΠΔ.



8. Ά. 22 παρ. 1 Σ, ά. 15 -ιδ. §1- ΧΘΔ, ά. 6 ΣΟΚΠΔ.



9. Ά. 31 ΧΘΔ, ά. 30 ΧΘΔ, ά. 7 ΣΟΚΠΔ.



10.  Ά.23§1Σ, ά. 28 ΧΘΔ, ά. 18c ΣΟΚΠΔ.



11. De facto, δεδομένου ιδίως του απαγορευτικού για τους οικονομικά αδυνάμους κόστους. Α. 20 Σ, ά. 47 ΧΘΔ).



12. Ά. 36 ΧΘΔ.



13. Ά. 24 Σ, ά. 37 ΧΘΔ.



14. Ά. 2§ 2 ΣΑΠΔ και ΣΟΚΠΔ.



15. Ά. 4 Σ, ά. 20 και 21 ΧΘΔ, ά. 2§2 ΣΟΚΠΔ.



16. Ά. 21§ 1, 2, 3, 4 και 6 Σ, ά. 24, 25, 26, 32 και 33 ΧΘΔ, ά. 10 ΣΟΚΠΔ.



17. Άρθρο 1 ΧΘΔ.



18. Άρθρο 2, παρ. 1 Σ.



19. Η αξιολόγηση αυτή επιτρέπει υπόρρητα τη σύνδεση με τη ναζιστική αντίληψη περί «αναξίας να ζει ζωής» («Lebensunwertes Leben») υπό οικονομικό βεβαίως εν προκειμένω πρίσμα.



20.  Κατά βάσιν πρόκειται για οικονομικές θεωρίες εντασσόμενες στο ιδεολογικό πλαίσιο του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτές που ανέπτυξαν οι Milton Friedman, Ludwig von Mises, Friedrich von Hayek, Ayn Rand κ.ά., η ενδελεχής ανάλυση των οποίων εκφεύγει των πλαισίων του παρόντος κειμένου.



21. Βλ. για παράδειγμα, τις απόψεις του Friedrich von Hayek για την κοινωνική δικαιοσύνη: Droit, législation et liberté, Presses universitaires de France (PUF), (τρεις τόμοι), Paris, 1980-1983, τ. 2, σελ. 94.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.