*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
20 Οκτωβρίου 2024
Εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη διάβασα την παρακάτω είδηση:
ΗΠΑ: Άνδρας εγκεφαλικά νεκρός ξύπνησε την ώρα που οι γιατροί του αφαιρούσαν τα όργανά του για δωρεά.
Ένα απίστευτο περιστατικό σημειώθηκε σε νοσοκομείο του Κεντάκι, όπου ένας 36χρονος άνδρας που είχε υποστεί ανακοπή και, σύμφωνα με τους γιατρούς, ήταν εγκεφαλικά νεκρός, ξύπνησε την ώρα που οι χειρουργοί του αφαιρούσαν τα όργανά του για δωρεά.
Η οικογένειά του Άντονι Τόμας «TJ» Χούβερ δήλωσε σε τοπικά ΜΜΕ ότι η περίπτωσή του εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία για τη δωρεά οργάνων επισημαίνοντας ότι ο άνθρωπός τους βίωσε έναν αληθινό εφιάλτη. Ενώ ήταν νεκρός, σύμφωνα πάντα με το ιατρικό πρωτόκολλο, ξαφνικά, την ώρα που η ομάδα των χειρουργών του αφαιρούσαν τα όργανα, αναστήθηκε…
Πριν από τριάντα χρόνια
Η κηδεία του θείου μου του Λάζαρου θα ήταν μια τυπική κηδεία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου αν δεν είχαν συμβεί εκείνα τα περίεργα σκηνικά κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών και οι εικόνες που αντίκρισα χαράχτηκαν πολύ βαθιά στη μνήμη μου.Σαν άνθρωπος ο θείος Λάζαρος ήταν μονόχνωτος, αγενής και σκληρός με τους άλλους. Το μούτρο του ήταν μονίμως συνοφρυωμένο – και καλημέρα να του έλεγες μπορεί και να σε έβριζε. Είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του στα χωράφια, με τις καλλιέργειες και τα ζώα του. Η μπόχα που άφηνε στο πέρασμά του ήταν ανυπόφορη. Για αρκετά χρόνια πριν πεθάνει ζούσε σε μια παράγκα στο χωράφι του. Ακούστηκε πως τον είχε διώξει η θεία μου η Καλλιόπη. Κατά καιρούς ακούγονταν διάφορα. Υπήρχαν και φήμες που δεν ήθελα να τις πιστέψω – το σενάριο να παρέσερνε ο θείος παιδιά στο κτήμα του και να ασελγούσε πάνω τους μου φαινόταν αδιανόητο. Τον βρήκαν πεθαμένο στην παράγκα και κάποιοι είπαν ότι τον σκότωσαν για τα υποτιθέμενα ή πραγματικά εγκλήματά του. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο θείος, ανάμεσα στ’ άλλα, ήταν τρομερά φιλάργυρος. Στην παράγκα, μέσα σε κουβάδες καλυμμένους με κοπριά βρήκαν σακούλες με πολλά εκατομμύρια δραχμές, τυλιγμένα σαν καρούλια, τα περισσότερα κατεστραμμένα από την υγρασία και τη μούχλα. Το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας αποκλείστηκε. Δεν βρέθηκαν σημάδια που να δείχνουν δολοφονία. Με βάση το πιστοποιητικό θανάτου ο θείος είχε πεθάνει από παθολογικά αίτια στα εβδομήντα του – «ανακοπή καρδιάς» έμαθα από τη θεία μου ότι έγραφε το επίσημο έγγραφο.
