
Γράφει ο
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ*
Υπάρχει κάτι ανησυχητικό και βαθιά αποκαλυπτικό στον τρόπο με τον οποίο εκφέρεται ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα. Ο τόνος έχει υποκαταστήσει το περιεχόμενο, η ειρωνεία έχει εκτοπίσει την επιχειρηματολογία, η θεατρικότητα έχει πάρει τη θέση της ευθύνης. Δεν πρόκειται για απλή “ρητορική ένταση”, αλλά για ψυχοπολιτικό σύμπτωμα ενός συστήματος που μετρά την ισχύ με βάση το ποιος «τσιρίζει» πιο δυνατά, όχι ποιος σκέφτεται πιο βαθιά.Αυτή η κουλτούρα λόγου εκδηλώνεται με διαφορετικές αποχρώσεις: άλλοτε ως αλαζονεία, άλλοτε ως μόνιμη αμυντική στάση, συχνά ως επιθετική ειρωνεία. Είναι ένας λόγος που δεν συνομιλεί — κυριαρχεί. Δεν ακούει — απαντά. Δεν επιδιώκει κατανόηση — επιδιώκει εντύπωση. Και πίσω από αυτή τη ρητορική υπερδιέγερση κρύβεται συχνά ένας συλλογικός μηχανισμός άμυνας: ο φόβος του να φανείς ευάλωτος, ο τρόμος του λάθους, η αγωνία της έκθεσης.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν έχουμε να κάνουμε με «ισχυρές προσωπικότητες», αλλά με εύθραυστες περσόνες. Όταν το πολιτικό Εγώ διογκώνεται τόσο ώστε να καλύψει την έλλειψη εσωτερικής ασφάλειας, η δημόσια σκηνή μετατρέπεται σε αρένα ναρκισσισμού. Και το χειρότερο είναι ότι το κοινό, κουρασμένο από την απαξίωση και την ανεπάρκεια, αρχίζει να ταυτίζει την υπερβολή με τη δύναμη και την πρόκληση με τη διαύγεια.
Αυτό το φαινόμενο, όμως, δεν είναι “προσωπικό”. Είναι συστημικό. Αντικατοπτρίζει μια πολιτική κουλτούρα που επί δεκαετίες εκπαιδεύτηκε στο θέαμα, όχι στη συμμετοχή· στον μονόλογο, όχι στον διάλογο· στο φτηνό χειροκρότημα, όχι στην ευθύνη. Έτσι, ο δημόσιος λόγος χάνει τη θεραπευτική του διάσταση — δεν διαφωτίζει, δεν ενώνει, δεν θεραπεύει· απλώς θορυβεί.
Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τον δημόσιο λόγο —όχι μόνο ενός προσώπου, αλλά σχεδόν ολόκληρου του πολιτικού συστήματος— θα δει ότι πίσω από τις φωνές, τις ειρωνείες και τις υπερβολές δεν κρύβεται αυτοπεποίθηση, αλλά άμυνα. Είναι η γλώσσα ενός Εγώ που απειλείται και προσπαθεί να προστατευτεί με κάθε τρόπο.
