ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΣΟΝΑ
Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε για δεκαετίες μια φωνή που συνόδευσε τη συλλογική ψυχή της Ελλάδας.
Στα τραγούδια του υπήρχε εκείνο το ρήγμα ανάμεσα στο ιερό και το καθημερινό, στο όνειρο και στην οδυνηρή συχνά πραγματικότητα, στη φλόγα της αμφισβήτησης και στη νοσταλγία της πατρίδας.
Ένα παιδί που τραγουδούσε με πάθος για ελευθερία — κι ένας ώριμος άνδρας που αργότερα έμαθε να μιλά με τη φωνή της ασφάλειας , της “σοβαρότητας”.
Ανάμεσά τους, ένας ολόκληρος λαός που "μεγάλωσε" μαζί του.
Αυτό το πέρασμα —από τον αυθεντικό Εαυτό στο Προσαρμοσμένο Εγώ— είναι μια ψυχοπολιτική διαδρομή που θυμίζει το δράμα της Περσόνας, όπως το περιέγραψε ο Carl Jung.
Η Περσόνα είναι η μάσκα που φοράμε για να ζούμε ανάμεσα στους άλλους· είναι απαραίτητη για την κοινωνική μας συμβίωση, αλλά θανάσιμη όταν ταυτιζόμαστε μαζί της.
Ο καλλιτέχνης που ξεκίνησε ως “φωνή της ψυχής” κινδυνεύει, μεγαλώνοντας, να γίνει “φωνή της εξουσίας” — όχι από κακία, αλλά από πνευματική κόπωση.
Η κοινωνία, που τον λάτρεψε ως σύμβολο αλήθειας, τον επιβραβεύει τώρα -ή τον λοιδορεί- για την “ωριμότητα” της συμμόρφωσης.
Η Συναλλακτική Ανάλυση του Eric Berne θα το έλεγε αλλιώς:
το Ελεύθερο Παιδί, που δημιουργεί, παίζει, εμπνέεται,
παραδίδει σταδιακά τη σκυτάλη στο Προσαρμοσμένο Παιδί,
εκείνο που έμαθε να συμμορφώνεται για να αγαπηθεί και να ανήκει.
Αυτή η εσωτερική σύγκρουση είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης νεύρωσης. Ο Εαυτός ζητά αλήθεια, το Εγώ/προσαρμοσμένο παιδί ζητά ασφάλεια. Ο Εαυτός ψιθυρίζει: μίλα. Το Εγώ απαντά: θα σε απορρίψουν. Ο Εαυτός ονειρεύεται, το Εγώ μετράει. Ο Εαυτός θέλει να ζήσει, το Εγώ θέλει να ελέγχει. Και όσο η φωνή του Εγώ δυναμώνει, τόσο η ψυχή βυθίζεται στην αναισθησία.
Ο Εαυτός ζητά αλήθεια, βάθος, νόημα.
Το Εγώ/το προσαρμοσμένο παιδί θέλει ασφάλεια, έλεγχο, προβλεψιμότητα.
Ο Εαυτός λέει: “Πες αυτό που νιώθεις.”
Το Εγώ/το προσαρμοσμένο παιδί απαντά: “Θα χάσεις τη δουλειά σου.”
Ο Εαυτός ψιθυρίζει: “Άφησε τον θυμό σου να γίνει δημιουργία.”
Το Εγώ/το προσαρμοσμένο παιδί τρομάζει: “Θα γελάσουν μαζί σου.”
Όταν αυτή η εσωτερική μάχη κρατά πολύ, γεννιέται νεύρωση, κατάθλιψη, αποσύνδεση — όχι επειδή “πάθαμε κάτι”,
αλλά επειδή προδώσαμε τη ζωντάνια μας, την αυθεντικότητα μας.
Συνεπώς ο Σαββόπουλος δεν πρόδωσε κανέναν- εκτός ίσως τον ίδιο τον εαυτό του, όπως και οι περισσότεροι 'άλλωστε-του εαυτού μου προφανώς μη εξαιρουμένου.
Αλλά, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για προδοσία. Πρόκεται για ανεπίγνωστο μάλλον ψυχικό μηχανισμό επιβίωσης.
Από τραγουδοποιός του εσωτερικού ονείρου, έγινε διαχειριστής του κοινωνικού του ρόλου.
Κι εκεί, ανάμεσα στην κατανόηση και στη λύπη, κρύβεται το τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς:
το παιδί που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, έμαθε τελικά να τον ερμηνεύει με τους όρους του, να προσαρμόζεται, για να επιβιώσει.
Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο τον ίδιο.
Είναι συλλογικό.
Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης πέρασε από το στάδιο του “ελεύθερου παιδιού” —της εξέγερσης, της δημιουργίας, της ψυχικής υπερχείλισης— στο στάδιο του “προσαρμοσμένου ενήλικα-παιδιού” που μαθαίνει να σωπαίνει, να ισορροπεί, να επιβιώνει, να τη βγάζει καθαρή. Πρόκειται για ένα υπαρξιακό εκκρεμές.
Ο καλλιτέχνης γίνεται καθρέφτης αυτής της μετάβασης.
Ίσως, όταν η κοινωνία κουράζεται, ζητά από τους ποιητές της όχι να εμπνέουν, αλλά να την καθησυχάζουν.
Όμως η τέχνη, στην ουσία της, δεν προσαρμόζεται.
Η τέχνη είναι πάντα Ελεύθερο Παιδί — δημιουργεί από το άγνωστο, όχι από τον φόβο.
Κι ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία του ώριμου Σαββόπουλου να μην είναι η “μετατόπισή” του,
αλλά το ότι κανείς δεν θρήνησε για το παιδί που χάθηκε μέσα στον άνδρα.
Ο Jung έγραφε:
«Η μάσκα που σε προστατεύει μπορεί, αν δεν την αφαιρέσεις έγκαιρα, να γίνει το πρόσωπό σου.»
Και κάπως έτσι, ο Σαββόπουλος έγινε ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που μεγάλωσε, αλλά δεν ενηλικιώθηκε.
Έμαθε να λειτουργεί, αλλά όχι να αισθάνεται.
Να “είναι σοβαρή”, αλλά όχι αληθινή.
Η ψυχή, όμως, δεν γερνάει.
Και κάθε φορά που ακούμε τα παλιά του τραγούδια,
το παιδί που κοιμόταν μέσα του —και μέσα μας—
σηκώνει για λίγο το κεφάλι και θυμάται:
πως κάποτε τραγουδούσαμε όχι για να εντυπωσιάσουμε,
ούτε για να επιβιώσουμε, αλλά για να αλλάξουμε τον κόσμο (μας).
Στο τέλος-τέλος η κλασική αυτή σύγκρουση είναι η ουσία του ανθρώπινου δράματος: να προσπαθείς να θυμηθείς ποιος είσαι,
ενώ όλος ο κόσμος σε εκπαιδεύει να το ξεχάσεις.
Όπως έλεγε ο Donald Winnicott,
«Το αντίθετο του αυθεντικού Εαυτού δεν είναι το ψεύτικο Εγώ.
Είναι η συμμόρφωση.»
Κι έτσι, ο αληθινός αγώνας — πολιτικός, ψυχικός και πνευματικός —είναι να παραμένεις σε επαφή με τον αυθεντικό Εαυτό,
ακόμη κι όταν όλα γύρω σου σε πιέζουν να προσαρμοστείς ή να υποταχθείς ή και να ψευτο-επαναστατήσεις. Κι αυτό, να πάρει η ευχή, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο...
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.