Στην κηδεία πήγα γιατί μου το είχε ζητήσει η μάνα μου – προβλήματα υγείας δεν της επέτρεπαν να βγαίνει από το σπίτι εκείνη την εποχή. Στο νεκροταφείο η προσέλευση του κόσμου ήταν περιορισμένη, κάτι που δεν μου προκάλεσε εντύπωση. Μέχρι κάποιο σημείο όλα κυλούσαν ομαλά – ούτε δάκρυα ούτε μοιρολόγια. Ορισμένοι, στα πίσω καθίσματα της εκκλησίας, μιλούσαν για θέματα της επικαιρότητας και κουτσομπόλευαν. Κατά πάσα πιθανότητα, λόγω της απόστασης και απασχολημένοι καθώς ήταν με τα κουτσομπολιά δεν μπόρεσαν να δουν αυτά που είδαμε εμείς που ήμασταν γύρω από το φέρετρο.
Ο παπάς ήταν αυτός που είδε το πρώτο σημάδι. Για λίγες στιγμές έμεινε άφωνος. Μια έκφραση απορίας και έκστασης πάγωσε στο πρόσωπό του σαν να είχε δει μπροστά του τον ίδιο τον Αναστημένο Λάζαρο. Δεν ξέρω πόσοι άλλοι το πρόσεξαν αλλά πιστεύω ότι ήμουν ο πρώτος που ακολούθησα το βλέμμα του παπά και είδα αυτό που έβλεπε κι εκείνος. Τα βλέφαρα του θείου μισάνοιξαν για λίγες στιγμές, ξανάκλεισαν, και μετά πάλι μισάνοιξαν, σε μια κίνηση που επαναλήφθηκε πέντε, μπορεί και έξι φορές.
Φανερά σοκαρισμένος απ’ αυτό που αντίκρισε, ο παπάς προσπάθησε να βρει την ψυχραιμία του για να συνεχίσει την νεκρώσιμη τελετή. Για λίγο όμως επικράτησε μεγάλη αναστάτωση. Αυτοί που είχαν δει τον νεκρό να τρεμοπαίζει τα βλέφαρά του άρχισαν να σταυροκοπιούνται, να υψώνουν τα χέρια τους, να λένε διάφορα ενώ μερικές γυναίκες άρχισαν τις γονυκλισίες.
Η θεία μου η Καλλιόπη, που ήξερα ότι είχε περάσει δύσκολα με τον θείο μου στα πενήντα χρόνια του γάμου τους, φάνηκε έτοιμη να λιποθυμήσει και πιάστηκε από τις κόρες της για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτηκε αλλά φαντάστηκα ότι και μόνον η ιδέα να αναστηθεί ο Λάζαρος έστω και για μια μέρα και να αρχίσει πάλι τα νταηλίκια και τις φοβέρες θα την είχε τρομοκρατήσει.
Ο παπάς, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, πλησίασε το φέρετρο και σταμάτησε πάνω από το πρόσωπο του θείου μου. Ίσως ήθελε να βεβαιωθεί ότι αυτό που είδε ήταν πραγματικό και όχι κάποιο περίεργο παιχνίδι της όρασής του. Άπλωσε μάλιστα το χέρι του στο μέτωπο του νεκρού και άφησε εκεί την παλάμη του για λίγες στιγμές λες και ήθελε να εξακριβώσει αν ο θάνατος που είχε φωλιάσει σε κείνο το κορμί διατηρούσε την απόκοσμη παγωνιά του. Κι αμέσως μετά είδα την παλάμη του να γλιστρά πάνω από τα βλέφαρα του θείου σαν να ήθελε να τα κλείσει ή να τα εμποδίσει να ξανανοίξουν. Μετά από λίγο τον είδα να απομακρύνεται από το φέρετρο και να συνεχίζει την νεκρώσιμη ακολουθία λες και ήταν σίγουρος ότι εκείνο το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ψευδαίσθηση παρά το γεγονός ότι το είχαν δει αρκετοί άνθρωποι.
Αυτή η ιστορία ίσως να τελείωνε εκεί αν την ώρα του τελευταίου ασπασμού ο θείος Λάζαρος δεν έκρυβε και μια δεύτερη έκπληξη. Όλοι όσοι ήμασταν από πάνω του εκείνη τη στιγμή το είδαμε. Από τα κλειστά του μάτια έτρεξαν δάκρυα, αρκετά ώστε να φανούν καθώς κύλησαν πάνω στους βαθουλωμένους κροτάφους του. Ορισμένοι πισωπάτησαν, μια γυναίκα έβαλε το χέρι της στα χείλη της για να αποτρέψει κάποια κραυγή και μια άλλη τρέχοντας βγήκε από την εκκλησία.