Είναι οι μηχανισμοί άμυνας μιας εξουσίας σε κρίση:
Προβολή:
Όταν κάποιος επιτίθεται διαρκώς, αποκαλώντας τους άλλους «λαϊκιστές», «ψεκασμένους» ή «γραφικούς», συχνά προβάλει πάνω τους αυτό που αρνείται να δει στον εαυτό του. Όσο πιο επίμονα «καθρεφτίζει» τον άλλον, τόσο πιο βαθιά κρύβει τη δική του ανασφάλεια. Ο «εχθρός» εξωτερικεύει τον εσωτερικό του φόβο.Υπεραναπλήρωση:
Η επιθετική ρητορική λειτουργεί σαν υποκατάστατο για μια εσωτερική έλλειψη. Όταν η εξουσία δεν μπορεί να πείσει με έργα, φωνάζει για να δείξει ισχύ. Όταν δεν έχει επιχειρήματα, καταφεύγει στο ύφος. Όταν δεν έχει όραμα, αναζητά ενόχους. Έτσι, ο λόγος γίνεται θόρυβος που προσπαθεί να καλύψει το κενό.Διάσπαση:
Η πολιτική σκηνή κινείται ανάμεσα σε «φίλους» και «εχθρούς», «λογικούς» και «γραφικούς». Είναι μια παιδική, διχοτομική σκέψη — όπου δεν υπάρχει πολυπλοκότητα, αλλά μόνο άσπρο και μαύρο. Αυτή η διάσπαση είναι ο τρόπος που ένα τραυματισμένο σύστημα κρατά ψευδή συνοχή: διαιρεί για να μην χρειαστεί να αναγνωρίσει την ίδια του τη ρωγμή.Απομόνωση του συναισθήματος:
Η υπερ-ορθολογική, τεχνοκρατική γλώσσα συχνά λειτουργεί σαν τοίχος απέναντι στη συγκίνηση. Η επίκληση της «λογικής» απονευρώνει το αίσθημα, γιατί το συναίσθημα είναι επικίνδυνο — μπορεί να ξεγυμνώσει την αλήθεια. Έτσι, η ψυχρή ρητορική γίνεται μηχανισμός αποστασιοποίησης από την ενοχή και την ευθύνη.Άρνηση:
Το πιο κοινό σύμπτωμα: η άρνηση της πραγματικότητας. Αντί για αυτοκριτική, βλέπουμε επιμονή στο αφήγημα, ακόμη κι όταν η πραγματικότητα το διαψεύδει. Είναι η ψυχολογική ανάγκη να μη διαλυθεί το προσωπείο — γιατί πίσω του υπάρχει ένα Εγώ που δεν αντέχει την πτώση.Τις μέρες αυτές βλέπουμε έκδηλους αυτούς τους μηχανισμούς και σε πλήρη έξαρση με το ζήτημα του πατέρα απεργού πείνας.
Κι όμως, η ελληνική κοινωνία έχει βαθιά ανάγκη από έναν άλλο λόγο — ήρεμο, σταθερό, σκεπτόμενο και τρυφερό. Έναν λόγο που δεν χρειάζεται να υψώσει τη φωνή του για να ακουστεί, γιατί έχει ρίζες στην αλήθεια και όχι στις εντυπώσεις. Έναν λόγο που θυμίζει ότι η ψυχραιμία είναι μορφή δύναμης και η ταπεινότητα δεν είναι αδυναμία, αλλά σημάδι αυτογνωσίας.
Αν θέλουμε να ανατάξουμε τη δημοκρατία μας, μάλλον χρειάζεται πριν απ’ όλα να «θεραπεύσουμε» τη γλώσσα της. Να αποτοξινώσουμε το συλλογικό μας αυτί από τον θόρυβο και να ξαναμάθουμε την τέχνη της ακρόασης, της ευγένειας, της επιχειρηματολογίας.
Γιατί, όπως σε κάθε ψυχοθεραπεία, το πρώτο βήμα για την ίαση είναι να αναγνωρίσει κανείς το σύμπτωμα — κι ο τρόπος που μιλούν όλοι αυτοί, ίσως, λέει πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε για τον τρόπο που σκέφτονται, νιώθουν -αν νιώθουν- και δήθεν «υπάρχουν».
*Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος
Διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Neapolis.
ΠΗΓΗ:https://www.militaire.gr/o-dimosios-dialogos-os-politiki-pathologia-antonis-androylidakis/?fbclid=IwY2xjawNQbANleHRuA2FlbQIxMQABHqzZLLyvu6Q27Otk7xEFFHYo1EEZcy6xhZYzaqzBt-4YMQyPrl-nfIAVWlbx_aem__CMxLmoL5XQZ_qICIf4Z0w
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.