Μη ξέροντας τι να κάνει και θέλοντας να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα με αυτήν την πρωτοφανή στα χρονικά του τόπου μας κηδεία, ο παπάς κάλυψε άρον-άρον το πρόσωπο του νεκρού με ένα μαντήλι και ζήτησε από τους ανθρώπους του γραφείου κηδειών να κλείσουν το φέρετρο μέχρι να ολοκληρωθεί η τελετή. Όλα τα υπόλοιπα έγιναν πολύ βιαστικά και χωρίς να τηρηθούν όσα προέβλεπε το τελετουργικό. Την ώρα που κατέβαζαν την κάσα στο λάκκο και λίγο πιο μετά όταν ο νεκροθάφτης άρχισε να ρίχνει το χώμα αναρωτιόμουν αν ο θείος Λάζαρος είχε τα μάτια μισάνοιχτα, αν δάκρυζε και αν είχε οποιαδήποτε επίγνωση της κατάστασής του.
Αργότερα, στην αίθουσα για τον καφέ της παρηγοριάς, επικρατούσε σιγή. Κανένας δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Κάποιες απόπειρες που έκανα να πιάσω κουβέντα με συγγενείς και γνωστούς δεν είχαν αποτέλεσμα. Ένας μόνο συγγενής του μακαρίτη που καθόταν δίπλα μου μουρμούρισε «ησυχία δεν πρόκειται να βρει με τόσα που είχε κάνει» αλλά κανένας δεν έδωσε συνέχεια. Έφυγα έχοντας την εντύπωση ότι αυτό που είχαν δει έπρεπε να αποσιωπηθεί, να κρατηθεί μυστικό ή και να διαγραφεί από τη μνήμη τους.
Επιστρέφοντας στο σπίτι εκείνο το απόγευμα σκέφτηκα να μιλήσω στη μάνα μου. Ήταν γυναίκα αφοσιωμένη στον Θεό και στα θρησκευτικά της καθήκοντα. Δεν ήξερα πώς θα το έπαιρνε, αν θα το πίστευε και πώς θα αντιδρούσε. Της το είπα όσο πιο ήσυχα και απλά μπορούσα. Χαμογέλασε και είπε «καλύτερα παιδί μου να περιορίσεις όλα αυτά που διαβάζεις». Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που της μίλησα για το θέμα.
Λίγες μέρες αργότερα επισκέφτηκα τη θεία μου την Καλλιόπη. Σε μια κρίση ειλικρίνειας που με ξάφνιασε άρχισε να μου λέει διάφορα, ακόμα και για τις αγροτικές επιδοτήσεις που έπαιρνε για χρόνια ο μακαρίτης και για τους γεμάτους τραπεζικούς λογαριασμούς που άφησε πίσω του – κάτι που εξηγούσε και τα εκατομμύρια που βρήκαν στην παράγκα που έμενε. Όση ώρα μιλούσε έψαχνα τρόπο να μεταφέρω την κουβέντα στον θείο Λάζαρο και στην κηδεία του. Με πρόλαβε όμως εκείνη. «Παιδί μου πες μου, τα είδες κι εσύ;» με ρώτησε διστακτικά. Της απάντησα αμέσως «ναι και δεν πρόκειται να τα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω». Ακούγοντας την απάντησή μου η θεία μου ξέσπασε αρχικά σε λυγμούς και μετά σε ασυγκράτητα γέλια – νόμιζα πως είχε τρελαθεί. Αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα από τις ξαδέρφες μου ότι η θεία μέχρι που πέθανε δεν ξαναπάτησε στο νεκροταφείο.
Για κάποιο διάστημα μετά την κηδεία το πρόσωπο του παπά στριφογύριζε στη σκέψη μου. Ήθελα να μάθω τι σκέφτηκε και τι ένοιωσε βλέποντας εκείνο το ανεξήγητο φαινόμενο στο πρόσωπο του θείου μου. Και ακόμα ήθελα να μάθω τι πίστευε για τον θάνατο, για την ψυχή και για την ανάσταση του ανθρώπου. Δεν τον ήξερα αλλά υπέθεσα ότι εκείνος ο άνθρωπος, λόγω της ιδιότητάς του, μπορεί να ήταν πρόθυμος να κουβεντιάσει για όσα είχαν γίνει. Αποφάσισα να πάω να τον βρω.
Πήγα στην εκκλησία του νεκροταφείου ένα απόβραδο Σαββάτου, την ώρα του εσπερινού. Βρήκα έναν άλλον ιερέα ο οποίος με ενημέρωσε ότι ο παπάς που έψαχνα είχε φύγει πριν από λίγο καιρό χωρίς να εξηγήσει τους λόγους. Ακούστηκε μάλιστα ότι έφυγε από την πόλη και ότι κατέφυγε σε κάποιο μοναστήρι – πληροφορία που δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω.
Εκείνο το απόβραδο, πριν βγω από το νεκροταφείο, επισκέφτηκα τον τάφο του θείου μου. Ήταν αφρόντιστος και το καντήλι ήταν σβηστό. Κοίταξα γύρω μου. Εκατοντάδες φλογίτσες τρεμόπαιζαν μέσα στο σκοτάδι που χυνόταν όλο και πιο πυκνό πάνω στους τάφους. Μια ανεξήγητη γαλήνη με κατέκλυσε. Για λίγες στιγμές ένοιωσα κάποιο μέρος του εαυτού μου να στέκεται τελείως ατάραχο μπροστά στο τρομερό γεγονός του θανάτου – μια αίσθηση που επανέρχεται συχνά μέσα μου. Παρατήρησα τον τάφο του θείου μου, το σβηστό καντήλι, τη φωτογραφία του. Θυμήθηκα όσα είχαν γίνει στην κηδεία του και τα ερωτήματα σχηματίστηκαν αβίαστα στη σκέψη μου.
Υπήρχε περίπτωση ο θείος Λάζαρος να ήταν με οποιαδήποτε τρόπο ζωντανός την ώρα της κηδείας του; Υπήρχε περίπτωση να θάψαμε έναν άνθρωπο που διατηρούσε ακόμα ζωντανή τη συνείδησή του ή ένα μέρος της; Μπορεί αυτό που λέμε «ψυχή» να γυροφέρνει για ώρες ή και μέρες γύρω από το νεκρό σώμα και υπό ορισμένες συνθήκες να επεμβαίνει σε κάποιες λειτουργίες του; Τα ερωτήματα αυτά δεν έπαψαν ποτέ να με απασχολούν – και να με βασανίζουν.
Ο ορισμός του θανάτου
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να μάθω ότι στην επίσημη ιατρική βιβλιογραφία, εκτός από το φαινόμενο της νεκροφάνειας, υπάρχει και άλλο ένα φαινόμενο γνωστό ως «Σημείο του Λαζάρου». Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες έχουν παρατηρηθεί κινήσεις και ενδείξεις ζωής σε κλινικά και εγκεφαλικά νεκρούς ανθρώπους. Με επιστημονικούς όρους πρόκειται για «σύνθετες νωτιαίες αποκρίσεις» ή «σύνθετα νωτιαία αντανακλαστικά» άγνωστης αιτιολογίας οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι είναι συντονισμένες και σκόπιμες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της δακρύρροιας: εγκεφαλικά νεκροί ασθενείς δακρύζουν την στιγμή που οι γιατροί χαράσσουν την τομή στο σώμα τους για να πάρουν τα όργανα τους προς μεταμόσχευση.Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών είναι πολλές οι μαρτυρίες και οι κλινικές παρατηρήσεις τέτοιων φαινομένων, σε βαθμό που πολλοί ερευνητές σε όλο τον κόσμο να παραδέχονται ότι η γνώση μας για τη ζωή και τον θάνατο είναι εξαιρετικά ελλιπής ή και ανύπαρκτη και το ίδιο ανύπαρκτη είναι η γνώση μας για το μέγα μυστήριο της Συνείδησης: δεν ξέρουμε ούτε τι είναι ούτε πώς συνδέεται με τον εγκέφαλο και, φυσικά, ούτε και ποια είναι η μεταθανάτια μοίρα της. Τα ερωτήματα είναι γνωστά. Επιβιώνει η ατομική μας συνείδηση μετά τον οριστικό σωματικό μας θάνατο; Συνεχίζουμε να έχουμε την αίσθηση του εαυτού μας και την αντίληψη του κόσμου γύρω μας; Μπαίνουμε σε κάποια άλλη διάσταση ή σβήνουν όλα οριστικά και αμετάκλητα; Αγνοούμε τα πάντα – μόνον οι νεκροί έχουν λύσει το αίνιγμα.
Πότε, όμως, ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται νεκρός, τελείως νεκρός; Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, αυτό το ερώτημα δεν έχει μια ξεκάθαρη και απόλυτη απάντηση. Μπορεί να ακούγεται αφελές ή ανόητο αλλά από ιατρικής και επιστημονικής πλευράς είναι ένα ερώτημα πολύπλοκο, ένα ερώτημα το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες έχει προκαλέσει διαφωνίες και συγκρούσεις στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας.
Το 1968 η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ εισηγήθηκε ένα νέο κριτήριο θανάτου, νευρολογικής φύσεως. Σύμφωνα με τον παλαιότερο ορισμό το κριτήριο οριστικής διάγνωσης του θανάτου ενός ανθρώπου ήταν η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνευστικής λειτουργίας. Με το νέο κριτήριο του Χάρβαρντ για να θεωρείται ένας άνθρωπος νεκρός θα έπρεπε να βρίσκεται «σε βαθύ, μη αντιδρών, απνοϊκό κώμα και να μην εμφανίζει ευδιάκριτη δραστηριότητα του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος», δηλαδή να είναι εγκεφαλικά νεκρός. Είναι προφανές ότι αυτός ο ορισμός και ειδικά η φράση «να μην εμφανίζει ευδιάκριτη δραστηριότητα του ΚΝΣ» αφήνει πολλά περιθώρια για υποκειμενικές και αυθαίρετες διαγνώσεις.
Και πράγματι δεν άργησε να φανεί ότι οι λόγοι αυτής της αλλαγής στον ορισμό του θανάτου δεν ήταν επιστημονικοί. Η εισαγωγή της έννοιας του «εγκεφαλικού θανάτου» είχε άλλες διαστάσεις, λιγότερο ή περισσότερο ηθικά επιλήψιμες. Η βασικότερη ίσως διάσταση είχε να κάνει με τις μεταμοσχεύσεις οργάνων: αν εξακολουθούσε να ισχύει ο παλιός ορισμός θα υπήρχαν διαφωνίες για τη λήψη ζωτικών οργάνων από τους εγκεφαλικά νεκρούς ασθενείς. Μάλιστα υπάρχουν επιστήμονες που δηλώνουν σχεδόν βέβαιοι ότι ο εγκεφαλικός θάνατος δεν ταυτίζεται με τον οριστικό και αμετάκλητο θάνατο του ανθρώπου και ότι η έννοια του εγκεφαλικού θανάτου επινοήθηκε για να ευνοηθεί η απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις.
Από ηθικής, νομικής και πολιτικής πλευράς το ζήτημα είναι τεράστιο αλλά σε καθαρά επιστημονικό (και φιλοσοφικό) επίπεδο το θεμελιώδες ερώτημα είναι «ποια η σχέση του εγκεφάλου με τη Συνείδηση;» καθώς και το επακόλουθο ερώτημα «υπάρχει Συνείδηση στους εγκεφαλικά νεκρούς ανθρώπους;».
Στο πρώτο ερώτημα η σύγχρονη Νευροεπιστήμη δεν έχει απάντηση. Σχηματικά θα λέγαμε πώς υπάρχουν δυο σχολές. Υπάρχουν οι επιστήμονες που πιστεύουν ότι η Συνείδηση είναι ένα καθαρά βιολογικό-βιοχημικό φαινόμενο και ότι με την διακοπή της λειτουργίας του εγκεφάλου χάνεται οριστικά και η ατομική συνείδηση, η ύπαρξη και το περιεχόμενό της – ερμηνεία που αν ισχύει καθιστά τελείως ανώφελη, ακατανόητη και μάταιη την κάθε ατομική ανθρώπινη ύπαρξη, μια τυχαία αστραπή μέσα στο αιώνιο κοσμικό σκοτάδι.
Στον αντίποδα, υπάρχουν επιστήμονες που υποστηρίζουν με βάση εμπειρικές και κλινικές παρατηρήσεις ότι ένας άγνωστος παράγοντας υπεισέρχεται στη σχέση Εγκεφάλου – Συνείδησης, ένας παράγοντας που είναι πέρα από τις γνωστές και διαθέσιμες επιστημονικές προσεγγίσεις και δυνατότητες. Είτε το ομολογούν ανοιχτά είτε το υπαινίσσονται, παραδέχονται ότι ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί ως μηχανισμός παραγωγής της Συνείδησης εκ του μηδενός αλλά μάλλον ως μηχανισμός αναπαραγωγής ή αναμετάδοσης της Συνείδησης. Μάλιστα, ορισμένοι μιλούν για έναν μυστηριώδη «μετασχηματιστή συχνοτήτων» και άλλοι για έναν εξίσου μυστηριώδη «πομποδέκτη» που λαμβάνει και εκπέμπει διαρκώς κύματα και σήματα που η διαθέσιμη ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να συλλάβει, να ταυτοποιήσει και να εξηγήσει.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψα να μελετώ και να ψάχνω. Διάβασα δεκάδες εξειδικευμένα βιβλία και εκατοντάδες επιστημονικά άρθρα με απώτερο στόχο να φτάσω στον μέγιστο βαθμό κατανόησης τους φαινόμενου της ζωής και του θανάτου και να απαντήσω στο ερώτημα αν πέρα από την ύλη και το σώμα υπάρχει και μια άλλη ουσία (συνείδηση, ψυχή) που παραμένει αιώνια και άφθαρτη και μετά τον θάνατο.
Όπως είναι φυσικό, οριστικές και απόλυτες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό που δεν ησυχάζει ποτέ μέσα μας δεν είναι υλικό ή βιολογικό φαινόμενο με ημερομηνία λήξης. Εκφράζει αυτή η πίστη μια βαθύτερη αλήθεια ή πρόκειται για αυταπάτη; Δεν ξέρω. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι η μοναδική λύση στο υπαρξιακό αίνιγμα του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο θάνατος: αυτός θα μας αποκαλύψει αν αυτό που κατοικεί μέσα μας είναι αιώνιο και άφθαρτο και αν η παρουσία μας μέσα στο κοσμικό φαινόμενο έχει κάποιο ανώτερο νόημα ή όχι. Κι αυτό είναι το αποκορύφωμα του παραλογισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
*
///
Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ
~.~

ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2025/02/08/to-simadi-tou-lazarou/?fbclid=IwY2xjawIT8RRleHRuA2FlbQIxMQABHVN60AdUaNAm75EsNhaoBig4bhcbHqz9tlOGM1EyhlhyLoTETTRYGw1kDg_aem_ISGIvfkax7G5KMO6_COcrg
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.